Κούρκουλας Facebook Twitter
Αν μου λέγατε το 1970 ότι αυτή η πόλη, στην οποία οι τουρίστες έφταναν για μισή μέρα και έφευγαν άρον άρον για τα νησιά, θα είχε πρόβλημα με το Airbnb, θα γελούσα μαζί σας. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Ανδρέας Κούρκουλας στη LiFO: «Αν η γειτονιά του Μουσείου γίνει στέκι, θα είναι μεγάλη επιτυχία»

0

Το αρχιτεκτονικό γραφείο ΚΚ στις παρυφές του Λυκαβηττού θυμίζει περισσότερο εργαστήριο ή αίθουσα αρχιτεκτονικής σχολής. Eδώ δεν υπάρχει το πολυτελές και επιδεικτικό ύφος που συνήθως βλέπουμε σε άλλα γραφεία· υπάρχει πολύς νέος κόσμος που δουλεύει.

Ο Ανδρέας Κούρκουλας μοιάζει να μην έχει φύγει από τη σχολή Αρχιτεκτονικής όπου δίδασκε επί σειρά ετών, είναι σαν να περιστοιχίζεται ακόμα από μαθητές του. Από το 1987, οπότε ίδρυσε το γραφείο με τη σύντροφο και συνοδοιπόρο του στην περιπέτεια της ζωής και της αρχιτεκτονικής Μαρία Κοκκίνου, έχουν υπογράψει πολιτιστικά έργα, με κορυφαίο το κτίριο του Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς, κτίρια γραφείων και κατοικίες, μεταφέροντας λίγη από τη μαγεία της αρχιτεκτονικής και τη φαντασία του αρχιτέκτονα που, ξεκινώντας από ένα σχέδιο στο χαρτί, οραματίζεται έναν χώρο που λειτουργικό, σε πραγματικές συνθήκες.

Ο κ. Κούρκουλας βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας, στο μάτι του κυκλώνα, θα μπορούσαμε να πούμε, καθώς, ως προέδρος της Διεθνούς Επιτροπής Αξιολόγησης, κλήθηκε να υπερασπιστεί την πρόταση του Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ που προκρίθηκε για την επέκταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Πρόκειται για ένα έργο με συμβολική σημασία για την πόλη και τη χώρα, που προκάλεσε πλήθος ερωτημάτων όχι μόνο σχετικά με το μουσείο αλλά και με τους Έλληνες αρχιτέκτονες και τις διαδικασίες του κλειστού διαγωνισμού.

«Επιλέξαμε αυτήν τη στρατηγική διαδικασία που έχει ακολουθηθεί σε πολλούς διαγωνισμούς σε όλο τον κόσμο», λέει, «γιατί η εμπειρία έχει δείξει ότι σε ανοιχτούς διαγωνισμούς, και μάλιστα για ένα τόσο σημαντικό έργο, οι προτάσεις θα ήταν εκατοντάδες, κάτι που θα λειτουργούσε αποτρεπτικά για τα μεγάλα γραφεία και λόγω κόστους και λόγω της πολύπλοκης διαδικασίας. Σκεφθείτε ότι ούτε ένα από τα δέκα μεγαλύτερα παγκοσμίως γραφεία δεν αρνήθηκε την πρόσκληση κι αυτό δείχνει πόσο σημαντικό θεωρούν αυτό το έργο». 

Η Αθήνα είναι άσχημη γιατί εμείς είμαστε άσχημοι, επειδή δεν είχαμε αστική παιδεία, οι κοινωνικές πιέσεις ήταν μεγάλες και τα στρώματα που την κατοίκησαν δεν είχαν εμπειρία κοινωνικής ζωής.

Αντίθετα με όσους υποστηρίζουν ότι ο διαγωνισμός απέκλεισε τα ελληνικά αρχιτεκτονικά γραφεία με τα κριτήρια που έθετε ‒έπρεπε να έχουν χτίσει μουσείο και να έχουν βραβείο Πρίτσκερ ή Μις βαν ντερ Ρόε‒, ο κ. Κούρκουλας πιστεύει ότι η επιλογή Τσίπερφιλντ θα αποτελέσει παράδειγμα για τους Έλληνες αρχιτέκτονες.

