Στην εποχή του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβρη του ’73, ο χώρος έξω από το Θέατρο Άλφα (Πατησίων 37 & Στουρνάρη) ήταν πεδίο μαχών. Φοιτητές, νεολαία και άλλος κόσμος συμπαραστέκονταν στην κατάληψη και σε όσους είχαν κλειστεί εντός του ιδρύματος, ενώ η αστυνομία καραδοκούσε απ’ έξω, για να επέμβει, ρίχνοντας ξύλο, προβαίνοντας σε συλλήψεις κ.λπ.
Υπάρχουν, δε, μερικές φωτογραφίες του Βασίλη Καραγεώργου από ’κείνες τις μέρες, που περιέχονται στο βιβλίο «Πολυτεχνείο 1973 / 40 χρόνια απόσταση» (επιμέλεια: Θανάσης Αλατάς, εκδόσεις [Flippress, 2013) αποτυπώνοντας τις δραματικές εξελίξεις.
Σε αυτές τις φωτογραφίες φαίνονται καθαρά οι ταμπέλες του Θεάτρου Άλφα, όπως και το έργο που παιζόταν εκείνες τις μέρες και ήταν οι «Κλειδοκράτορες» του Μίλαν Κούντερα , έργο ανεβασμένο από το Σύγχρονο Ελληνικό Θέατρο του Στέφανου Ληναίου και της Έλλης Φωτίου.
Στα πρώτα χρόνια του ’70, ή στο δεύτερο μισό της επταετίας αν θέλετε, το ελληνικό θέατρο ανακαλύπτει μαζικά τους θεατρικούς συγγραφείς από την Ανατολική Ευρώπη, από τις χώρες του ανατολικού μπλοκ. Υπήρχαν λόγοι, ενταγμένοι και μέσα στο πνεύμα της έντονης πολιτικοποίησης, που απελευθερώνεται μετά το ’70, και που το βλέπουμε, πρώτα και κύρια, στο πολιτικό βιβλίο (που εκδίδεται κατά ριπάς).
Το «Σύγχρονο Ελληνικό Θέατρο»
Το «Σύγχρονο Ελληνικό Θέατρο» δημιουργείται το 1970 και στην αρχή στεγαζόταν στο Θέατρο Όρβο (Βουκουρεστίου 1Δ), παρουσιάζοντας ελληνικό ρεπερτόριο. Πιο συγκεκριμένα είχαν ανεβεί τα έργα «Ε... Νοικοκυραίοι!» του Βασίλη Ανδρεόπουλου, «Επικίνδυνο Φορτίο» του Κώστα Μουρσελά και «Λεωφορείο» του Νίκου Ζακόπουλου (όλα τη σεζόν 1970-71).
Την επόμενη χειμερινή σεζόν 1971-72 το «Σύγχρονο Ελληνικό Θέατρο» μετακομίζει στο Θέατρο Άλφα (απέναντι και διαγώνια από το Πολυτεχνείο), ανεβάζοντας με την σειρά τα έργα «Ο Οιδίποδας στην Αθήνα» του James Roose-Evans και «Καληνύχτα Μαργαρίτα» των Δημήτρη Χατζή / Γεράσιμου Σταύρου, όπως και το «Ο Διάσημος 702» του Al Mirodan, τη σεζόν 1972-73.
Παράλληλα, το «Σύγχρονο Ελληνικό Θέατρο» δημιουργεί και μια δεύτερη σκηνή, την επονομαζόμενη «Το Πατάρι», στην οποίαν ανεβαίνουν τα έργα «Εκείνο το βράδυ παίζαμε το έργο του Σαίξπηρ Ρωμαίος και Ιουλιέτα» και «Αυτοψία» του Γιώργου Μιχαηλίδη (αμφότερα στο Όρβο, το 1970-71), όπως και το «Πώς φαγώθηκε η Κοκκινοσκουφίτσα» του Δημήτρη Ποταμίτη (Θέατρο Άλφα, 1971-72).
Κάτι σημαντικό. Καθιερώνονται, την ίδια εποχή, στο Θέατρο Άλφα, ανοιχτές συζητήσεις με το κοινό, κάθε Παρασκευή, μετά τη βραδινή παράσταση, δημιουργώντας μιαν όαση ελευθερίας, σε ηθοποιούς και θεατές, μέσα στην καρδιά της αστυνομοκρατούμενης Αθήνας.
