Η παρωδία και η σάτιρα επιτίθενται στ’ ανοιχτά. Επιλέγουν προσεκτικά τον στόχο τους και ορμούν κατά πάνω του, δίχως περιστροφές, δίχως ενδοιασμούς, πότε με διάθεση τρυφερού παιχνιδίσματος και πότε με άγριες ή και κανιβαλικές διαθέσεις.
Κι αν το κείμενο της παρωδίας θωπεύει και κρυφολαχταρά τη δόξα του πρωτότυπου (ενόσω καμώνεται πως το κοροϊδεύει), οι σατιρικές δαγκωματιές προκαλούν πολύ εντονότερη αναστάτωση.
Σε κάθε περίπτωση, το γέλιο φανερώνει τα δόντια, ανοίγει το στόμα και το σώμα, γκρεμίζει τους ρόλους και τις αναπαραστάσεις, μας λέει «μη φοβάστε, επιτρέπεται», μας δείχνει πως όλα είναι πιθανά, υπάρχει ένας τόπος όπου η φυσική τάξη ανατρέπεται, η γλώσσα απελευθερώνεται, το φανταστικό γίνεται πραγματικό, ο θάνατος ηττάται και η ζωή αστράφτει από χαρά.
Μπορεί, ας πούμε, κάποιος, επιθυμώντας να προκαλέσει αυτό ακριβώς το γέλιο, να πάρει τη «Μήδεια» του Ευριπίδη και να την τοποθετήσει σ’ έναν κόσμο λιγότερο τρομακτικό, να την κάνει αρχόντισσα σ’ ένα ανάκτορο by the sea, στο λιμάνι του Βόλου, όπου δέχεται νυχθημερόν πάσης φύσεως ετερόκλητους επισκέπτες από τη σφαίρα της καθημερινότητας αλλά και του μύθου: έναν πλανόδιο ψαρά που πουλάει αχνιστά μύδια (αλλά η Μήδεια δεν αγαπά τα μύδια), μια ερωτικώς ατυχήσασα νεαρή καλόγρια που αναζητά καταφύγιο, έναν αμαρτωλό καλόγερο, τον εκδιωγμένο και αόμματο τέως βασιλιά Οιδίποδα, που τριγυρνά στην περιοχή αναζητώντας εργασία, τη θυγατέρα του Αντιγόνη, «που βοηθάει τον μπαμπά και εις την βρακοζώνη» και, τέλος, τον ίδιο τον Ευριπίδη, που στρέφεται στη Μήδεια για έμπνευση, ευελπιστώντας, όπως της λέει, ότι «αν βάλω λεπτομέρειες απ’ τον δικό σας βίο, τότε θα πάρω ασφαλώς το πρώτο το βραβείο».
Ειλικρινά αναρωτιέμαι: γιατί το Εθνικό Θέατρο της χώρας, που τόσο έχει προσφάτως ταλαιπωρηθεί και διασυρθεί από τη γνωστή ιστορία του πρώην διευθυντή του, επέλεξε να μας παρουσιάσει (στην Επίδαυρο και σε όλη τη χώρα) ένα έργο που επιδίδεται σε τόσο ύπουλο και ανατριχιαστικό victim blaming;
Το 1993 ο Μποστ χαρίζει τη Μήδεια στον λαό, την κατεβάζει από το απρόσιτο βάθρο της τραγωδίας, την κάνει «μία από εμάς», μια σύγχρονη (;) Ελληνίδα, ελαφρώς κακομοίρα, που ξυπνάει από τις έξι, γλείφει τα πατώματα των ανακτόρων, φροντίζει τα παιδιά, τα έχει όλα στην εντέλεια, ενώ ταυτόχρονα υπομένει τις ασύστολες απιστίες του Ιάσονα, βλέπει εφιάλτες, νοσταλγεί την πατρίδα της, γράφει ανεπίδοτες επιστολές στους γονείς της και αναζητά παρηγοριά στον ψυχίατρό της, μόνο και μόνο για να βρει εκεί «ξαπλωμένη, στον ειδικό τον καναπέ, της Τροίας την Ελένη».
