ENAΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΙΟ ΕΜΠΕΙΡΟΥΣ παλιούς διπλωμάτες αναρωτιόταν πριν από μερικούς μήνες πότε θα απαντήσουν οι ΗΠΑ, καθώς παρατηρούσε τη Γερμανία τα τελευταία χρόνια να ενισχύει τη θέση της, κυρίως χάρη στην οικονομική της ισχύ, χωρίς όμως να παίζει τόσο ομαδικά, ούτε στην Ε.Ε. –την ολοκλήρωση της οποίας καθυστερούσε–, αλλά ούτε και στο ΝΑΤΟ, καθώς υπήρχε ανομολόγητος ανταγωνισμός με τις ΗΠΑ.
Δεν χρειαζόταν πρόσβαση σε μυστικές πληροφορίες για να διαπιστώσει κανείς ότι η Γερμανία διατηρούσε προνομιακές σχέσεις με τη Ρωσία και την Τουρκία, συχνά σε βάρος των συμμάχων της.
Σήμερα πολλοί λένε δημόσια αυτό που τα προηγούμενα χρόνια ψιθύριζαν. Η Γερμανία είχε πιστέψει ότι μπορούσε να γίνει και πάλι μόνη της ισχυρή, συνάπτοντας τις δικές της συμμαχίες, για αυτό και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση από ένα σημείο και μετά δεν ήταν η προτεραιότητά της, καθώς έδειχνε αμφίθυμη, σύμφωνα με τον πρώην διπλωμάτη.
«Η Γερμανία έχει κάνει δύο παγκόσμιους πολέμους. Δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσουν να γίνει μόνη της ξανά όσο ισχυρή ήταν στο παρελθόν» λέει. «Αυτό ήταν λάθος της γιατί η ενωμένη Ευρώπη είναι ο μόνος δρόμος για να είναι ισχυρή. Ίσως τώρα το καταλάβει, αλλά στο μεταξύ ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία την έχει φέρει ήδη πολύ πίσω».
Ο πρώην ειδικός εκπρόσωπος της Γαλλίας για τη Ρωσία Ζαν Πιερ Σεβενεμάν, που ήταν συνεργάτης του Φρανσουά Μιτεράν, πρώην υπουργός Άμυνας και σήμερα υποστηρίζει τον Εμανουέλ Μακρόν, προτείνει ως μοναδική διέξοδο ένα καθεστώς ουδετερότητας για την Ουκρανία, εγγυημένο από όλες τις δυνάμεις.
Ένα χθεσινό άρθρο-ρέκβιεμ για τις γερμανικές φιλοδοξίες στο «Politico» ήταν αρκετά διαφωτιστικό για το πώς βλέπουν τη γερμανική πολιτική ελίτ στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Με τον τίτλο «Οι χρήσιμοι Γερμανοί ηλίθιοι του Πούτιν», που δεν άφηνε κανένα περιθώριο παρερμηνείας από την αρχή για το πού το πήγαινε, ο Matt Karnitschnig έγραψε ότι η Γερμανία δεν είναι ξένη στη λάθος πλευρά της ιστορίας, καθώς βρίσκεται συχνά σε αυτήν.
Γι' αυτό και κατά τον επικεφαλής του ευρωπαϊκού γραφείου του γνωστού αμερικανικού σάιτ, δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν το γεγονός ότι πέρασε τα τελευταία 16 χρόνια στη λάθος πλευρά σχετικά με τον τρόπο χειρισμού της Ρωσίας
Είναι εντυπωσιακό, ωστόσο, ότι η Γερμανία, που ενώ για πολύ καιρό αδιαφορούσε για τις αμερικανικές πιέσεις και επέμενε στη δική της πολιτική, τόσο για τον Nord Stream 2 όσο και για τις αμυντικές δαπάνες και τη στήριξη της Ουκρανίας, έκανε μεταστροφή μέσα σε λίγες ώρες, ακυρώνοντας τον ρωσογερμανικό αγωγό, στέλνοντας όπλα στην Ουκρανία, συμφωνώντας με τις κυρώσεις στη Ρωσία και ανακοινώνοντας τεράστια ποσά για την άμυνά της.
