Η Νότια Αφρική, δυστυχώς μόνο η λευκή, συνεχίζει να μας χαρίζει υψηλή λογοτεχνία. Δεν υπάρχουν μόνο ο νομπελίστας Τζ. Μ. Κουτσί, η Ναντίν Γκόρντιμερ και ο Άθολ Φούγκαρτ. Η παράδοση συνεχίζεται, φυσικά και τα βραβεία Booker που καταφτάνουν στη χώρα. Βραβεία που, ό,τι και να λένε, κρατάνε πάντα την αξία τους ξεχωρίζοντας σπουδαία μυθιστορήματα.
Ακριβώς σαν την «Υπόσχεση» του 59χρονου σήμερα Ντέιμον Γκάλγκουτ, το περσινό, πανάξιο Booker. Άλλες δυο φορές είχε φτάσει ο Γκάλγκουτ στη short list, το 2003 με το «Ο καλός γιατρός» (εκδ. Ωκεανίδα) και το 2010 με το «In a strange room», που οσονούπω θα κυκλοφορήσει από τη Διόπτρα, τον ίδιο οίκο που έβγαλε την «Υπόσχεση» (μτφρ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ) και τον προσκάλεσε αυτές τις μέρες στην Αθήνα για παρουσιάσεις του βιβλίου του.
Η «Υπόσχεση», ένα προχωρημένο στη φόρμα αλλά πάντα ανοιχτό και εύκολο για τον αναγνώστη βιβλίο (τι μεγάλο προτέρημα), διηγείται την ιστορία μιας τυπικής, λευκής, εύπορης νοτιοαφρικανικής οικογένειας, των Σουάρτ, στη διάρκεια τριάντα χρόνων, από το 1986 μέχρι το 2018. Περίοδος καθοριστική για τη χώρα, το απαρτχάιντ πέφτει, ο Μαντέλα έρχεται. Τα πάντα αλλάζουν.
Αυτό που μένει αμετακίνητο, απραγματοποίητο, είναι η υπόσχεση της μητέρας της οικογένειας την ώρα του θανάτου της ότι η αγαπημένη, πιστή της μαύρη υπηρέτρια Σαλομέ δικαιούται και πρέπει να πάρει το μικρό σπιτάκι στη φάρμα της οικογένειας, στο οποίο μένει επί χρόνια. Μαζί με αυτό και το μικρό κομμάτι γης του. Σπίτι και γη χωρίς καμιά αξία. Αμ δε.
Τριάντα ολόκληρα χρόνια παλεύει με πείσμα η μικρή κόρη της οικογένειας, η περίεργη Αμόρ, δεκατριών χρονών όταν αρχίζει το βιβλίο, σαράντα τεσσάρων όταν τελειώνει, να αποκτήσει η Σαλομέ το σπίτι της. Η οικογένεια Σουάρτ το θεωρεί αδιανόητο, ρατσιστική είναι κι ας μην το πολυπαραδέχεται. Ακόμα και ο ιδεολόγος, ρομαντικός μεγάλος γιος, ο Αντόν, όλο υπόσχεται ότι θα το κάνει και όλο βυθίζεται στην απραξία, το αλκοόλ και τους προσωπικούς του δαίμονες.
Το βιβλίο μου είναι εστιασμένο στη λευκή Νότια Αφρική, στις ιδέες και τις αξίες της. Και μέρος της ψυχής της είναι ότι δεν φαντάζεται ποτέ την εσωτερική ζωή των μαύρων συμπολιτών της. Είναι γι’ αυτήν ένας άδειος χώρος. Αυτό το κενό ήταν απαραίτητο για να μπορεί να λειτουργήσει το απαρτχάιντ.
Μαζί με την ιστορία κατάπτωσης της οικογένειας Σουάρτ στο πέρασμα του χρόνου, ο Γκάλγκουτ γίνεται και χρονικογράφος της Νότιας Αφρικής. Με αμείλικτη σάτιρα, χιούμορ, αλλά και πολιτική διαύγεια και ισορροπία. Είναι ένα βιβλίο που αντέχει δύο και τρεις αναγνώσεις. Γι’ αυτό με μεγάλη χαρά συναντήσαμε τον Ντέιμον Γκάλγκουτ, που ζει στο ζωντανό Κειπ Τάουν και αγαπάει τη Νότια Αφρική με όλες τις αντιφάσεις της.
