«ΜΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΊΤΕ ΤΟ CHATGPT Ή ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ ΑΛΛΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΑΥΤΟΜΑΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΓΙΑ ΣΧΟΛΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ. ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΕΞΑΠΑΤΗΣΗ (CHEATING) ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΑΝΕΚΤΟ. ΑΝ ΣΥΛΛΗΦΘΕΙΤΕ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΕ CHATGPT Ή ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ ΑΛΛΟ ΑΥΤΟΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ ΓΙΑ ΣΧΟΛΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ, ΘΑ ΥΠΑΡΞΟΥΝ ΣΟΒΑΡΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ». — Ανακοίνωση στα σχολεία της Νέας Υόρκης
ΠΑΡΑ ΤΟΝ ΤΕΡΑΣΤΙΟ όγκο της φαρμακευτικής βιομηχανίας, ξέρουμε πως κάθε σκεύασμα χρειάζεται έγκριση από τον ΕΟΦ ή, αν μιλάμε για χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, από την Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA). Συχνά μαθαίνουμε ότι η άδεια κάποιου σκευάσματος ανακαλείται και φυσικά υπάρχει ένα ολόκληρο πλαίσιο οδηγιών χρήσης, συστήματα καταγραφής των παρενεργειών, συστάσεις για περιπτώσεις υπερδοσολογίας.
Ακόμα και στη χαοτικά πληθωρική (ανεξάρτητα από τις σοβαρές ελλείψεις του τελευταίου χρόνου σε κάποια συγκεκριμένα) αγορά φαρμάκων, το ενδεχόμενο της απαγόρευσης ενός προϊόντος δεν προκαλεί σκάνδαλο: είναι μια πιθανότητα ή ένα γεγονός αποδεκτό, παρά τους μηχανισμούς επιρροής και το σκληρό λόμπινγκ που διαθέτει το ιατρο-βιομηχανικό και φαρμακευτικό πλέγμα.
Η αναβάθμιση ενός συστήματος όπως το Chat GPT, ώστε να δίνει πιο πειστικά κείμενα, προσεγγίζεται ως αναβάθμιση ενός κοινού app. Σαν να μην ενδιαφέρει η νομιμοποίηση της απάτης, της λογοκλοπής, η επίθεση στην ποίηση, στη μουσική, στη σκέψη.
Να όμως που αυτό δεν συμβαίνει με τις διάφορες ψηφιακές εφαρμογές και την κυκλοφορία τους. Από τη στιγμή που η start-up OPEN ΑΙ λάνσαρε την περίφημη εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT «προς όφελος της ανθρωπότητας» (όπως αυτοθαυμάζεται το προϊόν), δεν υπήρξε καν το ερώτημα ποιος τους έδωσε την άδεια και ιδίως ποιος σκέφτηκε τις συνέπειες. Εκατομμύρια άνθρωποι αρκέστηκαν να κάνουν χάζι αφελή ποιήματα, τραγούδια κατά παραγγελία ή δοκιμάζοντας τη μία ή άλλη πατέντα ολοκληρωμένης «δημιουργίας» κειμένου.
Η εφαρμογή, όπως κατάλαβαν πολλά σχολεία ιδίως στη χώρα προέλευσης (τις ΗΠΑ), όπου έσπευσαν να την απαγορεύσουν στα δικά τους δίκτυα, είναι ένα άλμα προς μια γενικευμένη κουλτούρα αντιγραφής, προσομοίωσης και απάτης. Φυσικά, η ίδια εταιρεία υπόσχεται πρόσθετες εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης ικανές να εντοπίζουν (κατά προσέγγιση ή πιθανολογικά, όχι με εκατό τοις εκατό βεβαιότητα) αν ένα κείμενο έχει γραφτεί από άνθρωπο ή από το ChatGPT. Πρόκειται, φυσικά, για κωμικό επιχείρημα.
Ψάχνοντας, διαπιστώνει κανείς έναν μηχανισμό παραπλανητικής καθησύχασης όσων ανησυχούν (κυρίως καλλιτεχνών-δημιουργών, εκπαιδευτικών, ανθρώπων της δημοσιογραφικής και πολιτισμικής αγοράς): διάφορα άρθρα ή τίτλοι υποβάλλουν την ιδέα ότι αν θέλουμε τις ευεργετικές χρήσεις της τεχνητής νοημοσύνης για μονότονες ή ψυχοφθόρες εργασίες ή στην Ιατρική, αν θέλουμε την τεχνητή νοημοσύνη στην αυτοκίνηση ή σε άλλες τεχνολογίες πρακτικής διευκόλυνσης, πρέπει να αφήσουμε όλο το «πακέτο» να προχωρήσει και να γίνει μέρος μιας νέας καθημερινότητας. Να αποδεχτούμε, δηλαδή, την υπονόμευση της προσωπικής, πνευματικής ταυτότητας, της επαγγελματικής αξιοπρέπειας. Να ριχτούμε, σαν οπαδοί του κάθε Μεγάλου Πειραματιστή, σε ένα πείραμα δίχως πρωτόκολλο, σε μια ζαριά και ό,τι βγει. Η θρησκεία της προόδου για την πρόοδο γίνεται εδώ κάτι για το οποίο υπάρχουν μόνο αδρανείς ηθικές συστάσεις ή ανώδυνες ρυθμίσεις αλλά όχι η δυνατότητα σοβαρής παρέμβασης ή απαγόρευσης.