Περαιτέρω, ανοίγει το βιβλιοπωλείο του «Σύγχρονου Ελληνικού Θεάτρου», στο μπαρ του Άλφα, στο οποίο ο θεατής θα μπορούσε να προμηθευτεί, σε μειωμένες τιμές, θεατρικά βιβλία και περιοδικά, προγράμματα, αφίσες, ακόμη και δίσκους με μουσικές από τα θεατρικά έργα, που είχαν ήδη κυκλοφορήσει.
Υπήρχε, ας πούμε, ο δίσκος 45 στροφών «Κυρ δάσκαλε-κυρ δάσκαλε / Η μπαλάντα του Κάρυλ Σάντμαν» [His Master’s Voice, 1972], από το σάουντρακ του θεατρικού «Ο Διάσημος 702», σε μουσική Βασίλη Δημητρίου, στίχους Στέφανου Ληναίου και με τραγούδι από τους Χρήστο Δακτυλίδη, Δάφνη Ζούνη. Ο Κάρυλ Σάντμαν ήταν μια περσόνα του «κατάδικου του 20ου αιώνα» Caryl Chessman (1921-1960), ενός ατόμου με τεράστια επιρροή, παλαιότερα, σε όλο το φάσμα της λαϊκής κουλτούρας (μουσική, σινεμά, θέατρο, λογοτεχνία, παντού).
Συχνά, επίσης, στο φουαγιέ του Θεάτρου Άλφα, γίνονταν εκθέσεις ζωγραφικής, αφίσας κ.λπ., ενώ στη σάλα συνέβαιναν ακόμη και ομιλίες, το 1971-72 βασικά, και που κάποιες εξ αυτών είχαν ολοφάνερη αντιδικτατορική όψη.
Οι εκδηλώσεις της ΕΜΕΠ και της ΕΚΙΝ
Αυτές τις ομιλίες τις οργάνωνε η Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων (ΕΜΕΠ). Η Εταιρεία είχε ιδρυθεί τον Μάρτιο του 1971 και μέλη της ήταν οι Γιάγκος Πεσμαζόγλου, Ρόδης Ρούφος, Γεώργιος Κουμάντος, Νίκος Κυριαζίδης, Δημήτρης Ζάννας, Αναστάσης Πεπονής, Βιργινία Τσουδερού κ.ά. Ο στόχος της Εταιρείας, όπως αναφερόταν στο καταστατικό της, είχε να κάνει με… «την μελέτην των σύγχρονων ελληνικών προβλημάτων και την ανακοίνωση των σχετικών πορισμάτων», ο δε σκοπός της θα μπορούσε… «να επιδιωχθή δια παντός νομίμου και, κατά την κρίσιν του Διοικητικού Συμβουλίου, προσφόρου μέσου» (βλ. Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας).
Την 1η Νοεμβρίου 1971, η ΕΜΕΠ, οργανώνει στο Θέατρο Άλφα δημόσια συζήτηση με θέμα «Το γλωσσικό μας πρόβλημα» και με την συμμετοχή των Αλέξανδρου Αργυρίου, Ι.Θ. Κακριδή, Κώστα Κουλουφάκου, Αναστάσιου Πεπονή και Τάκη Σινόπουλου.
Λίγο αργότερα, στις 22 Νοεμβρίου 1971 γίνεται η «Βραδιά Σεφέρη» με την παρουσία των Μανόλη Αναγνωστάκη, Γιάννη Δάλλα, Ρόδη Ρούφου, Τάκη Σινόπουλου και Θεόφιλου Φραγκόπουλου.
Στις 17 Ιανουαρίου 1972 η ΕΜΕΠ οργανώνει νέα δημόσια συζήτηση, πάντα στο Θέατρο Άλφα, που είχε τίτλο «Θέματα Παιδείας / Ανθρωπιστική Μόρφωση και Επαγγελματική Κατάρτιση» και στην οποία θα έπαιρναν μέρος οι Κωνσταντίνος Αλαβάνος, Έλλη Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου, Ειρήνη Δηλάρη, Γεώργιος Κουμάντος, Γιάγκος Πεσμαζόγλου και Δημήτριος Φατούρος. Όπως οι προηγούμενες συζητήσεις έτσι κι αυτή θα τυπωνόταν σε βιβλίο από τις εκδόσεις Κέδρος (το νούμερο 4 της σειράς), το οποίο όμως δεν διανεμήθηκε.
Βεβαίως, η σημαντικότερη όλων εκείνων των εισηγήσεων-συζητήσεων ήταν αυτή του γερμανού συγγραφέα Günter Grass (1927-2015), στις 20 Μαρτίου 1972, για την οποία έχουμε ήδη γράψει ξεχωριστό άρθρο, το οποίο μπορείτε να δείτε εδώ...