— Το 1986, όταν ξεκινάει το βιβλίο σας, την περίοδο της μετάβασης στην μετα-απαρτχάιντ εποχή, ήσασταν 23 χρονών. Όταν ανέλαβε ο Μαντέλα, 31 χρονών. Η Νότια Αφρική που περιγράφετε στην «Υπόσχεση» δεν είναι Ιστορία για σας, αλλά η ζωή και οι μνήμες σας. Τι νιώθατε, λοιπόν, επί απαρτχάιντ; Θυμό; Ντροπή; Θέλατε να φύγετε; Δεν ζούσατε και εσείς σαν ένας προνομιούχος, προστατευμένος λευκός, όπως η οικογένεια του βιβλίου σας;
Ένιωθα όλα αυτά μαζί. Φυσικά και ήμουν προνομιούχος και προστατευμένος, το απαρχάιντ ήταν ειδικά φτιαγμένο για τους λευκούς. Δεν χρειαζόταν να έχεις κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο για να βρεθείς σε θέση ισχύος.
Έτσι, αυτό το βιβλίο ήταν κι ένα είδος εξορκισμού για μένα. Να κοιτάξω πίσω την ίδια μου τη ζωή, να δώσω φωνή σε όλα τα αντιφατικά συναισθήματα που έχω για τη Νότια Αφρική, για το ότι είμαι Νοτιοαφρικανός, αλλά και για τις αλλαγές που έγιναν και τη συναισθηματική σύγχυση που μας δημιούργησαν.
Δεν χρειάστηκα καν έρευνα για να το γράψω, βασίστηκα απολύτως στη μνήμη και την ευαισθησία μου. Σαν ψυχοθεραπεία.
— Φαίνεται ότι την περίοδο του απαρτχάιντ κανείς Νοτιοαφρικανός συγγραφέας δεν μπορεί να την αποφύγει, να την παρακάμψει. Όλοι για αυτό γράφουν, ακόμα και ο Τζ. Μ. Κουτσί – αναφέρω πρόχειρα το αριστούργημά του, «Ατίμωση». Γιατί; Νιώθετε ένα χρέος; Ή μήπως όλοι αυτό περιμένουν από σας και δεν μπορείτε να κάνετε αλλιώς;
Μακάρι να ήξερα την απάντηση. Ο Φόκνερ έχει πει: «Το παρελθόν δεν έχει περάσει ακόμα». Νομίζω ότι αυτό ισχύει για τη Νότια Αφρική. Η πρόσφατη ιστορία μας είναι παντοδύναμη, δεν μπορείς να την αφήσεις έξω από την πόρτα. Μακάρι να είχαμε μια λογοτεχνία ελεύθερη από τέτοιες δουλείες, που θα μπορούσες, για παράδειγμα, να γράψεις μια ερωτική ιστορία που να είναι απλώς μια ερωτική ιστορία. Αλλά στη Νότια Αφρική πρέπει να παίρνεις υπόψη σου τη φυλή των ανθρώπων, το παρελθόν τους, τις αποφάσεις και τη ζωή των γονιών τους.
Ο Κουτσί έχει πει το περίφημο, ότι η νοτιοαφρικανική λογοτεχνία είναι το είδος της λογοτεχνίας που θα περίμενε κανείς από φυλακισμένους. Ναι, δεν είμαστε ελεύθεροι.
Προσπάθησα να ξεφύγω, όταν ξεκινούσα να γράφω. Το πρώτο μου βιβλίο ήταν εντελώς απολίτικο. Το δεύτερο ήταν για την αρρώστια που είχα παιδί (λέμφωμα) και τις δραματικές επιπτώσεις που είχε στην οικογένειά μου. Και μερικοί κριτικοί έγραψαν «ποιο είναι αυτό το κακομαθημένο λευκό αγόρι που νομίζει ότι τα προσωπικά του προβλήματα είναι πιο σημαντικά από τα προβλήματα της πατρίδας του;».
