Το βιβλίο «Στον καιρό της Λιλιπούπολης» καταγράφει, για πρώτη φορά, μέσα σε 350 σελίδες την ιστορία και όλα όσα σχετίζονται με τη δημιουργία της θρυλικής ραδιοφωνικής εκπομπής «Εδώ Λιλιπούπολη» που ήταν υπό την προστασία του Μάνου Χατζιδάκι.
Παράλληλα ακτινογραφεί εκείνη ακριβώς την ανεπανάληπτη εποχή της ελληνικής ραδιοφωνίας, όταν ο σπουδαίος συνθέτης διεύθυνε το Τρίτο Πρόγραμμα, την πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης, μεταξύ του 1975 και του 1982.
Για να το πετύχει αυτό, ο δημοσιογράφος, μουσικός ραδιοφωνικός παραγωγός και συγγραφέας Γιώργος Αλλαμανής αφιέρωσε πέντε χρόνια στην έρευνα, συλλέγοντας και εντρυφώντας σε πλήθος ντοκουμέντων σπάνιου αρχειακού υλικού, δημοσιεύματα εφημερίδων και περιοδικών, παρτιτούρες, φωτογραφίες.
Παράλληλα, άκουσε εβδομήντα τρία χαμένα σχεδόν ραδιοφωνικά επεισόδια και πήρε πενήντα μία αποκλειστικές συνεντεύξεις από συντελεστές που συνέβαλαν σε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί στον πρόλογο του βιβλίου «το συναρπαστικότερο λάθος στην ιστορία της ελληνικής ραδιοφωνίας».
Ένα λάθος που εξέπεμπε για δυόμισι χρόνια στο απόγειο της χατζιδακικής δημιουργικότητας, από τον Απρίλιο του 1977 μέχρι τον Μάιο του 1980. Μια «αόρατη» μουσικοθεατρική παράσταση στην οποία συνέβαλαν άξιοι ηθοποιοί (περί τους τριάντα), συνθέτες, κειμενογράφοι, μουσικοί, αλλά πρωτίστως η βασικότερη εμπνεύστριά του, η στιχουργός Μαριανίνα Κριεζή. Ανάμεσα σε όσα εντόπισε ήταν και ανέκδοτοι στίχοι της, ενώ αποκαλύπτει και πώς γράφτηκαν τα δημοφιλή τραγούδια «Ρόζα Ροζαλία», «Χρυσαλιφούρφουρο», «Δεν είμαστε Ζουλού» και «Χοντρό Μπιζέλι».
Αυτό το αριστουργηματικό τραγούδι λανσαρίστηκε τον Μάρτιο του 1980 σε ένα επεισόδιο της ραδιοφωνικής εκπομπής «Εδώ Λιλιπούπολη» στο Τρίτο Πρόγραμμα, επί Μάνου Χατζιδάκι. Το επεισόδιο γράφτηκε ειδικά για να υπηρετήσει την παρθενική ραδιοφωνική του μετάδοση.
Το αποτέλεσμα, φυσικά, δεν είναι ένα παιδικό βιβλίο, όπως άλλωστε δεν ήταν ούτε η εκπομπή «παιδική», κι ας ξεκίνησε με αυτή την πρόθεση. Πρόκειται περισσότερο για ένα εκτενές ρεπορτάζ για ενήλικες, νεότερους και γηραιότερους, νοσταλγούς και μη, για όσους θέλουν να «ταξιδέψουν» σε εποχές μεγάλων καλλιτεχνικών συναντήσεων.
Η LiFO προδημοσιεύει ένα κεφάλαιο του βιβλίου που θα κυκλοφορήσει στις 10 Μαΐου από τις εκδόσεις Τόπος:
Το «Ρόζα Ροζαλία» είναι ίσως η κορυφαία τραγουδιστική στιγμή της Λιλιπούπολης. Μια χορευτική σύνοδος πλανητών όπου διασταυρώνουν τις τροχιές τους για δύο λεπτά και ένα δευτερόλεπτο η ερμηνεία της Νένας Βενετσάνου στην πρώτη και άγνωστη – ακόμη -ηχογράφηση για το ραδιόφωνο (μη την ψάξεις στο youtube, δεν υπάρχει), ένα υδραίικο σκαρί του 1821, ένας αυστηρός πρόγονος της Μαριανίνας Κριεζή, οι αρμονίες και ο ερωτισμός της Λένας Πλάτωνος.
Το σκηνικό συμπληρώνουν ένας νεαρός βιολιστής, η ανοιξιάτικη ανατολή και μια σουρεαλιστική αρχαιολογική ανασκαφή: στα σύννεφα, με αερόστατο. Α, και το φάντασμα της Μόλι Μαλόουν που πουλάει θαλασσινά σπρώχνοντας, μετά τον θάνατό της, το καροτσάκι της στους δρόμους του Δουβλίνου.
Αυτό το αριστουργηματικό τραγούδι λανσαρίστηκε τον Μάρτιο του 1980, σε ένα επεισόδιο της ραδιοφωνικής εκπομπής «Εδώ Λιλιπούπολη», στο Τρίτο Πρόγραμμα επί Μάνου Χατζιδάκι. Το επεισόδιο γράφτηκε ειδικά για να υπηρετήσει την παρθενική ραδιοφωνική του μετάδοση.
Η υπόθεση: Ξημερώνει στη Λιλιπούπολη. Μαζί με τις αποχρώσεις της ροζ ανατολής απλώνεται στους αιθέρες μια εξαίσια μελωδία. Ο Δόκτωρ Δρακατώρ (τον υποδυόταν ο ηθοποιός Νίκος Τσιλούνης) καταλαβαίνει ότι προέρχεται από τη ροζ λατέρνα των αρχαίων Λιλιπούα, φτιαγμένη από τον πολύτιμο λίθο οπάλιο. Είναι θαμμένη στα σύννεφα που σκεπάζουν την αρχαία Παπουαλίλη. Σηκώνει ένα αερόστατο από ροζ ροδοπέταλο. Παρέα με τον Μπιξ Μπιξ (Σταμάτης Φασουλής), τη Χιονάτη (Άννα Παναγιωτοπούλου) και τον Πρίγκιπα (Λευτέρης Βογιατζής) ακολουθούν το παλιό τραγούδι «Ρόζα Ροζαλία», που η αρχαία λατέρνα το έπαιζε κάθε ξημέρωμα στην Λεωφόρο των Παγωνιών. Εντοπίζουν το ανεκτίμητο κειμήλιο και τo μεταφέρουν συγκινημένοι στη Λιλιπούπολη.
Ο σοφός Δόκτωρ αποφασίζει να μην φυλακίσει στο Μουσείο την οπάλινη λατέρνα. Οι τέσσερίς τους θα βγαίνουν βόλτα κάθε χάραμα και θα ξυπνάνε γλυκά τους άλλους Λιλιπουπολίτες παίζοντας το πιο τριανταφυλλένιο τραγούδι που έγινε ποτέ.
Το ροζ ήταν το αγαπημένο χρώμα της στιχουργού που τον περασμένο Φεβρουάριο μετακόμισε ανεπίστροφα σ’ ένα αρχοντικό στο Πόρτο Λίλι. Η Μαριανίνα στον γάμο της, καμιά 15αριά χρόνια μετά τη Ροζαλία, είχε απαιτήσει απ’ όλους τους καλεσμένους να φορούν ροζ ρούχα.
Της πήρε έξι μήνες για να γράψει το τραγούδι. Στην Λένα πάλι, που αγαπάει κι αυτή το ροζ, πήρε πέντε λεπτά για να το συνθέσει.