Κι όμως, η Μήδεια ετούτη δεν κάμπτεται ποτέ, δεν παύει να διακωμωδεί τα παθήματά της, αποδιώχνοντας έτσι την όποια αγανάκτησή μας για την κατάντια της, γι’ αυτό το αντι-φεμινιστικό, με τα σημερινά δεδομένα, πορτρέτο της, καλώντας μας να εστιάσουμε στο αδάμαστο πνεύμα της, όπως αυτό αναδύεται μέσα από τον αστείρευτο αυτοσαρκασμό και το χιούμορ της.
«Θέλεις να φάω απόβλητα, πετρέλαια να φάω / θέλεις να βγάλω τον σκασμό, θέλεις να μη μιλάω; / Θέλεις να κόψω το φαΐ, τα μπάνια των θαλάσσων / τι άλλο θέλεις; Λέγε μου. Τι θες; Πέσμου Ιάσων. / Πέσμου τι σού παρέλειψα και έχεις παραπόνων. / Ορίστε. Πέστα καθαρά, μη χάνομαι και χρόνον».
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η ηρωίδα του Μποστ διαχωρίζει πλήρως τη θέση της από την εμπνεύστριά της: αν η ευριπίδεια Μήδεια εξοντώνει τα παιδιά της για να εκδικηθεί τον Ιάσονα, η Μήδεια του Μποστ σκοτώνει τους δύο μικρούς της γιους, όχι για να τιμωρήσει τον πατέρα τους που την απατά, αλλά για να τιμωρήσει τους ίδιους.
Ο λόγος; Γιατί αυτό τους αξίζει! Όχι μόνο επειδή «το κάνουν» στα κρυφά με την καλόγρια, αλλά κι επειδή τσίμπησαν το δόλωμα και έπεσαν στα δίχτυα του παιδεραστή καλόγερου: «Όπως ερχόμουν κατά δω λιγάκι βιαστικά / τα είδα με καλόγερον που ψώνιζαν γλυκά. / Ήτανε λουκουμόσκονη τα ρούχα τους γεμάτα / και κράταγαν στα χέρια τους και μία σοκολάτα», λέει ο Ιάσων στη συζυγό του, επιστρέφοντας στο παλάτι, λίγο πριν από τη λήξη του έργου.
Η Μήδεια χλωμιάζει, αρπάζει ξίφος και μπαλτά και τρέχει να κάνει τη δουλειά. Λίγα λεπτά αργότερα, η τιμωρός μάνα, κρατώντας μια τεφροδόχο, κομπάζει: «Δεν έχω τύψεις. Τα παιδιά έπρεπε να σφαγούνε / και λόγον που πηδάγανε / και που δεν μελετάγανε / και επί πλέον δέχονταν κι άντρες να τα πηδούνε».
Ευτυχώς μας είχε προειδοποιήσει εγκαίρως: «Εγώ αν είχα δύο παιδιά τόσον ατιμασμένα / από τα δυο τα χέρια μου θα πήγαιναν σφαγμένα. / Σ’ εμέ αν κάποιος έλεγε έστω και εις τ’ αστεία / ότι υπήρξαν θύματα σε μια παιδεραστία / μια τιμωρία φοβερά θα είχαν επισύρει / συγχρόνως με τα δυο παιδιά κ’ οι λάγνοι καλογήροι».
Σε κάθε περίπτωση, για όσους δεν το κατάλαβαν, το «διδακτικό» σονέτο του τέλους μας το ξεκαθαρίζει: «Οι μαθηταί εις το σχολειό οφείλουν να πηγαίνουν / κι όσοι πηδούν και τους πηδούν, είδατε τι παθαίνουν».
Είναι τα ανήλικα θύματα ενός βιασμού «ατιμασμένα» και πρέπει να πεθάνουν; Φταίνε αυτά που δεν απέρριψαν την πικρή λουκουμόσκονη της αποπλάνησης και πρέπει, συνεπώς, να τιμωρηθούν εξίσου βάρβαρα με τον παιδεραστή καλόγερο (ο οποίος τελικά, και φυσικά, τη γλιτώνει); «Μου θέλατε και επαφές και με τους καλογήρους, / εγώ δε γέννησα παιδιά. Εθήλασα σατύρους», είναι το... σατυρικό επιχείρημα (!) αυτής εδώ της Μήδειας.
