1.
Κοπεγχάγη
Η πολυταξιδεμένη αρχιτέκτονας Ειρήνη Γιωτοπούλου επιλέγει την Κοπεγχάγη ως αγαπημένη της ευρωπαϊκή πόλη. Στη δική της περιήγηση στην κλασική πόλη κύριο ρόλο έχει η σύγχρονη αρχιτεκτονική.
Στη μικρή σε μέγεθος αλλά μεγάλη σε επίπεδο design πρωτεύουσα λιγοστά βήματα αλλά πολλές εμπειρίες χωρίζουν το καρτποσταλικό λιμάνι Nyhavn και το Tivolli από τα μονοπάτια του design. Για εμένα δεν χρειάζονται πολύπλοκες αφορμές για να βρεθώ ξανά και ξανά στην Κοπεγχάγη. Βασικό κίνητρο είναι η ανάγκη να ικανοποιήσω τη ματιά του αρχιτέκτονα, που εμπλουτίστηκε με το πάθος για τη φωτογραφία και τον ρόλο του instagrammer. Σχεδόν 9 χρόνια πριν ετοίμασα τους φακούς μου και μπήκα στο αεροπλάνο με συνταξιδιώτισσες την αγαπημένη μου φίλη και μια ενθουσιώδη λίστα με τα τελευταία επιτεύγματα των αρχιτεκτόνων που θαυμάζω: MVRDV, BIG, Henning Larsen.
Πρώτος σταθμός η Islands Brygge, που αναφέρεται απλά και ως Bryggen και βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο λιμάνι. Ατμοσφαιρική τον χειμώνα, όταν επισκέφτηκα εγώ τη χιονισμένη πόλη, ολοζώντανη το καλοκαίρι, όταν μετατρέπεται στο δροσερό παράκτιο σημείο συνάντησης των κατοίκων που απολαμβάνουν τον ήλιο, χαλαρώνουν, διαβάζουν ένα βιβλίο ή κάνουν πάρτι. Κάποιοι θα κάνουν και μια βουτιά για να νικήσουν τη δανέζικη ζέστη. Ένα από τα κτίρια που δεσπόζουν στον ορίζοντα είναι των MVRDV, το Gemini Residense, όπου τα διαμερίσματα στεγάζονται σε δύο πρώην σιλό. Αξίζει η αναφορά και στη νέα γειτονιά στο Sluseholmen, ένα τεχνητό κομμάτι γης πάνω στο οποίο στήνεται μια νέα κοινότητα σύγχρονων κατοικιών. H Danielsen Architecture έχει σχεδιάσει ένα έργο πρόσοψης, ένα κτίριο που μοιάζει με φάρο και δεσπόζει στην περιοχή. Είναι επενδεδυμένο με τούβλο, κάνοντας αναφορά στα κλασικά ολλανδικά κανάλια και κτίρια του Άμστερνταμ, αλλά και με στοιχεία που παραπέμπουν στην Ιάβα και το Βόρνεο.
Η πιο εντυπωσιακή, αν και σύντομη βόλτα με το μετρό, χωρίς οδηγό, έχει κατεύθυνση το Orestad. Κατά μήκος της διαδρομής ξεδιπλώνεται μπροστά μας όλη η σύγχρονη αρχιτεκτονική της πόλης: έργα για τα οποία όλοι μιλούσαν, όπως το VM Mountain των BIG, το Bella Tower, χαρακτηριστικό πράσινο κτίριο της γειτονιάς του Orestad, και τόσα άλλα που προσπαθούσα να φωτογραφίσω κατά τη σύντομη αυτή περιήγηση.
Αν έπρεπε να επιλέξω τρεις φωτογραφικές στιγμές από το ταξίδι μου, η μία θα ήταν σίγουρα η βόλτα στην Islands Brygge το μεσημέρι, όταν τα κτίρια, το ένα μετά το άλλο, αντανακλούσαν το φως. Επίσης οι μίνιμαλ φωτογραφίες των κτιρίων του Orestad αλλά και η θέα της πόλης από την κορυφή του Rundetarn, του ζωντανού ορόσημου της Κοπεγχάγης από το 1642, το οποίο χτίστηκε ως αστρονομικό παρατηρητήριο. Όλη η ανάμνηση της πόλης συνδέεται με την αίσθηση της χρονιάς που επισκέφθηκα την πόλη. Εικόνες από το tumblr, αρχιτεκτονικές φωτογραφίες στο Instagram, με τους φανατικούς τότε instagrammers (όπως ήμουν κι εγώ) να ταξιδεύουν με κάθε αφορμή για να φωτογραφίσουν τα πιο πρόσφατα αρχιτεκτονικά έργα, τη χιονισμένη πόλη, τα cozy café με ταπετσαρίες σαν να βγήκαν από χριστουγεννιάτικα παραμύθια και τους Δανούς που φορούσαν fluo rubber covers πάνω από τα παπούτσια τους για να τα προστατέψουν – βέβαια, τα παπούτσια ίσως ήταν πιο εντυπωσιακά από τα καλύμματα.