Μια άλλη πολύ σημαντική εκδήλωση της ΕΜΕΠ, ξανά στο Άλφα, ήταν κανονισμένο να συμβεί στις 29 Μαΐου 1972, όταν στο αθηναϊκό θέατρο θα μιλούσε ο άγγλος «εργατικός» πολιτικός και πρώην υπουργός δικαιοσύνης της Μ. Βρετανίας Gerald Gardiner. Ωστόσο αυτή η εκδήλωση δεν θα γινόταν ποτέ, καθώς μετά την δημόσια συζήτηση με θέμα «ελευθέρα έκφρασις και επικοινωνία» της 8ης Μαΐου 1972, η ΕΜΕΠ θα διαλυόταν με απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, με μέλη της να συλλαμβάνονται και να εκτοπίζονται.
Ο Λόρδος Gardiner παρά ταύτα θα ερχόταν στην Αθήνα και με άδεια του χουντικού καθεστώτος θα επισκεπτόταν τα εκτοπισμένα μέλη της διαλυμένης ΕΜΕΠ στην Δεσκάτη Γρεβενών (Γιάγκος Πεσμαζόγλου) και στο Κερασοχώρι Ευρυτανίας (Αναστάσιος Πεπονής, Γεώργιος Κουμάντος) δηλώνοντας:
«Είμαι ευγνώμων προς τους Έλληνας φίλους μου της διαλυθείσης πλέον Εταιρείας Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων δια την καλωσύνην και φιλοξενίαν που μου επεφύλαξαν. Ήταν μεγάλη η χαρά μου να συναντήσω, με άδειαν της ελληνικής κυβερνήσεως, τους κ.κ. Ι. Πεσμαζόγλου, Γ. Κουμάντον και Α. Πεπονήν εις τα απομακρυσμένα χωρία, όπου ευρίσκονται. Ήταν επίσης μεγάλη η χαρά μου που συνήντησα τον κ. Παν. Κανελλόπουλον. Ελπίζω να επιστρέψω εις την Ελλάδα, όταν οι πολίται θα δύνανται και πάλιν ν’ ακούσουν δια τα ανθρώπινα δικαιώματα».
(«Μακεδονία», 31 Μαΐου 1972).
Παράλληλα με την ΕΜΕΠ δρούσε και η ΕΚΙΝ, δηλαδή η Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων, ένα σωματείο που είχε δημιουργηθεί νόμιμα, και αυτό από κεντρώες, φιλελεύθερες και αστικές δυνάμεις (όπως και η ΕΜΕΠ), στο τέλος του 1969 και επίσημα από το καλοκαίρι του 1970 (διαθέτοντας καταστατικό κ.λπ.) και που ήταν, στην ουσία, μια αντιστασιακή οργάνωση. Γράφει ο Δημήτρης Ψαρράς στην «Εισαγωγή» του βιβλίου «Παναγιώτης Κανελλάκης / Μαρτυρία / Στα Κρατητήρια της ΕΣΑ το 1973» [Η Εφημερίδα των Συντακτών, 2017] (ο βασανισθείς Παναγιώτης Κανελλάκης ήταν ο πρώτος πρόεδρος της ΕΚΙΝ):
«Η δημιουργία της ΕΚΙΝ δεν αντιμετώπιζε μόνο τους κινδύνους από τη χουντική καταστολή. Καμιά παρόμοια οργάνωση δεν είχε δημιουργηθεί έως τότε. Και ήταν εντελώς αχαρτογράφητα τα νερά που διέπλεε αυτή η μικρή ομάδα νέων, προσπαθώντας ταυτόχρονα να συμπεριλάβει στους κόλπους της όλες τις πολιτικές τάσεις του αντιδικτατορικού φάσματος».
Καθοριστικό σημείο της πορείας της ΕΚΙΝ ήταν η πρόσκληση και από ’κει και πέρα η διάλεξη της διάσημης τότε αριστερής, με μαρξιστικές και κεϋνσιανές καταβολές, βρετανίδας οικονομολόγου Joan Robinson (1903-1983), όχι στο Θέατρο Άλφα, αλλά λίγο πιο πάνω, στο Θέατρο Μπροντγουαίη (Πατησίων & Αγίου Μελετίου) στις 17 Μαρτίου 1972 (τρεις ημέρες πριν από την παρουσία του Günter Grass στο Άλφα). Η εκδήλωση είχε πάρα πολύ κόσμο, κάτι που, φυσικά, είχε θορυβήσει το καθεστώς.