Το γιατί η Γερμανία αποφάσισε ξαφνικά μέσα σε 2-3 μέρες όσα αρνούνταν για χρόνια (ακόμα και μετά την έναρξη του πολέμου, αρχικά αρνούνταν αρκετές κυρώσεις προς τη Ρωσία) δεν έχει απαντηθεί επαρκώς ως τώρα.
Η αμερικανική πλευρά (και όχι μόνο) μοιάζει ακόμα καχύποπτη και, όπως λέει και ο Karnitschnig στο Politico, «ακόμη κι αν οι σύμμαχοι καλωσορίζουν τη γερμανική μεταστροφή, δεν ξεγελιούνται» και υποστηρίζει ότι το Βερολίνο «δεν θα έχει καμία πραγματική αξιοπιστία ούτε στο ΝΑΤΟ –όσα δισεκατομμύρια και αν δεσμευτεί να δαπανήσει για την άμυνα– μέχρι να υπάρξει ένας ειλικρινής απολογισμός της ιστορίας των χρόνων Μέρκελ-Πούτιν».
Ο Αμερικανός αρθρογράφος κατηγορεί τη Γερμανία ότι όταν έδωσε το πράσινο φως για τον αγωγό Nord Stream 2 το 2015, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, «δεν άνοιξε απλώς την πόρτα στον Πούτιν να προχωρήσει περαιτέρω, αλλά ουσιαστικά τον ενθάρρυνε να το κάνει». Αυτό είναι κάτι που πιστεύουν αρκετοί στην αμερικανική διοίκηση, αλλά όχι πολλοί στην Ευρώπη.
Ο Karnitschnig κατηγορεί και τον Γερμανό Πρόεδρο Βάλτερ Σταϊνμάιερ, που «ασχολείται με τη διοργάνωση συναυλιών "ελευθερίας και ειρήνης" με Ρώσους και Ουκρανούς μουσικούς την ώρα που στην Ουκρανία πέφτουν βόμβες» και αναφέρει την πρόσφατη ομιλία του Ζελένσκι στην Μπούντεσταγκ, όταν είπε στους Γερμανούς βουλευτές ότι οι επιχειρήσεις που έκανε η Γερμανία με τη Ρωσία βοήθησαν στη χρηματοδότηση του πολέμου κατά της χώρας του.
Από τη σκληρή κριτική δεν γλιτώνει ούτε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που δήλωσε ότι «όλοι κάναμε λάθος», αφού ο Αμερικανός δημοσιογράφος που κατηγορεί τη Γερμανία πως τώρα κάνει ότι δεν ήξερε λέει ότι «οι σύμμαχοι τούς προειδοποιούσαν».
«Από το βέτο της Γερμανίας για την ένταξη της Ουκρανίας και της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ το 2008 μέχρι την επιδίωξη συμφωνιών φυσικού αερίου με τη Μόσχα και την αντίρρησή της να στείλει όπλα στο Κίεβο, οι ηγέτες της χώρας υπηρέτησαν ως χρήσιμοι ηλίθιοι του Πούτιν» είναι το συμπέρασμα του αμερικανού επικεφαλής του γραφείου του Politico στην Ευρώπη, που υποστηρίζει ότι το πολιτικό κατεστημένο της Γερμανίας απέρριπτε την κριτική, επιμένοντας ότι «αυτοί γνώριζαν καλύτερα, ενώ γελούσαν στα μούτρα της Ουάσιγκτον», με τη επισήμανση ότι τώρα κανένας δεν γελά.
Αξίζει να σταθούμε σε δύο πρόσωπα που αναφέρει ο Karnitschnig, τα οποία θα δείξει η ιστορία αν και κατά πόσο ήταν μοιραία, το βέβαιο είναι ότι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις ρωσογερμανικές σχέσεις. Και τα δύο έχουν σοσιαλδημοκρατική πολιτική καταγωγή.
