Η έξοδος της σειράς «Τhe last of us» του HBO, τα ρεκόρ τηλεθέασης που έσπασε στις ΗΠΑ και η σοσιαλμιντιακή αποδοχή της έφεραν για ακόμα μία φορά στην επικαιρότητα τη σχέση μεταξύ σινεμά και βιντεοπαιχνιδιών, η οποία κάθε άλλο παρά αρμονική έχει υπάρξει μέσα στα χρόνια. «Επιτέλους, μια καλή μεταφορά video game» είναι η επωδός, μα ο έπαινος αυτός από μόνος του δεν έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, αν αναλογιστείς τον ανύπαρκτο ανταγωνισμό.
Είναι (τουλάχιστον) ανισοβαρής η σχέση ανάμεσα στα δύο μέσα, με δεδομένο ότι το σινεμά έχει τροφοδοτήσει τη βιομηχανία του gaming και με κάποιους εμβληματικούς τίτλους, όπως το «Goldeneye» του Nintendo 64, που επανακυκλοφορεί φέτος για την κονσόλα του Nintendo Switch, η σειρά παιχνιδιών «Star Wars: Knights of the Odd Republic» ή το «E.T.» από την ανάποδη, μια μνημειώδης αρπαχτή που ελάχιστη σχέση είχε με την ταινία και θεωρείται σήμερα το «χειρότερο video game όλων των εποχών».
Κι αν ο κατάλογος βιντεοπαιχνιδιών που άντλησαν έμπνευση από σινεμά και τηλεόραση έχει εξέχοντες τίτλους και αρκετές αξιόλογες περιπτώσεις –το «Alien: Isolation», το «Indiana Jones and the Fate of Atlantis» και το «Godfather» είναι μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα–, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για τα brand names που ακολούθησαν την αντίθετη διαδρομή.
Η πρώτη μεγάλη κινηματογραφική παραγωγή που βασίστηκε σε βιντεοπαιχνίδι ήταν το «Super Mario Bros» (1993). O Σούπερ Μάριο ήταν για τη Nintendo ό,τι ο Μίκι Μάους για την Disney, το μόνο που έμενε ήταν να γεννηθεί ένα ολοκληρωμένο φιλμικό σύμπαν από τη δημοφιλή δισδιάστατη πλατφόρμα. Αν ψάξετε εκεί έξω να διαβάσετε άρθρα για το χρονικό της παραγωγής, θα ανακαλύψετε δεκάδες απίθανες ιστορίες.
Ποια η διαφορά του «The last of us» σε σχέση με όλες τις διασκευές που αναφέραμε και γιατί αυτό πέτυχε εκεί όπου οι άλλες απέτυχαν; Πέρα από το ταλέντο των συντελεστών, η διαφορά έγκειται στο ότι ως παιχνίδι το «The last of us» είναι πιο κοντά στο format της κινηματογραφικής και τηλεοπτικής μυθοπλασίας.
Το ανδρόγυνο που ανέλαβε τη σκηνοθεσία βρισκόταν σε διαρκείς διαμάχες, δίνοντας αντικρουόμενες εντολές στο συνεργείο, το σενάριο ξαναγραφόταν διαρκώς, το αρχικό όραμα για ένα δυστοπικό, σουρεαλιστικό φιλμ επιστημονικής φαντασίας στα πρότυπα του σινεμά του Τέρι Γκίλιαμ ήρθε σε σύγκρουση με ύστερες απαιτήσεις της Nintendo για ένα πιο φανταχτερό και φιλικό προς το παιδικό κοινό φιλμ, ενώ ο Μπομπ Χόσκινς μέχρι το τέλος της ζωής του δεν ήθελε να ακούει γι’ αυτό.
Παταγώδης εισπρακτική και καλλιτεχνική αποτυχία και εκκίνηση με το αριστερό για τη σχέση σινεμά και κονσόλας.
Η πρώτη μεγάλη κινηματογραφική παραγωγή που βασίστηκε σε βιντεοπαιχνίδι ήταν το «Super Mario Bros» (1993), με τους Bob Hoskins και John Leguizamo.
Την περίοδο εκείνη τα beat ‘em up και τα versus fighting παιχνίδια ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή τόσο στην αγορά των arcades όσο και σε εκείνη της κονσόλας. Κοινό σημείο ανάμεσά τους ήταν το βρομόξυλο.