Σκέφτομαι πως εδώ μπορεί κανείς να πει ότι, όπως και στα φάρμακα, σε τέτοιας εμβέλειας ψηφιακές εφαρμογές είναι απαραίτητη μια πολιτική ρυθμιστική αρχή, η δυνατότητα των κυβερνήσεων να περιορίσουν τομείς δραστηριοτήτων ή να αρνηθούν την άδεια. Δεν βλέπω όμως να συζητείται κάτι τέτοιο.
Η αναβάθμιση ενός συστήματος όπως το Chat GPT, ώστε να δίνει πιο πειστικά κείμενα, προσεγγίζεται ως αναβάθμιση ενός κοινού app. Σαν να μην ενδιαφέρει η νομιμοποίηση της απάτης, της λογοκλοπής, η επίθεση στην ποίηση, στη μουσική, στη σκέψη. Και την ίδια στιγμή ένας μεγάλος αναχρονισμός συνοδεύει τον ασυνείδητο και τυχοδιωκτικό «φουτουρισμό» των μεσσιανικών πειραματιστών.
Οι ίδιοι άνθρωποι που σαλπίζουν την κοινωνικοποίηση της απάτης ως επαύξηση δυνατοτήτων και χειραφέτηση παλινορθώνουν την εργασία του παλαιού μοντέλου, τις πενήντα ώρες στο γραφείο. Οι ίδιοι που μέσα από την «επαναστατική» καινοτομία τους προωθούν ουσιαστικά την κατάργηση εκατομμυρίων θέσεων εργασίας και επαγγελμάτων (δίχως να προσφέρουν καμιά αξιόπιστη εναλλακτική, πέρα από ρητορείες) επαναφέρουν την παλιά, πειθαρχική κοινωνία του εργοστασίου. Ο ξέφρενος ελευθεριακός καπιταλισμός των γκουρού-πειραματιστών, αφού πέρασε την ποπ παιδική του ηλικία, ενηλικιώνεται, ξαναστήνοντας στη σκηνή τον ιεραρχικό φόβο και την παλιά εργοδοτική αυθαιρεσία.
Θυμόμαστε καλά την πρώτη εποχή του διαδικτύου με την υπόσχεση ενός κόσμου ανάλαφρης σαγήνης και ψηφιακής ειρήνευσης. Μετά από κάποιες δεκαετίες, όλο αυτό έχει γίνει απλώς μια απατηλή γλώσσα προώθησης καινοτομικών ηλιθιοτήτων ή ένας διαταραγμένος μεσσιανισμός κάποιων που πιστεύουν πως πρέπει να επανιδρύσουν την ανθρωπότητα. Από οικονομικά υποκείμενα τείνουν να σφετεριστούν τον ρόλο του μάγου-θεραπευτή της φυλής.
Πιστεύω ότι ειδικά στη μέση και ανώτατη εκπαίδευση οι συνέπειες αυτής της «επανάστασης» θα είναι εξαιρετικά άσχημες. Γιατί δεν μπορεί κανείς να ελέγχει κάθε γραπτό, περνώντας το από προγράμματα ελέγχου. Και επειδή είναι αδύνατο και τεράστιο λάθος να αντικατασταθεί η γραπτή εργασία με προφορικές εξετάσεις σε παιδιά που ήδη δεν μπορούν να συγκροτήσουν έναν συλλογισμό και μιλούν, τραυλίζοντας, με εκατό λέξεις.
Το παράδοξο της Ιστορίας είναι ότι αυτές οι καινοτομίες του ψηφιακού καπιταλισμού φέρνουν πιο κοντά ένα ψευτοκομμουνιστικό όνειρο: την ιδέα της ανεμπόδιστης και με το πάτημα ενός κουμπιού πρόσβασης. Τι καλύτερο;
Και όταν περάσει η νηπιακή ηλικία του ChatGPT και μπορεί, πράγματι, να γράψει ένα άρθρο σαν του Βάλτερ Μπένγιαμιν ή ένα ποίημα αληθινά «εφάμιλλο» του Σεφέρη, τότε θα μπορούμε να πούμε πως ζούμε την εποχή της γενικής διάνοιας, όπου κανένας προσωπικός κλήρος και μόχθος δεν θα έχει σημασία, παρά μόνο η αέναη προσαρμοστικότητα και η καθολική προσποίηση.
Το πιο ανησυχητικό όμως είναι ότι η αλόγιστη και ανέλεγκτη εισαγωγή σημαντικών (σε συνέπειες) μηχανισμών τεχνητής νοημοσύνης δεν έχει απέναντί της κανέναν δημόσιο θεσμό που να μπορεί να πει και να εφαρμόσει το όχι. Μια μεγάλη δόση ψηφιακής απορρύθμισης έχει συντελεστεί και οι μόνοι που μιλούν είναι είτε κάποιοι απεγνωσμένοι συντηρητικοί είτε κάποιοι πολιτικά ανάλαφροι αριστεριστές (και από αυτούς, λίγοι).
Για μας, που διδάσκουμε, το μόνο που μένει είναι να επιμείνουμε στην αξία της προσωπικής γραφής, της ατομικής αυτονομίας, της κριτικής σκέψης. Στη διάκριση μεταξύ θετικής διευκόλυνσης και απατηλής υποκατάστασης, έχοντας κατά νου πως ίσως πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά τον δημοκρατικό πολιτικό έλεγχο σε κρίσιμες από εκπαιδευτική και κοινωνική άποψη μορφές της τεχνητής νοημοσύνης. Η αυτοάμυνα της φιλελεύθερης δημοκρατίας ως πολιτικής και πνευματικής παράδοσης έχει πια περισσότερες απαιτήσεις και ρίσκα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO.