Με την έκθεση «Fragments of Τime Ρast», που θα μπορούσε να αποδοθεί στα ελληνικά ως «Θραύσματα ενός παρελθόντος χρόνου», η Vera Lutter παρουσιάζει, με την πρώτη ατομική της έκθεση στην γκαλερί Gagosian της Αθήνας, φωτογραφίες από την αρχαία αρχιτεκτονική της Αττικής και της Κάτω Ιταλίας, καθώς και φωτογραφίες κλασικών γλυπτών από τη συλλογή του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης.
Η δουλειά της Lutter βασίζεται στη χρήση της camera obscura, δηλαδή ενός σκοτεινού θαλάμου, όπως είναι η ακριβής απόδοση του όρου στα ελληνικά, ο οποίος είναι ένα κουτί, εντελώς σκοτεινό εντός του, με μια οπή στη μία πλευρά του. Το φως του περιβάλλοντος χώρου που εισέρχεται από την οπή σχηματίζει στην ακριβώς απέναντι εσωτερική επιφάνειά του μια ανεστραμμένη απόδοση, με ακρίβεια χρώματος και προοπτικής, της όψης του περιβάλλοντος εξωτερικού χώρου που «κοιτάζει» η οπή.
Αυτό, λοιπόν, που επιδίωκα με τα έργα μου ήταν να επαναφέρω πολύ οικείες εικόνες με έναν εντελώς ανοίκειο τρόπο. Μου αρέσει η ιδέα ότι το έργο μου περιέχει ένα ανοίκειο στοιχείο, τουλάχιστον εν μέρει. Και λέγοντας ανοίκειο αναφέρομαι στην έννοια του ψυχαναλυτικού όρου “unheim-lich”, όπως τον εισήγαγε ο Φρόιντ».
Η Lutter δημιουργεί τα έργα της με την πρωταρχική διάταξη μιας camera obscura όπως περιγράφεται παραπάνω, δηλαδή χωρίς φωτογραφικές μηχανές και φακούς. Αξιοποιεί ως σκοτεινούς θαλάμους οτιδήποτε μπορεί να χρησιμεύσει ως κουτί, για παράδειγμα βαλίτσες, μπαούλα, ειδικές κατασκευές, πραγματικά δωμάτια κ.ά. Τοποθετεί φωτοευαίσθητο χαρτί στο εσωτερικό τοίχωμα του εκάστοτε κουτιού απέναντι από το μικροσκοπικό διάφραγμα που διανοίγει και επάνω του αποτυπώνεται η αρνητική εικόνα του θέματός της, το οποίο σημαίνει ότι οι ηλιόλουστοι ουρανοί αποδίδονται ως κατάμαυροι, ενώ οι σκοτεινές περιοχές προκύπτουν φωτεινές.
Ο χρόνος έκθεσης του φωτογραφικού χαρτιού και το μέγεθος του κουτιού που χρησιμοποιεί παίζουν καθοριστικό ρόλο για το αποτέλεσμα, το οποίο πολύ συχνά περιγράφεται ως φαντασματώδες και απόκοσμο, αλλά και ως ελκυστικό για μια καταβύθιση του βλέμματος σε αυτό, η οποία μπορεί να μην έχει προορισμό ή τέλος. Κατά έναν τρόπο το μάτι του θεατή είναι σαν να εισέρχεται σε έναν απύθμενο αγωγό που θα μπορούσε να είναι μια αναπαράσταση του ασύλληπτου μεγέθους που συνιστά η γραμμικότητα του χρόνου.
Με άλλα λόγια, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι κάθε έργο της είναι μια «κλειδαρότρυπα» από την οποία μπορεί κάποιος να αποπειραθεί να κρυφοκοιτάξει την αιωνιότητα.
Η Vera Lutter γεννήθηκε στη Γερμανία, αλλά τα τελευταία τριάντα χρόνια είναι εγκατεστημένη στη Νέα Υόρκη. Η ενασχόλησή της με την τεχνική της camera obscura ξεκίνησε με τη μετοίκησή της στην Αμερική. Μετέτρεψε το νεοϋορκέζικο loft της σε σκοτεινό θάλαμο για να συλλάβει την όψη της μεγαλούπολης που έβλεπε από το παράθυρο. Ήταν για κείνην μια απόπειρα εξοικείωσης με τον ξένο τόπο. Γενικότερα, αποτελεί διαχρονικά αντικείμενο της ματιάς της η σχέση του θεατή με αυτό που συνιστά για κείνον το ανοίκειο και το οικείο.