Τέσσερις μέρες αργότερα, στις 21 Μαρτίου 1972, η Joan Robinson ήταν προγραμματισμένο να δώσει ανάλογη διάλεξη, σε ξενοδοχείο, στην Θεσσαλονίκη. Η διάλεξη δεν πραγματοποιείται. Ο διευθυντής του ξενοδοχείου αρνείται να παραχωρήσει τον χώρο, γιατί ξαφνικά ανακαλύπτει πως η ΕΚΙΝ (που θα διαλυόταν και αυτή, όπως η ΕΜΕΠ) είχε έδρα στην Αθήνα και όχι στην Θεσσαλονίκη(!), με την βρετανίδα οικονομολόγο να δηλώνει («Μακεδονία», φύλλο της 22 Μαρ. 1972):
«Το γεγονός ότι δεν δύναμαι να ομιλήσω σημαίνει πολύ περισσότερα απ’ όσα θα έλεγα εις την διάλεξιν. Εξεπλάγην, διότι δεν περίμενα μια τόσο μεγάλη ανοησία. Μπορούμε να πούμε ότι η έμμεσος αυτή απαγόρευσις θα έχη σαν αποτέλεσμα οι φοιτηταί να συνειδητοποιήσουν την μορφή του καθεστώτος. Προσεκλήθην δια ομιλίας οικονομικού περιεχομένου. Πρώτος μου σκοπός είναι να κάνω τον κόσμο να σκέφτεται».
Να πούμε, επίσης, πως εκείνα τα χρόνια είχαν τυπωθεί δύο τουλάχιστον βιβλία της Joan Robinson στην Ελλάδα, το «Η Φιλοσοφία της Οικονομίας» [Παπαζήσης, 1969] και το «Ελευθερία και Αναγκαιότητα» [Νέοι Στόχοι, 1971]. Μάλιστα, το δεύτερο βιβλίο είχε κάνει φήμη, και λόγω των γεγονότων, και γι’ αυτό, ίσως, βλέπουμε να το διαβάζει η τραγουδίστρια Νάγια Γεωργίου (του folk συγκροτήματος Ανάκαρα) στην μικρού μήκους ταινία του Σταύρου Νικολαΐδη «Τι Ώρα Είναι» (1973).
«Οι Κλειδοκράτορες» του Milan Kundera, στο Θέατρο Άλφα, την εποχή του Πολυτεχνείου
Στα πρώτα χρόνια του ’70, ή στο δεύτερο μισό της επταετίας αν θέλετε, το ελληνικό θέατρο ανακαλύπτει μαζικά τους θεατρικούς συγγραφείς από την Ανατολική Ευρώπη, από τις χώρες του ανατολικού μπλοκ. Υπήρχαν λόγοι, ενταγμένοι και μέσα στο πνεύμα της έντονης πολιτικοποίησης, που απελευθερώνεται μετά το ’70, και που το βλέπουμε, πρώτα και κύρια, στο πολιτικό βιβλίο (που εκδίδεται κατά ριπάς).
Οι συγγραφείς από την Ανατολική Ευρώπη θεωρούνται ακραιφνώς πολιτικοί, ή τέλος πάντων περισσότερο πολιτικοί από τινες δυτικούς, θίγουν θέματα μιας καθημερινότητας με προβλήματα ποικίλων ειδών, έχουν ελλειπτικό λόγο, επενδύουν στη σάτιρα, την λεπτή ειρωνεία και την αλληγορία, χρησιμοποιούν σύμβολα, αφήνουν την φαντασία ελεύθερη κ.λπ.
Το θέατρο βεβαίως, που είναι θέαμα, υπόκειται σε προληπτική λογοκρισία (όπως και ο κινηματογράφος εξάλλου), εν αντιθέσει με τα έντυπα (η προληπτική λογοκρισία των οποίων έχει καταργηθεί από τον Νοέμβριο του 1969).
Τα έργα από την Ανατολική Ευρώπη, εξαιτίας του ιδιαίτερου «κρυπτογραφικού» λόγου τους, μπορούν και περνούν με λιγότερα προβλήματα από τις επιτροπές λογοκρισίας, κι έτσι, το ένα μετά το άλλο, αρχίζουν να παρουσιάζονται στις αθηναϊκές σκηνές. Όχι πάντως χωρίς προβλήματα...