«Δεν πρέπει να είμαστε φοβικοί. Στην παγκόσμια αρχιτεκτονική υπάρχει αυτή η ώσμωση ούτως ή άλλως. Δεν μπορεί η εθνική ταυτότητα να είναι κριτήριο συμμετοχής, πρέπει να υπάρχει μια ισορροπία. Όταν μεγάλης και συμβολικής σημασίας έργα πραγματοποιούνται μέσα από συνεργασίες ελληνικών και ξένων γραφείων, αυτό μόνο καλό μπορεί να είναι για την ελληνική αρχιτεκτονική. Η υπογραφή μεγάλων αρχιτεκτόνων ανεβάζει τον πήχη και κάνει όλους μας πιο δημιουργικούς». 

Κούρκουλας Facebook Twitter
Δεν πρέπει να είμαστε φοβικοί. Στην παγκόσμια αρχιτεκτονική υπάρχει αυτή η ώσμωση ούτως ή άλλως. Δεν μπορεί η εθνική ταυτότητα να είναι κριτήριο συμμετοχής, πρέπει να υπάρχει μια ισορροπία. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Του ζητώ να μου εξηγήσει τον ενθουσιασμό του για την πρόταση Τσίπερφιλντ και τον λόγο που υπερτερεί έναντι των άλλων και μου δείχνει την τομή του αρχιτεκτονικού σχεδίου.

«Η πρόταση Τσίπερφιλντ είναι ευρηματική σε ένα πρώτο επίπεδο. Πολλές ομάδες “κατέβαιναν”, κάνοντας υπόγειο το μουσείο με διάφορους τρόπους, κι έτσι, όταν έφταναν στο σημείο σύνδεσης με το παλιό κτίριο, δημιουργούνταν μια διαφορά δύο ορόφων. Ο Τσίπερφιλντ αντιλήφθηκε το πρανές που υπάρχει από την Πατησίων μέχρι την είσοδο του μουσείου, το οποίο είναι σχεδόν ένας όροφος, και έδωσε μια λύση συγκροτώντας αυτό το κτίριο στο μέτωπο της Πατησίων, όχι υπόσκαφα. Με αυτόν τον τρόπο η σύνδεση με το παλιό κτίριο είναι κίνηση ενός ορόφου.

Εκτός αυτού, υπάρχουν άλλα δύο σημαντικά στοιχεία στην πρόταση: πρώτον, εξασφάλισε το εσωτερικό αίθριο που δεν υπήρχε σε άλλες λύσεις με μια θεατρική σκάλα που δημιουργεί έναν ιδιότυπο αμφιθεατρικό χώρο, συνδέοντας υπέργεια το καινούργιο με το παλιό κτίριο. Δεύτερον χρησιμοποιεί το υλικό Rammed Εarth που από οικολογική σκοπιά είναι η απάντηση στο μπετόν αρμέ, το οποίο έχει χιλιάδες καλά, αλλά μεγάλο αποτύπωμα στο περιβάλλον, που πλέον γίνονται προσπάθειες να μειωθεί.

Η λύση στη χρήση υλικού που προτείνει ο Τσίπερφιλντ θεωρώ ότι είναι πολύ προχωρημένη σε περιβαλλοντικό επίπεδο. Νομίζω ότι είμαστε τυχεροί που έχουμε αυτή την πρόταση, προσωπικά δεν θα ήμουν ικανοποιημένος αν δεν υπήρχε».

Η συζήτησή μας έρχεται ξανά στους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και στους λόγους για τους οποίους δεν έχουμε ελληνικά γραφεία με διεθνείς διακρίσεις. Τονίζει ότι η βασική και τεράστια παθογένεια της ελληνικής αρχιτεκτονικής είναι οι διαγωνισμοί που μπαίνουν στο συρτάρι.