Ο ένας είναι ο Γενς Πλότνερ, ο οποίος είναι ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του καγκελάριου Σολτς. Κατέχει δηλαδή μία πολύ κρίσιμη θέση και δεν θεωρείται απόλυτα σίγουρο ότι θα συνεχίσει να την κατέχει για πολύ. Ο Πλότνερ υπήρξε προσωπάρχης του νυν προέδρου της Γερμανίας και πρώην υπουργού Εξωτερικών, Σταϊνμάιερ, αλλά είναι πολύ γνωστός και στην Ελλάδα, καθώς ήταν πρέσβης της Γερμανίας στην Αθήνα πριν από λίγα χρόνια.
Το άλλο πρόσωπο είναι ο ίδιος ο Γερμανός πρόεδρος Σταϊνμάιερ που επικρίνεται ότι «κατηγορούσε το ΝΑΤΟ ως πολεμοκάπηλο» μέχρι που άρχισαν να πέφτουν οι βόμβες του Πούτιν στην Ουκρανία. Ισως δεν θυμούνται όλοι ότι ο Σταϊνμάιερ ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα ως το δεξί χέρι και ο διευθυντής του γραφείου του Γκέρχαρντ Σρέντερ, πρώην καγκελάριου και νυν λομπίστα του Πούτιν και στελέχους της Γκάζπρομ, με τον οποίο δεν διέκοψαν ποτέ τους δεσμούς.
Η Γερμανία είναι στους χαμένους, αλλά μαζί της χάνει και όλη η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Πούτιν διεξάγει έναν πόλεμο μέσα στην Ευρώπη και κανένας δεν γνωρίζει για πόσο καιρό ακόμα και με ποιο κόστος. Μπορεί ο Ρώσος Πρόεδρος να θέλει να μιλά για το ουκρανικό και την αρχιτεκτονική ασφάλειας μόνο με τις ΗΠΑ, περιφρονώντας τους Μακρόν και Σουλτς, αλλά είναι οι Ευρωπαίοι ηγέτες αυτοί που έχουν να αντιμετωπίσουν τον Πούτιν και τη ρωσική επιθετικότητα.
Ο πρώην ειδικός εκπρόσωπος της Γαλλίας για τη Ρωσία Ζαν Πιερ Σεβενεμάν, ο οποίος έχει συναντήσει πολλές φορές τον Βλαντιμίρ Πούτιν, δήλωσε πρόσφατα ότι οι Ευρωπαίοι έπρεπε να είχαν αποτρέψει την εισβολή, από την οποία κερδισμένες βγαίνουν μόνο οι ΗΠΑ. Ο Σεβενεμάν, που ήταν συνεργάτης του Φρανσουά Μιτεράν, πρώην υπουργός Άμυνας και σήμερα υποστηρίζει τον Εμανουέλ Μακρόν, προτείνει ως μοναδική διέξοδο ένα καθεστώς ουδετερότητας για την Ουκρανία, εγγυημένο από όλες τις δυνάμεις.
Ο έμπειρος Γάλλος πολιτικός, θέλοντας να τονίσει ότι από τη ρωσική εισβολή είναι οι ΗΠΑ αυτές που κερδίζουν, είπε ότι «ο Πρόεδρος Πούτιν πρόσφερε ένα δώρο στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Τζο Μπάιντεν», καθώς η διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου θα βλάψει την Ευρώπη, αλλά «αυτό είναι ένα τίμημα που πρέπει να πληρώσει», σύμφωνα με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, οι οποίες από εισαγωγέας υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) έχουν μετατραπεί στον μεγαλύτερο εξαγωγέα στον κόσμο και φυσικά θα βγουν κερδισμένες (πολλαπλώς).