Στα πρώτα αναλάμβανες έναν χαρακτήρα, προχωρούσες και ξυλοφόρτωνες όποιον έβρισκες μπροστά σου, στα δεύτερα έπαιζες ξύλο με έναν αντίπαλο εντός συγκεκριμένης τοποθεσίας. Η πολύ απλή σύλληψή τους ήταν πρόσφορη για μια ταινία πολεμικών τεχνών, κρίμα που έλειπε η έμπνευση στη χορογραφία των μονομαχιών απ' όλες τις απόπειρες.
Όχι τυχαία, οι δύο πρώτες σχετικές μεταφορές επιστράτευσαν δύο γνωστούς πρωταγωνιστές δράσης και πήραν αυτό που τους αναλογούσε στα ταμεία, ανάλογα με την εμπορική απήχηση του καθενός. Το «Double Dragon» (1994) είχε τον Μαρκ Ντακάσκος, που έκανε θραύση κυρίως στην αγορά του βίντεο, οπότε υπήρξε εισπρακτική αποτυχία, αλλά κόστισε λίγο, ενώ το πολύ ακριβότερο «Street Fighter» είχε τον Ζαν Κλοντ Βαν-Νταμ, οπότε απέφερε κάποια έσοδα παραπάνω, μα πολύ λιγότερα απ' όσα περίμενε η εταιρεία του. Να σημειωθεί πως είχε στο καστ του την Κάιλι Μινόγκ και τον Ραούλ Τζούλια, για τον οποίο έμελλε, δυστυχώς, να αποτελέσει το κύκνειο άσμα του.
Έναν χρόνο μετά θα έρθει το «Mortal Kombat» (1995) με τον Κριστόφ Λαμπέρ, της φήμης του «Χαϊλάντερ», ως Lord Raiden και τον Πολ Γ.Σ. Άντερσον να κάνει το ντεμπούτο του στο σινεμά. Το θέαμα δεν δείχνει camp μόνο στα σημερινά μάτια, φαινόταν τέτοιο και τότε, ο Άντερσον όμως ήξερε τι ήθελε να δει το κοινό του και συνόδευσε τις μονομαχίες με ένα trance hit που ακούστηκε στα κλαμπ όσο λίγα άσματα του είδους.
Μεταξύ μας, είναι καλύτερη ταινία από το φριχτό προπέρσινο reboot, το οποίο, παρά το πιο εξελιγμένο CGI του, ποιοτικά παραπέμπει περισσότερο στο «Mortal Kombat: Annihilation» που ακολούθησε δύο χρόνια μετά, ένα φιλμ τόσο κακό που ανάγκασε τους παραγωγούς του franchise να τραβήξουν χειρόφρενο.
Στο μεταξύ, το PlayStation της Sony είχε επικρατήσει έναντι των υπολοίπων παιχνιδομηχανών νέας γενιάς – η δυνατότητα πειρατείας και αντιγραφής των παιχνιδιών του ήταν, κατά γενική ομολογία, το «κρυφό χαρτί» του.
Ένας από τους δημοφιλέστερους τίτλους του καμαριού της Sony ήταν το «Tomb Raider», με τη σέξι αρχαιολόγο Λάρα Κροφτ να ξεπερνά τα όρια της gaming κοινότητας, να γίνεται μια πασίγνωστη ψηφιακή σταρ και να εμφανίζεται σε mainstream περιοδικά, διαφημίσεις και πάσης φύσεως προωθητικές ενέργειες.
Η κινηματογραφική μεταφορά έμοιαζε αναπόφευκτη, η ήδη οσκαρούχος Αντζελίνα Τζολί αποτελούσε την αγαπημένη επιλογή των φαν, η προτίμησή τους εισακούστηκε από την παραγωγή και έτσι το κινηματογραφικό «Tomb Raider» πήρε σάρκα και οστά.
Το φιλμ αποτέλεσε εισπρακτικό hit, αποδεικνύοντας ότι η Τζολί μπορεί να σηκώσει μια ταινία στις πλάτες της. Mόνο που δεν ήταν καλή ταινία, επρόκειτο για έναν ανθυπο-Ιντιάνα Τζόουνς, δυο σκάλες πιο κάτω από την αντίστοιχη απόπειρα της «Μούμιας» με τον γλυκύτατο Μπρένταν Φρέιζερ.