«Ένα βράδυ του ’80 μου το άφησε περνώντας απ’ το σπίτι μου η Μαριανίνα και μου είπε «Πάρ’ το, βρε Λένα, το ’γραφα για σένα έξι μήνες». Κάθομαι στο πιάνο και το παίζω. Μέσα σε πέντε λεπτά είχε βγει! Μόλις το τελείωσα το έπαιξα πολλές φορές. Έκλαψα πολύ. Είχα χωρίσει τότε, αλλά ήμουν πάλι ερωτευμένη. Μάλλον με τον έρωτα! Γι’ αυτό και το «Αχ Ρόζα, Ρόζα Ροζαλία» του τραγουδιού. Σαν το «αχ» του έρωτα» (Λ.Πλάτωνος, συνέντευξη στη «Ναυτεμπορική», 26 Μαΐου 2006).
Την άλλη μέρα, αφού στέγνωσαν τα δάκρυα-τεκμήρια αυτοπεποίθησης, τηλεφώνησε στον Χατζιδάκι. «Έφτιαξα ένα τραγούδι και σας το χαρίζω». Το ακούει. «Θαύμα είναι, παιδί μου, θαύμα… νευρωτικό πλάσμα!» της λέει.
Με πάθος πολυσήμαντα ερωτικό, βιολί στη ραδιοφωνική Ροζαλία παίζει ο κορυφαίος Έλληνας βιολιστής Γιώργος Δεμερτζής. Ήταν μόλις 22 ετών. Δεσπόζει ο συναισθηματισμός που από τότε καταγραφόταν ως «σήμα κατατεθέν» της δεξιοτεχνίας του.
«Παίζει καταπληκτικά εδώ. Έγραψα το βιολί γι’ αυτό το τραγούδι εμπνευσμένη από το πώς έπαιζε ο Γιώργος. Γενικά, έτσι; Στο σπίτι μου είχαμε παίξει οι δυο μας ένα τμήμα από το Κονσέρτο για Βιολί του Μπραμς και άλλα έργα» θυμάται σήμερα η Πλάτωνος.
Τί ήταν όμως η «Ροζαλία»; Ποια ήταν η ποιητική αφορμή για το τραγούδι; Την απορία την έλυσε η ίδια η Μαριανίνα ένα Σάββατο του Αυγούστου του 2018, όταν παρέα με τον ραδιοφωνικό παραγωγό Σιδερή Πρίντεζη, ο οποίος μεσολάβησε γενναιόψυχα για τη γνωριμία, την επισκεφτήκαμε στο ησυχαστήριό της στην Ερέτρια. Επιστρέφοντας το βράδυ στην Αθήνα είχα στις ερευνητικές αποσκευές μου έξι ώρες μαγνητοφωνημένων συζητήσεων για τη Λιλιπούπολη.
Λοιπόν, η Ροζαλία….
Μαριανίνα Κριεζή: Η «Ροζαλία» ήταν ένα απ’ τα καράβια του αγώνα με τους Τούρκους, ένα μαύρο καράβι προγόνου μου τουρκοφάγου. Αυτουνού από μια σειρά συμπτώσεων, κάποια στιγμή, είχα κληρονομήσει και το σπίτι του στην Ύδρα, που το πούλησα βεβαίως, δεν μπορούσα να το κρατήσω. Πάρα πολύ αυστηρός εκείνος. Θα τον δεις κι εσύ. Αν βάλεις Αντώνιος Κριεζής, θα δεις μια πάρα πολύ αυστηρή φάτσα με κάτι μουστάκες. Αυστηρό σπίτι. Ήταν ένα σκαρί από τα πανέμορφα υδραίικα σκαριά, τα μαύρα. Δεν παντρεύτηκε αυτός ποτέ. Κι έλεγα «Τι είναι αυτή η Ροζαλία;». Και μου ’χε μπει, πάντα, ότι κάποιαν είχε ερωτευτεί που πέθανε κι έκανε και το μαύρο αυτό το σκαρί.