Ο Σεβενεμάν υποστηρίζει ότι πρέπει να αντιμετωπιστούν σθεναρά οι παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου από τη Ρωσία, αφήνοντας όμως ανοιχτή τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης και λαμβάνοντας υπόψη τις νόμιμες απαιτήσεις ασφάλειας της Ρωσίας. Αλλωστε η Ε.Ε. είναι αυτή που θα μείνει με πρόβλημα στην γειτονιά της, όταν οι ΗΠΑ θα αφιερωθούν στην αντιμετώπιση της Κίνας. Γι' αυτό ο Σεβενεμαν τονίζει πως «σε έναν κόσμο που κυριαρχείται όλο και περισσότερο από τον ανταγωνισμό μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας η οικοδόμηση της Ευρώπης είναι απαραίτητη».
«Ο Πούτιν πίστευε ότι η Ουκρανία δεν ήταν έθνος, αλλά αποδείχθηκε το αντίθετο. Και αυτό το έθνος είναι πολύ πιο ανθεκτικό από ό,τι περίμενε, συμπεριλαμβανομένων των ρωσόφωνων περιοχών» λέει.
Στην ανθεκτικότητα, βέβαια, έπαιξε ρόλο και ο εξοπλισμός από τη Δύση καθώς και το υψηλό επίπεδο πληροφόρησης, «αυτό που λέμε intelligence», όπως είπε πρόσφατα ο πρέσβης ε.τ. Αλέξανδρος Μαλλιάς, «διότι είναι σαφές ότι η ουκρανική κυβέρνηση έχει πολύ καλές πληροφορίες για την κίνηση των ρωσικών στρατευμάτων».
Για την «αποναζιστικοποίηση» του Πούτιν, ο Ζαν-Πιερ Σεβενεμάν που έχει παρασημοφορεθεί από τον Ρώσο Πρόεδρο λέει ότι «η συντριπτική πλειοψηφία των Ουκρανών πολέμησε στον Κόκκινο Στρατό. Είναι γελοίο σήμερα να προσποιούμαστε ότι μερικές νεοναζιστικές ομάδες, αν και βίαιες και με μεγάλη επιρροή, αντικατοπτρίζουν μια σημαντική τάση στην ουκρανική κοινή γνώμη».
Ο επί εννέα χρόνια εκπρόσωπος της Γαλλίας στη Ρωσία (από το 2012 ως το 2021) και πρώην υπουργός Άμυνας αναφέρει ότι από στρατηγική και πολιτική άποψη η απόφαση του Προέδρου Πούτιν να εισβάλει στην Ουκρανία είναι «απίστευτα παράλογη».
«Ακόμη και αν ο ρωσικός στρατός έχει το στρατιωτικό πλεονέκτημα, αυτό που μέλλει να συμβεί είναι μια μακρά περίοδος αδιεξόδου…Η κοινή λογική θα υπαγόρευε φυσικά ότι η ρωσική κυβέρνηση πρέπει να αποσύρει τις δυνάμεις της από την Ουκρανία. Είναι αυτό δυνατόν; Βραχυπρόθεσμα, δεν είμαι πολύ αισιόδοξος» λέει.
Ο Σεβενεμάν που κατανοεί τη Ρωσία και τον Πούτιν όσο λίγοι δυτικοί πολιτικοί αναφέρει ότι οι Ρώσοι είναι γνωστοί για τη θυματοποίησή τους και αυτό έχει κάποια βάση «λόγω της περιφρόνησης και της αλαζονείας πολλών δυτικών ηγετών, ιδίως των Αμερικανών, οι οποίοι δεν έκρυψαν την επιθυμία τους για αλλαγή καθεστώτος στη Ρωσία τα τελευταία δέκα χρόνια και συνέβαλαν στην ενίσχυση ενός παγιωμένου ρωσικού εθνικισμού».