Όπως η ίδια λέει σχετικά με τη φωτογράφιση αρχαίων ναών: «Είμαστε πολύ εξοικειωμένοι με την εικόνα τέτοιων κτισμάτων και ίσως ακόμη περισσότερο με εκείνη των αρχαίων ελληνικών ναών. Εγώ, για παράδειγμα, μεγάλωσα με την εικόνα τους είτε μέσω της παιδείας που έλαβα είτε ταξιδεύοντας. Αυτό, λοιπόν, που επιδίωκα με τα έργα μου ήταν να επαναφέρω πολύ οικείες εικόνες με έναν εντελώς ανοίκειο τρόπο. Μου αρέσει η ιδέα ότι το έργο μου περιέχει ένα ανοίκειο στοιχείο, τουλάχιστον εν μέρει... Και λέγοντας ανοίκειο αναφέρομαι στην έννοια του ψυχαναλυτικού όρου “unheimlich”, όπως τον εισήγαγε ο Φρόιντ».
— Μήπως ο στόχος σας είναι να αναδείξετε το ανοίκειο στις εικόνες που μας παρέχει η κλασική παιδεία; Μήπως ήταν ένα στοιχείο που πάντα νιώθατε ότι περιείχαν και λειτουργούσε ως λόγος αποστροφής για εκείνες τις εικόνες;
Όχι! Συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο, ένας εναγκαλισμός αυτού του ερεθίσματος που με συντρόφευε πάντα. Μια συμφιλίωση μαζί του. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα. Όταν ξεκίνησα να κάνω αυτήν τη δουλειά, πίστευα ότι είχαμε πλημμυρίσει ήδη από εικόνες. Μιλώ για τον κατακλυσμό από εικόνες που σήμερα επιβεβαιώνεται καθημερινά.
Η δουλειά μου, αν θέλετε, περιέχει μια κριτική κυρίως σε αυτόν τον πληθωρισμό και την επιθετικότητα με την οποία παράγονται εικόνες. Δεν περιέχει καμιά αποστροφή για το θέμα που φωτογραφίζω. Πιστεύω ότι με το να δείχνω τόσο γνωστά κτίσματα σαν να ήταν κάπως ξένα και ανοίκεια, προκαλώ τον θεατή να τα ξανακοιτάξει πιο προσεκτικά και να μην τα προσπεράσει γρήγορα επειδή του είναι τόσο γνώριμα.
Ξέρετε, και μόνο το ότι στο έργο μου δεν υπάρχει σημάδι ανθρώπινης παρουσίας συνιστά μια αναγωγή της πραγματικότητας σε κάτι πιο αφηρημένο. Αν λοιπόν ο κόσμος δώσει χρόνο και προσοχή σε ένα τέτοιο ερέθισμα, μπορεί να καταλήξει σε νέες ερμηνείες του και να ανακαλύψει νέους ορίζοντες σε κάτι που εξαρχής θεωρούσε γνωστό. Ζητάω από τον θεατή λίγη περισσότερη πίστη, δέσμευση και χρόνο.
— Στην τωρινή σας έκθεση στην Αθήνα παρουσιάζετε μια σειρά έργων που σας ζήτησαν να δημιουργήσετε οι «New York Times», προκειμένου να εικονογραφηθεί ένα εξαιρετικό άρθρο τους που δημοσιεύτηκε πέρσι το καλοκαίρι, το οποίο έχει μεν ταξιδιωτικό χαρακτήρα, αλλά φανερώνει και την ανεξίτηλη πίστη της εφημερίδας στην αξία της αρχαίας Ελλάδας ως κοιτίδας του δυτικού πολιτισμού και φυσικά την πίστη της στην κλασική παιδεία. Ποιο ακριβώς ήταν το αντικείμενο αυτής της σειράς φωτογραφιών;
Μου ζήτησαν να φωτογραφίσω την Ακρόπολη και την Ακαδημία Πλάτωνος στην Αθήνα, καθώς και τον Ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Ήταν ένα φωτογραφικό editorial και όλα έπρεπε να γίνουν πάρα πολύ γρήγορα, προκειμένου να ακολουθήσω τους ρυθμούς παραγωγής ενός άρθρου που προοριζόταν για έντυπο, σε αντίθεση με το πώς δουλεύω συνήθως, δημιουργώντας προγράμματα και πλάνα φωτογραφίσεων αρκετά χρόνια προτού τελικά υλοποιήσω το εκάστοτε πρότζεκτ.