Οι διευθύνσεις της ευζωίας στην Κοπεγχάγη είναι του Audo hotel και του εστιατορίου Geranium. Το Audo hotel, σχεδιασμένο από τους Norm Αrchitects, έχει όλα τα χαρακτηριστικά που αγαπώ στο interior design: ηρεμία, καθαρότητα και αφοσίωση στη λεπτομέρεια. Το δε Geranium συνδυάζει μοριακή κουζίνα και πρωτόγνωρες γεύσεις, συγκλονιστικό design και πιάτα σαν έργα τέχνης.
2.
Λίμνη Como
Ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Ποτηρόπουλος γράφει για τη λίμνη Como με αφορμή το άρωμα ενός λουλουδιού, ένα θραύσμα από τις επιστολές του Franz Liszt, πλεύσεις ραστώνης σε ευοίωνα νερά και κάτι από όψιμο μπαρόκ.
Η πρώτη μου γνωριμία με τη λίμνη Como ήταν, φοιτητής, σε ένα ταξίδι μου από Γερμανία προς Ελλάδα για καλοκαιρινές διακοπές. Προκλητικά ρομαντική, το τέλειο ειδυλλιακό σκηνικό, με τις Άλπεις να υψώνονται πίσω της σαν αυλαία θεάτρου, με μάγεψε με την πρώτη ματιά. Όμως αυτό που θυμάμαι ακόμη σαν χθες είναι το μεθυστικό άρωμα από κάποιο λουλούδι που ποτέ δεν έμαθα ποιο ήταν. Και, αλήθεια, ποια άλλη από τις πέντε αισθήσεις μπορεί να συνδεθεί τόσο έντονα με τα συναισθήματά μας όσο η όσφρηση; Η ισχυρότερη αίσθηση του ανθρώπου είναι μακράν και η πιο ανεξερεύνητη, η αίσθηση που ξυπνά μνήμες. Τα αρώματα της φύσης μάς ταξιδεύουν βαθιά πίσω στον χρόνο, αποκαλύπτοντας τις θαμμένες εμπειρίες μας. Μέσα από το άρωμα του «ανώνυμου» αυτού λουλουδιού χτίστηκε η σχέση μου με τη λίμνη Como. Το ίδιο έχει συμβεί άλλη μία φορά στη ζωή μου, με τις Σπέτσες.
Ξαναβρέθηκα εκεί έναν Νοέμβρη, αρκετά χρόνια μετά, και απόλαυσα με την παρέα μου ένα μοναδικό Σαββατοκύριακο – ιδανική θερμοκρασία, καταγάλανος ουρανός, ήλιος και ήρεμα νερά. Έναν μήνα αργότερα, το κρύο του ιταλικού Βορρά θα είχε κάνει την εμφάνισή του, κατακλύζοντας με χιόνι τις γύρω πλαγιές. Έκτοτε συναντήθηκα με τη λίμνη που αγάπησα τόσο πολύ αρκετές φορές ακόμη.
Kάποτε ο Franz Liszt είχε γράψει στον φίλο του συγγραφέα Louis de Ronchaud: «Όταν αποφασίσεις να μας διηγηθείς την ιστορία δύο ευτυχισμένων ερωτευμένων, τοποθέτησέ τους στις όχθες της λίμνης Como. Δεν γνωρίζω άλλο τόπο τόσο ευλογημένο από τους ουρανούς». Δεκάδες συγγραφείς έχουν υμνήσει τη μαγευτική ατμόσφαιρα του φυσικού της τοπίου.
Η πόλη του Como, που χάρισε το όνομά της στη λίμνη, βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο της και είναι κατά τη γνώμη μου ένας από τους πιο όμορφους οικισμούς της Λομβαρδίας. Χτισμένη από τους Ρωμαίους, είχε διαχρονικά μια ξεχωριστή θέση στην ιστορία της περιοχής ως σημείο διέλευσης καθ’ οδόν προς την κεντρική Ευρώπη. Θυμάμαι που περιπλανιόμουν την πρώτη φορά στα στενά της παλιάς πόλης θαμπωμένος από την ομορφιά της, καταλήγοντας μετά από ώρα στον υπέροχο καθεδρικό ναό της του δέκατου τέταρτου αιώνα, στη συνέχεια στο Civico Museo Archeologico και τέλος στο Museo Storico. Για να είμαι ειλικρινής, όμως, πιο έντονες μνήμες έχω από τη θέα της λίμνης από το La Dolce Vita και από μια γραφική τρατορία πάνω στην όχθη με φανταστικό ιταλικό φαγητό. Δεν ισχύει αυτό που πολύς κόσμος νομίζει ότι εμείς οι αρχιτέκτονες στα ταξίδια μας προσέχουμε μόνο τα κτίρια.