Η απογοήτευση των σινεφίλ από την πρώτη ταινία έγινε αισθητή στην επόμενη περιπέτεια, το «Tomb Raider: The Cradle of Life», που μπορεί να πέρασε από τη Σαντορίνη, κάνοντας τα ελληνικά μέσα της εποχής «εθνικά υπερήφανα», αλλά δεν επανέλαβε το σουξέ του προκατόχου του, στέλνοντας την αρχαιολόγο σε πρόωρη συνταξιοδότηση, μέχρι να επιστρέψει (πρόσκαιρα) το 2018 με τη μορφή της Αλίσια Βικάντερ, σε μια λιγότερο σεξουαλικά φορτισμένη –άλλοι καιροί, άλλα ήθη– μα όχι και πιο ψυχαγωγική εκδοχή.
Μεταξύ των δύο «Τοmb Raider», ο Πολ Γ.Σ. Άντερσον επανήλθε στις κινηματογραφικές διασκευές βιντεοπαιχνιδιών, εγκαινιάζοντας αυτό που έμελλε να γίνει το πρώτο μακρόχρονο franchise του είδους, το «Resident Evil» (2002). Στην κινηματογραφική μεταφορά του παιχνιδιού η δράση κατατροπώνει τον τρόμο, ο οποίος περιορίζεται στην περιστασιακή εικόνα φρίκης, σαν αυτή με το πλέγμα ακτινών λέιζερ που διαπερνά το ανθρώπινο σώμα και το τεμαχίζει σε… κύβους – το είχαμε δει και πιο αποκρουστικά στο «Cube» του Βιτσέντζο Νατάλι.
Η industrial σκηνογραφία πρωτοστατεί, η Μίλα Γιόβοβιτς διέθετε το απαραίτητο action ανάστημα, οπότε η σειρά μέτρησε έξι κεφάλαια, με το τρίτο του Ράσελ Μαλκάχι να διαφοροποιείται λόγω κάποιων εκλεκτικών συγγενειών του με τον «Mad Max» και το τέταρτο να έχει τα περισσότερα ευρήματα – πάντα τηρουμένων των αναλογιών.
Περίπου την ίδια εποχή έκανε την εμφάνισή του και ο διαβόητος Γερμανός σκηνοθέτης Ούβε Μπολ. Γνωστός στα '00s ως «Εντ Γουντ του 21ου αιώνα» και persona non grata για τους gamers, ο Μπολ κατάφερνε μυστηριωδώς να εξασφαλίζει τα δικαιώματα για μεταφορές παιχνιδιών όπως το «Alone in the Dark», το «Bloodrayne» και το «Postal» αλλά και καρατερίστες εγνωσμένης αξίας, όπως ο Μπεν Κίνγκσλεϊ, o συγχωρεμένος ο Ρέι Λιότα ή η Τζεραλντίν Τσάπλιν. Γρήγορα τον πήραν όλοι μυρωδιά κι απέφευγαν τις ταινίες του, ενώ η ανεύρεση χρηματοδότησης γινόταν όλο και πιο δύσκολη.
Προς το τέλος των '00s ήταν περισσότερο δημοφιλής για τις λεκτικές του επιθέσεις στους κριτικούς, τους οποίους προκαλούσε να λύσουν τις διαφορές τους με γροθιές στο ρινγκ – εκτός από κακός σκηνοθέτης, ο Μπολ ήταν και ημιεπαγγελματίας πυγμάχος. Συνεχίζει να γυρίζει ανυπόληπτες ταινίες, μα πλέον ελάχιστοι θυμούνται την ύπαρξή του κι ακόμα λιγότεροι τον αναφέρουν.
Μέσα στη δεκαετία έχουμε επίσης το «Doom» (2005), μία από τις πιο βαρετές ταινίες στη φιλμογραφία του Ντουέιν Τζόνσον, έχουμε και το «Silent Hill» (2006), που βασίστηκε στο ομώνυμο παιχνίδι τρόμου. Με το παιχνίδι να αποτελεί πατρόν για να ραφτεί το φιλμικό κουστούμι, ο Ρότζερ Έιβερι υφαίνει μια πολύ ατμοσφαιρική πρώτη πράξη, στη συνέχεια όμως πέφτει θύμα της γραφικότητας και της κατάδειξης. Μέχρι την υστερική σκηνή κορύφωσης με την αίρεση, ο τρόμος έχει εξανεμιστεί. Τη λογαριάζεις για καλύτερη μεταφορά από άλλες βέβαια.