«Αναρωτιόμαστε γιατί οι ξένοι και όχι εμείς, γιατί δεν υπάρχει Έλληνας με διεθνή διάκριση του επιπέδου που συζητήσαμε. Ο κύριος μηχανισμός που οδηγεί στη διάκριση είναι οι διαγωνισμοί, με αυτόν τον τρόπο δίνονται ευκαιρίες σε ανθρώπους που δεν έχουν ακόμα το απαραίτητο επαγγελματικό status, νέους και πολύ ταλαντούχους», λέει.

«Ξέρετε, είχα έναν φοιτητή που προερχόταν από φτωχή οικογένεια και ήταν καταπληκτικός, από τους καλύτερους. Έλεγα λοιπόν, “πάρτε μέρος σε διαγωνισμούς και δείτε το ως άσκηση, μην αποκαρδιωθείτε αν δεν κερδίσετε”. O συγκεκριμένος, μαζί με μια ομάδα, ακολούθησε τη συμβουλή μου, πήρε μέρος σε ένα διαγωνισμό για το λιμάνι της Ραφήνας ‒ένα τεράστιο έργο‒ και πήρε το πρώτο βραβείο. Θυμάμαι ότι του είχα πει τότε πως οι πιθανότητες να πραγματοποιηθεί το έργο είναι μικρές ‒ πόσο απογοητευτικό. Ο διαγωνισμός μπήκε στο συρτάρι και αυτός ο σπουδασμένος, με όνειρα και όραμα αρχιτέκτονας άλλαξε δουλειά, άφησε την αρχιτεκτονική, έπρεπε να κάνει κάτι για να ζήσει.

Γιατί και το Πολυτεχνείο δεν έχει έναν μηχανισμό υποτροφιών ώστε να στηρίξει κάποιον φοιτητή, εφόσον είναι ταλαντούχος. Τους αφήνει στην τύχη τους, όποιος έχει άνεση πάει έξω, κάνει μεταπτυχιακό, συνεχίζει.

Εδώ θα σας πω ότι οι Έλληνες αρχιτέκτονες που φεύγουν από εδώ, οι καλοί, σε όποιο πανεπιστήμιο και να πάνε, ακόμα και στο πιο απαιτητικό και ανταγωνιστικό, θριαμβεύουν ‒ και στον ακαδημαϊκό χώρο και στον χώρο των γραφείων. Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα βρεις Έλληνα, και μάλιστα σε ψηλή θέση. Πού να γυρίσουν αυτοί στην Ελλάδα;»

Ανδρέας Κούρκουλας Facebook Twitter
Ο Τσίπερφιλντ αντιλήφθηκε το πρανές που υπάρχει από την Πατησίων μέχρι την είσοδο του μουσείου, το οποίο είναι σχεδόν ένας όροφος, και έδωσε μια λύση συγκροτώντας αυτό το κτίριο στο μέτωπο της Πατησίων, όχι υπόσκαφα. Με αυτόν τον τρόπο η σύνδεση με το παλιό κτίριο είναι κίνηση ενός ορόφου. © Filippo Bolognese Images

Ο κ. Κούρκουλας πιστεύει ότι η δημιουργία του νέου μουσείου θα αλλάξει τα πράγματα υπερτοπικά, ωστόσο αν η αλλαγή συμβεί και σε τοπικό επίπεδο, αυτή θα είναι η μεγάλη δικαίωση του μουσείου.

«Αν αυτή η γειτονιά γίνει στέκι, θα είναι η μεγάλη επιτυχία. Το μουσείο, που απευθύνεται κατά κύριο λόγο στους ξένους επισκέπτες, έτσι όπως είναι σχεδιασμένο, φιλοδοξεί, πέρα από τον συμβολισμό και την απήχηση σε παγκόσμιο επίπεδο, να λειτουργήσει και ως ένας πόλος, ένα κέντρο για την ευρύτερη περιοχή του Πολυτεχνείου. Τα Εξάρχεια, η Πατησίων, η Γ’ Σεπτεμβρίου θα επηρεαστούν αναπόφευκτα, όπως και οι φοιτητές της Αρχιτεκτονικής, που θα μπορούν να περνούν μέσα από τον χώρο του μουσείου για να πάνε στη σχολή τους, που τώρα είναι δίπλα μεν, αλλά οι δύο χώροι σαν δυο σώματα διαφορετικά που δεν τα συνδέει τίποτα», λέει.

