«ΤΡΕΜΕ ΚΟΣΜΕ», ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΕΙ χαριτολογώντας on camera τους εχθρούς στον μακρινό ορίζοντα ο Σον Πεν από μια, όπως φαίνεται, ήρεμη και προστατευμένη ζώνη πυρός, υψώνοντας τις γυμνασμένες γροθιές του, ως άλλος ντούκι Ποπάι, με τα μαλλιά του ως συνήθως ακατάστατα και τη μαζεμένη κούραση να ξεχειλίζει από τα γλαρά του μάτια: αυτή είναι ίσως η μοναδική εύθυμη στάση στο ζοφερό, αγέλαστο οδοιπορικό του δις οσκαρούχου ηθοποιού στην Ουκρανία, που ξεκίνησε ως απόπειρα πορτρέτου του Ζελένσκι, στο στυλ για να δούμε πόσο αξιοπερίεργο φαινόμενο είναι η αναρρίχηση ενός δημοφιλούς τηλεοπτικού διασκεδαστή στην πρωτοκαθεδρία της χώρας, και η τύχη και η κακιά στιγμή τα έφεραν έτσι ώστε να εγκλωβιστεί με το συνεργείο, τον παραγωγό και τον συν-σκηνοθέτη του σε μια μακρινή ξένη χώρα από την πρώτη ημέρα μιας κανονικότατης στρατιωτικής επέμβασης, που όμοιά της η Ευρώπη είχε να δει από το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου – να ζήλεψε άραγε ο Όλιβερ Στόουν ή παραείναι «δεξιά» η φάση για τα πολιτικά του γούστα;
Από τις πρώτες τους κουβέντες, ο Πεν μέλωσε από την ανθρώπινα ηρωική ρητορική του κουρασμένου, ζορισμένου και, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, αιφνιδιασμένου Προέδρου, ο οποίος, αν και στην καρδιά των γεγονότων, δεν παύει να χρησιμοποιεί ιδεαλισμούς και ουμανιστική ορολογία, διαχρονική και αόριστη.
Στο ντοκιμαντέρ «Superpower», η πρεμιέρα του οποίου κυριάρχησε στα διεθνή media τις πρώτες μέρες της 73ης Berlinale, ο Πεν παίρνει τη θέση του Ντενζέλ Γουόσινγκτον στο «Philadelphia» και ζητάει απ' όποιον βρίσκει μπροστά του να του εξηγήσει τι έχει συμβεί και η Ρωσία με την Ουκρανία ενεπλάκησαν σοβαρά και αμετάκλητα, σαν να το εξηγούσε σε πεντάχρονο.
Δεν είναι σχήμα λόγου: στους σύντομους μονολόγους του ομολογεί πως στην υπόθεση αυτή μοιάζει με την αφελή Πολυάννα της εποχής του, τόσο άσχετος είναι με τη ρίζα του προβλήματος.
Έτσι, με το καλημέρα ταυτίζεται με τον μέσο Αμερικανό, ακόμη και όταν υποδέχεται υψηλούς καλεσμένους στο ευάερο σαλόνι του στη Σάντα Μόνικα, εννοείται καπνίζοντας αμετανόητα. Liberal είναι και φαίνεται, και δεν το έκρυψε ποτέ. Αν θυμάστε, είχε κάνει ολόκληρο θέμα με τον Μπους τον νεότερο και τα τάχα πυρηνικά των αντιπάλων αμέσως μετά το 9/11, την ύπαρξη των οποίων αμφισβήτησε ανοιχτά στον πόλεμο στο Ιράκ, διαφημίζοντας δεόντως τη λάσπη που δέχτηκε ως αντίποινα για τη φερόμενη αντιπατριωτική του στάση.
Εδώ δεν είναι καν σκεπτικιστής, αν και αρχικά δηλώνει άσχετος με το ζήτημα και πρόθυμος να μάθει και να προωθήσει με τη φήμη και την παρουσία του την ιδέα ενός Χόλιγουντ στην υπηρεσία της δημοκρατίας, in a way.
Η διαδικασία χρησιμεύει ως σεναριακή μέθοδος. Η πιο συχνή του πόζα στην ταινία είναι να ακούει καθιστός, καπνίζων και πίνων, άναυδος προφανώς λόγω της ιστορικής συγκυρίας που βρέθηκε στο διάβα του. Ακολουθεί τη στρατηγική του Μάικλ Μουρ. Αν και συνειδητοποιημένος, υιοθετεί τη στάση του ανύποπτου που η σκέψη του αναπτύσσεται σταδιακά και όχι του μυημένου που καθοδηγεί με απλά βήματα και πολλές ρητορικές ερωτήσεις τους μάρτυρες, δηλαδή τους θεατές.
Η εικόνα του να φεύγει πεζός από τη χώρα μέσω Πολωνίας, στο πρώτο στάδιο των επισκέψεών του στην Ουκρανία, μπορεί να μην είναι αξιομνημόνευτη κινηματογραφικά, αλλά κάνει μια χαρά τη δουλειά του ειδησεογραφικά.
Συγκινημένος με τις πληροφορίες που μαθαίνει από τους εκεί αναλυτές και γνώστες της αντιπαράθεσης από διαφορετικά πόστα, τελικά συναντά τον Ζελένσκι λίγες στιγμές μετά την κήρυξη του πολέμου, κάτω από μέτρα ασφαλείας, που στην περίπτωση του Πεν χαλάρωσαν λίγο.