Η αρχή είχε γίνει πιο παλιά, το 1962-63, όταν ο θίασος Κώστα Ρηγόπουλου-Κάκιας Αναλυτή είχε ανεβάσει το «Είμαστε Όλοι Συνυπεύθυνοι» του Τσεχοσλοβάκου Pavel Kohout (1962-63), όμως, δέκα χρόνια αργότερα, τη σεζόν 1972-73, έχουμε την «Οπερέττα» του Πολωνού Witold Gombrowicz από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, το «Τάνγκο» του επίσης Πολωνού Sławomir Mrożek από τον θίασο του Νίκου Κούρκουλου, το «Ο Διάσημος 702» του Ρουμάνου Al Mirodan (1972-73) από το Σύγχρονο Ελληνικό Θέατρο των Στέφανου Ληναίου-Έλλης Φωτίου, ενώ το 1973-74 συνεχίζεται το «Τάνγκο» του Mrożek και ανεβαίνουν τα «Φτωχέ Φονιά» του Kohout από τον θίασο Γιάννη Φέρτη-Ξένιας Καλογεροπούλου, το «Αύγουστε Αύγουστε» ξανά του Pavel Kohout από το Θέατρο Έρευνας του Δημήτρη Ποταμίτη και βεβαίως «Οι Κλειδοκράτορες» του Τσεχοσλοβάκου Milan Kundera, επίσης από το Σύγχρονο Ελληνικό Θέατρο των Στέφανου Ληναίου-Έλλης Φωτίου (ο Kundera ήταν ήδη γνωστός στην Ελλάδα, αφού το βιβλίο του «Το Αστείο» κυκλοφορούσε, στις εκδόσεις Κάλβος, από το 1971).
Η παράσταση κάνει πρεμιέρα στις 27 Σεπτεμβρίου 1973, είναι σκηνοθετημένη από τον Στέφανο Ληναίο, έχει μετάφραση της Έρσης Βασιλικιώτη, σκηνικά του Γιάννη Καρύδη, μουσική του Βασίλη Δημητρίου, ενώ πρωταγωνιστούσαν σ’ αυτήν οι Στέφανος Ληναίος, Έλλη Φωτίου, Ανδρέας Φιλιππίδης, Χρήστος Δαχτυλίδης, Νίκος Βανδώρος, Ντενίζ Μπαλτσαβιά, Έμη Σαράβα, Δημήτρης Μπικηρόπουλος, Στέλιος Χαλκιαδάκης και Δέσποινα Πολυχρονίδου. Όπως έλεγε ο ίδιος ο Στέφανος Ληναίος, στο περιοδικό «Ο Ταχυδρόμος» (τεύχος #1013, 7 Σεπτ. 1973):
«Το έργο κινείται σε δύο επίπεδα: το ρεαλιστικό και το φανταστικό. Το μήνυμά του είναι σημαντικό και πάντα επίκαιρο. Η στάση του σημερινού ανθρώπου, του οποιουδήποτε ανθρώπου στα γεγονότα της εποχής του. Μια καθημερινή οικογένεια, ο πατέρας, η μητέρα, ο γαμπρός, η νύφη, τρώνε καλά, ζούνε καλά, απομονωμένοι ηθελημένα από τα προβλήματα και τους αγώνες των συνανθρώπων τους, όταν ξαφνικά ταράζει τις συνειδήσεις τους ένα απροσδόκητο γεγονός: μια κοπέλα έρχεται και τους λέει “κρύψτε με, με κυνηγούν”. Οι αντιδράσεις τους, η αναγκαστική αντιμετώπιση της σκληρής πραγματικότητας που τους περιβάλλει, τα κωμικοτραγικά επεισόδια που προκαλούνται από τη θετική ή την αρνητική στάση του κάθε ήρωα, συνθέτουν ένα συγκλονιστικό έργο, που προσφέρει στο θεατή μια συνεχή αγωνία και θέτει ωμά, διαλεκτικά, την πίκρα, την αισιοδοξία, την απελπισία, τη δειλία, την παλληκαριά και το χιούμορ, όλα αυτά τα στοιχεία που υπάρχουν στους σημερινούς ανθρώπους σ’ όλο τον κόσμο. Το έργο εκτυλίσσεται στην Τσεχοσλοβακία ή σ’ οποιαδήποτε χώρα. Στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής ή οποιασδήποτε κατοχής».
