Τον Ιούλιο του 2020 πέθανε στην Ελβετία σε ηλικία 96 ετών η Ζιζί Ζανμέρ, μια από τις πιο διάσημες χορεύτριες του 20ού αιώνα, εξίσου διάσημη και για την κομψότητα και το στυλ της. Εννέα χρόνια νωρίτερα, το 2011, είχε πεθάνει σε ηλικία 87 ετών ο σύζυγός της Ρολάν Πετί, ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Γάλλους χορογράφους, ο οποίος ανέτρεψε τα ταμπού που κυριαρχούσαν στον χορό.
Οι συνομήλικοι, γεννημένοι το 1924, Ρολάν Πετί και Ζιζί Ζανμέρ, που γνωρίστηκαν σε ηλικία 9 ετών, όταν φοιτούσαν στα μπαλέτα της Όπερας του Παρισιού, υπήρξαν ένα από τα πιο γοητευτικά μεταπολεμικά ζευγάρια της Γαλλίας. Όπως αποδεικνύεται από μια δημοπρασία των έργων που είχαν στην κατοχή τους, την οποία διοργανώνει ο οίκος Κρίστις, λίγοι γνώριζαν την έκταση της συλλογής τους μέχρι που μια έκθεση του 2007 στο Musée d'Art et d'Histoire της Γενεύης την έκανε πιο γνωστή και έδωσε την ευκαιρία στο κοινό να εκτιμήσει το ευρύ τους γούστο αλλά και τον κύκλο των καλλιτεχνών μέσα στον οποίο πρωταγωνίστησαν.
Τα έργα της συλλογής τους αντικατοπτρίζουν τα χρόνια της διεθνούς τους καριέρας, από το Παρίσι και το Λονδίνο έως το Μπρόντγουεϊ και το Χόλιγουντ.
Από το ταπεινό τους ξεκίνημα ως χορευτές του corps de ballet, εξελίχθηκαν σε ένα από τα πιο αξιόλογα καλλιτεχνικά δίδυμα του 20ού αιώνα.
Τα έργα της συλλογής τους αντικατοπτρίζουν τα χρόνια της διεθνούς τους καριέρας από το Παρίσι και το Λονδίνο έως το Μπρόντγουεϊ και το Χόλιγουντ.
Μετά τη γνωριμία τους το 1933 στην École de danse de l'Opéra de Paris έγιναν χορευτές στο Μπαλέτο της Όπερας του Παρισιού το 1940. Μετά από λίγα χρόνια ο Πετί έφυγε για να ακολουθήσει το όνειρό του να γίνει χορογράφος, ενώ η Ζανμέρ, δυσαρεστημένη με τους ρόλους που της προσφέρονταν στο Παρίσι, εντάχθηκε στα Nouveau Ballets de Monte-Carlo το 1946.
Το 1948 ένωσαν ξανά τις δυνάμεις τους όταν ο Πετί ίδρυσε τον δικό του θίασο, Les Ballets de Paris. Στο μπαλέτο «Κάρμεν» του 1949, προσαρμοσμένο στην όπερα του Μπιζέ, η Ζανμέρ πρωταγωνίστησε στον ομώνυμο ρόλο. Με αυτήν τη χορογραφία έγιναν και οι δυο διάσημοι σταρ της εποχής τους και θα συνέχιζαν να εργάζονται σε πολλά ακόμη μπαλέτα, καθώς και σε ταινίες, καμπαρέ και θέατρο. Παντρεύτηκαν το 1954 και έναν χρόνο αργότερα γεννήθηκε η κόρη τους Βαλεντίν.
Ο Πετί ήταν γιος ενός εστιάτορα και της Rose Repetto, μιας Ιταλίδας που το 1947 ίδρυσε τη διάσημη εταιρεία παπουτσιών μπαλέτου, αφού ο Ρολάν παραπονέθηκε ότι με εκείνα που έπρεπε να χορεύει τον πονούσαν τα πόδια του. Η Ζιζί, όπως την αποκαλούσαν οι γονείς της, ήταν το πολυπόθητο μοναχοπαίδι τους και το όνομά της προερχόταν από το «Jésus», όπως χαϊδευτικά την αποκαλούσε η μητέρα της.
Η δημοπρασία είναι η συνέχεια μιας άλλης που πραγματοποιήθηκε πριν από λίγο καιρό και στην οποία βγήκαν προς πώληση τα ρούχα Yves Saint Laurent, περίπου 120 κομμάτια, της Ζιζί Ζανμέρ, πολλά από τα οποία υπήρχαν και σε σχέδια, με προσωπικά μηνύματα από τον Σεν Λοράν, του οποίου υπήρξε μούσ
Ο Ρολάν Πετί και η Ζιζί Ζανμέρ δεν ήταν συλλέκτες με την τυπική έννοια, έτσι η πώληση δίνει μια επισκόπηση της ζωής και του κοινού έργου του ζευγαριού και του καλλιτεχνικού περιβάλλοντος του οποίου αποτέλεσαν κεντρικό κομμάτι. Περιλαμβάνει ασυνήθιστα αντικείμενα, όπως ένα μπουστάκι που σχεδιάστηκε από τον ρωσικής καταγωγής καλλιτέχνη Erté (Romain de Tirtoff) το οποίο φτιάχτηκε για μία από τις παραστάσεις της Ζανμέρ.
Για την «Κάρμεν» του 1949 ο Πετί ήθελε η κύρια μπαλαρίνα του να έχει μια ανδρόγυνη εμφάνιση και πρότεινε στην Ζανμέρ να κόψει τα μαλλιά της σε ένα pixie bob. Ήταν ένα στυλ που διατήρησε για το υπόλοιπο της καριέρας της. Τη μιμήθηκαν ευρέως και υπήρξε μια από τις λίγες μπαλαρίνες με κοντά μαλλιά στην εποχή της, αν όχι η μοναδική.
