«Για μένα, είναι ένα από τα ομορφότερα φιλμ που έχουν γυριστεί. Συνδυάζει τα δυο αγαπημένα μου θέματα: τα πεντάχρονα παιδιά και τον Φρανκενστάιν. Αυτό που θαυμάζω σε αυτή την ταινία (όμως είναι κάτι το οποίο εγώ αδυνατώ να επιτύχω) είναι ότι μπορεί να γίνεται αινιγματική αλλά και κατά κάποιον τρόπο αιθέρια. Το ωραίο με τον Βίκτορ Ερίθε είναι ότι πρόκειται για έναν αληθινό ποιητή που όχι μόνο υπαινίσσεται αλλά κυρίως αφήνει τα πάντα ρευστά. Κρατά τέσσερα μπαλάκια στον αέρα, χωρίς να αγγίζει κανένα από αυτά. Το φινάλε είναι τόσο απίθανο, τόσο όμορφο, που σε αφήνει άφωνο».
Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο
«Ίσως και να είναι η ταινία που έχω δει περισσότερες φορές από οποιαδήποτε άλλη. Ο Νέστορ Αλμέντρος με παρότρυνε να τη δω, γνωρίζοντας πως έψαχνα για έναν Ισπανό διευθυντή φωτογραφίας. Μου σύστησε τον Λουίς Κουαντράδο, πίστευε πως η δουλειά του ήταν η καλύτερη που είχε δει ποτέ. Ήξερε πως ο Κουαντράδο είχε γυρίσει την ταινία σχεδόν τυφλός, όμως αγνοούσε πως είχε ήδη πεθάνει. Η ταινία δεν με κουράζει ποτέ, κάθε προβολή κάτι προσθέτει, τα μυστικά της αποκαλύπτονται αργά. Ένα έργο απόκρυφο και μυστηριακό για τα μεγαλύτερα μυστήρια, τη γέννηση και τον θάνατο. Μια ταινία για τον ίδιο τον κινηματογράφο και τη δύναμή του να αφυπνίζει τα βιώματα και τους φόβους μας, εισβάλλοντας στα όνειρά μας. Το "Πνεύμα του μελισσιού" αποτελεί καθαυτό το έργο ενός μεγάλου δημιουργού».
Μόντε Χέλμαν
«Από τότε που είδα το "Πνεύμα του μελισσιού" πίστευα πάντα ότι ο Βίκτορ Ερίθε συγκαταλέγεται ανάμεσα στους σημαντικούς ανθρώπους του κινηματογράφου».
Θόδωρος Αγγελόπουλος
Υπάρχουν ταινίες που έρχονται κατά πάνω σου με ορμή, υπάρχουν ταινίες που φωνάζουν, υπάρχουν ταινίες που «περνάνε ωραία μηνύματα», υπάρχουν ταινίες «της εποχής τους», υπάρχουν ταινίες «διαχρονικές», υπάρχουν ταινίες «μπροστά» από την εποχή τους και εν τέλει υπάρχει και το «Πνεύμα του μελισσιού» του Βίκτορ Ερίθε. Που δεν είναι τίποτε απ’ όλα αυτά, μόλις όμως τη βλέπεις σε χαράζει τόσο βαθιά, που αποκλείεται να την ξεχάσεις. Και που μοιάζει να τοποθετείται κινηματογραφικά σε έναν άλλο «χρόνο», σε μια άλλη διάσταση, κι ας βρισκόμαστε στην Ισπανία του 1940. Γιατί δεν αναφέρομαι στην ιστορία αλλά στον τρόπο που ο κινηματογράφος του Ερίθε διαχειρίζεται τον χρόνο, τον ρυθμό, αλλά και τη μνήμη – ιδίως αυτή.
Ο Βίκτορ Ερίθε γύρισε το «Πνεύμα του μελισσιού», την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, το 1973. Το καθεστώς του Φράνκο έφτανε σιγά-σιγά στο τέλος του, ωστόσο οι καιροί ήταν πολύ άσχημοι καθώς στις αρχές της δεκαετίας του ’70 οι αυξανόμενες αναταραχές στο εσωτερικό της χώρας συντέλεσαν σε ακόμα πιο βίαιη –και αιματηρή– καταστολή. Η ένταση έφτασε στο αποκορύφωμά της στις 20 Δεκεμβρίου 1973 όταν ο Φράνκο παραιτήθηκε και έχρισε διάδοχό του τον ναύαρχο Καρέρο Μπλάνκο. Ωστόσο ο Μπλάνκο δολοφονήθηκε λίγο μετά σε βομβιστική επίθεση και τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι τον θάνατο του ίδιου του Φράνκο χαρακτηρίστηκαν από ακραία βία, ισχυρή πολιτική ένταση και έντονη κοινωνική αβεβαιότητα.