Παίρνοντας το φέρι από το Como –την πρώτη φορά πέτυχα το αργό, χαραμίζοντας δύο ώρες, ενώ τη δεύτερη το γρήγορο που χρειάστηκε τον μισό χρόνο– βρίσκεται κανείς στο Bellagio, το λεγόμενο «κόσμημα της λίμνης Como». Η φήμη του είναι απόλυτα δικαιολογημένη, καθώς συναρπάζει με τα εντυπωσιακά αρχοντικά, τις κομψές καμάρες τους, τα πλακόστρωτα καλντερίμια και την ανθοστόλιστη προκυμαία. Αξίζει εδώ, περπατώντας κάποιος στο Lungomare, παραλιακά, να επισκεφθεί τη Villa Melzi.
Επόμενος σταθμός, η γραφική Varenna στην ανατολική όχθη της λίμνης. Ό,τι και να πω δεν θα μπορέσει να καθρεφτίσει την ομορφιά της που κρύβεται στα στενά με τα βοτσαλόστρωτα δάπεδα. Το Menaggio, πάλι, με πολλά κτίριά του να χρονολογούνται από τον δέκατο όγδοο και δέκατο ένατο αιώνα και την Piazza Garibaldi να αναδεικνύει το κέντρο του, αλλά και το Tremezzo, όπου βρίσκεται το φημισμένο άγαλμα της Madonna Nera, αποτελούν ακόμα δύο προορισμούς που πρέπει κανείς να γνωρίσει.
Τα κάδρα που αποτυπώνονται στη μνήμη κάποιου καθώς περιδιαβαίνει γύρω από τη λίμνη ή τη διασχίζει πλωτά άλλοτε θυμίζουν αναγεννησιακή ζωγραφική και άλλοτε ρομαντικούς πίνακες. Μια εικονοποιημένη μελωδία της φύσης και της ιστορίας χωρίς τέλος.
Η Lago di Como, όπως την αποκαλούν οι Ιταλοί, είναι γνωστή και για τις θεματικές βίλες της ή κυρίως γι’ αυτές, που λόγω του ήπιου κλίματος μπορούν να διατηρούν μεσογειακά και υποτροπικά φυτά, ζωγραφίζοντας κήπους που ξεπερνούν κάθε φαντασία. Έτσι, τη Villa Carlotta, την πρώτη μας στάση σε μια φυσική λεκάνη μεταξύ της λίμνης και των βουνών, έχτισε στα τέλη του 1600 ο μαρκήσιος Giorgio Clerici, ένα θαυμαστό αρχοντικό περιτριγυρισμένο από κομψά πάρκα. Η μαγευτική Villa del Balbianello, η πιο εντυπωσιακή απ’ όλες κατά τη γνώμη μου, διάσημη για τους περίτεχνους, σπάνιας ομορφιάς κήπους της, χτίστηκε το 1787 στη θέση ενός παλιού φραγκισκανικού μοναστηριού για τον καρδινάλιο Angelo Maria Durini, ενώ ήταν η τελευταία κατοικία του εξερευνητή Guido Monzino. Σήμερα στεγάζει ένα μουσείο αφιερωμένο στο έργο του. Να πω εδώ ότι είχα την τύχη να με ξεναγήσει στους χώρους της ένας παλιός φίλος από την περίοδο των σπουδών, που είχε συμμετάσχει στις εργασίες συντήρησης.
Επόμενη στάση η Villa Melzi. Σχεδιασμένη από τον αρχιτέκτονα Giocondo Albertolli, χτίστηκε το 1810 ως θερινή κατοικία του δούκα Francesco Melzi d’Eril. Οι κήποι της περιλαμβάνουν ένα γραφικό ιδιωτικό παρεκκλήσι, περίτεχνα αγάλματα, έναν ιαπωνικό κήπο και τεράστια ροδόδεντρα. Όχι μακριά της, η Villa Serbelloni φιλοξενεί το Rockefeller Foundation Bellagio Center, ένα συνεδριακό κέντρο σε έκταση 50 στρεμμάτων που διαχειρίζεται το ίδρυμα Rockefeller. Tο γνωστό πάρκο της δημιουργήθηκε στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα από τον Alessandro Serbelloni. Τέλος, η αρχοντική Villa d’Este στο Cernobbio, όπου φιλοξενήθηκα σε ένα ταξίδι μου για μία εβδομάδα περίπου, χτίστηκε το 1568 από τον καρδινάλιο Tolemeo Gallio, ενώ μετά από χρόνια έγινε η κατοικία της Caroline of Brunswick, η οποία και διαμόρφωσε σε αγγλικό στυλ τους υπέροχους κήπους της. Αργότερα μετατράπηκε σε ξενοδοχείο.