— Στο κέντρο της «Υπόσχεσης» βρίσκεται η ιστορία μιας λευκής οικογένειας. Το μυθιστόρημα, όμως, γίνεται και ένα είδος επισκόπησης τριάντα χρόνων νοτιοαφρικανικής Ιστορίας. Η Ιστορία για σας είναι ένα απλό, αναγκαίο background ή ένας αποφασιστικός παράγοντας διαμόρφωσης των προσώπων;
Για μένα κάθε βιβλίο έχει ένα θέμα που κάνει μπαμ, και ίσως ένα ακόμα που είναι λιγότερο προφανές. Σ' αυτό το βιβλίο το μεγάλο θέμα είναι ο χρόνος και το πέρασμά του. Ο χρόνος είναι το μέσον που αλλάζει τα πάντα.
Είμαι σχεδόν 60 χρονών. Έχω περάσει σ’ αυτήν τη φάση της ζωής μου πολλές ώρες με το να σκέφτομαι τι αλλαγές έχω υποστεί, το πρόσωπό μου, το σώμα μου, οι αρχές μου. Η Αμόρ στη διάρκεια του βιβλίου κινείται από την πρώτη της περίοδο μέχρι την εμμηνόπαυση. Όλοι νιώθουμε το έργο του χρόνου πάνω στα σώματά μας, ξέρω τι σημαίνει αυτό για έναν άνδρα, αισθάνθηκα ότι είχε ενδιαφέρον να το πιάσω και από τη γυναικεία πλευρά, στην οποία είναι σαφώς πιο ισχυρή αυτή η αίσθηση, η έννοια του βιολογικού αποχωρισμού είναι πολύ βαθιά. Έπρεπε να ρωτήσω φίλες μου και ευτυχώς ήταν πρόθυμες να απαντήσουν με ειλικρίνεια.
Καταλαβαίνω, όμως, απολύτως όταν οι αναγνώστες εστιάζουν στην πολιτική πλευρά του βιβλίου. Αλλά η κύρια και πραγματική μου έγνοια ήταν ο χρόνος. Δεν προσπάθησα να κάνω πολιτική ανάλυση, απλώς προσπάθησα να δείξω την πολιτική πραγματικότητα. Από το παράθυρο. Πώς άλλαζε η Νότια Αφρική από δεκαετία σε δεκαετία. Δεν είμαι πολιτικός συγγραφέας όπως ήταν η Ναντίν Γκόρντιμερ, που όλα τα ανήγαγε σε πολιτική.
— Πώς θα περιγράφατε την οικογένεια Σουάρτ;
Σαν μια τυπική λευκή οικογένεια. Ούτε πολύ ακροδεξιά και ρατσιστική, γιατί υπάρχουν τέτοιες οικογένειες στη Νότιο Αφρική. Αλλά ούτε και αριστερή, με παραδοσιακές σοσιαλιστικές αρχές, γιατί και τέτοιες υπάρχουν.
— Η δικιά σας πώς ήταν;
Δεν διέφερε πολύ από τους Σουάρτ. Δεν ήταν δεξιά ούτε αριστερή, δεν ασχολιόταν καθόλου με την πολιτική. Αλλά ένιωθε πολύ άνετα με το απαρτχάιντ. Το κύριο μήνυμα που έπαιρνα ήταν ότι το απαρτχάιντ είναι μεν δυσάρεστο, αλλά είναι ένα απαραίτητο σύστημα, που ο έξω κόσμος δεν το καταλαβαίνει, αλλά εμείς δεν μπορούμε να ζήσουμε με διαφορετικό τρόπο, πρέπει να το αποδεχτούμε και να το συνεχίσουμε. Και, φυσικά, επειδή πιστεύεις ό,τι σου λέει η οικογένειά σου, όταν ήμουν παιδί δεν είχα αμφιβολίες, αμφισβητήσεις και ερωτηματικά.
Μόνο στα είκοσί μου χρόνια, όταν πήγα στο πανεπιστήμιο, άρχισα να αποκτώ πολιτική συναίσθηση, να καταλαβαίνω ότι αυτό που μου είχαν μάθει για «κανονικό» ήταν αφύσικο και απαράδεκτο. Δεν ξεφεύγουν, όμως, πολλοί άνθρωποι από την οικογένειά τους, είναι τάση του ανθρώπου να ευθυγραμμίζεται με τις ηθικές αρχές της οικογένειάς του. Η πλήρης απομάκρυνση είναι πολύ επώδυνη. Με λίγα λόγια, η οικογένειά μου είναι δυσλειτουργική όπως των Σουάρτ.