Ειλικρινά αναρωτιέμαι: γιατί το Εθνικό Θέατρο της χώρας, που τόσο έχει προσφάτως ταλαιπωρηθεί και διασυρθεί από τη γνωστή ιστορία του πρώην διευθυντή του, επέλεξε να μας παρουσιάσει (στην Επίδαυρο και σε όλη τη χώρα) ένα έργο που επιδίδεται σε τόσο ύπουλο και ανατριχιαστικό victim blaming;
Ξέρω πως κάποιοι θα σπεύσουν να πουν: «Μα είναι κωμωδία! Δεν σοβαρολογεί!». Δυστυχώς, η επιλογή των λέξεων δεν είναι ποτέ αθώα. Η γλώσσα μπορεί να τσακίσει και η σάτιρα πάντοτε εργαζόταν υπέρ αδυνάτων, τσάκιζε την εξουσία, δεν τσάκιζε τους μικρούς, τους ανήμπορους, τους ανυπεράσπιστους. Ούτε τους τσάκιζε, ούτε τους (ξανα)κακοποιούσε.
Η σατιρική γραφή μπορεί να καυτηριάζει τα ελαττώματα, τις έξεις, τις καταχρήσεις των ανθρώπων ή τις παθογένειες ενός λαού, δεν δύναται όμως να στρέφει τα βέλη της στα θύματα μιας κακοποιητικής πράξης, και μάλιστα με τέτοιον τρόπο, αναπαράγοντας βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις που έχουν καταστρέψει ζωές και ψυχισμούς.
Όλοι εδώ ζούμε και γνωρίζουμε πόσο έχουμε πασχίσει ως κοινωνία τα τελευταία χρόνια (ειδικότερα μετά το ξέσπασμα του #MeToo) να απαλλάξουμε τους κακοποιημένους από το στίγμα της ντροπής, της ατίμωσης, από τη σκοταδιστική, ενοχοποιητική αντίληψη ότι «τα ήθελαν και τα 'παθαν», ότι έχουν μερίδιο ευθύνης για την τραυματική εμπειρία τους.
Πώς μπορεί, λοιπόν, το Εθνικό, σε αυτή τη συγκυρία, να ανεβάζει ένα τέτοιο έργο, χωρίς μάλιστα να ασκεί την ελάχιστη κριτική εναντίον του ή, έστω, πλαισιώνοντάς το, μέσω του προγράμματος της παράστασης, με κείμενα που τολμούν να θέσουν τον δάχτυλον επί τον τύπον των ήλων, ανοίγοντας μια δημόσια συζήτηση για ένα θέμα που μας βασανίζει;
Τίποτα σχετικό δεν εντόπισα, αντιθέτως διάβασα πολλά εγκώμια, όχι μόνο στο πρόγραμμα αλλά και στο δελτίο Τύπου, για αυτό το «έργο-σταθμό της νεοελληνικής δραματουργίας», την «ανελέητη κωμωδία του σπουδαίου συγγραφέα». Πράγματι, «ανελέητη» – απέναντι σε ποιον, όμως;
Διαπιστώνει εύκολα κανείς, παρακολουθώντας την παράσταση, ότι το κείμενο έχει υποστεί παρεμβάσεις και έχει κατά τόπους διασκευαστεί ώστε να επικαιροποιηθεί η σάτιρά του: έτσι, προστέθηκαν ειρωνικά σχόλια για την ελευθερία του Τύπου («τύπου ελευθερία»), για το μεταναστευτικό, την ακρίβεια κ.ο.κ.∙ το πιο κρίσιμο, όμως, απ’ όλα τα σημεία διατηρήθηκε αναλλοίωτο. Μήπως προστέθηκε κάποιο τραγούδι ή κάποιος μονόλογος που να μετριάζει τις εντυπώσεις και να περιορίζει τη ζημιά; Όχι, κρίθηκε μάλλον περιττό.
Θα συμφωνήσω ότι χρειάζεται να αντισταθούμε στην ισοπεδωτική μανία του cancel culture, της «κουλτούρας της ακύρωσης» δηλαδή, που προσπαθεί, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού κυρίως, να εξαλείψει από την εγκύκλιο εκπαίδευση και από τη δημόσια σφαίρα συγγραφείς του παρελθόντος, όπως ο Όμηρος η ο Σαίξπηρ, κατηγορώντας τους ότι προάγουν, όπως διαβάζω, ο πρώτος «τον σεξισμό, τον ρατσισμό, την αναπηροφοβία και τον Δυτικο-κεντρισμό» (έννοιες που δεν υπήρχαν καν πριν από είκοσι οχτώ αιώνες), ενώ ο δεύτερος «την ανωτερότητα των λευκών και την αποικιοκρατία», μεταξύ άλλων.