Είναι πολλά τα μέρη στη λίμνη Como και στην ευρύτερη περιοχή της που θέλω ακόμα να επισκεφθώ. Μάλιστα, συμπληρώνω μια λίστα, σβήνοντας, γράφοντας, και αλλάζοντας τη σειρά των προορισμών κάθε φορά που κάποιος νέος θα μου κεντρίσει το ενδιαφέρον. Αυτά τα ταξίδια περίμενα, φαντασιωνόμουν και προγραμμάτιζα τα δύο χρόνια της πανδημίας. Η προσμονή, εξάλλου, είναι η μεγαλύτερη πηγή χαράς, γιατί ευτυχία είναι αυτό που περιμένουμε να ’ρθει, όπως μας έμαθε ο Μανώλης Φάμελλος. Η λίμνη Como μπορεί να είναι η τρίτη μεγαλύτερη της Ιταλίας, όμως στην καρδιά μου έρχεται πρώτη. Σκορπώντας απλόχερα τη λαμπερή χάρη της, στην άκρη της χώρας και κοντά στα σύνορα με την Ελβετία, στον ιδανικό αυτόν προορισμό που συνδυάζει μεσογειακή ομορφιά και βορειοευρωπαϊκό αριστοκρατικό στυλ, ο χρόνος σταματά για να προλάβεις να την απολαύσεις.
3.
Παρίσι
Η αρχιτέκτονας Μαρία Τσαυτάρη ταξιδεύει πολύ, για δουλειά και για απόλαυση. Για την πρωτεύουσα που έχει επισκεφθεί περισσότερο από κάθε άλλη γράφει τμηματικά ανάμεσα σε Παναμά, Αθήνα και Διάπορο Χαλκιδικής.
Το Παρίσι δεν θέλει άγχος. Το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα πας μόνο μία φορά στη ζωή σου. Είναι από τις πόλεις που χρειάζονται αρκετές επισκέψεις και μαζί με αυτές έρχονται και οι πολλαπλές αναγνώσεις. Δεν πρόκειται να τα δεις και να τα κάνεις όλα σε ένα μόνο ταξίδι.
Την πρώτη φορά δημιουργείται αυτό το γλυκό συναίσθημα που σου προκαλεί κάθε επαφή με το παρελθόν. Γιατί, καλώς ή κακώς, η πόλη βασίζει τον χαρακτήρα της στο παρελθόν της, στην ιστορία της και στον μοναδικό τρόπο με τον οποίο τα διαχειρίζεται όλα αυτά σήμερα. Χωρίς να την έχεις επισκεφθεί, έχεις ήδη μνήμες από αυτήν. Όπως καθετί very well branded, έχει περάσει βαθιά στην κουλτούρα Δυτικών και μη μέσω του κινηματογράφου, της τηλεόρασης, των media γενικότερα, δημιουργώντας εικόνες στον καθένα μας, που με τη σειρά τους καλλιεργούν προσδοκίες –και υπερ-προσδοκίες– εν όψει ενός ταξιδιού.
Το Παρίσι είναι η ευρωπαϊκή πόλη στην οποία έχω ταξιδέψει τις περισσότερες φορές. Έχω ζήσει εκεί έναν χρόνο, δύο εξάμηνα πιο σωστά, κάνοντας Erasmus στην École d’Architecture - La Villette. Πριν από αυτό, είχα πάει ήδη δυο-τρεις φορές με το φροντιστήριο γαλλικών στο δημοτικό, με το σχολείο σε πρόγραμμα ανταλλαγής στο γυμνάσιο και με τον αδερφό μου στο λύκειο. Για συναισθηματικούς λόγους δεν ταξίδεψα εκεί για χρόνια. Μετά από αυτήν τη φάση άρνησης, δουλεύοντας πια στην USP, πήγα ξανά δεκάδες φορές με αφορμή τον σχεδιασμό δύο διαμερισμάτων στο Trocadéro για ένα ζευγάρι Ελληνογάλλων. Τελευταία φορά πήγα πριν από λίγους μήνες με φίλους για ένα τριήμερο.
