1.
Ο χάρτης των παθών. Είδαμε πώς διαμορφώνεται ο κοινοβουλευτικός συσχετισμός μετά τον δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών: εκτίναξη των υποψηφίων της λεπενικής ακροδεξιάς, μεγάλη ενίσχυση της ριζοσπαστικής αριστεράς, ορατή υποχώρηση του μακρονικού κέντρου, όλα αυτά απασχολούν έντονα τις συζητήσεις και το δημόσιο σχόλιο.
Όμως δίπλα στον κοινοβουλευτικό χάρτη πρέπει να τοποθετήσουμε έναν χάρτη των παθών και των συναισθημάτων. Υπήρχε στη χώρα ένα κύμα απορριπτικό και αβυσσαλέα εχθρικό προς τον ίδιο τον Πρόεδρο.
Από διαφορετικές γωνιές της κοινωνικής ενδοχώρας, το μίσος για τον Μακρόν και τη «macronie» (τους ανθρώπους του) μπόρεσε να φέρει κοντά διανοούμενους, μικροαστούς της επαρχίας, νέους καλλιτέχνες, φτωχούς του Pas-de-Calais και υπερπτυχιούχους των εκλεκτών σχολών.
2.
Ο πολιτικός ορίζοντας που διαγράφεται πλέον δυσκολεύει αφάνταστα τις συναινέσεις, διευκολύνοντας τη διαρκή σύγκρουση. Ο ανταγωνισμός της ακροδεξιάς με τον συνασπισμό Μελανσόν –και κυρίως με τους «Ανυπότακτους»‒ για το ποιος θα κάνει την πιο ισχυρή και εντυπωσιακά ηχηρή αντιπολίτευση στη σχετική πλειοψηφία του Μακρόν δεν θα επιτρέψει σοβαρές πολιτικές κινήσεις και νομοθετικό έργο από την όποια κυβέρνηση.
Το πώς θα κυβερνηθεί η Γαλλία τα επόμενα πέντε χρόνια δεν αφορά μόνο τους Γάλλους. Η Γαλλία του 2022-23 δεν είναι η Ελλάδα του 2015, αφού το πολιτικό της βάρος, η οικονομική της επιφάνεια και κυρίως η συμβολική της θέση στην καρδιά της ευρωπαϊκής Δύσης έχει τελείως άλλες διαστάσεις.
3.
Η ιστορική και διεθνής συγκυρία που βρίσκει τη Γαλλία να βυθίζεται σε ένα τέτοιο πολιτικό παιχνίδι είναι σπαρμένη παγίδες. Το Κρεμλίνο απολαμβάνει και προφανώς ετοιμάζεται να αξιοποιήσει με τα υπόγεια κανάλια του οτιδήποτε διαιρεί ή εξασθενεί τις κεντρικές ευρωπαϊκές χώρες.
Ο πόλεμος και η ύφεση συμπιέζουν αφάνταστα την αγοραστική δύναμη των πολιτών που έτσι αναθέτουν (σε μεγάλο βαθμό) στις «αντισυστημικές» δυνάμεις να τους ανακουφίσουν από την οικονομική στενότητα. Το γεγονός πως αυτές οι δυνάμεις δεν μπορούν να εκπληρώσουν τις γενναιόδωρες υποσχέσεις υπονομεύει ακόμα περισσότερο την ήδη εξαιρετικά τραυματισμένη πολιτική εμπιστοσύνη.
4.
Όσο οι δυνάμεις που διαχειρίστηκαν το αντιμακρονικό πάθος κατακτούν απλώς τη θέση της ισχυρής αντιπολίτευσης (δίχως να αναλαμβάνουν το βάρος της διακυβέρνησης) θα βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση. Η κυβέρνηση «δεν θα μπορεί να κυβερνά» και αυτό αρκεί.
Ενώ οι παραδοσιακοί επαναστάτες ήθελαν πραγματικά την πολιτική εξουσία, πολλοί σημερινοί ριζοσπάστες απολαμβάνουν περισσότερο τα παθήματα των κυβερνώντων, το να προκαλούν πανικό ή, έστω, να δυσχεραίνουν το έργο μιας κυβέρνησης, ενός Προέδρου κ.λπ.
Η απόσυρση ή το «σχίσιμο» ενός νομοσχεδίου γίνεται η ουσία της πολιτικής χαράς αυτών των νεο-ριζοσπαστών της μεσαίας τάξης. Αυτή η παιδοποίηση του ριζοσπαστισμού είναι εμφανής σε κόμματα όπως η «Ανυπότακτη Γαλλία» του Μελανσόν, ενώ είναι απούσα από τους παραδοσιακούς κομμουνιστές ή τους σοσιαλιστές που συντάχτηκαν τώρα στον συνασπισμό Nupes.
5.