Μετά την επιτυχία της στην «Κάρμεν», η Ζιζί εξασφάλισε ρόλους ηθοποιού σε ταινίες, όπως το «Hans Christian Andersen» (1952), με τον Danny Kaye, και το «Anything Goes» (1956) με τον Bing Crosby, ενώ από το 1950 άρχισε να εμφανίζεται και ως τραγουδίστρια. Πήγε στο Χόλιγουντ στη συνέχεια και χορογράφησε το 1955 τη μουσική κωμωδία «Daddy Long Legs», με πρωταγωνιστές τους Fred Astaire και Leslie Caron. Επιστρέφοντας στη Γαλλία, το 1961 ανέβασε το «La Revue», στο οποίο η Ζιζί τραγούδησε το «Mon truc en plumes», το πιο διάσημο τραγούδι της. Για να το ερμηνεύσει εμφανίστηκε με ένα στενό μπλουζάκι με παγιέτες και διάφανο καλσόν (σχεδιασμένο από τον Yves Saint Laurent, στενό της φίλο), συνοδευόμενη από νεαρούς άνδρες που τη χάιδευαν με τεράστια ροζ φτερά.
Ο επαγγελματικός και κοινωνικός κύκλος των Ζανμέρ και Πετί ήταν ένα «who's who» των καλλιτεχνών, σχεδιαστών, μουσικών και συγγραφέων του 20ού αιώνα. Δεν υπήρχε τίποτα στους τοίχους τους που να μην ήταν από κάποιον φίλο τους και φίλοι τους ήταν ο Σερζ Πολιακόφ, η Νίκι Ντε σαν Φαλ, ο Μαξ Έρνστ, η Λεονόρ Φινί, ο Πολ Ντελβό και ο Ζαν Κοκτό.
Στην παρτίδα των έργων που πωλείται υπάρχουν σχέδια και μακέτες από έργα που χορογράφησε ο Πετί όπως και το σκίτσο του Ζαν Τινκελί για μια γλυπτή κουρτίνα για την παραγωγή «L'éloge de la folie» του 1966.
Η συλλογή τους περιλαμβάνει επίσης διάφορα σχέδια με αφιερώσεις στο ζευγάρι, όπως ένα σχέδιο του Keith Haring που γράφει «For Roland», ενώ τα χαρακτηριστικά της Ζανμέρ ενέπνευσαν τον Ζαν Κοκτό και τον Μαρσιάλ Ρες.
Ο Πετί υπήρξε ένας καλλιτέχνης των αντιθέσεων, επιπόλαιος και σοβαρός μαζί, γεμάτος πάθη, που κατάφερε να αγγίξει ένα ευρύ κοινό.
Η πολυσυζητημένη σκηνή που τον καθιέρωσε διεθνώς ήταν η ερωτική σκηνή στην «Κάρμεν» με τη Ζιζί Ζανμέρ ντυμένη με ένα κοντό φόρεμα και αγορίστικο κούρεμα να παρασύρει τον Ντον Χοσέ (Ρολάν Πετί) σ’ ένα ακροβατικό ντουέτο στο πάτωμα.
Ο Πετί υπήρξε για ένα διάστημα καλλιτεχνικός διευθυντής του Μπαλέτου της Όπερας του Παρισιού και ύστερα μετακόμισε στη Μασσαλία όπου ανέλαβε υπεύθυνος των Μπαλέτων της Μασσαλίας έως το 1998, όταν αποχώρησε έπειτα από διαφωνία με τη διεύθυνση.
Η Ζιζί Ζανμέρ έκανε και μια μοναδική καριέρα μακριά από τον κόσμο του μπαλέτου. Από τη δεκαετία του 1970 στο Casino de Paris πρωταγωνιστούσε, και ήταν διάσημη για τη φανταχτερή της εμφάνιση, την ανδρόγυνη σεξουαλικότητά της και τη γοητευτική βραχνή της φωνή. Ο Ρολάν Πετί χορογραφούσε τα σόου της και το ζευγάρι ήταν μια λαμπερή, περιζήτητη παρουσία στη γαλλική πολιτιστική σκηνή. «Χωρίς αυτήν», φέρεται να είπε ο Γάλλος ποιητής Λουί Αραγκόν, «το Παρίσι δεν θα ήταν Παρίσι».
Είναι αξιοσημείωτος ο τρόπος που επαναπροσδιοριζόταν, ξεκινώντας ως κλασική χορεύτρια, χορεύοντας με τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ και τον Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ, μεταξύ άλλων επιφανών ονομάτων, περνώντας στο τραγούδι και στην υποκριτική. Οι κριτικοί μιλούσαν για μια νεραϊδόσχημη ερμηνεύτρια, με τα γυαλιστερά μαλλιά της και την χαρακτηριστική αίσθηση του music-hall που πετύχαινε να μεταφέρει. Διάσημοι Γάλλοι τραγουδιστές και συγγραφείς –Marcel Aymé, Guy Béart, Boris Vian, Barbara και Serge Gainsbourg– έγραψαν τραγούδια γι' αυτήν (ο Gainsbourg έγραψε μια ολόκληρη επιθεώρηση γι' αυτήν, το «Zizi, Je t' aime»), και κατά τη διάρκεια της καριέρας της κυκλοφόρησε σχεδόν 30 άλμπουμ. «Η μεγαλύτερή μου τραγωδία θα ήταν να μην μπορώ πλέον να παίζω» είχε πει στη «Φιγκαρό» λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό της.