Η πιο αγαπημένη μου βόλτα ξεκινάει από το Palais de Tokyo, που φιλοξενεί μεταξύ άλλων και το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Δεν υπάρχει περίπτωση να είμαι στην πόλη και να μην περάσω από το μαγαζί που έχει την πιο πλήρη συλλογή περιοδικών design και αρχιτεκτονικής και να μη δω μία από τις περιοδικές εκθέσεις. Στην ίδια βόλτα περπατώ από την πάνω πλευρά του ποταμού, και όσο υπήρχε η Colette περνούσα πάντα από κει και κατέληγα στο Isle de la Cité, το νησί του Σηκουάνα πάνω στο οποίο βρίσκεται η Παναγία των Παρισίων. Συγκεκριμένα, το καλύτερο spot στο νησάκι είναι το Saule Pleureur de la Pointe, η μύτη του δηλαδή, από την οποία έχεις μια μοναδική θέα της πόλη και του ποταμού – εκεί ο ποταμός διχοτομείται και υπάρχει έντονη κυκλοφορία από bateaux mouches (εκδρομικά σκάφη) και λοιπά σκάφη. Στη βόλτα αυτή χωράνε πολλές παρακάμψεις, στο μουσείο του Λούβρου, του Orsay (αν έχεις χρόνο μόνο για ένα μουσείο, τότε ας είναι αυτό), στο Marais για αυθεντικό φαλάφελ ή στο Saint Germain des Près, στο Quartier Latin για κρασιά νωρίς το βράδυ κάτω από μια κόκκινη τέντα πάνω στο πεζοδρόμιο.
Οι Παριζιάνοι ανακυκλώνουν το παρελθόν τους στα δεκάδες παζάρια της πόλης, μικρά, μεγάλα, επίσημα ή ανεπίσημα. Σχεδόν κάθε λαϊκή αγορά έχει και πάγκους με αντίκες μικρής ή μεγάλης αξίας και σημασίας. Τα αγαπημένα μου είναι αυτά κοντά στο σπίτι όπου έμενα στο 7ο Διαμέρισμα, στην πλατεία Saint Suplice, της Βαστίλης και, φυσικά, της Clignancourt.
Το μέγεθος της πόλης το αντιλήφθηκα όταν σπούδαζα εκεί, και μάλιστα την τελευταία μου μέρα. Περπάτησα από τη σχολή στο σπίτι, σχεδόν διέσχισα την πόλη από τον Βορρά στον Νότο, στο 7ο Διαμέρισμα, σε δύο ώρες. Αυτό για μια μεγαλούπολη είναι πολύ σύντομο διάστημα. Ξεκινώντας από το σύνορο της πόλης επί του περιφερειακού, μια τυπική γειτονιά των προαστίων, περνάς από διάφορες γειτονιές. Τη σύσταση του πληθυσμού των προαστίων την αντιλαμβάνεσαι πλήρως στο μετρό. Από κάποιες στάσεις και μετά στα βαγόνια υπερτερούν αριθμητικά γυναίκες με πολύχρωμα ρούχα και μωρά δεμένα πάνω τους, με περίτεχνα χτενίσματα και λαμπερά μαντίλια στα μαλλιά. Ο ραγδαία αυξανόμενος πληθυσμός των Βορειοαφρικανών και των Μεσανατολιτών εκεί, καθώς το κέντρο γίνεται όλο και πιο ακριβό, οδηγεί σε γκετοποίηση την περιοχή που εκτείνεται πέρα από τον περιφερειακό. Το Παρίσι εντός των τειχών παλεύει να παραμείνει λευκό, αλλά δεν θα τα καταφέρει. Γενικότερα, η πόλη είναι από τις λιγότερο inclusive της Ευρώπης όσον αφορά τις περισσότερες κοινότητες. Παρόλο που είναι παρούσες, δεν είναι πραγματικά ενταγμένες. Εμφανίζονται τη μέρα ή τη νύχτα, αλλά ποτέ δεν ζουν κανονικά τη ζωή τους στην πόλη.
Το Παρίσι δεν είναι σε καμία περίπτωση η πόλη του design, σίγουρα όχι από τις πρώτες στην Ευρώπη που σου έρχονται στον νου. Η πόλη έχει περισσότερη σχέση με τη μόδα, αλλά και πάλι δεν είναι στην πρωτοπορία της, όπως το Λονδίνο. Οι γκαλερί είναι μυθικές, έχουν μια επαφή με την τέχνη πολύ ιδιαίτερη. Η ντόπια τέχνη έχει ενδιαφέρουσα παρουσία στη σκηνή του Παρισιού λόγω της σχέσης της Γαλλίας με τις αποικίες, το Μουσείο Ανθρώπου και του Quai de Branly, με εκτενείς συλλογές από πληθυσμούς όλων των ηπείρων, κάνουν μια προσπάθεια αποκατάστασης της σχέσης. Το design και η σύγχρονη αρχιτεκτονική είναι σε μεγάλο βαθμό κρυμμένα σε τυχαίες γειτονιές· περπατώντας θα δεις μικρά ιδιωτικά κτίρια κατοικιών σχεδιασμένων από τους Herzog & de Meuron και μεγαλύτερα από τους Nouvel και Christian de Portzamparc.
4.
Πάρος
Ο αρχιτέκτονας Γιώργος Ατσαλάκης δεν έχει κάνει kitesurfing στην Πούντα και δεν χορεύει μπάλους στο λιμανάκι της Νάουσας. Για εκείνον η «άγνωστη» Πάρος είναι ένα κομμάτι της Τοσκάνης που προσγειώθηκε στο Αιγαίο και έμεινε στον ήλιο να ψηθεί.