Μιλώντας για την ευρύτερη πυκνοκατοικημένη περιοχή, ο κ. Κούρκουλας, ο οποίος ανήκει σε μια γενιά αρχιτεκτόνων που έλεγαν «ένας σεισμός θα μας σώσει από το τσιμέντο, η Αθήνα είναι απεχθής, χωρίς πράσινο», βλέπει σήμερα την πόλη με άλλα μάτια.

«Φάγαμε αμάσητη τη φόλα τη ευρωπαϊκής σκέψης του μοντερνισμού, γι’ αυτό μισούσαμε αυτή την πόλη. Μπορεί η πόλη να είναι ασφυκτική, αλλά, έτσι όπως χτίστηκε, είναι συνεκτική και ο δημόσιος χώρος κοινωνικός. Γι’ αυτό σήμερα έχουμε ψηφιακούς νομάδες που έρχονται εδώ και δουλεύουν και γουστάρουν την “άσχημη” Αθήνα, γιατί είναι πόλη κοινωνική, η δομή της είναι κάτι που δεν έχουν ξαναδεί: έχει μικρά οικόπεδα, δηλαδή πολλές πόρτες στον δρόμο και πολλά παράθυρα, όλες οι πολυκατοικίες διαφορετικές μεταξύ τους. Η πολυκατοικία είναι ταυτότητα, όπως και η έννοια της διαφοροποίησης, στην Αθήνα καμία δεν είναι ίδια με τη διπλανή της.  

Κούρκουλας Facebook Twitter
Φάγαμε αμάσητη τη φόλα τη ευρωπαϊκής σκέψης του μοντερνισμού, γι’ αυτό μισούσαμε αυτή την πόλη. Μπορεί η πόλη να είναι ασφυκτική, αλλά, έτσι όπως χτίστηκε, είναι συνεκτική και ο δημόσιος χώρος κοινωνικός. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Αν την πάρουμε τοπογραφικά, η Αθήνα είναι πολύ δυνατή, ένα εκπληκτικό υπόβαθρο, μια λοφώδης πόλη που φτάνει στη θάλασσα, έχει μέτωπο. Ο τρόπος που αναπτύχθηκε αντικατοπτρίζει τον εαυτό μας, τις ανάγκες που είχαν τέσσερα εκατομμύρια ψυχές που έφτασαν εδώ μετά τον Εμφύλιο.

Με την παγκόσμια πατέντα της αντιπαροχής, ένα σύστημα που βρίζουμε πια, φτάσαμε σε αυτό το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης. Αν είχαμε το μισό, με την κρίση που προέκυψε θα είχαμε θύματα στους δρόμους, όπως στον πόλεμο.

Η Αθήνα είναι άσχημη γιατί εμείς είμαστε άσχημοι, επειδή δεν είχαμε αστική παιδεία, οι κοινωνικές πιέσεις ήταν μεγάλες και τα στρώματα που την κατοίκησαν δεν είχαν εμπειρία κοινωνικής ζωής. Θυμάμαι να λένε “δυάρι”, “τριάρι”, “διαμπερές”, “όροφος”, δεν τους ενδιέφερε τίποτε άλλο. Δεν είχαν δει διαμέρισμα για να το ζητήσουν, όπως σε μια πολυκατοικία στο Παρίσι, ούτε τους ενδιέφερε τι κάγκελο θα μπει, αρκεί να ήταν διαφορετικό από το διπλανό.

Το βέβαιο είναι ότι ο αρχαιολόγος του μέλλοντος θα τρελαθεί με αυτή την πόλη, έτσι τρελαίνονται σήμερα και οι ξένοι. Γιατί αν μου λέγατε το 1970 ότι αυτή η πόλη, στην οποία οι τουρίστες έφταναν για μισή μέρα και έφευγαν άρον άρον για τα νησιά, θα είχε πρόβλημα με το Airbnb, θα γελούσα μαζί σας.