Για να είμαι ειλικρινής, δεν κάνω ποτέ παραγγελίες, εκτός βέβαια και αν μου το ζητά κάποιο μουσείο. Αυτή ήταν η πρώτη παραγγελία τέτοιου τύπου που αποδέχτηκα, επειδή το ζητούμενο συνέπιπτε με ένα θέμα που με ενδιαφέρει και πάνω στο οποίο πάντα εργάζομαι. Η προτίμησή μου να φωτογραφίζω όσα απομένουν από τον αρχαίο κόσμο νομίζω ότι σχετίζεται με το γεγονός πως γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Ευρώπη και τότε δινόταν μεγάλη προσοχή στις ιστορικές ρίζες του ευρωπαϊκού πολιτισμού, που ήταν βέβαια ο ελληνορωμαϊκός.
Υπήρξα πολύ εκτεθειμένη σ’ αυτά τα ερεθίσματα και, φυσικά, διάβασα πολλά για την κλασική αρχαιότητα και τη ρωμαϊκή συνέχειά της. Επιδιώκω, λοιπόν, με τα έργα μου να σχηματίζεται ένα συγκείμενο για τον αρχαίο πολιτισμό που να τον συνδέει με τον σύγχρονο.
— Σε κάποια από τα εκτιθέμενα έργα σας θα έλεγε κάποιος ότι επιτυγχάνεται ένας μέγιστος και απρόσμενος βαθμός αφαίρεσης και ότι το αποτέλεσμα δείχνει σχεδόν μη αναπαραστατικό. Πώς συμβαίνει αυτό;
Πρόκειται για ένα εφέ solarisation. Είναι πράγματι κάτι ασυνήθιστο για τη δουλειά μου και προστίθεται την ώρα που κάνω την εμφάνιση των φωτογραφιών. Προσδίδει μια άλλη τονικότητα του γκρι και μια υφή στο αποτέλεσμα ‒ πιστεύω ότι και τα δύο αυτά στοιχεία ανάγονται στη φύση του πετρώματος. Όμως συμφωνώ ότι το αποτέλεσμα είναι μια εξαιρετικά αφηρημένη σύνθεση που έχει αρκετά μεγάλη απόσταση από οποιαδήποτε εικόνα έχουμε για τις συνήθεις φωτογραφίες αρχιτεκτονικών μνημείων.
— Είναι εντυπωσιακό ότι στην αίθουσα της γκαλερί από την οποία μάλλον οι περισσότεροι επισκέπτες θα ξεκινούν την περιήγησή τους στην έκθεση υπάρχει ένα πολύ μεγάλων διαστάσεων έργο που δείχνει έναν λιγότερο γνωστό αρχαίο ναό και πολύ κοντά του, σαν σε αντιπαραβολή, ένα έργο σας πολύ μικρότερων διαστάσεων που δείχνει τον Παρθενώνα. Υπάρχει κάποιος λόγος για τη μεταξύ τους διαφορά κλίμακας; Θα έπρεπε ο θεατής να την αξιολογήσει για να οδηγηθεί σε κάποια νοηματοδότησή της ή σε άλλου είδους αναγωγή;
Ο ναός που αναφέρετε είναι στην Ποσειδωνία, το Paestum, στην Κάτω Ιταλία. Είναι ένας ναός της Αθηνάς, γι’ αυτό τον παρουσιάζουμε μαζί με τον Παρθενώνα. Αυτοί οι δύο είναι οι «σούπερσταρ» ναοί της έκθεσης, γι’ αυτό βρίσκονται μαζί στην ίδια αίθουσα της γκαλερί.