1997: Την πρώτη φορά που είδα την Πάρο με άφησε παγερά αδιάφορο. Ήταν χειμώνας και ήμουν καλεσμένος σε γάμο. Μέσα σε 60 ώρες σύρθηκα σε bachelor party όπου δεν γνώριζα κανέναν, φορτώθηκα ένα επίμονο hangover από το βράδυ του γλεντιού και επέστρεψα εν μέσω καταιγίδας στην Αθήνα με ένα Dornier 228 της Ολυμπιακής, από αυτά που ανοίγοντας τα χέρια σου άγγιζες και τις δύο πλευρές της ατράκτου. Μαθημένος από τον μύθο των Κυκλάδων, μάταια προσπαθούσα να καταλάβω τι είναι αυτό που έκανε ενδιαφέρον αυτό το μέρος. Δεν είδα τίποτα που άξιζε να θυμάμαι. Τόσα ήξερα.
2011: Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, επαγγελματικοί λόγοι με έφεραν ξανά στην Πάρο με προοπτική να βρίσκομαι στο νησί μία φορά την εβδομάδα για τουλάχιστον πέντε χρόνια. Ακούγεται αξιοζήλευτο, αλλά ήταν μια δύσκολη επιστροφή. Αξημέρωτες πτήσεις, υψηλές απαιτήσεις, πιεσμένο πρόγραμμα, πολλή λάσπη, μια μόνιμη αμφιβολία αν το απογευματινό αεροπλάνο θα πετούσε κανονικά για την Αθήνα.
Ήταν μεσημέρι Παρασκευής, μία από τις πρώτες διερευνητικές επισκέψεις τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς. Η δουλειά τέλειωσε νωρίς και η επιστροφή μου αργούσε. Ο φίλος εργοταξιάρχης είχε καταλάβει ότι ζοριζόμουν και αποφάσισε να μου δείξει την Πάρο αλλιώς, πέρα από τις υπαρξιακές αγωνίες των αρχιτεκτόνων. Κάναμε σχεδόν τον γύρο του νησιού, οδηγώντας κατά μήκος της ανατολικής πλευράς. Ξεκινώντας από την Αλυκή, περάσαμε από τους λόφους του Δρυού και της Μάρπησσας, σταματήσαμε για φαγητό στο Πίσω Λιβάδι, ανεβήκαμε προς τις Λεύκες και κατεβήκαμε από τον Κώστο για να φτάσουμε στο αεροδρόμιο. Στη διαδρομή διάλεγε τους πίσω δρόμους, τα αναπάντεχα περάσματα που ξέρουν μόνο οι ντόπιοι. Σε ένα αμφιθεατρικό ύψωμα κοντά στις Λεύκες μου είπε: «Η Πάρος δεν έχει ούτε καλδέρες ούτε Μικρές Βενετίες. Εδώ θα δεις μόνο λόφους, ξερολιθιές και κόλπους». Και ξαφνικά κατάλαβα ότι το νησί δεν μπορεί να γίνει κατανοητό με συμβατικούς όρους τουριστικών οδηγών. Ότι η γοητεία της Πάρου είναι η πλήρης απουσία αξιοθέατων. Ναι, δεν υπάρχουν αξιοθέατα στην Πάρο, είναι η ίδια αξιοθέατη. Ένα τοπίο μαγικό με μια γαλήνια, διαρκή εναλλαγή στις καμπύλες του. Μια συνεχής, ρέουσα διαδοχή από λόφους, κοιλάδες, ελαιώνες και αμπέλια, με τη θάλασσα πανταχού παρούσα, που είτε τη βλέπεις να στραφταλίζει στον ορίζοντα είτε δεν τη βλέπεις, αλλά νιώθεις την αύρα της. Μοιάζει σαν κάποιος να έκοψε ένα κομμάτι της Τοσκάνης και να το πέταξε στο Αιγαίο, αφήνοντάς το να ψηθεί στον ήλιο. Πέρα και πάνω από εμβληματικές, αποσπασματικές γραφικότητες άλλων προορισμών, η Πάρος εκείνο το απόγευμα ξεδιπλώθηκε μπροστά μου σαν ένα ολοκληρωμένο έργο τέχνης, ένα τοπιακό Gesamtkunstwerk, αλλάζοντάς με ως αρχιτέκτονα και ως άνθρωπο.