Ακόμα και σήμερα, λέει, οι Ρώσοι αισθάνονται διαρκώς «πολιορκημένοι και περικυκλωμένοι». «Η απειλή που έχουν εντοπίσει είναι η επέκταση του ΝΑΤΟ. Η δήλωση της συνόδου κορυφής του Βουκουρεστίου το 2008, που υποσχέθηκε την ένταξη της Ουκρανίας και της Γεωργίας, ενίσχυσε αυτό το αίσθημα της καταδίωξης. Ομοίως, οι συμφωνίες του Μινσκ (2014-2015) δεν μπόρεσαν να εφαρμοστούν λόγω της επιθυμίας της ουκρανικής κυβέρνησης να ανακτήσει πρώτα τα σύνορά της με τη Ρωσία πριν από οποιαδήποτε εκλογική διαβούλευση σχετικά με το καθεστώς της αυτονομίας, ιδίως της γλωσσικής αυτονομίας, των περιφερειών Ντονέτσκ και Λουχάνσκ».
Εκ των υστέρων, ο Σεβενεμάν διαπιστώνει το μειονέκτημά του να αφήσουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, της οποίας προήδρευε τότε ο Μπαρόζο, να καθορίσει την εξωτερική πολιτική της Ένωσης έναντι της Ρωσίας. Σε ένα άλλο επίπεδο αναφέρει πως «ο πόλεμος στο Κοσσυφοπέδιο και ο βομβαρδισμός του Βελιγραδίου, χωρίς καμία απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, έδωσαν την εντύπωση ότι οι ρυθμίσεις ασφαλείας που συμφωνήθηκαν το 1990 ήταν άχρηστες στα μάτια της Δύσης”.
Είναι γεγονός ότι το παράδειγμα του Κοσσυφοπεδίου ο Πούτιν το χρησιμοποίησε το 2014 όπως έκανε και τώρα. Τότε στην ομιλία του στη ρωσική Βουλή, όταν επικύρωσε την «επανένωση» της αποσχισθείσας από την Ουκρανία Κριμαίας με τη Ρωσία, αντιπαρέβαλε την κατάσταση αυτή με εκείνη του Κοσσυφοπεδίου, για το οποίο, όπως είπε, η Δύση συμφώνησε «ότι ο μονομερής διαχωρισμός του από τη Σερβία –αυτό ακριβώς που κάνει τώρα η Κριμαία– ήταν νόμιμος και δεν απαιτούσε καμία άδεια από τις κεντρικές αρχές της χώρας».
Παρότι υπάρχουν επιχειρήματα που του αντιπαραθέτουν σε αυτό, ακόμα και Αμερικανοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι ο Πούτιν έχει δίκιο πως κατά κάποιο τρόπο η Κριμαία μοιάζει λίγο με το Κοσσυφοπέδιο.
Ο Σεβενεμάν, παρότι δεν διακατέχεται από αντιρωσικά αισθήματα (και είχε ασκήσει κριτική στο ΝΑΤΟ για το Κοσσυφοπέδιο), μιλώντας για τη Ρωσία του Πούτιν σήμερα λέει ότι «δεν φταίει για όλα η Δύση» και «τίποτα δεν επέτρεψε στη ρωσική κυβέρνηση να παραβιάσει την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας και να περιφρονήσει την αρχή της μη επέμβασης του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών».
Ο Εμανουέλ Μακρόν προσπαθεί όλες αυτές τις μέρες να μείνει ανοιχτή η πόρτα του διαλόγου και της διπλωματίας, γι' αυτό και όταν του ζητήθηκε να σχολιάσει τον χαρακτηρισμό του «χασάπη» που χρησιμοποίησε ο Μπάιντεν για τον Πούτιν, πήρε αποστάσεις λέγοντας ότι έκαναν την επιλογή να μην παρέμβουν στρατιωτικά στη σύρραξη και δεν πρέπει να αποτελέσουν μέρος της κλιμάκωσης.
Η αλήθεια είναι ότι ο Μακρόν και ο Σολτς έχουν κάθε λόγο να πιέζουν για να λήξει αυτός ο πόλεμος, αλλά ο Πούτιν προτιμά να συνδιαλέγεται με τον Μπάιντεν και όχι με αυτούς. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ προέβλεψε ότι «ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν θα τελειώσει σύντομα» και παρότι την πρώτη φορά, όταν προειδοποιούσε για τη ρωσική εισβολή, πολλοί δεν τον πίστεψαν, ίσως κι αυτή τη φορά να γνωρίζει.