Σχετικά συμπαθές ήταν και το «Max Payne» (2008), που αστόχησε στην επιλογή του πρωταγωνιστή –ο Μαρκ Γουόλμπεργκ δεν ξέρει πώς να υποδυθεί το μακρόχρονο ψυχολογικό άλγος– είχε, όμως, μια πολύ ενδιαφέρουσα σεναριακή αυθαιρεσία σε σχέση με το παιχνίδι, που κατέληγε φόρος τιμής στο «Night of the Demon» του Ζακ Τουρνέρ. Αντίθετα, το «Hitman» (2007) της προηγούμενης χρονιάς, βασισμένο σε παιχνίδι συγγενές με το «Max Payne», είχε πετύχει διάνα στην επιλογή του πρωταγωνιστή Τίμοθι Όλιφαντ, αλλά δεν διέθετε τίποτε το αξιομνημόνευτο.
Η δεκαετία κλείνει με μια άδοξη απόπειρα εκκίνησης του σύμπαντος του «Street Fighter», με ταινίες αφιερωμένες στις μεμονωμένες ιστορίες κάθε πολεμιστή, με αρχή και τέλος την ιστορία της Τσουν-Λι. Αν επικαλούνται οι φαν την ταινία σήμερα πότε πότε, είναι για την αλησμόνητα άτεχνη ερμηνεία του Κρις Κλάιν, ο οποίος θέλησε να κάνει τη μετάβαση από την καφρίλα των «American Pie» σε ένα πιο macho προφίλ, με τραγελαφικά αποτελέσματα.
Με την gaming βιομηχανία να εξελίσσεται σε ακόμα πιο υπολογίσιμη δύναμη στον χώρο του entertainment, τα στούντιο άρχισαν να επενδύουν περισσότερα χρήματα στις σχετικές διασκευές, ξεκινώντας από το «Prince of Persia: Τhe sands of time» (2010), που δυστυχώς πέτυχε τον Τζέικ Τζίλενχαλ πριν ζηλέψει την παλαβομάρα του Νίκολας Κέιτζ και αστόχησε και στην επιλογή του σκηνοθέτη – η δράση ποτέ δεν ήταν το φόρτε του κατά τα άλλα συμπαθέστατου Μάικ Νιούελ.
Δυο σίκουελ σε «Silent Hill» και «Hitman» σε έκαναν να νοσταλγείς τις πρωτότυπες ταινίες, βγήκε κι ένας πτωχός συγγενής των «Fast and Furious», βασισμένος στο ιδιαιτέρως αγαπητό racing game «Need for Speed» με πρωταγωνιστή τον Άαρον Πολ του «Breaking Bad».
Κάπου εκεί χρονολογικά γίνεται μια πρώτη απόπειρα σοβαρών μεταφορών, με τους υπεύθυνους των στούντιο να αποφασίζουν να αναθέσουν την τύχη δύο fan-favorite παιχνιδιών σε ανερχόμενους auteurs. Η σκέψη ήταν καλή, η επιλογή των ανθρώπων ήταν άστοχη.
Ο μεν Ντάνκαν Τζόουνς, που ανέλαβε την επική φαντασία του «Warcraft» (2016), όπως έδειξε και με το «Mute» στη συνέχεια, τα πάει καλύτερα σε κλειστούς χώρους και με λίγα πρόσωπα, στο σινεμά είδους δωματίου σαν να λέμε – το world building δεν ανήκει στις αρετές του.
Από την άλλη, ο Τζάστιν Κερζέλ είναι εικονοκλάστης, ενορχηστρώνει τη βία ελκυστικά, η αφήγηση όμως είναι το αδύναμο σημείο του. Και κάπως έτσι το «Assassin’s Creed» (2016), παρά το φανταστικό καστ των Μάικλ Φασμπέντερ, Μαριόν Κοτιγιάρ, Αριάν Λαμπέντ, Τζέρεμι Άιρονς, Μπρένταν Γκλίσον και Σάρλοτ Ράμπλινγκ, είναι ένα ανερμάτιστο φιλμ δράσης, στο οποίο μοιάζουν να μην έχουν ιδέα τι γίνεται ούτε οι ίδιοι οι συμμετέχοντες. Oι χλιαρές επιδόσεις αμφότερων θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν κινηματογραφικές συνέχειες, αν η γνώμη των κριτικών και του κοινού δεν ήταν η χείριστη.
