YΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΘΟΛΗ, καταδικαστική προσέγγιση για τη μόδα και τις γυναίκες που την αγαπούν ή έχουν μία έφεση παραπάνω στην ενασχόληση με το στυλ. Φυσικά και υπάρχει απάντηση γι’ αυτό: ανέκαθεν –και φυσικά με τη συμβολή μιας μερίδας του Τύπου– η μόδα ήταν γυναικοδουλειά, γυναικεία υπόθεση, ελαφριά ενασχόληση, κάτι που δεν ήθελε και πολύ μυαλό. Όλο λάθος, δηλαδή.
Και είναι κρίμα, αν σκεφτεί κανείς ένα σωρό δύσκολα μονοπάτια της μόδας που τόσα σπουδαία έχουν να διακηρύξουν. Πέρα από ταξικές αγκυλώσεις και συμβουλές για old money ντύσιμο που (και καλά) κερδίζει τις εντυπώσεις, μέσα στους αιώνες η μόδα και πολύ περισσότερο το προσωπικό στυλ αποτελούν τρόπο επικοινωνίας, έκφρασης, διπλωματικών προσεγγίσεων, πολέμου ή ειρήνης, μια παγκόσμια γλώσσα πολύ πολύ κατανοητή (ακόμα και στις σουρεαλιστικές στιγμές της), χωρίς καθόλου λέξεις.
Και μετά, είναι τόσο ωραία η σχέση που αναπτύσσουμε οι άνθρωποι με τα «δικά» μας ρούχα, τα αγαπημένα της ντουλάπας μας, τα χρώματα που επιλέγουμε για να «πούμε» κάτι ή να μην «πούμε» τίποτα. Δεν είναι κάτι κατακριτέο, ούτε κάτι ελαφρύ. Είναι ο τρόπος μας να κινούμαστε, να δουλεύουμε και να ζούμε άνετα, να δηλώνουμε ποιοι, ποιες και ποι@ είμαστε, να ξεχωρίζουμε ή να περνάμε απαρατήρητοι, να μας θυμούνται ή να μας ξεχνούν, με λίγα λόγια όλα πολύ ανθρώπινα.
Κι αυτό είναι ακριβώς αυτό που προσπαθούμε να αφήσουμε πίσω μας. Το να μας κρίνουν και να κρινόμαστε για ένα κομμάτι ύφασμα, ένα κιλό πάνω ή ένα κιλό κάτω, το να μας βλέπουν ακριβώς όπως μας αντικρίζει η χειρότερη εκδοχή αρρενωπότητας, ως μπον φιλέ ή ως ταπεινή, φθηνή πανσετούλα.
Επίσης, σήμερα, η κριτική για τα ρούχα ενός ανθρώπου, αυτό το παλιακό εκτεταμένο fashion police που μας έμαθαν τα lifestyle περιοδικά και ένα μάτσο ξένων και εγχώριων χωροφυλάκων της μόδας και της αισθητικής, ευτυχώς αργοπεθαίνει.
Αυτό το άγριο bullying για το γούστο, την τσέπη και εν τέλει τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα του άλλου, με μοναδικό κριτήριο τις ενδυματολογικές του επιλογές, πάει στο καλό. Με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο έχει γίνει σαφές ότι το να περιγελάς τα ρούχα του οποιουδήποτε μάλλον περισσότερα αποκαλύπτει για τη δική σου παρακμή, παρά για το φτωχό γούστο, την άδεια τσέπη ή τη μηδενική αισθητική του κρινόμενου.
Πολλοί μορφάζουν με τάχα αποδοκιμασία ή ακόμα και χλεύη γι’ αυτή την καινούρια ελευθερία που επιτρέπει σε όλες, όλους και όλ@ ενδυματολογικές επιλογές που παλαιότερα θα πυροδοτούσαν κανονιοβολισμό πικρών και απαξιωτικών σχολίων. Ας είναι καλά και οι plus size influencers που μας έβαλαν τα γυαλιά και μας έδειξαν τον δρόμο, κι ας οργιάζουν στα σχόλια οι ψευτο-ταγοί της υγείας (των άλλων), που αμπαλάρουν τη χοντροφοβία τους με συμβουλές για δίαιτα και επίσκεψη στον γιατρό.
Να λέμε και ένα «ευχαριστώ» σε οποιονδήποτε μας «ξεκλείδωσε» από την ασφάλεια του μαύρου-καφέ, άντε με το ζόρι μπλε, χρωματική παλέτα για ασφαλή dress codes που κάποτε την είχαμε κάνει σημαία, προκειμένου να μη χαρακτηριστούμε ασόβαροι και μη συμβατοί με την ηλικία μας / τη δουλειά μας / το όποιο κοινωνικό μας status.
Εκεί, λοιπόν, που κάπως μας χώρεσε όλους η μόδα, που κάπως τα brands ένδυσης μερίμνησαν και για τα πιο εκτός μέσου όρου πετεινά του ουρανού, που κάπως αγαπήσαμε το σώμα, τις ομόφυλές μας και όλη την πλάση γύρω μας, έρχεται η πεζή και κατεβασμένη (τηλεοπτική) πραγματικότητα να μας πει πως όχι. Πως ακόμη κρινόμαστε και κρίνουμε τα ρούχα με όρους ταξικούς, έμφυλους, γεμάτους τοξικότητα και απαξία και μάλιστα από τηλεοπτικού αέρα, λες και δεν είχαμε αρκετές ενοχές για όσα υπάρχουν στην ντουλάπα μας.