Για να συνεχίσει ο Στέφανος Ληναίος και σε σχέση με την σκηνοθεσία:
«Οι “Κλειδοκράτορες” είναι ένα έργο συνόλου. Απαιτείται μια τέλεια παράσταση, για να νοιώσει ο θεατής σαν στο σπίτι του. Ιδιαίτερα στις σκηνές των δωματίων, όπου η καθημερινή, απλή, ανθρώπινη ατμόσφαιρα της οικογένειας πρέπει να αποδώσει γρήγορα, νευρικά, ζωντανά όλες τις “φάσεις”, που περνά αυτή η οικογένεια στην πορεία του έργου. Την ώρα που μιλά το ζευγάρι στο ένα δωμάτιο, μιλά ταυτόχρονα και το άλλο. Κι ενώ η συζήτηση του ενός ζευγαριού δεν έχει καμιά σχέση με τη συζήτηση του άλλου, παρ’ όλα αυτά, πολλές, πάρα πολλές φορές, οι απαντήσεις του ενός ζευγαριού μοιάζουν σαν απαντήσεις στις ερωτήσεις του άλλου ζευγαριού. Και οι πέντε ηθοποιοί των δωματίων πρέπει να ’ναι τόσο τέλεια κουρδισμένοι, ώστε να μην υπάρξουν κενά, να μη χαθεί η ατμόσφαιρα και ο θεατής να μη χάσει ούτε λέξη. Και τέλος, ξαφνικά, όταν η ρεαλιστική δράση σταματά και οι ήρωες σκέφτονται, το σκηνικό αλλάζει. Μεταφερόμαστε στον φανταστικό χώρο, εκεί όπου οι μουσικοί, οι φωτισμοί και το υποβλητικό σκηνικό μάς μεταφέρουν στην συνείδησή μας – όλα πια παίρνουν μια ποιητική προέκταση, αλλά και η δράση συνεχίζεται, γιατί και στις ώρες των σκέψεων τα γεγονότα συνεχίζονται. Όλα αυτά που θα ’ναι τόσο ευκολονόητα για τον θεατή, για μας θα ’ναι εξαντλητική η προετοιμασία τους. Με τους “Κλειδοκράτορες” το Σύγχρονο Ελληνικό Θέατρο δοκιμάζει τις δυνάμεις του σε κάτι πολύ μεγάλο».
Το ζήτημα της λογοκρισίας στο θέατρο, επί δικτατορίας, είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο, με πολλές, ακόμη, ανεξερεύνητες πλευρές (και με λογοκρισία στα κείμενα, και με απαγορεύσεις παραστάσεων).
Διαμαρτυρίες από την πλευρά των δημιουργών είχαν δημοσιευτεί και σε πρώτο χρόνο (κάτι που έχει πολύ μεγάλη σημασία, γιατί ορισμένοι έβαζαν το κεφάλι τους στο ντορβά) και μερικές απ’ αυτές μπορούμε να διαβάσουμε στο πολύ καλό περιοδικό «Ανοιχτό Θέατρο» του Γιώργου Μιχαηλίδη, που κυκλοφορούσε από το τέλος του 1971, έως και το μέσον του ’72.
Το Σύγχρονο Ελληνικό Θέατρο των Στέφανου Ληναίου-Έλλης Φωτίου είχε υποφέρει από τις απαγορεύσεις και κάπως έτσι διαβάζουμε, σχετικώς, στο τεύχος #5 του «Ανοιχτού Θεάτρου» (μάλλον από τον Μάιο του 1972 – δεν αναφέρεται ο μήνας στην έκδοση):
«Το Σύγχρονο Ελληνικό Θέατρο των Στέφανου Ληναίου αποφάσισε μια περιοδεία στην επαρχία με τα έργα “Επικίνδυνο Φορτίο” και “Καληνύχτα Μαργαρίτα”, που αποδείχτηκε στο τέλος εντελώς σύγχρονη ελληνική. Στην Φλώρινα δεν τους επέτρεψαν να παίξουν, στην Καρδίτσα το ίδιο, στην Θεσσαλονίκη τους σταμάτησαν με το αιτιολογικό πως η άδεια τους είχε εκπνεύσει. Πριν είχαν δώσει παραστάσεις στο Αγρίνιο. Ύστερα από λίγες μέρες δημοσιεύθηκε σε μια τοπική εφημερίδα το παρακάτω κείμενο, που το μεταφέρουμε αυτούσιο και χωρίς σχόλια. Όπως θα δείτε περιττεύουν: “Εξοχώτατε Υφυπουργέ-Διοικητά κ. Κωνσταντίνε Καρύδα, κάτω από τον αθώο τίτλο Επικίνδυνο Φορτίο διασύρεται η επανάστασις και δηλητηριάζεται ο λαός!! Ενέργεια ποταπή, θρασύδειλη, αντεθνική, ζητούμεν την άμεσον επέμβασίν σας”» και λοιπά, και λοιπά...