Η έκρηξη του διαδικτύου, που αποτελεί έναν μηχανισμό ο οποίος ανταγωνίζεται τον φυσικό χώρο και δημιουργεί συνθήκες μοναξιάς, κάνει την κοινωνικότητα μιας πόλης μεγάλο ζητούμενο. Εμείς, από το Περιστέρι μέχρι το Χαλάνδρι, είμαστε ένα πανηγύρι, αυτό το στυλ κοινωνικής ζωής γενικώς ενθουσιάζει, γιατί, όσο κι αν έχουν μισήσει την Αθήνα όλες οι φυλές, οι αρχιτέκτονες, ο Τύπος, τελικά την αγαπάμε βαθιά, είναι γέννημα δικό μας και εμείς δικά της».

Όταν τον ρωτώ αν υπάρχει σήμερα η ανάγκη να συζητήσουμε για ελληνικότητα και εθνική ταυτότητα στην αρχιτεκτονική ή αν η ένταση αυτής της συζήτησης έχει χαλαρώσει σε μια κοινωνία που αλληλεπιδρά με μεγαλύτερη ένταση από ποτέ με τον παγκόσμιο πολιτισμό και το ζήτημα της ελληνικότητας έχει υποχωρήσει, απαντά ότι υπήρξαν Έλληνες ηγέτες που κατάλαβαν τον ρόλο της αρχιτεκτονικής με τον καλύτερο τρόπο.

«Το λέμε εκ των υστέρων, αφού τους βρίσαμε πατόκορφα. Ας πάρουμε το παράδειγμα του Καραμανλή, που για να κάνει τα δημόσια έργα της χώρας, τα οποία ήταν έργα προβολής, παίρνει τον Πικιώνη στην Ακρόπολη, τον Κωνσταντινίδη στον ΕΟΤ, τον Ζενέτο για τον Λυκαβηττό. Οι παραλίες του ΕΟΤ, έτσι όπως είναι σχεδιασμένες, είναι ένα πρόγραμμα που δεν υπάρχει παγκοσμίως.

Πήρε τους καλύτερους μοντερνιστές που είχαν σχέση με την ελληνικότητα, τα στοιχεία που συγκροτούσαν την ταυτότητα μιας χώρας η οποία ήθελε να δείξει ότι ήταν δυναμική, ότι μπαίνει στην Ευρώπη, αλλά έχει ρίζες στην παράδοση. Δεν ξέρω ποιος τον συμβούλευε, αλλά κοιτάξτε τα κτίρια της ΔΕΗ και του ΟΤΕ, δούλεψαν οι καλύτεροι αρχιτέκτονες, όχι με διαγωνισμούς αλλά με αναθέσεις. Τι δείχνει αυτό; Ότι υπάρχει μια αξιοκρατική κοινωνία και ένα Δημόσιο που τότε μπορούσε να ανταποκριθεί, σήμερα όμως δεν μπορεί». 

Ο κ. Κούρκουλας πιστεύει ότι οι ξένοι αρχιτέκτονες βλέπουν με εντελώς διαφορετικά μάτια την Αθήνα, για την ακρίβεια τα «γουρλώνουν». Μου αφηγείται δυο ιστορίες που έκαναν και τον ίδιο να αντιληφθεί βαθύτερα τη «διαφορετικότητά» μας.

«Πριν από λίγα χρόνια πήγαμε έναν αρχιτέκτονα από την Κορέα στη Νέα Σμύρνη για να του δείξουμε μια πλατεία που έχουμε φτιάξει. Αυτός καρφώθηκε και κοίταζε τις πολυκατοικίες γύρω, κάποιες ασήμαντες, μέτριες αρχιτεκτονικά, εμείς θα τις λέγαμε και μπανάλ. Όταν του είπαμε ότι σε αυτές μένουν άνθρωποι που είχαν έρθει πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία κλπ. κλπ., έμεινε κόκαλο. Αναρωτιόμασταν τι έβλεπε που δεν βλέπουμε εμείς. Μας είπε “ελάτε στην Κορέα να δείτε τα αντίστοιχα κοινωνικά στρώματα πού μένουν”.

Πήγαμε με έναν Αμερικανό αρχιτέκτονα επάνω στον Λυκαβηττό πριν από δέκα χρόνια και μας είπε ότι η Αθήνα τού θύμιζε νησιωτική ανάπτυξη σε μεγέθυνση και τον κοιτάζαμε σαν τρελό». 