Μέσα από το βλέμμα της Άνα ζούμε κι εμείς σε μια κατάσταση συναισθηματικής απομόνωσης, τι σημαίνει δηλαδή να ζεις στην Ισπανία εκείνης της εποχής. Στα μάτια του μικρού κοριτσιού καθρεφτίζεται ένας ωκεανός αισθήσεων και συναισθημάτων και το σινεμά γίνεται για την Άνα η πρώτη από μια σειρά μυήσεων που τη φέρνουν αντιμέτωπη με τον κόσμο των ενηλίκων.
Το καθεστώς, λοιπόν, παρέμενε κατασταλτικό, όμως, όπως όλα τα κατασταλτικά καθεστώτα, χρησιμοποιούσε το σινεμά για να διορθώσει όσο μπορούσε την αρνητική του εικόνα στο εξωτερικό, δημιουργώντας την εντύπωση πως η ελευθερία της έκφρασης στη χώρα δεν περιοριζόταν. Έτσι, έβαλε μπροστά την παραγωγή ορισμένων ταινιών «ποιότητας», ελπίζοντας να ανεβάσει το διεθνές πρεστίζ του ισπανικού σινεμά (όπου κυριαρχούσε το χονδροειδές θέαμα) και ανοίγοντας, άθελά του, μια μικρή χαραμάδα, απ’ όπου ξεπήδησαν πολλές πειραματικές και «διακριτικά» αντιπολιτευόμενες παραγωγές, αν και, φυσικά, δεν μπορούσαν να γυριστούν εμφανώς αριστερές ταινίες. Οι ανοιχτές τρύπες στην πλοκή της ταινίας του Ερίθε και τα μυστηριώδη κίνητρα των χαρακτήρων του είναι χαρακτηριστικά στοιχεία της εποχής, όπως και οι αλληγορικές εκλάμψεις φαντασίας (που ο Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο, με αφετηρία αυτό εδώ το φιλμ, γιγάντωσε στον πανάκριβο «Λαβύρινθο του Πάνα»). Ο βαθύς λυρισμός του Ερίθε όμως ξεπερνά τα στενά πλαίσια της έμμεσης κριτικής.
Αγγίζει ένα άλλο σημείο, που νομίζω πως ακόμα δεν έχει χαρτογραφηθεί.
Η ταινία αφηγείται την ιστορία της Άνα, ενός κοριτσιού που ζει με τους γονείς του και τη μεγαλύτερη αδελφή του στο παλιό αρχοντικό ενός μακρινού ισπανικού χωριού. Διαδραματίζεται το 1940, αμέσως μετά τον εμφύλιο πόλεμο, με τη νίκη του Φράνκο. Ο πατέρας της, ο Φερνάντο, περνά τον περισσότερο χρόνο φροντίζοντας τα μελίσσια του, ενώ η μητέρα της, Τερέζα, αναπολεί έναν παλιό εραστή της, γράφοντας γράμματα σε αυτόν.
Τα δυο παιδιά παρακολουθούν τον «Φρανκενστάιν» του Τζέιμς Γουέιλ στις εγκαταστάσεις ενός περιοδεύοντος κινηματογράφου που γυρίζει τα χωριά (συνέβαινε και στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια). Και η Άνα μαγεύεται από την ιστορία του αθώου τέρατος που τη γεμίζει ερωτήματα μεγαλύτερα από την ίδια αλλά και από το σινεμά. Άλλωστε, το σινεμά συνήθως αναπαριστά έναν κόσμο γεμάτο ευτυχία – πολύ μακριά δηλαδή από τη σκληρή πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ισπανίας.
Αυτή η αντίθεση είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα των παιδικών αναμνήσεων του ίδιου του Ερίθε – εκ των οποίων προκύπτουν τόσο το αναμνησιακό φορτίο του κινηματογράφου όσο και η σκηνοθετική του ματιά απέναντι στους ενήλικους χαρακτήρες, συμπεριλαμβανομένων των γονιών της Άνα που κινηματογραφούνται, θαρρείς, από την οπτική γωνία ενός παιδιού, του ίδιου του Ερίθε, που θυμάται τους ενήλικες λιγότερο ως πραγματικούς ανθρώπους και περισσότερο ως σκιές:
«Εμείς που γεννηθήκαμε αμέσως μετά τον εμφύλιο “κληρονομήσαμε” και βιώσαμε πραγματικά το κενό της απουσίας τους. Ακόμα και όταν ήταν εκεί, έμοιαζαν να είναι κάπου αλλού».