Η «Μήδεια» του Μποστ, όμως, γράφτηκε μόλις πριν από τριάντα χρόνια. Τα θύματα ήταν και τότε –όπως και πάντα– θύματα. Και το victim blaming ήταν εξίσου οδυνηρό τότε, όπως και τώρα – ασχέτως αν δεν λεγόταν έτσι. Δεν είναι ζήτημα πολιτικής ορθότητας, αλλά γνήσιας ενσυναίσθησης και στοιχειώδους κοινωνικής ευαισθησίας.
Πώς να το κάνουμε: υπάρχουν και συγγραφείς που δεν αντέχουν στον χρόνο. Και δικαίως. Η «Μήδεια» του Μποστ διαθέτει έναν ζοφερό κι επικίνδυνο πυρήνα. Τι κρίμα που η εκρηκτική ερμηνεία της Γαλήνης Χατζηπασχάλη, σε πλήρη σύμπνοια με τον οίστρο της Σύρμως Κεκέ, δεν επέτρεψαν στον μέσο θεατή, που γελούσε και χειροκροτούσε ακόμη και στα επίμαχα σημεία, να τον αντιληφθεί.
Όσο για εκείνους που υπερασπίζονται τον συγγραφέα της με τόση θέρμη, εξυμνώντας τη μοναδικότητα και την αθωότητα του «μπόστειου» στιλ, καλό θα ήταν να αναλογιστούν: τι είναι αυτό που κατά βάθος και στην πραγματικότητα θαυμάζουν; Ο θαυμασμός τους είναι αυτοφυής ή κληρονομημένος; Και από ποιους;
Αλλά ως προς αυτό, δεν θα μπορούσα να το πω καλύτερα από τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο στο σχετικό άρθρο του. Πράγματι, «ενδέχεται να βρεις αφράτη, καθαρόαιμη βία, εκεί που δεν το περίμενες. Ακόμα και στα πιο αθώα αστεία της παλιάς σου νιότης. Ακόμα και στις ιερές αγελάδες του πνεύματος που σε έχτισε. Ειδικά στη γλώσσα, στις λέξεις. Εκεί που βία αιώνων αφήνει τα ετυμολογικά αυγά της, στο υποσυνείδητο».
Εθνικό Θέατρο - «Μήδεια» του Μποστ
Σκηνοθεσία: Γιάννης Καλαβριανός
Δραματουργική επεξεργασία: Γιάννης Καλαβριανός, Έρι Κύργια
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Βάνα Γιαννούλα
Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
Χορογραφία: Μαριάννα Καβαλλιεράτου
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Δραματολόγος παράστασης: Εύα Σαραγά
Βοηθός σκηνοθέτη: Κέλλυ Παπαδοπούλου
Β΄βοηθός σκηνοθέτη: Διονυσία Βλαστέλλη
Βοηθός σκηνογράφου: Κατερίνα Βλάχμπεη
Βοηθός ενδυματολόγου: Αλέξανδρος Γαρνάβος
Διανομή (με αλφαβητική σειρά): Γιώργος Γλάστρας, Θανάσης Δήμου, Άνδρη Θεοδότου, Στέλιος Ιακωβίδης, Θανάσης Ισιδώρου, Σύρμω Κεκέ, Μαρία Κοσκινά, Φανή Παναγιωτίδου, Γιώργος Σαββίδης, Σταύρος Σβήγκος, Γαλήνη Χατζηπασχάλη
Χορός (αλφαβητικά): Μαρία Κωνσταντά, Ειρήνη Μακρή, Λυγερή Μητροπούλου, Ελπίδα Νικολάου, Κατερίνα Πατσιάνη, Ματίνα Περγιουδάκη, Μαριάμ Ρουχάτζε, Θεοδοσία Σαββάκη, Νιόβη
Χαραλάμπους
Μουσικοί επί σκηνής (αλφαβητικά): Παρασκευάς Κίτσος, Θοδωρής Οικονόμου, Δημήτρης Χουντής, Μαρία Χριστίνα Harper