– Επειδή το έβαψε μαύρο και του έδωσε γυναικείο όνομα, θα ήταν για να τιμήσει τον άτυχο έρωτά του, ε;
Μ.Κ.: Έτσι ήθελα να είναι αυτή η Ροζαλία. Και είναι μελαγχολικό τραγούδι, δεν είναι για παιδιά. Δεν μελοποιείται εύκολα, είναι περίεργο τραγούδι, πολύ. Και είχα τη Λένα στο νου μου. Λέω «Τώρα με τη Λένα είναι μια ευκαιρία. Κάτσε να το γράψω, που πάντα ήθελα να γράψω για του παππού το καράβι». Αυτό.
– Κάτι καλό κούμπωσε εκεί. Γιατί το είδε και αυτή ερωτικά.
Μ.Κ.: Τελείως.
(Συνέντευξη με τη Μαριανίνα Κριεζή για το βιβλίο «Στον Καιρό της Λιλιπούπολης»)
Υπέροχες, καλλιτεχνικές, δημιουργικές μισές αλήθειες. Μόνο στην απαστράπτουσα φαντασία της Μαριανίνας ο Αντώνιος Δ. Κριεζής (1796-1865) ήταν εργένης και ερωτοχτυπημένος. Στην πραγματικότητα διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας επί Όθωνα (1849-54) και από τον γάμο του με την Κυριακούλα Βούλγαρη, κυρία επί των τιμών της Αμαλίας και κόρη του αρχικοτζάμπαση (διοικητή) της Ύδρας Γεωργίου Βούλγαρη, απέκτησε τέσσερις γιους.
Η «Ροζαλία» ναυπηγήθηκε στη Μασσαλία το 1790. Γέρικο σκαρί, παλιό εμπορικό, στα χρόνια του Αγώνα. Ήταν μια πολάκα, τρικάταρτο ιστιοφόρο με λατίνια (τριγωνικά πανιά) στην πλώρη και την πρύμνη. Για τα κακά συναπαντήματα με τους πειρατές και το οθωμανικό ναυτικό είχε τέσσερα κανόνια. Και τρεις συνιδιοκτήτες: οικογένεια Κριεζή, τέκνα Παπαντώνη και Γ.Δ. Παπαμανώλη.
Δύο ιστορικούς χρόνους έχει στιχουργικά η «Ροζαλία». Στο πρώτο κουπλέ η ηρωίδα ήταν ζωντανή («μιλούσαν όλοι για τη Ρόζα Ροζαλία»), στο δεύτερο έχει πεθάνει και την μνημονεύουν («μιλούν ακόμα»).
Άφαντη αλλά παρούσα, «σα ρόδινη ανάμνηση», τη βλέπουν να βγάζει βόλτα «πέρα μες στη ροζ ανατολή» μιαν άλλη οφθαλμαπάτη: «το γουρουνάκι της το τριανταφυλλί».
Το ρεφρέν, στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου, είναι ένα προσκλητήριο για έρωτα και μουσική.
«Ρόζα ροδαλή,
αχ Ρόζα, Ρόζα Ροζαλία,
πάμε μαζί στη συναυλία
ν’ ανθίσει μ’ όλα τα βιολιά
μια ροζ μεγάλη βυσσινιά
στο πρώτο μας φιλί».
«Δανείστηκα τη δομή ενός λιτού, άμεσου και συγκινητικού τραγουδιού» εξήγησε η στιχουργός, «του παραδοσιακού ιρλανδέζικου “Molly Malone”».
Πράγματι, το αφηγηματικό υπόδειγμα (pattern) είναι το ίδιο. Όπως και η Ροζαλία, στο πρώτο κουπλέ η όμορφη ιχθυοπώλισσα Μόλι, που δεν ταυτίζεται με υπαρκτό πρόσωπο, σπρώχνει στους δρόμους του Δουβλίνου το καρότσι της και διαλαλεί τα θαλασσινά της: κυδώνια και μύδια («cockles and mussels»). «Είναι ζωντανά!» («Alive, alive, oh!») φωνάζει. Στο τρίτο όμως και τελευταίο κουπλέ, ενώ έχει πεθάνει από κακιά αρρώστια, οι Δουβλινέζοι βλέπουν το φάντασμά της στις ίδιες διαδρομές.