Μέσα από το βλέμμα της Άνα ζούμε κι εμείς σε μια κατάσταση συναισθηματικής απομόνωσης, τι σημαίνει δηλαδή να ζεις στην Ισπανία εκείνης της εποχής. Στα μάτια του μικρού κοριτσιού καθρεφτίζεται ένας ωκεανός αισθήσεων και συναισθημάτων και το σινεμά γίνεται για την Άνα η πρώτη από μια σειρά μυήσεων που τη φέρνει αντιμέτωπη με τον κόσμο των ενηλίκων (η πρώτη ταινία, η πρώτη φορά που η Άνα βλέπει το εγκαταλειμμένο κτίσμα, η πρώτη της απορία για τον θάνατο, η πρώτη της νυχτερινή απόδραση).
Η δικτατορία και ο εμφύλιος πόλεμος δεν αναφέρονται ποτέ, αλλά κάτι στη συμπεριφορά των μεγάλων, κάτι στους ρυθμούς και τις σκιές του «Πνεύματος» μας υπενθυμίζει τη βαθύτητα του μεταπολεμικού τραύματος. Όλα είναι παρόντα, όλα την ίδια στιγμή, αποτυπωμένα σε φιλμ από τον σπουδαίο φωτογράφο Λουίς Κουαντράδο που γύρισε το «Πνεύμα του μελισσιού» όντας πρακτικά τυφλός: Στα τριάντα εννιά του υπέφερε από όγκο στον εγκέφαλο που σταδιακά τού μείωνε την όραση. Ο θρύλος αναφέρει ότι ο βοηθός του τού έφερνε τα rushes, δηλαδή το υλικό από τα γυρίσματα, με τον Κουαντράδο να τα εξετάζει με μεγεθυντικό φακό, δίνοντας οδηγίες για τους (κατά το πλείστον φυσικούς) φωτισμούς. Έξι χρόνια μετά αυτοκτόνησε, μην αντέχοντας τον πόνο και την πλήρη απώλεια της όρασής του.
Για μια ταινία τόσο μαγευτικά αινιγματική όσο και βαθιά βιωματική με έναν τρόπο που η «λογική» δεν μπορεί να αιτιολογήσει, δεν θα μπορούσα να μην κλείσω ένα κείμενο αφιερωμένο σ’ αυτή με ένα απόσπασμα του συγγραφέα, απ’ όπου προέκυψε και ο εξίσου αινιγματικός τίτλος της. Ο Ερίθε τον ανέσυρε από την αφιερωμένη στη μελισσοκομία πραγματεία του Βέλγου ποιητή, θεατρικού συγγραφέα και δοκιμιογράφου Μορίς Μέτερλινκ με τίτλο «Η ζωή της μέλισσας» που δημοσιεύτηκε το 1901 (δέκα χρόνια αργότερα, θα κέρδιζε το Νόμπελ Λογοτεχνίας).
«Σε ποιον ενσαρκώνεται το πνεύμα του μελισσιού;
Πού βρίσκεται;
Βήμα-βήμα ανταποκρίνεται στις παντοδύναμες συνθήκες που το διέπουν σαν ένας έξυπνος και ευκίνητος σκλάβος που πρέπει να ακολουθεί τις πιο επικίνδυνες εντολές του κυρίου του.
Χωρίς έλεος, αλλά με διακριτικότητα, σαν να υπόκειται σε κάποιο καθήκον, ελέγχει τον πλούτο, την ευημερία, τη ζωή και την ελευθερία ενός φτερωτού λαού.
Αυτό το πνεύμα είναι επιφυλακτικό, αλλά και γενναιόδωρο. Φαίνεται να κατανοεί τους άδικους και μάλλον τρελούς νόμους της φύσης σχετικά με την αγάπη. Το ίδιο πνεύμα είναι που ορίζει και τη δουλειά κάθε εργάτριας μέλισσας.
Το πνεύμα του μελισσιού ορίζει την ώρα της ετήσιας μεγάλης θυσίας στον Θεό του: Το σμήνος.
Ένας ολόκληρος λαός, έχοντας φτάσει στο απόγειο της ευημερίας και της δύναμής του, αφαιρεί ξαφνικά από τη μελλοντική γενιά όλο τον πλούτο, τα παλάτια, τις κατοικίες και τους καρπούς της δουλειάς του για να ταξιδέψει μακριά, για να αναζητήσει την αβεβαιότητα και την ανέχεια μιας νέας πατρίδας.
Μια πράξη που, είτε συνειδητή είτε όχι,
είναι σίγουρα πέρα από την ανθρώπινη ηθική».
Η ταινία «To πνεύμα του μελισσιού» κυκλοφορεί στις αίθουσες την Πέμπτη 1/9.