Τις ημέρες του Πολυτεχνείου το Θέατρο Άλφα ήταν ανοιχτό, αλλά παραστάσεις, με το έργο του M. Kundera «Οι Κλειδοκράτορες» δεν δίνονταν. Ο Στεφανός Ληναίος, στην επέτειο του Πολυτεχνείου του 2018, είχε πει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ:
«Τις ημέρες του Πολυτεχνείου, από την Τετάρτη που μπήκανε οι φοιτητές μέσα, ως την Πέμπτη και την Παρασκευή που εξοντώθηκαν τα παιδιά, είχαμε συνεχείς επαφές στο φουαγέ του θεάτρου Άλφα. Έγιναν ιστορικές συσκέψεις. Γιατί γινόταν αυτό; Γιατί μέσα στο Πολυτεχνείο υπήρχαν χαφιέδες. Όμως προσέξτε τώρα. Έρχονταν 10 παιδιά του Πολυτεχνείου και συζήταγαν τι να κάνουν. Κι εμείς τους λέγαμε ότι θα σταματήσουμε να παίζουμε παραστάσεις, όπως και έγινε. Δώσαμε ως ηθοποιοί και θιασάρχες εντολή. Άλλοι σταματήσανε, άλλοι δεν σταματήσανε. Την άλλη μέρα, λοιπόν, με καλεί το τμήμα και μου λένε “εχτές στο θέατρό σου έγινε αυτό, αυτό κι αυτό”. Θέλω να πω ότι ακόμα και μέσα σε αυτούς τους 10 υπήρχαν χαφιέδες. Το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου εμείς και το πλαϊνό θέατρο, το Αλάμπρα, κρύψαμε πάρα πολλούς. Φτάσαμε, όμως, σε ένα σημείο όπου τα καπνογόνα άρχισαν και έμπαιναν μέσα στο θέατρο και κινδυνεύαμε να πνιγούμε. Κι εκεί κάναμε την ηρωική έξοδο, στην κυριολεξία. Βγήκαμε και γλυτώσαμε. Θέλω όμως μια χάρη. Ό,τι γράψετε να το γράψετε στο πληθυντικό. Γιατί η γενιά εκείνη τα έκανε όλα, και μέσα σε αυτούς κι εμείς».
Στις 24 Νοεμβρίου 1973 απαγορεύονται οι παραστάσεις μιας σειράς θεατρικών έργων («Ουστ» της Μαριέττας Ριάλδη, «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, «Άσμα για το σκιάχτρο της Λουσιτάνιας» του Peter Weiss), ενώ ανακαλείται και η άδεια από τους «Κλειδοκράτορες», που είχε δοθεί στις 15 Ιουλίου 1973.
Τέσσερις μέρες αργότερα όμως, στις 28 Νοεμβρίου, ο υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ Κωνσταντίνος Ράλλης (της νέας διορισμένης κυβέρνησης Ανδρουτσόπουλου) θα έδινε και πάλι τις άδειες, με τους «Κλειδοκράτορες» να γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία, όλο το χειμώνα του ’73-’74, πριν παρουσιαστούν σε Θεσσαλονίκη, Λαμία, Λάρισα, Βόλο κ.ά. από τον Απρίλιο του ’74 και μετά.
Στις 23 Αυγούστου 1976, ημέρα Δευτέρα, η ΕΡΤ προγραμματίζει να μεταδώσει στην τηλεοπτική εκπομπή της «Το Θέατρο Της Δευτέρας», τους «Κλειδοκράτορες», πάντα σε σκηνοθεσία Στέφανου Ληναίου, μουσική Βασίλη Δημητρίου κ.ο.κ. και με κάποιους νεότερους ηθοποιούς σε ορισμένους από τους ρόλους. Όμως η εκπομπή δεν θα μεταδοθεί – με την ΕΡΤ να προφασίζεται, ως αιτία, την μεγαλύτερη από την «κανονική» διάρκεια του έργου. Ήταν μια έμμεση λογοκρισία, επί Μεταπολίτευσης πια και γι’ αυτό υπήρξαν διαμαρτυρίες. Τελικά, η παράσταση θα προβαλλόταν στις 18 Οκτωβρίου 1976.
«Οι Κλειδοκράτορες» σε βιβλίο και σε δίσκο
Το 1979 η μετάφραση του έργου της Έρσης Βασιλικιώτη, για τους «Κλειδοκράτορες» θα κυκλοφορήσει και σε βιβλίο από τις εκδόσεις ΡΗΞΙ’ΠΥΛΟΝ, κάτι που θα συμβεί και το 1983 από τις εκδόσεις Δωδώνη.