Λες και όλες αυτές οι εκπομπές τύπου «My Style Rocks», «Shopping Star» και τα λοιπά δεν υπάρχουν εκεί για να ξεκουράσουμε τα μάτια μας με μία πρόταση, μία ιδέα, ένα στυλιστικό tip, αλλά οργανώνονται και προγραμματίζονται κυρίως γύρω από το γυναικείο beef, τη φαρμακερή ατάκα για το ρούχο της άλλης, την μπηχτή για την οικονομική κατάσταση και την όποια αισθητική της.
Δεν είναι οι κριτές και οι επαΐοντες που κάνουν τη βρόμικη δουλειά εδώ. Είναι οι ίδιες οι συμμετέχουσες που –για την τηλεθέαση και φυσικά για το χρηματικό έπαθλο– θα τραβήξουν τα μαχαίρια από τα θηκάρια, θα τεστάρουν το τσίτι από το μετάξι και θα βγει το ταλαιπωρημένο μεροκάματο.
Και φυσικά η σύνθεση αυτών των διαγωνιστικών εμφανίσεων είναι μια μικρή προβοκάτσια σε ό,τι τόσο καιρό προσπαθούμε να αφήσουμε πίσω: το μικροκουτσομπολιό για την οικονομική κατάσταση της γυναίκας που κρίνεται, την κακεντρέχεια για κάποια σωματική ατέλεια, τη χολή για το γούστο που είναι λαϊκό και δεύτερο.
Ε, και τι έγινε, αν συμβαίνει αυτό; Γιατί θα πρέπει κάποια να απολογηθεί, αν αυτό είναι το βίωμά της και το προσωπικό της στυλ; Και πώς συμβαίνει τέτοια επίθεση σε περιοχές όπως το Περιστέρι, ο Κορυδαλλός και το Μενίδι, χωρίς να ψάχνεται κανείς για το πόσο προσβλητικό είναι αυτό για τόσο κόσμο; Πώς ακούγονται ατάκες όπως «εγώ δεν ψωνίζω από τα καλάθια» ή «δεν φοράω fast fashion», χωρίς να αναγνωρίζουμε το προβληματικό της δήλωσης εδώ;
Παρατηρώντας τις στυλιστικές μάχες και τα δάκρυα για το «2» ή τον άσο που εισέπραξε κάποια ως βαθμολογία για τη στυλιστική της πρόταση, η καλοπροαίρετη τηλεθεάτρια κυμαίνεται κάπου μεταξύ ετεροντροπής και απορίας. Άραγε είναι τόσο οδυνηρή η κριτική του κ. Κουδουνάρη ή της κυρίας Καγιά (τυχαία τα ονόματα) ή είναι τόσο τοξικό το ανταγωνιστικό πλαίσιο –περί όνου σκιάς, δηλαδή– που διέπει το παρασκήνιο αυτών των τηλεοπτικών προϊόντων; Είναι απλή κακομαθησιά και τεράστιος νεανικός εγωισμός ή απλώς δεν αντέχεται ο καλοταϊσμένος εσωτερικευμένος μισογυνισμός που εδώ βρίσκει πεδίο ελεύθερο να εκδηλωθεί, να ρεζιλέψει και να ρεζιλευτεί;
Δυστυχώς, εκείνο που θα έχει πάντα σημασία είναι το τελικό μήνυμα. Αυτό που μένει ακόμα και από εκπομπές «ελαφριές» κατά πολλούς, που καθόλου δεν θα αλλάξουν τον κόσμο, απλώς θα τον διασκεδάσουν λίγο. Κι αυτό, πέρα από την πλάκα και το σκληρό τρολάρισμα στο Twitter (και από γυναίκες, εννοείται), είναι ο ρεβανσισμός μεταξύ γυναικών, η τοξική σύγκριση (σε όλα: στα λεφτά, στα αγαθά, στα φυσικά χαρακτηριστικά, στο networking) και είναι ακριβώς αυτό που προσπαθούμε να αφήσουμε πίσω μας. Το να μας κρίνουν και να κρινόμαστε για ένα κομμάτι ύφασμα, ένα κιλό πάνω ή ένα κιλό κάτω, το να μας βλέπουν ακριβώς όπως μας αντικρίζει η χειρότερη εκδοχή αρρενωπότητας, ως μπον φιλέ ή ως ταπεινή, φθηνή πανσετούλα.
Το γιατί αυτό είναι προβληματικό μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί με μια μικρή βουτιά στο TikTok ή σε οποιοδήποτε άλλο μέσο κοινωνικής δικτύωσης, εκεί όπου κορίτσια αντιγράφουν μαζί με τις στυλιστικές προτάσεις και συμπεριφορές και τρόπους αντιμετώπισης των δυνάμει «ανταγωνιστριών» τους. Ανάμεσα σε κάτι που ανακατεύει τη χλιδή του κιτς με τη λύσσα για old money εμφανίσεις (άπειροι οι λογαριασμοί με τέτοια tips) σαλεύει κάτι πολύ ρατσιστικό, τέρμα μισογυνικό, που το ακολουθούν πολλές, αλλά δεν χωράει καμιά (μας).