— Στο βιβλίο κυριαρχεί η υπόσχεση προς τη μαύρη υπηρέτρια Σαλομέ. Συγκεκριμένη και απτή. Μπορούμε, όμως, να τη δούμε και σαν μια μεταφορά όλων των υποσχέσεων που δίνονται και δεν πραγματοποιούνται; Προς τους μαύρους γενικά, ότι μετά το απαρτχάιντ η ζωή θα είναι πολύ καλύτερη; Αλλά και προς τον νεαρό λευκό Αντόν, που ξεκινά με φόρα τη ζωή του και καταλήγει στην καταστροφή;
Ακριβώς αυτό. Πολύ θα ήθελα να δουν οι αναγνώστες στο βιβλίο μου διάφορα είδη υποσχέσεων που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν. Την υπόσχεση στη Νότια Αφρική τη δεκαετία του ’90 ότι θα γίνει μια καινούργια χώρα. Την υπόσχεση που νιώθει στην αρχή ο Αντόν, επειδή είναι λευκός και το σύστημα γι' αυτόν δουλεύει, ότι θα γράψει, θα ταξιδέψει, θα σπουδάσει, θα γίνει ηγέτης, έτοιμος είναι να καταβροχθίσει τον κόσμο όλο. Ακόμα και άλλες, μικρότερες υποσχέσεις, που δεν κρατήθηκαν…
Για μένα η υπόσχεση είναι κάτι πολύ σημαντικό. Δεσμεύεσαι ότι θα κάνεις πραγματικότητα κάτι. Ότι, όσο σκληρές κι αν είναι οι συνθήκες της ζωής, εσύ θα μείνεις πιστός στον λόγο σου. Η υπόσχεση δεν είναι κάτι που μπορείς να δίνεις πρόχειρα, ανέμελα, αλλά οι άνθρωποι αυτό κάνουν. Ο γάμος είναι μια υπόσχεση, η μητέρα μου έχει παντρευτεί δυο φορές, ξέρω ότι το νιώθει σαν μια ψεύτικη υπόσχεση.
— Γιατί δεν δώσατε φωνή στη μαύρη υπηρέτρια Σαλομέ; Ελάχιστα πράγματα μαθαίνουμε γι’ αυτή. Μόνο μια υπέροχη προσευχή τη βλέπουμε να λέει, και, προς το τέλος του βιβλίου, το όνειρό της να πάει να πεθάνει στο χωριό της. Έχετε τόσο πολλά πρόσωπα στο βιβλίο, λευκά και μαύρα, κι όμως, το πρόσωπο που κινεί την ιστορία μένει βουβό. Είστε λευκός και δεν μπορείτε να το αγγίξετε; Ή είναι επειδή, όπως λέει ο αφηγητής, εμείς οι αναγνώστες φταίμε, έτσι κι αλλιώς δεν νοιαζόμαστε για τη Σαλομέ;
Ήθελα η σιωπή της να είναι πολύ εύγλωττη. Υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι σαν τη Σαλομέ στη Νότια Αφρική. Πάρα πολλές αγράμματες γυναίκες από αγροτικές περιοχές, που η δουλειά τους είναι να υπηρετούν μια λευκή οικογένεια, συχνά να αναθρέφουν λευκά παιδιά, ενώ έχουν και δικά τους.
Είχα κι εγώ μια τέτοια νταντά όταν ήμουν μικρός, που την αγαπούσα. Δεν είχα συνείδηση των δυνάμεων της Ιστορίας που την είχαν φέρει στο σπίτι μας. Πώς να το πω, όμως; Το βιβλίο μου είναι εστιασμένο στη λευκή Νότια Αφρική, στις ιδέες και τις αξίες της. Και μέρος της ψυχής της είναι ότι δεν φαντάζεται ποτέ την εσωτερική ζωή των μαύρων συμπολιτών της. Είναι γι’ αυτήν ένας άδειος χώρος. Αυτό το κενό ήταν απαραίτητο για να μπορεί να λειτουργήσει το απαρτχάιντ. Γιατί, αν εμπλακείς με τη φαντασία σου στα αισθήματα των ανθρώπων που καταπιέζεις, δεν θα το αντέξεις. Πρέπει, λοιπόν, να σκοτώσεις τη φαντασία σου, να μη διασχίσεις αυτό το κενό.