2019: Ένα καυτό απόγευμα του Ιουνίου πήρα μέρος μαζί με άλλα 100 άτομα στον Γύρο Πάρου, έναν υπερμαραθώνιο αγώνα δρόμου 54 χιλιομέτρων που ακολουθούσε σχεδόν όλη την ακτογραμμή του νησιού. Ήταν η πρώτη φορά που ταξίδεψα στο νησί για μη επαγγελματικούς λόγους – και μέχρι σήμερα η μοναδική. Η Πάρος ήταν πάντα ένας τόπος εργασίας, το γραφείο πέρα από το γραφείο μου, ωστόσο η αύρα του νησιού κάνει τα πάντα να φαίνονται ευκολότερα απ’ ό,τι στην Αθήνα. Όπως εκείνο το βράδυ. Φτάνοντας στη γραμμή του τερματισμού, ένιωθα σαν να μην είχα τρέξει αλλά να είχα απλώς κυλήσει πάνω στις καμπύλες της Πάρου που απλόχερα μου χάρισε την πιο ανατρεπτική εμπειρία ευζωίας που έχω να θυμάμαι.
2022: Είναι κάποια χρόνια που το αεροδρόμιο μεγάλωσε και οι πτήσεις της επιστροφής εκτελούνται χωρίς πρόβλημα. Το νησί βγήκε αλώβητο από τις κρίσεις των τελευταίων 12 χρόνων, προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ της αυξημένης δημοφιλίας του και της επιτακτικής ανάγκης να μη χάσει τον χαρακτήρα του. Όσο κι αν άλλαξαν πολλά από την πρώτη επιστροφή μου, συνεχίζω να ταξιδεύω αδιάκοπα στην Πάρο. Ακόμα δεν έχω καταφέρει να κολυμπήσω στις παραλίες της, να κάνω kitesurfing στην Πούντα ή να χορέψω μπάλους στο λιμανάκι της Νάουσας. Ωστόσο η Πάρος είναι πάντα η ψυχολογική δικλείδα ασφαλείας μου, η καλή σκέψη όταν τα πράγματα δυσκολεύουν. Με την ηρεμία και την αυτοπεποίθηση του τοπίου της μου θυμίζει ότι η πραγματική αξία ενός τόπου δεν κρύβεται σε μια καταναλωτική προσέγγιση της καλοπέρασης αλλά στο πόσο σε βοηθά να αποκοπείς από όλα τα περιττά και να συνδεθείς με όλα όσα έχεις ξεχάσει. Αυτή είναι η μεγαλύτερη υπηρεσία ευζωίας που μπορεί ένας τόπος να προσφέρει στους επισκέπτες του και η Πάρος το πετυχαίνει αβίαστα και εθιστικά.
5.
Σίφνος
Ο αρχιτέκτονας Σωτήρης Ανυφαντής πιστεύει ότι διά της μνήμης διαμορφώνουμε το παρόν. Τα ευτυχισμένα παιδικά του χρόνια τον κάνουν να επιστρέφει ξανά και ξανά στο αγαπημένο του κυκλαδίτικο νησί.
Μέρος των Κυκλάδων, ωστόσο τόπος με πολύ χαρακτηριστική, δική του ταυτότητα, η Σίφνος σε έλκει με τη μαγεία της από την πρώτη στιγμή που προσεγγίζεις το λιμάνι στις Καμάρες. Τέσσερις ώρες προσμονής μεσοπέλαγα επιβραβεύονται με την ατμόσφαιρά της, όπου πρωταγωνιστεί το φως.
Περισσότερο από κάθε άλλον τόπο που έχω επισκεφθεί στα πολλά ταξίδια μου, η Σίφνος διακρίνεται για τον τρόπο που «φιλτράρει» το φως όλες τις ώρες ημέρας, αλλά κυρίως το δειλινό. Το λιμάνι παίρνει τις σκιές από τον ήλιο, αναδεικνύοντας τις κατοικίες και τη θάλασσα. Είναι σαν το φως να σε χαϊδεύει, δεν ξέρω πώς να το πω διαφορετικά.
Η σχέση μου με τη Σίφνο είναι ίσως καρμική και για λόγους όχι πάντα συνειδητούς την έχω επιλέξει ως σκηνικό σε πολλές σημαντικές περιόδους της ζωής μου. Η πρώτη μου επαφή ήταν όταν ο πατέρας μου σχεδίασε το ξενοδοχείο «Αλέξανδρος» στον Πλατύ Γιαλό. Παιδάκι τότε, τον ακολουθούσα στην επίβλεψη, προτού πάω για παιχνίδι στην παραλία. Οι μνήμες μου είναι καταληκτικές! Επιστρέφοντας στη Σίφνο χρόνια μετά για διακοπές με τη σύντροφο και συνεργάτιδά μου μου Σοφία Ζιώγα, καταλάβαμε πως ο τόπος αυτός μας γοητεύει με έναν τρόπο μοναδικό.
Μέχρι σήμερα έχω σχεδιάσει ορισμένες εξοχικές κατοικίες στο νησί, το οποίο συνεχίζω να επισκέπτομαι, συνδυάζοντας δουλειά και διασκέδαση.