Κούρκουλας Facebook Twitter
Ο Ανδρέας Κούρκουλας με την ομάδα του. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Μιλώντας για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική και τις πόλεις που χτίστηκαν μεταπολεμικά «με τη συνταγή του μοντέρνου», την ιδέα για τη μοντέρνα πόλη, τις εργατικές κατοικίες, τα ελεύθερα κτίρια στο τοπίο, στο πράσινο, σημειώνει ότι την αποτυχία αυτού του μοντέλου την κατάλαβε πριν από τους αρχιτέκτονες ο σύγχρονος κινηματογράφος.

«Εκεί βλέπουμε εικόνες μοναξιάς, γκετοποίησης, βίας, αυτά φιλμάρονται στα σκηνικά αυτών των ταινιών, πόλεις κοινωνικά κατακερματιστικές, όπου δεν υπάρχει ζωή στον δημόσιο χώρο. Το μοντέλο αυτό κατέρρευσε παντού. Τη δεκαετία του ’70 αυτές οι πόλεις εγκαταλείφθηκαν βανδαλίστηκαν, μισήθηκαν, όποιος μπορούσε με την πρώτη ευκαιρία τις εγκατέλειπε», λέει.

«Θα σας πω ένα παράδειγμα από τα φοιτητικά μας χρόνια. Μέναμε με τη γυναίκα μου στο Νότινγκ Χιλ Γκέιτ, σε ένα αγγλικό υπόγειο, ξέρετε, σπιτάκια στη σειρά που τα διαφοροποιεί κάπως το χρώμα της εξώπορτας. Δίπλα, σε ένα οικόπεδο, είχε πέσει μια βόμβα από τον πόλεμο και το είχαν ξαναχτίσει: μια μπάρα οικοδομική εδώ, μια εκεί, γύρω γύρω κάγκελο και μια πύλη από την οποία έμπαινες στον χώρο. Όσοι έμεναν εκεί ξεχώριζαν, ήταν οι φτωχοί, οι ανήμποροι.

Τότε όλη η ιδέα, από τη Σοβιετία μέχρι την Αγγλία, ήταν ότι η κατοικία είναι κοινωνική παροχή και χτίζει το κράτος, έτσι δημιουργούνταν γκέτο. Εμείς γλιτώσαμε από αυτά τα μπλοκ γιατί το δικό μας κράτος ήταν φτωχό, δεν είχε τη δύναμη να χτίσει. Η αντιπαροχή σημαίνει και κάτι άλλο, το ανταποδοτικό βλέμμα στον δρόμο. Εδώ οι πόρτες είναι σαν στόματα και τα παράθυρα σαν βλέμματα. Έχουμε στόματα που φτύνουν στους δρόμους ανά δεκαπέντε μέτρα και παράθυρα και μπαλκονόπορτες και μπαλκόνια. Άρα γι’ αυτόν που κινείται στον δημόσιο χώρο δημιουργείται μια αίσθηση ασφάλειας, ότι θα υπάρξουν μάρτυρες αν γίνει κάτι.

Είναι πολύ ασφαλής η πόλη. Οι πιέσεις που δέχτηκε στα μεγάλα κύματα του μεταναστευτικού ήταν κολοσσιαίες, αν η δομή της ήταν διαφορετική, η εγκληματικότητα θα είχε χτυπήσει κόκκινο. Η δομή της πόλης δεν βοηθάει την εγκληματικότητα», υποστηρίζει.

Ο κ. Κούρκουλας πιστεύει ότι η αρχιτεκτονική είναι μια κοινωνική τέχνη που αν δεν καλλιεργηθεί, αν δεν φτιαχτούν οι απαραίτητες γέφυρες με την κοινωνία, δεν θα βελτιωθεί το μοντέλο της. Πιστεύει ακόμα ότι το κοινωνικό μοντέλο της πόλης την έχει σώσει και ως παράδειγμα φέρνει τα μπαλκόνια.

