ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΜΕΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ η Γερμανίδα, ουκρανικής καταγωγής, συγγραφέας και μεταφράστρια Νατάσα Βοντίν, που γεννήθηκε το 1945 σε στρατόπεδο εργασίας στη Γερμανία, άρχισε να ψάχνει τα ίχνη της μητέρας της και της ουκρανικής οικογένειάς της.
Δεν είχε κάποιο οργανωμένο σχέδιο, προετοιμασμένο από καιρό. Δεν είχε κάποια στοιχεία που θα λειτουργούσαν ως οδηγός. Ήταν περισσότερο μια παρόρμηση, μια ζαριά στην τύχη, ένα είδος επιφοίτησης που την οδήγησαν τελικά σε μια μεγάλη αποκάλυψη και σε ένα συνταρακτικό βιβλίο.
Η αναζήτηση, βέβαια, ίσως να μην ήταν και τυχαία. Γιατί η Νατάσα Βοντίν ήθελε τελικά να γράψει για τη ζωή της μητέρας της, για τη γυναίκα που υπήρξε πριν από τη δική της γέννηση κάπου στην Ουκρανία κι ύστερα σ’ ένα στρατόπεδο στη Γερμανία.
«Το μαύρο κουτί της ζωής μου είχε ανοίξει... Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που θεωρούσα πιθανό να μη βρίσκομαι εκτός της ιστορίας της ανθρωπότητας αλλά να ανήκω σ’ αυτήν, όπως κάθε άλλος».
Ένα πρωί η Νατάσα Βοντίν πληκτρολόγησε το όνομα της μητέρας της στη μηχανή αναζήτησης του ρωσικού διαδικτύου: Ιβάστσενκο, Γεβγκένια Γιακόβλεβνα. Δεν πίστευε ότι θα έβγαζε τίποτα. Το έκανε, άλλωστε, ως παιχνίδι.
Έτσι κι αλλιώς, προηγούμενες αναζητήσεις μέσω του Ερυθρού Σταυρού, αναζητήσεις της σε ερευνητικά ιδρύματα, έρευνες σε καταλόγους θυμάτων δεν είχαν δώσει κανένα αποτέλεσμα σε σχέση με τη ζωή της μητέρας της και της οικογένειάς της στην Ουκρανία.
Το μόνο που ήξερε είναι ότι η μητέρα της είχε γεννηθεί το 1920 στη Μαριούπολη, ότι το 1943 είχε μεταφερθεί στη Γερμανία για καταναγκαστικά έργα, μαζί με τον σύζυγό της, ότι είχε εργαστεί για το εργοστάσιο όπλων του ομίλου Φλικ στη Λειψία και ότι έντεκα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου αυτοκτόνησε πέφτοντας σ’ ένα ποτάμι κοντά στον οικισμό «απάτριδων αλλοδαπών», όπου έμενε.
Γιατί είχε φύγει από τη Σοβιετική Ένωση; Μήπως ήταν συνεργάτιδα των ναζί; Το σίγουρο ήταν ότι η μητέρα της Νατάσα βρέθηκε «μέσα στην κρεατομηχανή δύο δικτατοριών, στην αρχή σ’ αυτήν του Στάλιν στην Ουκρανία και ύστερα σ’ αυτήν του Χίτλερ στη Γερμανία».
Κι εκεί που δεν περίμενε τίποτα, καθώς εκατοντάδες Ουκρανές είχαν το ίδιο όνομα με τη μητέρα της, σε μια σελίδα με το παράξενο αγγλικό όνομα «Azov’s Greeks» βρήκε μια Γεβγκένια Γιακόβλεβνα που είχε γεννηθεί το 1920 στη Μαριούπολη, όπως και η μητέρα της. Δεν θα μπορούσε να ήταν σύμπτωση.
Αλλά τι σχέση είχαν οι Έλληνες της Αζοφικής με την οικογένειά της; Και τι δουλειά είχαν οι Έλληνες στη Μαριούπολη, μια πόλη που επί Σοβιετικής Ένωσης ονομαζόταν Ζντάνοφ και για την οποία δεν ήξερε τίποτα;
Το κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται. Στην ιστοσελίδα των Ελλήνων του Αζόφ ένας Κονσταντίν με ελληνικό επίθετο ήταν πρόθυμος να τη βοηθήσει. Ουκρανός και ο ίδιος, αλλά με ελληνικές ρίζες, δεν ζούσε καν στη Μαριούπολη αλλά κάπου στη βόρεια Ρωσία, όπου εργαζόταν ως μηχανικός στη μεταλλουργία. Εκεί διηύθυνε μια λέσχη συζητήσεων για τους Έλληνες της Ουκρανίας, αλλά το πραγματικό πάθος του ήταν η γενεαλογία.
Η Νατάσα έπεσε πάνω στον σωστό άνθρωπο, που χωρίς κανένα αντάλλαγμα, μόνο και μόνο από το πάθος για τη γενεαλογία, αφιερώθηκε στο να τη βοηθήσει. Τα στοιχεία άρχισαν να έρχονται το ένα μετά το άλλο.
«Μου είχε συμβεί κάτι παράξενα θαυμαστό», γράφει η Νατάσα Βοντίν. «Το μαύρο κουτί της ζωής μου είχε ανοίξει... Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που θεωρούσα πιθανό να μη βρίσκομαι εκτός της ιστορίας της ανθρωπότητας αλλά να ανήκω σ’ αυτήν, όπως κάθε άλλος».
