Η ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ ΠΑΙΡΝΕΙ ΚΕΦΑΛΙ στη Σουηδία, ενισχύεται και προηγείται στην Ιταλία. Φιλελεύθεροι δημοκράτες και αριστεροί βρίσκονται, πάλι, υπό την επήρεια σοκ, οι διεθνείς παρατηρητές ψάχνουν εντυπωσιακούς τίτλους για τα ρεπορτάζ τους, οι θεωρητικοί επιστρέφουν στα γνωστά: η οικονομική κρίση, ο παγκόσμιος νεοφιλελευθερισμός, η επιβίωση των μεταναστευτικών και φτωχών πληθυσμών που περνάει, δυστυχώς, μέσα από την οργάνωση των νεότερων σε συμμορίες.
Όλα αυτά, προφανώς, έχουν μερίδιο στην εξήγηση του φαινομένου. Διαπιστώνει κανείς όμως εδώ και χρόνια έναν διχασμό, ο οποίος τελικά ωφελεί την ακροδεξιά ερμηνεία των καταστάσεων.
Πολλοί φαίνεται να μη θέλουν να βλέπουν γύρω τους και απωθούν ενοχλημένοι οποιαδήποτε εικόνα εγκληματικότητας και αθλιότητας σε δημόσιους χώρους, εκεί όπου ζει, εργάζεται και κυκλοφορεί ο «απλός κόσμος». Εξωραΐζουν, κρύβουν τη βρομιά και ψάχνουν τρόπους να πουν πως δεν ισχύουν αυτές οι εικόνες.
Στην ωμή, υπερβολική και ρηχή λογική της νέας δεξιάς, η νέα αριστερά απαντά με λεκτικές περιφράσεις, ενάρετο λαϊκισμό (που μυρίζει αγιόκλημα και γιασεμί ακόμα και στις κατουρημένες γωνιές) και αφ’ υψηλού κοινωνικά σχέδια.
Όμως τα πιστολίδια σε ένα εμπορικό κέντρο στο Μάλμε (που το ξέρουμε και από τον επιθεωρητή Κουρτ Βαλάντερ του Μάνκελ) ή ο πόλεμος συμμοριών σε ένα προάστιο δεκαπέντε λεπτά από την παλαιά πόλη της Ουψάλας μπορεί να έχουν τελικά ισχυρότερη επίδραση στις σουηδικές κάλπες απ’ όσο κάποιες άλλες, αόρατες οντότητες.
Ο ακροδεξιός λόγος αντλεί κατευθείαν από το ορατό, το άμεσο και βιωμένο. Προχωράει σε άμεσες ‒συχνά χοντροκομμένες‒ συσχετίσεις, δουλεύει δηλαδή με αυτό που οι περισσότεροι έχουν διαπιστώσει ιδίοις όμμασιν.
Όταν, ας πούμε, το Σουηδικό Εθνικό Συμβούλιο για την Πρόληψη του Εγκλήματος ανιχνεύει αύξηση σε μια σοβαρή κατηγορία εγκλημάτων (ένοπλες επιθέσεις, βιασμοί, σκληρές ληστείες κ.λπ.) από το 2014 και έπειτα –ιδίως την τελευταία τετραετία– δεν μπορεί να απαντά κανείς πως αυτά είναι μύθοι, κατασκευές των μίντια, ηθικός πανικός ή οτιδήποτε άλλο.
Θα πει κανείς πως οι σοσιαλδημοκράτες αναγνώρισαν αυτή την πραγματικότητα και δεν έμειναν στην άρνηση. Υπάρχει όμως πάντα μια τάση στους ανθρώπους της αριστεράς (και στους φιλελεύθερους αριστερούς) να μην παραδέχονται κάποιες μορφές του ανθρώπινου κακού.
Έχοντας κατά νου τη μελλοντική καλή κοινωνία, δεν αντέχουν τα δείγματα μικρότητας, σκληρότητας και βαρβαρότητας που εμφανίζονται και «κάτω» και όχι μόνο στις ελίτ. Αν εξαιρέσουμε το οικονομικό έγκλημα, με όλες τις άλλες μορφές βίας υπάρχει ένα είδος βουβής αμηχανίας ή και εκνευριστικής φιλοσοφικής δικαιολόγησης.
Και, φυσικά, από την άλλη πλευρά, υπάρχει ένα δεξιό υποσύστημα που υπερτονίζει το κακό και την ηθική κατάπτωση των ανθρώπων: επειδή η κοινωνία είναι γεμάτη αμαρτίες, γι’ αυτό χρειάζεται περισσότερη αστυνομία, αυτό είναι το επιμύθιο. Περισσότερη «δικαιοσύνη» λένε οι μεν, πιο «αυστηρούς νόμους» και ποινές απαντούν οι άλλοι.
Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού όμως, ακόμα και από τους ψηφοφόρους των αριστερών κομμάτων, αναγνωρίζει σιωπηλά (κατ’ ιδίαν) πως δεν αντέχει άλλο λούμπεν εξαχρείωση και παρακμή του κοινού δημόσιου χώρου. Οι πολίτες, ιδιωτικά, υποφέρουν και οργίζονται. Δημόσια, όμως, ως μέλη των προοδευτικών χώρων, πρέπει να επαναλαμβάνουν τις ορθές εξηγήσεις του φαινομένου, ξορκίζοντας την ίδια την «ατζέντα της εγκληματικότητας» ως κατασκευασμένη και καθοδηγούμενη από σκοτεινούς αντιπάλους.
Απέναντι, όμως, στην πραγματική άνοδο των εγκληματικών και λούμπεν συμπεριφορών, η τύφλωση, η υποτίμηση και η αλλαγή θέματος είναι η χειρότερη συνταγή. Οι άνθρωποι των λαϊκών και μικροαστικών στρωμάτων βλέπουν και κρίνουν. Δεν μπορεί να τους ζητά κανείς να μη βλέπουν ή και να νιώθουν καλά με καταστάσεις που τους ταπεινώνουν.
Φυσικά δεν τους ταπεινώνει μόνο ο ντίλερ της γωνίας ή ο ληστής του διπλανού τετραγώνου. Τους ταπεινώνουν και οι χαμηλοί μισθοί, οι αναξιοπρέπειες της καθημερινής επιβίωσης, η αλαζονεία κάποιων ελίτ, παλαιών ή ανερχόμενων.
Όμως δεν μπορεί κανείς, επειδή η ακροδεξιά μιλάει για τη βρομιά στα πάρκα, να προσποιείται πως αυτά μυρίζουν αγιόκλημα και γιασεμί. Και αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό τα τελευταία χρόνια. Στην ωμή, υπερβολική και ρηχή λογική της νέας δεξιάς, η νέα αριστερά απαντά με λεκτικές περιφράσεις, ενάρετο λαϊκισμό (που μυρίζει αγιόκλημα και γιασεμί ακόμα και στις κατουρημένες γωνιές) και αφ’ υψηλού κοινωνικά σχέδια.
Όταν οι δημοκράτες παραδεχτούν πως καμιά ατζέντα δεν είναι δεύτερης κατηγορίας, πως τα δημόσια προβλήματα πρέπει να συζητούνται θαρραλέα και δίχως τόνους υποκρισίας, τότε θα στερήσουν από τους αντιδημοκράτες και αυταρχικούς το πλεονέκτημα της κούφιας δημαγωγίας με το οποίο κερδίζουν θέσεις και εκλογές. Ποτέ δεν είναι αργά γι’ αυτό, όπως και για όλες τις αναγκαίες αναθεωρήσεις στην πολιτική και στη ζωή.