Ευκαιρία να ξεσκονίσετε τα αγγλικά σας.
In Dublin’s fair city
Where the girls are so pretty
I first set my eyes on sweet Molly Malone
As she wheeled her wheel-barrow
Through streets broad and narrow
Crying “Cockles and mussels, alive, alive, oh!”
Alive, alive, oh Alive, alive, oh
Crying “Cockles and mussels, alive, alive, oh!”
[…] She died of a fever
And no one could save her
And that was the end of sweet Molly Malone
But her ghost wheels her barrow
Through streets broad and narrow
Crying “Cockles and mussels, alive, alive, oh!”
Απ’ το 1998 το μπρούτζινο άγαλμα της Μόλι Μαλόουν δεσπόζει στην είσοδο του ιρλανδικού Οργανισμού Τουρισμού στο Δουβλίνο. Προκάλεσε αντιδράσεις γιατί η γλύπτρια Τζιν Ράινχαρτ την παρουσίασε με διπλή ιδιότητα: ιχθυοπώλισσα και πόρνη. Σήμερα αποτελεί αξιοθέατο και κάποιοι θεωρούν γούρι να της πιάσουν το στήθος. Το μέταλλο στο μπούστο της έχει ξεβάψει.
Η πρώτη ηχογράφηση του «Ρόζα Ροζαλία» σώζεται μισο-ενσωματωμένη στη δράση στα επεισόδια της «Λιλιπούπολης» όπως μεταδόθηκαν από το χατζιδακικό Τρίτο Πρόγραμμα – όχι στα πέντε LP με επανασκηνοθετημένα και επανηχογραφημένα επεισόδια που κυκλοφόρησαν το 1981.
Εκεί, στα ερτζιανά, με τη φωνή της πρωτοεμφανιζόμενης στη ραδιοφωνία (ως τραγουδίστριας της «Λιλιπούπολης») Νένας Βενετσάνου, η Ροζαλία ακούγεται ανυπέρβλητη. Δυστυχώς ποτέ δεν δισκογραφήθηκε.
Στον διπλό δίσκο με τραγούδια της εκπομπής (1980) ερμήνευσε το τραγούδι η ίδια η Πλάτωνος. Αργότερα, σε δίσκο λιλιπουπολιτικής συναυλίας στον Βόλο (2001) καταγράφηκε με τη φωνή της Σαβίνας Γιαννάτου. Και στις δύο εκτελέσεις – λαμπρές κατά τα άλλα - το tempo είναι πιο γρήγορο απ’ ότι στην υποβλητική εκτέλεση με τη Βενετσάνου.
Πίσω στα αυθεντικά επεισόδια ένα ενορχηστρωτικό κόσμημα της Πλάτωνος, σκέτο τζοβαΐρι, τραβάει την προσοχή. Είναι η κεραυνοβόλος είσοδος δύο χορωδιακών γυναικείων φωνών – της συνθέτριας και της Σαβίνας – μόλις 30 δευτερόλεπτα πριν απ’ το τέλος.
Δεν μπαίνουν στο ρεφρέν. Μπαίνουν ξαφνικά σε μια λέξη-προτροπή, στην τελευταία προστακτική που ακούγεται: «Πάμε!» (μαζί στη συναυλία). Και περιδινίζονται, χορεύουν, γιορτάζουν το πώς άνθισε «η ροζ μεγάλη βυσινιά» στο πρώτο φιλί.
Στην ερμηνεία η Νένα κάνει το θαύμα της. Ξεκινάει σαν αφηγήτρια παραμυθιού, ώσπου εξυψώνει μια μεταφυσική ιστορία σε εμβληματικό ερωτικό τραγούδι.
Ο Γιώργος Ι. Αλλαμανής είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Το βιβλίο του «Στον καιρό της Λιλιπούπολης» (Εκδόσεις Τόπος) κυκλοφορεί στις 10 Μαΐου 2022. Προλογίζουν: Νίκος Κυπουργός, Γιώργος Μητρόπουλος, Σιδερής Πρίντεζης.