Φυσικά και θα μπορούσα να γράψω για την εσωτερική ζωή της Σαλομέ, αλλά ήξερα ότι, αν το έκανα, αν το έβαζα στο χαρτί, θα άφηνα απέξω τους αναγνώστες. Θα έλεγαν, «κρίμα που στον πραγματικό κόσμο η Σαλομέ δεν έχει φωνή, αλλά εδώ, σ' αυτό το βιβλίο, την πρόσεξαν». Έτσι θα το έκλειναν ευχαριστημένοι, αλλά θα είχαν ξεφύγει από το πρόβλημα.
Είναι πολύ πιο χρήσιμο να δυσκολέψεις τον αναγνώστη, βάζοντας τη Σαλομέ στο σκοτάδι. Έχεις τότε μια πιθανότητα, όταν τελειώσει το βιβλίο, να έχει ενοχληθεί από τη σιωπή της και να αρχίσει να σκέφτεται το πρόβλημα, να το καταλαβαίνει. Ίσως, τότε, κάτι μικρό να αρχίσει να αλλάζει στον κόσμο. Δεν μου αρέσουν οι συγγραφείς που καθησυχάζουν τον αναγνώστη.
— Τέσσερα μέρη έχει το βιβλίο σας, όλα χτισμένα γύρω από τέσσερις κηδείες. Τι υπέροχη ιδέα. Αλλά γιατί αλλάξατε τη θρησκεία της κάθε τελετής; Εβραϊκή, προτεσταντική, καθολική, μέχρι κι ένας δάσκαλος της γιόγκα εμφανίζεται και αναλαμβάνει ρόλο.
Κι εγώ διασκέδασα πολύ με αυτή την πλευρά του βιβλίου. Κατά κάποιον τρόπο οι αλλαγές της θρησκείας ήταν ένα πρακτικό λογοτεχνικό πρόβλημα. Αν έχεις τέσσερις κηδείες, δεν μπορείς να επαναλάβεις το ίδιο τελετουργικό, θα ήταν βαρετό. Για να κρατήσω τον αναγνώστη, ακόμα και τον εαυτό μου, αποφάσισα να δώσω ποικιλία στο θρησκευτικό στοιχείο.
Όλο αυτό, όμως, καθρεφτίζει και το δικό μου μπακγκράουντ. Η μητέρα μου έχει μεγάλες πνευματικές ανησυχίες, συνέχεια ψάχνεται. Όταν παντρεύτηκε τον πατέρα μου, ασπάστηκε τον ιουδαϊσμό, ο πατέρας μου είναι Εβραίος. Κι εγώ μαζί της. Όταν χώρισε, παντρεύτηκε έναν καλβινιστή Αφρικάνερ, και πάλι άλλαξε πίστη. Από κοντά κι εγώ, σε κατηχητικά και τέτοια. Τώρα είμαι άθεος.
— Και γιατί έχετε όλη αυτή την οργή εναντίον των ιερέων; Τους κατακρεουργείτε όλους, ειδικά έναν. Τόση απληστία και υποκρισία έχει η εκκλησία στη Νότιο Αφρική;
Ο ιερέας με τον οποίο είμαι ιδιαίτερα σκληρός είναι ο Όλγουιν Σίμερς της Ολλανδικής Μεταρρυθμιστικής Εκκλησίας. Ίσως οι Έλληνες να μην το ξέρετε, αλλά το απαρτχάιντ είχε τα θεμέλιά του σε ένα πολύ ισχυρό θρησκευτικό συναίσθημα. Το απαρτχάιντ είχε ιερή αποστολή. Η Ολλανδική Μεταρρυθμιστική Εκκλησία ήταν κυρίαρχη, στην πιο αυστηρή, καταπιεστική εκδοχή της.