Κάπου εκεί η βιομηχανία των video games αρχίζει να ξεπερνά σε ετήσια έσοδα την κινηματογραφική –σε έσοδα από τις αίθουσες, εννοούμε– και το multiplaying γίνεται βασικός τρόπος διασκέδασης της νεολαίας. Στα ντουζένια της πανδημίας, μάλιστα, αρκετά multiplex στην Κορέα και τις ΗΠΑ νοίκιαζαν τις αίθουσές τους σε gamers, προκειμένου να παίξουν τα παιχνίδια τους στη μεγάλη οθόνη.
Ένας από τους λόγους που το «Ready Player One» του Σπίλμπεργκ απέδωσε στα ταμεία, πέρα από το γεγονός ότι είναι μια πολύ καλή ταινία, με «ζουμί» και εκπαιδευτικό χαρακτήρα –δεν θα επεκταθούμε περαιτέρω επί του θέματος, για να μην ξεφύγουμε–, εκεί που άλλες ταινίες γύρω από την κουλτούρα των video games σαν το «Scott Pilgrim vs. The World» και το «Pixels» απέτυχαν, ήταν σίγουρα και η εδραίωση της τελευταίας σε ένα σημαντικά ευρύτερο κοινό.
Έτσι τα στούντιο συνέχισαν να επενδύουν αρκετά χρήματα, αλλά αυτήν τη φορά ποντάροντας στο παιδικό κοινό ή/και στον παράγοντα της νοσταλγίας. Αυτός ο όλεθρος που λεγόταν «Angry Birds», έτρωγε ώρες από τον ύπνο μας και αύξανε δραματικά τη διάρκεια παραμονής μας στο Facebook με τρόπο που το «Farmville» και τα παράγωγά του δεν είχαν φανταστεί ποτέ, μετατράπηκε σε ένα ευπρεπές animation.
Το «Detective Pikachu» (2019), η πρώτη live-action ταινία των Pokemon, που είχαν καταγράψει αρκετές anime μεταφορές στο μεταξύ, μπόρεσε να πάρει το πράσινο φως χάρη στη φρενίτιδα που προκάλεσε η έξοδος του mobile game επαυξημένης πραγματικότητας «Pokemon Go» λίγα χρόνια πριν. Το φιλμ θα ξυπνούσε παιδικές μνήμες στους 30+, έδωσε όμως και στον Πίκατσου την πολυφορεμένη και αγαπητή σήμερα περσόνα του Ράιαν Ρέινολντς για καλό και για κακό, αν και MVP της ταινίας είναι το high-maintenance, ευερέθιστο Psyduck.
Και, βέβαια, ο «Sonic the Hedgehog» (2019), το αντίπαλο δέος του Μάριο από την πλευρά της Sega, απέκτησε κι αυτός τη δική του ταινία, άλλαξε και σχεδιασμό, για να είναι πιο κοντά στην original όψη του σε σχέση με την πιο ρεαλιστική που είχε στο πρώτο τρέιλερ της ταινίας, προκαλώντας την οργή των φαν –η δεύτερη μεγαλύτερη νίκη της fan κοινότητας μετά την έξοδο της «Justice League» του Ζακ Σνάιντερ–, είχε και το κρυφό χαρτί του Τζιμ Κάρεϊ, ενός αγαπημένου κωμικού των '90s, οι αυτοσχεδιασμοί του οποίου αποτελούν το κύριο ατού τόσο της πρώτης ταινίας όσο και της περσινής συνέχειάς της.
Τη σκυτάλη πήραν από το σινεμά οι streaming πλατφόρμες. To «Resident Evil», που μέτρησε και μια ατυχέστατη, πιο fan service προσανατολισμού απόπειρα reboot, επανασυστήθηκε στο Netflix ως σειρά και πέρασε απαρατήρητο, το «Halo» δεν έκανε ούτε αυτό τον αναμενόμενο ντόρο και μετά ήρθε το «Last of us», για το οποίο συζητά όλη η υφήλιος τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές.