«Κανονικά θα έπρεπε να καθόμαστε στα μπαλκόνια, σαν εκτόνωση. Λίγοι κάθονται όμως, τα έχουμε μετατρέψει σε ζαρντινιέρες, έπαψαν να χρησιμοποιούνται γιατί τα απορρόφησε η κοινωνία, το καφενείο, τα ρούφηξε ο δημόσιος χώρος. Τα χρησιμοποιήσαμε λίγο στην πανδημία, γιατί ο εγκλεισμός σε τέσσερις τοίχους ήταν ασφυκτικός. Μόλις πέρασαν τα κύματα της πανδημίας, τα αφήσαμε», λέει.

Κούρκουλας Facebook Twitter
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Όταν ρωτώ τι θα έκανε σήμερα στην Αθήνα αν είχε τα χρήματα μου απαντά χωρίς δισταγμό ότι θα δημιουργούσε κενά, με απαλλοτριώσεις, πλατείες, για να αραιώσει η πυκνότητα της πόλης. Δεν παραλείπει όμως να μου υπενθυμίσει ότι μέσα σε αυτή την πύκνωση, σε αυτόν τον συγχρωτισμό και αυτό το πολύβουο μελίσσι παράγεται ο πολιτισμός, μέσα σε αυτό το αναμεικτικό μοντέλο που θυμίζει παλίμψηστο και κουρελού μαζί. «Θα το επαναλάβω», λέει, «είμαστε μια φτωχή χώρα και αυτό που βλέπουμε είναι ό,τι καλύτερο μπορούμε να έχουμε», λέει.

Ο κ. Κούρκουλας από το 1993 και μέχρι πρόσφατα δίδασκε στο Πολυτεχνείο, διατηρώντας από το 1987 με τη Μαρία Κοκκίνου, που έφυγε πρόωρα από τη ζωή πριν από λίγους μήνες, αρχιτεκτονικό γραφείο.

«Με τη Μαρία δουλέψαμε μαζί όλα μας τα χρόνια και ήταν η καρδιά του γραφείου, το γραφείο», λέει. «Αφότου επιστρέψαμε από την Αγγλία και ανοίξαμε το γραφείο, προσπαθούσαμε να επιβιώσουμε παίρνοντας μέρος σε πολλούς διαγωνισμούς χωρίς αποτέλεσμα. Κυρίως από το Μουσείο Μπενάκη, ένα έργο που αγαπήσαμε πολύ, γίναμε γνωστοί. Το έργο άρεσε, ήταν σταθμός για μας και τεράστια δημόσια αναγνώριση.

Η Μαρία ήταν τρομερά δυναμική και τρομερά οργανωτική και στέρεα, ένας απίστευτος συνδυασμός προσόντων και δεξιοτήτων. Όλα τα χρόνια ήταν ωραία και με πλάκες και με πλακώματα, ζώντας και συζητώντας από το πρωί μέχρι το βράδυ με τον ίδιο άνθρωπο για πράγματα που δεν είναι μετρήσιμα, είναι φασματικά, συγκρούσεις ιδεών. Αν δεν ήταν εκείνη, δεν θα είχα αρχίσει να διδάσκω, κάτι που εκ των υστέρων κατάλαβα πόσο μου άρεσε. Εκείνη μου έδωσε χώρο να βρίσκομαι ανάμεσα σε φοιτητές που με τροφοδοτούσαν και με επηρέαζαν, σαν να βρίσκομαι σε διαρκή μετεκπαίδευση. Οφείλω τα πάντα στη Μαρία».

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Design
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Δεκαβάλλας: «Η Αθήνα συγκαταλέγεται στις πιο άσχημες πόλεις σε όλον τον κόσμο»

Οι Αθηναίοι / Κωνσταντίνος Δεκαβάλλας: «Η Αθήνα συγκαταλέγεται στις πιο άσχημες πόλεις σε όλον τον κόσμο»

Αρχιτέκτων, ομότιμος καθηγητής ΕΜΠ. Γεννήθηκε και ζει στο Κολωνάκι. Θεωρεί ότι η μεγαλύτερη φυσιογνωμία της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής σκέψης κατά τον 20ό αιώνα ήταν ο Λε Κορμπιζιέ.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΡΙΤΗ «Η μηχανή στην καρδιά του ανθρώπου»