Στην παιδική μου ηλικία, άνθρωποι σαν τον Όλγουιν Σίμερς βρίσκονταν παντού. Τους σιχαινόμουνα. Πολύ συντηρητικοί, τιμωρητικοί, άνθρωποι της Παλαιάς Διαθήκης στον τρόπο που έβλεπαν τον κόσμο και την ηθική. Έτσι απόλαυσα το γράψιμο της «Υπόσχεσης», ήθελα να τους εκδικηθώ.
Υπάρχει, όμως, και μια σοβαρή πτυχή στο θρησκευτικό μέρος του βιβλίου. Δείχνω πώς στη Νότια Αφρική μετακινηθήκαμε από το τέρας της Ολλανδικής Μεταρρυθμιστικής Εκκλήσίας στο… new age που κυριαρχεί στις μέρες μας.
— Α, διάβασα ότι κάνετε πολλή γιόγκα. Και, όμως, δεν γλιτώνει από την ειρωνεία σας ούτε ο γκουρού μιας ηρωίδας σας.
(Γελάει). Δεν ακολουθώ την ινδουιστική σχολή της γιόγκα, είμαι περισσότερο της σωματικής άσκησης. Το Κέιπ Τάουν σήμερα είναι σαν την Καλιφόρνια. Παντού ρέικι και τέτοια. Δεν το παίρνω πολύ στα σοβαρά όλο αυτό, αλλά βρίσκω ενδιαφέρον το πόσο βαθιά μπορούν να αλλάξουν οι πεποιθήσεις των ανθρώπων όταν αλλάζει η πολιτική κατάσταση.
— Ας πάμε στην Αμόρ. Νευρωτική, ηρωική, πεισματάρα, αρνείται την κληρονομιά της, κτήμα και χρήματα, γίνεται νοσοκόμα, μόνο της μέλημα να πάρει η μαύρη Σαλομέ ό,τι της υποσχέθηκε η μητέρα της. Είχε κάποιο πολιτικό κίνητρο (από τη μεριά σας, από τη μεριά της) όλο αυτό; Ή είναι απλώς η αξιοπρεπής στάση ενός ανθρώπου γεμάτου καλοσύνη;
Η Αμόρ στην πραγματικότητα είναι πολιτικά άσχετη. Είναι ο χαρακτήρας που φέρνει στο βιβλίο τη λύτρωση. Αλλά θέλω να το αφήσω και λίγο ανοιχτό. Είναι όντως τόσο ενάρετη ή μήπως κάτι περίεργο συμβαίνει με αυτή; Την είχε χτυπήσει κεραυνός, η οικογένειά της τη θεωρεί φευγάτη και τις ιδέες της τρελές. Και υπάρχει, όντως, κάτι ανελέητο στο πείσμα με το οποίο κυνηγάει τον στόχο της μέσα στα χρόνια.
Από την άλλη, χαίρομαι που χρησιμοποιήσατε τη λέξη «καλοσύνη». Είναι η μεγαλύτερη ανθρώπινη αρετή, σημαντικότερη και από την αγάπη. Η αγάπη σού συμβαίνει ή δεν σου συμβαίνει, δεν είναι επιλογή σου. Αλλά μπορείς πάντα να επιλέξεις να είσαι καλός ή να μην είσαι. Δεν μπορείς να αγαπάς έναν ξένο, αλλά μπορείς να του δείξεις καλοσύνη. Η καλοσύνη ίσως σώσει τον κόσμο, ίσως σώσει και τη Νότια Αφρική. Ο δεσμός μεταξύ της Αμόρ και της Σαλομέ είναι δεσμός καλοσύνης. Η επιλογή να καταλάβεις και να απλώσεις το χέρι στον άλλο.
— Και ο τραγικός Αντόν; Στην αρχή τον αγαπάμε, μετά τον αντιπαθούμε, στο τέλος τον εξιλεώνει ο θάνατός του και ένα ημιτελές μυθιστόρημα που αφήνει. Έχετε κοινά σημεία μαζί του;
Δυστυχώς, ναι. Είναι πάνω-κάτω και συνομήλικός μου. Θα ήταν εγώ, αν είχα πάρει λίγο διαφορετικό δρόμο. Είναι συναρπαστικό για έναν συγγραφέα να γράφει έναν χαρακτήρα που είναι πολύ ευφυής και συγχρόνως χαμένος, ένα ψυχολογικό ράκος. Ο Αντόν και η Αμόρ είναι οι δύο αντίθετοι πόλοι του μυθιστορήματος, ίσως και της ψυχής μου. Η Αμόρ, η ενσάρκωση των καλύτερων χαρακτηριστικών μου, ο Αντόν, των χειρότερων.