Από τις πρώτες τους κουβέντες, ο Πεν μέλωσε από την ανθρώπινα ηρωική ρητορική του κουρασμένου, ζορισμένου και, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, αιφνιδιασμένου Προέδρου, ο οποίος, αν και στην καρδιά των γεγονότων, δεν παύει να χρησιμοποιεί ιδεαλισμούς και ουμανιστική ορολογία, διαχρονική και αόριστη.
Εκτός από ελάχιστες νύξεις, δεν μαθαίνουμε ποτέ τις θέσεις της άλλης πλευράς: όταν ο Πεν ρωτήθηκε στη συνέντευξη Τύπου γιατί δεν έγιναν συνεντεύξεις ή αναλύσεις για τη ρωσική επιχειρηματολογία, σαν να το περίμενε, απάντησε πως αρκετά έχουν πει και δεν υπάρχει λόγος να τους δοθεί βήμα.
Σύμφωνα με την ταινία, ο Πούτιν ισούται με έναν Ρασπούτιν, είναι απλώς το Κακό, το αναίτιο evil, ο τυπικός villain που, για να αποφύγουμε τις δαιδαλώδεις εμβαθύνσεις στη γεωπολιτική, βασικά μισεί τους Ουκρανούς και θέλει να τους εξαφανίσει από προσώπου γης. Μπορεί. Μόνο που την αλήθεια ή, τουλάχιστον, μια απόπειρα διεξοδικότερης έρευνας για την εξισορρόπηση των απόψεων εκατέρωθεν δεν θα τη βρούμε στο «Superpower».
Ο Πεν πήρε την υπόθεση πολύ σοβαρά. Δεν σταμάτησε να ασχολείται και να υπονοεί πως τίποτε δεν τελείωσε, πήρε σβάρνα τα κανάλια δίνοντας προσεκτικές συνεντεύξεις (ακόμη και στο «δαιμονικό» Fox News πήγε), πριν επιστρέψει στην Ουκρανία για μία ακόμη συνέντευξη με τον Πρόεδρο, το νέο του είδωλο, «τη σπουδαιότερη στιγμή της ζωής του, μαζί με τη γέννηση των παιδιών του», όπως ο ίδιος ομολογεί!
Αν το καλοσκεφτούμε, βγάζει νόημα. Ο Πεν ανέκαθεν κρατούσε μια διακριτικά μπλαζέ στάση απέναντι στο επάγγελμα και στο σινάφι του, ίσως ντρεπόταν και λίγο για το τσίρκο του Χόλιγουντ. Το να βρει έναν υψηλότερο σκοπό, και μάλιστα τόσο αναπάντεχα, ήταν μάλλον ένα δώρο για ένα τυπικό παράδειγμα ηθοποιού που δεν συμφιλιώθηκε ποτέ εντελώς με την κρίση μέσης ηλικίας και δεν έχει και κάτι άλλο να αποδείξει, μετά τις εναλλακτικές σκηνοθετικές του αποδράσεις από την υποκριτική.
Έναν χρόνο μετά την ώρα μηδέν μιας κρίσης που μοιάζει όσο καμία άλλη με έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, και την απρογραμμάτιστη, αχαρτογράφητων συνεπειών επίσκεψη του Τζο Μπάιντεν στα ματωμένα χώματα του ουκρανικού λαού, ο Σον Πεν έβαλε σκοπό, τουλάχιστον σε αυτήν τη φάση της ζωής του, να μην ξεχαστεί η αντίσταση σε έναν πόλεμο που πολλοί θεώρησαν άνισο και τελειωμένο από την αρχή, προσωποποιώντας ένα έθνος στην αεικίνητη φιγούρα του Ζελένσκι, του underdog που αψήφησε την εσωτερική γκρίνια αμέσως μετά την εκλογή του, δεν τσίμπησε στην προσφορά των Αμερικανών να φυγαδευτεί αμέσως μετά τις πρώτες βόμβες, όπως έχει ιστορικά αποδειχτεί πως κάμποσοι στο πόστο του έχουν κάνει, επιλέγοντας να μείνει και να ηγηθεί, ως Δαβίδ, της κατάστασης, επικαλούμενος την ευαισθησία της Δύσης και επιμένοντας σε καλά επιλεγμένες στα Όσκαρ και σε όλα τα μεγάλα διεθνή φεστιβάλ και fora εκκλήσεις για ειρήνη, και επικλήσεις στο παγκόσμιο δημοκρατικό συναίσθημα.
Στο προσχηματικό του ντοκιμαντέρ, ως ηθοποιός απέναντι σε ισότιμο συνάδελφο, σε μια εντυπωσιακή αλλαγή ρόλων, ο πρωταγωνιστής του «Mystic River» και του «Milk» κοιτάζει τον πρωταγωνιστή του «Υπηρέτη του λαού» στα μάτια και βγάζει το συμπέρασμα πως οι πράξεις του έχουν αποκλειστικό γνώμονα την αγάπη και πως ο προικισμένος με το λαϊκό χάρισμα Βολοντίμιρ είναι οπλισμένος με την υπερδύναμη της άδολης καρδιάς που μόνο τα παιδιά διαθέτουν, σαν κομμάτι της ταινίας «I am Sam».