Το μεγάλο γεγονός των εκλογών αυτών είναι οι 89 βουλευτές του κόμματος της Μαρίν Λε Πεν, ομάδα μεγαλύτερη από τον αριθμό των εκλεγμένων της «Ανυπότακτης Γαλλίας» (84 βουλευτές). Ποτέ άλλοτε δεν είχε τέτοια κοινοβουλευτική ισχύ η ριζοσπαστική δεξιά, πράγμα που της επιτρέπει να καταθέτει προτάσεις μομφής κατά της κυβέρνησης και να διεκδικεί την προεδρία σημαντικών κοινοβουλευτικών επιτροπών.
Η ίδια η Λε Πεν και τα προβεβλημένα στελέχη της θέλουν να ενσωματώσουν όλο το «λαϊκό μπλοκ» ‒και πολλούς από τη βάση της αριστεράς‒ για να το στρέψουν κατά του μπλοκ των «φιλελεύθερων ελίτ».
Αυτός ο πατριωτικός κοινωνικός λαϊκισμός έχει αλλοιώσει ακόμα περισσότερο τους όρους της αντιπαράθεσης, αφού εδώ και καιρό πολλά «αριστερά θέματα» τα χειρίζεται (για ένα πιο λαϊκό ακροατήριο από αυτό του Μελανσόν) η Λε Πεν.
6.
Το πώς θα κυβερνηθεί η Γαλλία τα επόμενα πέντε χρόνια δεν αφορά μόνο τους Γάλλους. Η Γαλλία του 2022-23 δεν είναι η Ελλάδα του 2015, αφού το πολιτικό της βάρος, η οικονομική της επιφάνεια και κυρίως η συμβολική της θέση στην καρδιά της ευρωπαϊκής Δύσης έχει τελείως άλλες διαστάσεις.
Το σοβαρό ελάττωμα της μακρονικής «σύνθεσης» ήταν ότι στηρίχτηκε σχεδόν αποκλειστικά στα ανώτερα στρώματα της μεσαίας τάξης και σε εξασφαλισμένους πολίτες ή άνετους συνταξιούχους.
Υπήρχε όμως και ένα ιδεολογικό πρόβλημα που φάνηκε στην πράξη: η αφελής ιδέα πως αρκεί μια μεταρρυθμιστική τεχνοκρατία για να ενώσει τους «ανθρώπους καλής θέλησης» δεξιάς και αριστεράς.
Το αποτέλεσμα των εκλογών μάς δείχνει πως αυτή η συμπαθής ιδέα δεν περπατάει στην πραγματικότητα. Απέναντι σε σκληρά ζητήματα, όπως τα όρια συνταξιοδότησης ή οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, οι πολώσεις και η «κακή πίστη» είναι αναπόφευκτες. Συχνά, οι άνθρωποι καλής πίστης, οι φρόνιμοι δεξιοί και οι έλλογοι αριστεροί είναι περισσότερο κατασκευές της πολιτικής μας αρθρογραφίας γιατί δεν αντιστοιχούν στην πραγματική διάταξη των παθών αλλά μάλλον σε αφηρημένα επιχειρήματα, αν όχι σε προϊόντα συμβούλων στρατηγικής.
7.
Σε βάθος χρόνου, η διέξοδος στο πολιτικό πρόβλημα της Γαλλίας θα προκύψει (αν συμβεί) όταν ξαναϋπάρξει μια αξιόπιστη δημοκρατική και ρεπουμπλικανική αριστερά και όταν η αστική δεξιά κατορθώσει να παραμερίσει τη σκιά των ιδεολογιών της μνησικακίας που τρέφουν τον λεπενισμό. Το κέντρο, όχι ως υπερβατική τεχνοκρατική ιδέα αλλά ως μια μικρή (ιστορικά) πολιτική οικογένεια, θα μπορεί να συγκυβερνά με μια τέτοια αριστερά και δεξιά. Να συγκυβερνά: δίχως να απαιτεί την κατάργησή τους ως ξεπερασμένων προϊόντων της Ιστορίας.
Όλα αυτά όμως που σχεδιάζουμε εδώ επί χάρτου ως σχολιαστές μπορεί να καταρρεύσουν με την επόμενη μεγάλη ή μικρή κρίση. Όπως είπαμε ανοίγοντας το κείμενο: η αριθμητική διάταξη των εδρών και ο κοινοβουλευτικός συσχετισμός είναι το ένα.
Το άλλο και όλο και πιο κρίσιμο και αινιγματικό είναι ο συσχετισμός των παθών και το καλειδοσκόπιο των δημόσιων συναισθημάτων. Εκεί, στο μέτωπο των συναισθημάτων, θα παιχτεί όχι απλώς το μέλλον της Γαλλίας αλλά και η διάσωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας από το κύμα των αρνήσεων που έχουν πέσει πάνω της.