— Ας πάμε και στην πολιτική κατάσταση στη χώρα σας. Πώς είναι αυτήν τη στιγμή τα πράγματα;
Οι περισσότεροι πολίτες έχουν χάσει κάθε πίστη στην κυβέρνηση.
— Ακόμα και οι μαύροι;
Πολλοί μαύροι έχουν απομακρυνθεί από το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο, το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα του Μαντέλα, που κυβερνά από το 1994. Aντιμετωπίζουν με απόλυτο κυνισμό τις υποσχέσεις του.
Η μόνη ελπίδα είναι οι συνηθισμένοι, απλοί Νοτιοαφρικανοί να μπορέσουν να καταλάβουν ο ένας τον άλλο, διασχίζοντας τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις φυλές. Ίσως τότε να βρεθούν κάποιες λύσεις. Γιατί από την κυβέρνηση λύση δεν έρχεται. Δεν νιώθω καμιά ευχαρίστηση που το λέω, υπήρχε μια εποχή που πραγματικά πιστεύαμε όλοι στο Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο.
— Στο βιβλίο σας, ούτε οι μαύροι είναι στο απυρόβλητο. Περιγράφετε τη βία τους, μια λευκή ηρωίδα σας δολοφονείται για να της κλέψουν το αυτοκίνητο. Υπογραμμίζετε σε γλαφυρές, ξεκαρδιστικές σελίδες, την απίστευτη διαφθορά του Προέδρου Τζέικομπ Ζούμα. Νιώθετε ελεύθερος να το κάνετε;
Μα περιγράφω πράγματα που γίνονται. Νιώθω ελεύθερος να το κάνω, εφόσον υπάρχει στο βιβλίο μια ισορροπία, δηλαδή αθώοι άνθρωποι σαν τη Σαλομέ, που ο κόσμος της δεν περιέχει καμία βία, εκτός από τη βία που η ίδια υφίσταται από τα αφεντικά της. Αυτό που θα ήταν άδικο είναι να περιγράφεις όλους τους μαύρους σαν δολοφόνους και βίαιους, χωρίς εναλλακτικά παραδείγματα. Νιώθω ότι το έκανα με έναν ζυγισμένο τρόπο. Πιο δύσκολη ήταν η απόφαση να μη δώσω φωνή στη Σαλομέ.
Αλλά, ξέρετε, οι μαύροι Νοτιοαφρικανοί καταλαβαίνουν πολύ καλά αυτή την επιλογή μου. Δεν είχα καμιά τέτοια κριτική μέσα στη Νότια Αφρική. Μόνο στο εξωτερικό. Το βρίσκω ενδιαφέρον. Οι μαύροι Νοτιοαφρικανοί καταλαβαίνουν με έναν ενστικτώδη, σωματικό τρόπο γιατί αυτός ο χαρακτήρας δεν έχει φωνή. Γιατί ξέρουν την πραγματικότητα της Νότιας Αφρικής.
— Έχετε μαύρους αναγνώστες; Πολλούς; Λίγους; Έχετε κάποια επαφή μαζί τους; Σας στέλνουν, ίσως, μέιλ, σας μιλούν σε παρουσιάσεις;
Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω. Δεν ξέρω καν πόσοι μαύροι αναγνώστες υπάρχουν στη Νότια Αφρική. Η μόνη ανταπόκριση που έχω από αυτούς είναι λίγα σχόλια στο διαδίκτυο. Στις παρουσιάσεις των βιβλίων μου έρχονται ελάχιστοι. Αλλά αυτό ισχύει για όλους τους λευκούς συγγραφείς.