Ποια η διαφορά του «The last of us» σε σχέση με όλες τις διασκευές που αναφέραμε και γιατί αυτό πέτυχε εκεί που οι άλλες απέτυχαν; Πέρα από το ταλέντο των συντελεστών, η διαφορά έγκειται στο ότι ως παιχνίδι το «The last of us» είναι πιο κοντά στο format της κινηματογραφικής και τηλεοπτικής μυθοπλασίας.
Ναι, έχεις να εκτελέσεις κάποια επιμέρους tasks και να φας μερικούς Clickers, όπως λέγεται η πιο φονική κατηγορία μολυσμένων ανθρώπων στο παιχνίδι, αλλά στην ουσία το «The last of us» ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των παιχνιδιών διαδραστικού δράματος. Σε τέτοια παιχνίδια ουσιαστικά παίζεις για να δεις πώς θα εξελιχθεί η αφήγηση, σε ενδιαφέρει περισσότερο η ιστορία από τη δράση και τη συμμετοχή σου σε αυτή.
Πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι από την εποχή του πολυδιαφημισμένου (και αποτυχημένου) «Phantasmagoria», εταιρείες όπως η Quantic Dreams παρέδωσαν εξαίσια παιχνίδια του είδους, κάποια από τα οποία, όπως το «Heavy Rain», υποθέτουμε ότι θα πάρουν σειρά τώρα που έχουμε την πρώτη επιτυχημένη… σειρά. Ένδειξη του πρεστίζ ανάλογων εγχειρημάτων είναι και η προσέλκυση βαρβάτων κινηματογραφικών συνθετών, όπως ο Άντζελο Μπανταλαμέντι, ο Γκουστάβο Σανταολάγια και ο Σιγκέρου Ουμεμπαγιάσι.
Tο «The last of us» ανήκει στα καλύτερα του είδους και κατά κάποιον τρόπο είναι έτοιμη ταινία (ή σειρά). Τα καρέ του λειτουργούν σαν εκτεταμένα storyboards για τον επίδοξο διασκευαστή του.
Όχι τυχαία, και ειδικά στα δύο πρώτα επεισόδια, κάποιες σκηνές έχουν μεταφερθεί σχεδόν πλάνο προς πλάνο. Αυτό ενθουσιάζει τον ορκισμένο φαν που δεν θέλει να πειράξουν τρίχα από τα πράγματα που αγαπά, ίσως να αφαιρεί λίγο το στοιχείο της έκπληξης από τον πιο αποστασιοποιημένο (και περιστασιακό) gamer.
Πέρα από την ομοφοβία, μερίδα των αντιδράσεων για το εξαιρετικό από πολλές απόψεις τρίτο επεισόδιο της σειράς, που παίρνει μια υποσημείωση του παιχνιδιού και στήνει από αυτή μια τρυφερή ερωτική ιστορία, έγκειται και στο γεγονός ότι ξεστρατίζει από αυτό που έχει στο μυαλό του ο οπαδός και αλλάζει την ιστορία ενός έτσι κι αλλιώς περιφερειακού χαρακτήρα, του Μπιλ.
Αν μας ρωτάτε ποιος είναι ο δρόμος και για άλλες «εξαιρετικές μεταφορές βιντεοπαιχνιδιών», θα σας απαντήσουμε ότι είναι η επιλογή των κατάλληλων παιχνιδιών. Θα ήταν καλό να προτιμηθεί η διασκευή υβριδικών παιχνιδιών που κατασκευάστηκαν εξαρχής στοχεύοντας σε κάποιας μορφής διαδραστικό σινεμά. Μέχρι τώρα βλέπαμε τα στούντιο να χρησιμοποιούν απλά τα brand names παιχνιδιών και να πασχίζουν να χτίσουν μια αφήγηση από παιχνίδια που δεν στηρίζονται πρωτίστως σε τέτοια, κάτι που στον gamer έτσι κι αλλιώς θα φανεί λειψό ως εμπειρία, με δεδομένο ότι απουσιάζει η εμπλοκή του στα δρώμενα.
Αν δεν συμβεί αυτό, τότε φοβόμαστε ότι το «The last of us» θα μείνει ως η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα, θα αποτελεί όχι μόνο το πρώτο αλλά και το τελευταίο δείγμα του είδους του. Θα είναι κυριολεκτικά το «last of us».