Design / Η αέναη πρωτοπορία του Κωνσταντίνου Δοξιάδη

Αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά οράματα, καινοτόμοι σχεδιασμοί και τεχνολογικές ευτοπίες και δυστοπίες συνδιαλέγονται στην έκθεση «Κωνσταντίνος Δοξιάδης και Πληροφοριακός Μοντερνισμός: Η μηχανή στην καρδιά του ανθρώπου» που παρουσιάζει η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Πώς χτίστηκε το μικροαστικό διαμέρισμα της μετεμφυλιακής Αθήνας

Θέματα / Πώς χτίστηκε το μικροαστικό διαμέρισμα της μετεμφυλιακής Αθήνας

Μια συζήτηση με τους δημιουργούς του εξαιρετικού ντοκιμαντέρ «Χτίστες, νοικοκυρές και η οικοδόμηση της σύγχρονης Αθήνας», Τάσο Λάγγη και Γιάννη Γαϊτανίδη και με τον σύμβουλο της ταινίας, αρχιτέκτονα Πάνο Δραγώνα, για την πολεοδομική, χωροταξική και ανθρωπογεωγραφική εξέλιξη της μεταπολεμικής πρωτεύουσας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το Μπουλούκι, ένα περιοδεύον εργαστήριο για τις παραδοσιακές τεχνικές δόμησης, βάζει το δικό του -σημαντικό- λιθαράκι στη διατήρηση της μνήμης και της ζωής στην ορεινή Ήπειρο

Γειτονιές της Ελλάδας / Δύο νέοι αρχιτέκτονες ανακατασκεύασαν τη στέγη ενός σχολείου στα Τζουμέρκα

Το Μπουλούκι, ένα περιοδεύον εργαστήριο για τις παραδοσιακές τεχνικές δόμησης, βάζει το δικό του -σημαντικό- λιθαράκι στη διατήρηση της μνήμης και της ζωής στην ορεινή Ήπειρο.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Hotel Experience: Πώς η πρώτη διοργάνωση για το μέλλον του τουρισμού υπό το πρίσμα της εμπειρίας πέτυχε ρεκόρ επισκεπτών

Design / Hotel Experience: Πώς η πρώτη διοργάνωση για το μέλλον του τουρισμού υπό το πρίσμα της εμπειρίας πέτυχε ρεκόρ επισκεπτών

Η διοργάνωση του Hotel Experience που πραγματοποιήθηκε 5-6 Οκτωβρίου 2024 στο Ωδείο Αθηνών ξεπέρασε κάθε προσδοκία συμμετοχής καθώς πάνω από 4.000 επισκέπτες βίωσαν από κοντά την εμπειρία
THE LIFO TEAM
H θρυλική Ιταλίδα designer Paola Navone θέλει να ζήσει στην Αθήνα

Design / H θρυλική Ιταλίδα designer Paola Navone θα ήθελε να ζήσει στην Αθήνα

 H προσωπικότητα της αρχιτεκτόνισας και designer Paola Navone είναι πληθωρική, όσο και η ιστορία της ζωής της. Λίγο πριν εμφανιστεί ως ομιλήτρια το Σάββατο 5 Οκτωβρίου στο συνέδριο Hotel Experience στο Ωδείο Αθηνών μας μιλάει με πάθος για ένα πρόσφατο πρότζεκτ που υπέγραψε.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ
Η αλλόκοτη, εντυπωσιακή κεραμική της Δάφνης Χριστοφόρου

Design / Η αλλόκοτη, εντυπωσιακή κεραμική της Δάφνης Χριστοφόρου

Συνδυάζοντας τον τρόπο που διακοσμούσαν τα αρχαία ελληνικά αγγεία με τεχνικές που χρησιμοποιούνται στις κινεζικές πορσελάνες και φέρνοντάς τα όλα αυτά στο σήμερα, η βραβευμένη Κύπρια εικονογράφος δημιουργεί κεραμικά έργα που δεν μοιάζουν με άλλα.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