Δεν είναι υπερβολή αυτή η φράση της Νατάσα Βοντίν. Το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής της δεν ήξερε καν ότι ήταν παιδί αιχμαλώτων εργατών. Μεγάλωνε σε διάφορα μεταπολεμικά γκέτο και δεν είχε ιδέα ποιοι ήταν όλοι αυτοί οι γείτονές της που μιλούσαν βουλγάρικα, ρουμανικά, τσέχικα, πολωνικά. Στα σχολεία όπου πήγαινε ήταν παρίας. Ήταν η Ρωσίδα, η βάρβαρη.
Σ’ αυτά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια οι μαθητές των γερμανικών σχολείων μάθαιναν ότι οι Ρώσοι είχαν επιτεθεί στη Γερμανία, είχαν καταστρέψει τα πάντα και είχαν πάρει από τους Γερμανούς τη μισή τους χώρα.
Η Νατάσα ήταν «η προσωποποίηση των κομμουνιστών και των μπολσεβίκων, των Σλάβων υπανθρώπων, η προσωποίηση του παγκόσμιου εχθρού που τους είχε νικήσει στον πόλεμο». Για να μπορέσει να επιβιώσει και να προστατευθεί κάπως από τη βία και το μπούλινγκ προφασιζόταν ότι καταγόταν από μια πλούσια οικογένεια και ότι οι γονείς της την είχαν βρει στον δρόμο κατά τη διάρκεια της φυγής τους από τη Ρωσία.
«Το μόνο που ήξερα», γράφει σπαρακτικά η Νατάσα Βοντίν, «ήταν ότι ανήκα σ’ ένα είδος ανθρώπινων απορριμμάτων, σ’ έναν σκουπιδότοπο που είχε απομείνει από τον πόλεμο».
Έμαθε πολλά. Για τη μητέρα της, για τα αδέλφια της μητέρας της, τα ανίψια της, τους συγγενείς. Οι περισσότεροι είχαν πεθάνει. Αλλά βρήκε ακόμα κάποιους ζωντανούς που τη βοήθησαν να ξαναβρεί την ιστορία.
Τελικά, το ψέμα που είχε επινοήσει για να μετριάσει τη βία των Γερμανών συμμαθητών της, δηλαδή ότι ήταν γόνος πλούσιας οικογένειας, δεν ήταν ψέμα. Η Νατάσα είχε πίσω της μια πολυεθνική καταγωγή, ένα απίθανο γενεαλογικό δέντρο, που ταυτόχρονα αποτυπώνει τις μετακινήσεις και τις σχέσεις ατόμων και πληθυσμών μέσα στον χώρο και στον χρόνο. Οι γονείς της μητέρας της ήταν η Ματίλντα, κόρη ενός Ιταλού εξαγωγέα, και ο Γιακόβ, γιος ενός Ουκρανού εφοπλιστή. Η οικογένεια του Ιταλού προπάππου της εμπορευόταν το ουκρανικό σιτάρι και τον άνθρακα της λεκάνης του Ντονέτσκ. Ο Ουκρανός προπάππος της Επιφάν ήταν εφοπλιστής και τα καράβια του μετέφεραν τον άνθρακα του Ιταλού.
Η Νατάσα Βοντίν ανασυνέθεσε τη ζωή της μητέρας της, της οικογένειάς της αλλά και τη δική της ζωή στη μεταπολεμική Γερμανία. Το βιβλίο της δεν είναι απλώς χρονικό ή μαρτυρία. Είναι τελικά λογοτεχνία υψηλού επιπέδου. Μου θυμίζει πολύ τους «Χαμένους» του Ντάνιελ Μέντελσον αλλά και τα μυθιστορήματα του Ζέμπαλντ, πολύ περισσότερο που η Βοντίν εντάσσει στην αφήγησή της τη φωτογραφία.
Όταν η Βοντίν άρχισε να αναζητά τη μητέρα της, η έρευνά της συνέπεσε με τις πρώτες σεισμικές δονήσεις μιας νέας στρατιωτικής σύγκρουσης στην Ουκρανία. «Η βία σύντομα θα έφτανε στη Μαριούπολη και πρώτο πρώτο θα καιγόταν εκείνο το κτίριο το οποίο κάποτε φιλοξένησε το γυμνάσιο θηλέων που είχε ιδρύσει η θεία μου Βαλεντίνα», γράφει.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε στη Γερμανία το 2017. Αλλά η σύμπτωση της ελληνικής έκδοσής του με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία (θαυμάσια η μετάφραση της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου, που έχει γράψει και έναν κατατοπιστικό πρόλογο) μας βοηθάει να δούμε και τα θέματα της ουκρανικής ταυτότητας, που τόσο έχει αμφισβητηθεί.
Θα κρατήσω, τέλος, μια υπέροχη εικόνα της Μαριούπολης, αυτής της πόλης με το ήπιο κλίμα, ένα λιμάνι της Αζοφικής Θάλασσας, της πιο ακύμαντης και ζεστής θάλασσας του κόσμου, στεφανωμένη από αμπελώνες και αχανείς εκτάσεις με ηλιοτρόπια.