Τα βιβλία είναι υπερβολικά ακριβά στη Νότια Αφρική. Ακριβότερα από ό,τι σε κάθε άλλη χώρα στον κόσμο, νομίζω. Ζητάμε συνέχεια από την κυβέρνηση να μειώσει τον ΦΠΑ, δεν το κάνει. Έτσι το βιβλίο δεν είναι μια απόλαυση προσιτή για όλους.
Κάποτε δίδασκα δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν, στην αρχή υπήρχαν αρκετοί μαύροι φοιτητές, τώρα πια δεν βλέπω κανέναν. Ίσως γιατί καταλαβαίνουν ότι αν θέλεις να βγάλεις λεφτά, δεν γράφεις βιβλία, γίνεσαι γιατρός ή μηχανικός. Και το μεγαλύτερο κίνητρο για τους μαύρους είναι να αλλάξουν τη ζωή τους. Τα βιβλία είναι πολυτέλεια για τη μεσαία τάξη. Και μεσαία τάξη είναι κυρίως οι λευκοί.
— Ίσως γι’ αυτό να μην ξέρω, εγώ τουλάχιστον, κάποιον μαύρο Νοτιοαφρικανό συγγραφέα, μόνο λευκούς. Ενώ η υπόλοιπη Αφρική έχει δώσει πολλούς μεγάλους συγγραφείς, τεράστιες διασημότητες, ειδικά η Νιγηρία σκίζει.
Φυσικά υπάρχουν κάποιοι, είναι λογικό να μην τους ξέρετε, δεν ξέρω αν εκδίδονται στο εξωτερικό. Είναι μεγάλη κουβέντα το γιατί συμβαίνει αυτό. Έχω κάποια δικιά μου θεωρία. Η κυβέρνηση δεν έκανε ούτε ένα σχόλιο όταν πήρα το Booker. Μηδέν ανταπόκριση. Δεν είναι ότι ήθελα να πάρω μετάλλιο, απλώς σας το λέω γιατί δείχνει τη νοοτροπία που υπάρχει απέναντι στη λογοτεχνία, στο γράψιμο, στα βιβλία, ίσως και ειδικά απέναντι στους λευκούς συγγραφείς. Δυστυχώς, στη Νότια Αφρική το βιβλίο δεν είναι σημαντική υπόθεση.
— Πού πήγε άραγε η κληρονομιά του Μαντέλα; Για μας ήταν και είναι Θεός.
Ήταν Θεός. Αλλά υπάρχει πια μια νέα γενιά που τον θεωρεί ξοφλημένο. Θα τον ήθελαν πιο ριζοσπάστη, ο Μαντέλα ήταν, βλέπετε, πολύ υπέρ της συμφιλίωσης. Για πολλούς νέους Αφρικανούς, που δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι δεν γνώρισαν το απαρτχάιντ, πουλήθηκε στα συμφέροντα των λευκών.
Βρισκόμαστε σε μεγάλη κρίση. Τόσα πολλά χρήματα κλάπησαν και τόσο λίγα έγιναν. Καμιά πραγματική αλλαγή. Έχουμε ανάγκη από δραστικές λύσεις, αλλά κανένας δεν έχει όραμα ή σχέδιο, δεν υπάρχουν καν κεφάλαια για να χρηματοδοτηθούν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Δυστυχώς, δεν έχω καμιά πίστη στο μέλλον μας.
— Θα φεύγατε από τη Νότια Αφρική;
Όχι. Είμαι κομμάτι της χώρας μου και η χώρα μου είναι κομμάτι του εαυτού μου. Έχω βαθύ δέσιμο μαζί της, δεν είναι κάτι που το πετάς με ελαφριά καρδιά. Είναι και μια κίνηση που κάνεις όταν είσαι νέος.
Έτσι, σκέφτομαι πια ότι η μοίρα της Νότιας Αφρικής είναι και δικιά μου μοίρα. Αν πέσει στον γκρεμό, θα πέσω κι εγώ μαζί της. Φρικτή σκέψη, αλλά και ο υπόλοιπος κόσμος δεν είναι σε καλύτερη κατάσταση. Η Αμερική τρελάθηκε, η Αγγλία τρελάθηκε, η Ευρώπη είναι στη σκιά του πολέμου. Ζούμε μια τρομερά άσχημη ιστορική στιγμή.