Οι μεγάλων διαστάσεων φωτογραφίες είναι αυτό που συχνότερα επιδιώκω να δημιουργώ. Και επειδή ο ναός του Paestum είναι λιγότερο γνωστός, ήταν πολύ πιο εύκολο να χρησιμοποιήσω μια τεράστια camera obscura, η οποία έδωσε το εν λόγω αποτέλεσμα όσον αφορά τις διαστάσεις του έργου. Σε αντίθεση με τον Παρθενώνα, που είναι τόσο υψηλού τουριστικού ενδιαφέροντος και για τον λόγο αυτό όλα έπρεπε να γίνουν με μικρότερης κλίμακας εξοπλισμό και πολύ πιο γρήγορα.
Ως εκ τούτου, θα έλεγα ότι δεν υπάρχει κάτι προς αξιολόγηση – η διαφορά της κλίμακας των δύο έργων οφείλεται μόνο σε πρακτικούς λόγους. Δεν έχω προσπαθήσει ποτέ, παρότι θα το ήθελα πολύ, να ζητήσω από τους υπεύθυνους την άδεια για να ανεβάσω στην Ακρόπολη μια αρκετά μεγάλη camera obscura που θα μου επέτρεπε ένα, ας το πω, πιο μνημειακό μέγεθος του αποτελέσματος σε σύγκριση με το τωρινό.
Για να καταλάβετε τις αναλογίες που οδηγούν στη διαφορά κλίμακας των δύο έργων, στην περίπτωση του Paestum η camera obscura που χρησιμοποίησα ήταν ένα εμπορικό container, ενώ στον Παρθενώνα ένα μεγαλούτσικο κουτί που στηριζόταν σε ένα φωτογραφικό τρίποδο.
— Τι σημαίνει κατά τη γνώμη σας να είναι κάποιος Ευρωπαίος καλλιτέχνης που ζει στις ΗΠΑ;
Μένω στη Νέα Υόρκη τα τελευταία τριάντα χρόνια και ολόκληρη η καριέρα μου έχει αναπτυχθεί και έχει οριστεί από αυτό το χρονικό διάστημα. Για μένα η μετοίκηση εκεί υποσχόταν εξαρχής μια καλύτερη προοπτική σε όλους τους τομείς και μια καλύτερη δική μου ανάπτυξη επειδή ήδη τότε η Νέα Υόρκη ήταν πολύ πιο κοντά στην ισότητα των δύο φύλων μεταξύ καλλιτεχνών. Αισθανόμουν, λοιπόν, ότι ως γυναίκα διάβαινα μια όμορφη μεγάλη πύλη που με οδηγούσε σε έναν κόσμο μεγάλων προσδοκιών και συναισθανόμουν ταυτόχρονα ότι έφερα μαζί μου κάτι πολύ σπουδαίο, που ήταν η ευρωπαϊκή παιδεία μου.
Αυτή λοιπόν, καθώς συνδυαζόταν με μια απόλυτη ελευθερία προσέγγισης του καλλιτεχνικού αντικειμένου, σε οδηγεί κάπου αλλού. Η συναίσθηση απόλυτης ελευθερίας στην οποία αναφέρομαι, και είναι ριζωμένη στην αμερικανική πλευρά των πραγμάτων, και το ότι εγώ είχα την ευρωπαϊκή «εργαλειοθήκη» υπήρξαν δύο λόγοι που με έκαναν να νιώθω ότι θα μπορέσω πράγματι να κάνω αυτό που ήθελα να κάνω.
Συνοψίζω, λοιπόν, χωρίς να φορτίζω την κουβέντα συναισθηματικά, λέγοντας ότι ήρθα με πολύ γερά θεμέλια σε ένα μέρος με τεράστια ελευθερία, κι αυτό είναι θαυμάσιο. Πιθανόν να νιώθω και σήμερα λίγο ξένη, όχι βέβαια στη Νέα Υόρκη αλλά στην υπόλοιπη Αμερική. Η Νέα Υόρκη είναι αρκετά μεγάλη για να μη σε καταλαμβάνει τέτοιο συναίσθημα. Πλέον, το ζήτημα έχει αντιστραφεί: επιστρέφω στη Γερμανία και νιώθω ξένη στην πατρίδα μου.
Vera Lutter - «Fragments of Time Past»
Έως 28/5
Γκαλερί Gagosian, Αναπήρων Πολέμου 22, Αθήνα
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.