Το 1981, όμως, είχε προηγηθεί η κυκλοφορία ενός σημαντικού δίσκου, για την θεατρική μουσική στην χώρα μας. Σε παραγωγή του Σύγχρονου Ελληνικού Θεάτρου, των Στέφανου Ληναίου-Έλλης Φωτίου τυπώνεται το άλμπουμ «Δέκα Χρόνια Μαζί / Μουσική και τραγούδια από τις παραστάσεις του Σ.Ε.Θ. 1972-1982», με τις μουσικές και τα τραγούδια του Βασίλη Δημητρίου (1945-2015).
Περιέχονταν ηχογραφήσεις, που είχαν γίνει για τα θεατρικά έργα «Ο Διάσημος 702» (1972), «Οι Ρόζεμπεργκ δεν πρέπει να πεθάνουν» (1974), «Ένα τυχαίο ατύχημα» (1978), «Τα ανθρωπάκια» (1981) και βεβαίως για τους «Κλειδοκράτορες» (1973).
Τα θέματα από τους «Κλειδοκράτορες» ήταν ανέκδοτα στην εποχή τους κι εδώ παρουσιάζονται για πρώτη φορά. Λέμε βασικά για τρία οργανικά («Το τραγούδι της νύχτας», «Στο γάμο της Λίνας», «Θα σε περιμένω»), για δύο τραγούδια («Θα σε περιμένω» με την Μελίνα Μπριάνα και «Τι περιμένεις δεσποινίς» με τους Νίκο Γεωργή-Μελίνα Μπριάνα) και για ένα χορωδιακό («Έλα κι εσύ μαζί μας»).
Ο Βασίλης Δημητρίου εκείνη την εποχή (1972) είχε κάνει μια τεράστια επιτυχία, που την τραγουδούσε όλη η Ελλάδα, το «Μαρία με τα κίτρινα», που είχε πει σε πρώτη εκτέλεση η Δήμητρα Γαλάνη, αλλά για τις μουσικές και τα τραγούδια, για τις παραστάσεις του Σύγχρονου Ελληνικού Θεάτρου, είχε επιλέξει άλλους δρόμους. Κλείνουμε με όσα είχε γράψει στο μέσα μέρος του gatefold cover ο Στέφανος Ληναίος:
«Είναι δύσκολο να πιστέψω πως πέρασαν δέκα χρόνια από τότε που φτιάξαμε το Σύγχρονο Ελληνικό Θέατρο. Είναι δύσκολο να πιστέψω πως από τη σκηνή εμείς, κι εσείς από την πλατεία, περάσαμε δέκα χρόνια μαζί – θεατές εσείς, ουσιαστικοί συνεργάτες μας, πλάι μας, μεγαλώσαμε όλοι κατά δέκα χρόνια. Μου είναι όμως πολύ εύκολο να εξηγήσω για το πώς τα καταφέραμε με το Βασίλη Δημητρίου και συνεργαζόμαστε, συνέχεια, δέκα χρόνια τώρα.
Το 1972 στο Θέατρο Άλφα γνωρίζοντας το Δημητρίου κατάλαβα πολύ εύκολα, πολύ απλά, πως αυτή μας η προσπάθεια, σαν Σύγχρονο Ελληνικό Θέατρο, βρήκε το μουσικό που θέλαμε, όχι μόνο για την καλή μουσική του, αλλά προπάντων γιατί ο ένας καταλάβαινε απόλυτα τον άλλο.
Έτσι, τώρα, που αποφασίσαμε να βγάλουμε σε δίσκο όλη τη μουσική και τα τραγούδια, που γράφτηκαν για τα έργα που παρουσιάσαμε στο Άλφα, όλα αυτά τα δέκα χρόνια, η συγκίνηση δεν είναι μόνο για τα δέκα χρόνια που περάσαμε μαζί... Αλλά και για τα γεγονότα που μεσολάβησαν... Ιδιαίτερα για τα τραγούδια στους Κλειδοκράτορες, στα χρόνια της δικτατορίας. Τραγούδια που δεν υπήρχαν στα έργα... Και τα βάλαμε ’μεις, για να μιλήσουμε μαζί σας εκείνα τα δύσκολα χρόνια... Κι ακόμη το “κρυφτούλι” που παίζαμε με τη λογοκρισία, για να τα περάσουμε...
Ας ελπίσουμε σε κάποια καλύτερα χρόνια που θα ’ρθουν, πάλι μαζί, πάντα μαζί... Χρόνια που, και στο Θέατρο και στη Μουσική, στο δημιουργό και στο θεατή, θα δώσουν καλύτερα έργα, καλύτερους δίσκους, καλύτερες παραστάσεις... Κάθε χρόνο και καλύτερα...».
Μελίνα Μπριάνα - Θα σε περιμένω (1973)