ΣΤΟ «GANGSTA'S PARADISE», το κομμάτι του 1995 με το οποίο ο Coolio έγινε γνωστός πολύ πέρα από το κοινό του είδους, ο στίχος βρίσκει τον αφηγητή να βαδίζει μέσα από την κοιλάδα του ίσκιου του θανάτου. Έχοντας σπαταλήσει τη ζωή του για χάρη του «gangsta παράδεισου», αυτός και οι άλλοι του σιναφιού του λάτρεψαν τις δυο θεότητες, το χρήμα και την εξουσία.
Το τραγούδι μιλάει για τη συμβίωση του εγκληματία/gangsta με την πιθανότητα του βίαιου θανάτου, με τη σπαραχτική απορία αν ο εικοσιτριάχρονος θα φτάσει στα είκοσι τέσσερα. Και είναι αυτή η ζοφερή παρουσία του θανάτου και της ματαίωσης που καταλήγει στο ερωτηματικό συμπέρασμα των ακροτελεύτιων στίχων:
Tell me why are we, so blind to see
That the ones we hurt, are you and me?
Ο αφηγητής αναρωτιέται γιατί αυτός και οι δικοί του στάθηκαν τόσο τυφλοί, πιστεύοντας πως πληγώνουν τρίτους, ενώ αυτό που έκαναν ήταν να πληγώνουν τον εαυτό τους.
Ας συμφωνήσουμε πως η επέκταση των λούμπεν συμμοριτισμών είναι κάτι που υπάρχει στην κοινωνία και όχι «ειδικά στο πανεπιστήμιο». Κανείς όμως δεν είναι υποχρεωμένος να συμβιβαστεί με αυθαίρετες μικρές τυραννίες στο όνομα του γενικού αγώνα με απρόσωπες, μεγάλες τυραννίες.
Ο Coolio πέθανε προχτές στα πενήντα εννιά του κι εγώ ξαναθυμάμαι τους στίχους από το πιο γνωστό του τραγούδι (που είναι κυρίως στιχουργική μετατροπή του εξαιρετικού τραγουδιού του Στίβι Γουόντερ «Ρastime Ρaradise»), βλέποντας ένα βίντεο όπου κάποιοι από τους ναρκεμπόρους που βρέθηκαν στην εστία της Πολυτεχνικής Σχολής επιμελούνται σκηνικά το δικό τους gangsta παιχνίδι. Και παρά τις τεράστιες αποστάσεις που μας χωρίζουν από το Λος Άντζελες του ’90 και τις εκεί συμμορίες, που είναι μεγάλες φυλές και κανονικοί ιδιωτικοί στρατοί, η δική μας μικρογραφία αποπνέει μια άλλη θλίψη και αίσθηση παρακμής. Κι αυτή δεν είναι η θλίψη της φτώχειας και της αδυναμίας.
Ο μικρόκοσμος των ντίλερ-ληστών που μπήκαν κι αυτοί στο πολιτικό αλισβερίσι των ημερών μοιάζει εχθρικός προς τον κόσμο των κοινωνικών αναγκών. Εδώ έχουν τον πρώτο λόγο σχέσεις κυριαρχίας που διαμεσολαβούνται από το χρήμα.
Η αισθητική και η ηθική αυτών των συμμοριών είναι πολύ κοντά στους κώδικες των φασιστικών ομάδων. Και οι φασίστες ισχυρίζονται πως τους πολεμούν τα συστήματα και οι εξουσίες, το στυλιζάρισμα της αντισυστημικής παρανομίας είναι κομμάτι των πιο αντιδραστικών ταυτοτήτων που κυκλοφορούν στις μητροπόλεις τα τελευταία χρόνια.
Γι’ αυτό προκαλεί κατάπληξη η διαθεσιμότητα πολλών αριστερών και ελευθεριακών φωνών να αποδεχτούν την παρουσία αυτών των ομάδων σαν έναν δυσάρεστο αλλά ανεκτό, σε τελευταία ανάλυση, εξωτισμό. Σαν να είναι τυφλοί κι αυτοί στο γεγονός πως τα δεκαπεντάχρονα αγόρια που βλέπουν στο ΤikTοk βίντεο σαν αυτά των ναρκεμπόρων πλησιάζουν ακόμα περισσότερο στην αλλοτριωμένη σκηνογραφία του πλούτου και της εξουσίας παρά σε οποιαδήποτε ιδέα κοινωνικής ευαισθησίας. Σαν να μη βλέπουν, για να παραφράσω τους στίχους του Coolio, πως η δράση και η κουλτούρα αυτών των ομάδων πληγώνει το δημόσιο πανεπιστήμιο. Σαν να μην καταλαβαίνουν, τέλος, πως η εξουσιαστική λογική των λούμπεν «μικροεπιχειρηματιών» είναι πιο εχθρική προς τα συμφέροντα των φτωχών φοιτητών/-τριών από τις σπασμένες πόρτες που άφησαν οι εκαμίτες στην έφοδό τους.
Ας συμφωνήσουμε πως η επέκταση των λούμπεν συμμοριτισμών είναι κάτι που υπάρχει στην κοινωνία και όχι «ειδικά στο πανεπιστήμιο». Κανείς όμως δεν είναι υποχρεωμένος να συμβιβαστεί με αυθαίρετες μικρές τυραννίες στο όνομα του γενικού αγώνα με απρόσωπες, μεγάλες τυραννίες. Πόσο μάλλον να εξωραΐζει τους παράδεισους των μικρο-μαφιόζων στο όνομα της χαμένης δικαιοσύνης ή της αντίστασης στην καταστολή.
Από μια άποψη, ο πικρός απολογισμός στο ραπ του Coolio ακούγεται πολύ πιο ειλικρινής και ηθικά εύστοχος από την ανόητη ωραιοποίηση των ποινικών και του λούμπεν στην αστική μας αριστερά.