Υπάρχει κάτι φωτεινό και στους ανθρώπους της Σίφνου. Συνδυάζουν τη νοικοκυροσύνη με την ειλικρινή αγάπη για τον τόπο τους. Ό,τι άγγιξε το βλέμμα του Θεού και το χέρι του ανθρώπου είναι όμορφο και με συνέπεια φτιαγμένο. Έτσι, η ευλογημένη φύση του νησιού συνυπάρχει αρμονικά με το χτιστό περιβάλλον, στο οποίο κυριαρχεί η καλοδιατηρημένη λαϊκή αρχιτεκτονική των χωριών δίπλα στις νεότερες κατασκευές. Οικισμοί όπως ο Αρτεμώνας, η Απολλωνία και τα Εξάμπελα ενώνονται μεταξύ τους μέσα από εναλλαγές πυκνής και αραιής δόμησης, χαρίζοντας απλόχερα στον περιπατητή εικόνες σπάνιας αισθητικής. Για τον μεσαιωνικό οικισμό του Κάστρου τι να πει κανείς; Κατ’ εμέ, πρόκειται για μία από τις πιο όμορφες γωνιές του Αιγαίου. Η αψεγάδιαστη ποιότητα του νησιού είναι ίσως το στοιχείο που κάνει τους ξένους, κυρίως τους Γάλλους, να έχουν έρωτα με το νησί και να θέλουν να ζήσουν ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής τους σε αυτό. Με μια τέτοια αφορμή πρόσφατα ολοκλήρωσα μια βίλα στο πνεύμα του νησιού. Το τελικό αποτέλεσμα προέκυψε μέσω της γεωμετρίας, του παιχνιδιού των σκιών, της μείξης ακριβών αλλά και οικονομικών υλικών. Δεν πρόκειται για μια κατοικία χαμηλών τόνων.
Η Σίφνος έχει μερικές από τις καλύτερες διαδρομές στις Κυκλάδες. Προτιμώ την πεζοπορία προς τις δύο Παναγιές, εκείνη του Ήλιου ή του Νηγιού και εκείνη του Βουνού. Για να φτάσεις στην Παναγιά του Νηγιού, ένα από τα πιο φημισμένα ξωκλήσια σε περιοχή Natura, ξεκινάς κατά προτίμηση το απόγευμα από τη Χώρα και, διασχίζοντας ένα σκηνικό όπου η φύση οργιάζει, σε μια ώρα έχεις φτάσει στο ωραιότερο ηλιοβασίλεμα. Αντίθετα, για να πας στην Παναγιά του Βουνού, την εκκλησία που δεσπόζει πάνω από τη Χώρα και έχει πανοραμική θέα σε όλο το νησί και το πέλαγος, πρέπει να ξεκινήσεις νωρίς το πρωί και να περπατήσεις για μιάμιση ώρα. Αν θέλεις να σχεδιάσεις πλωτά την περιπέτειά σου, με ένα μικρό σκάφος αγγίζεις σε λίγη ώρα τις παρθένες ακτές του ακατοίκητου γειτονικού μικρού νησιού, του Πολύαιγου, ή της Κιμώλου. Ο οικισμός του Αρτεμώνα με τα αρχοντόσπιτα και του Κάστρου με την οχυρωματική αρχιτεκτονική προσφέρεται επίσης για βόλτες. Το μάτι σου στη Σίφνο δεν κουράζεται ποτέ.
Στο νησί δεν θα βρεις τις τεράστιες παραλίες. Τα σημεία όπου μπορεί να κάνει μπάνιο κανείς είναι περιορισμένα, αλλά για κάποιον περίεργο λόγο κανένας λάτρης της Σίφνου δεν ασχολείται με αυτό το θέμα. Μια βουτιά από τους άγριους βράχους της Χρυσοπηγής, του μοναστηριού που σχεδόν μπαίνει μέσα στη θάλασσα, ή ένας συνδυασμός φαγητού και μπάνιου στον Πλατύ Γιαλό σε αποζημιώνουν.
To ξενοδοχείο που προτιμάμε είναι η Καμαρωτή στην Πουλάτη, το δημιούργημα του Ισπανού αρχιτέκτονα David Gonzalez, που επίσης αγάπησε τη Σίφνο. Και ενώ δεν υπάρχει μέρος που δεν θα φας καλά σε όλο το νησί, το οποίο άλλωστε είναι η πατρίδα του Τσελεμεντέ, όταν το ζητούμενο είναι η γεύση, ταξιδεύω στις μνήμες της παιδικής ηλικίας, ανάμεσα στα ταβερνάκια της παραλίας στον Πλατύ Γιαλό, όπου ξεχωρίζει το μικροσκοπικό fish bar «Ωμέγα 3», ένα από τα καλύτερα σημεία για φαγητό στις Κυκλάδες. Μας αρέσουν επίσης η Cantina στα Σεράλια και ο Λεμπέσης στη Χρυσοπηγή.