Οι δυσχέρειες στη ζωή και οι διαψεύσεις των προσδοκιών πολύ συχνά μας κάνουν να εθελοτυφλούμε. Είτε ως άτομα, είτε συχνά ως οικογένειες, ως παρέες, ως συλλογικότητες ή ως κόμματα, φτιάχνουμε έναν μικρό χώρο για να ζήσουμε εντός του, αποφεύγοντας τον μεγαλύτερο, ευρύτερο χώρο που φαντάζει πλέον απειλητικός.
Η πολιτική κατάσταση των τελευταίων τουλάχιστον 13-14 χρόνων μας ανάγκασε σε αρκετές περιπτώσεις είτε να δημιουργήσουμε τέτοιους χώρους, είτε να γευτούμε το πικρό ποτήρι της διάψευσης. Για την αριστερά και τους κυβερνητικούς της συμμάχους του ’15, το πικρό ποτήρι είχε την γεύση της διάψευσης των υπερβολικών φιλοδοξιών που εξέθρεψαν περί της αλλαγής της Ευρώπης και της δυνατότητας σύναψης τότε μιας συμφωνίας ωφέλιμης για τη χώρα.
Τα γεγονότα της τελευταίας τετραετίας με τη σειρά τους διέψευσαν τους ανθρώπους που εμπιστεύτηκαν τη σημερινή κυβέρνηση, προσδοκώντας σε μια κυβέρνηση που δεν θα είχε σχέση με εκείνες που οδήγησαν την κατάσταση στο οικονομικό αδιέξοδο του 2009. Πολύς κόσμος πίστεψε ότι η νέα κυβέρνηση θα ενσαρκώσει μια κεντροδεξιά ευρωπαϊκού τύπου, απαλλαγμένη από τις παλιές αντιλήψεις.
Σε αυτό συνετέλεσαν οι διακηρύξεις περί αριστείας (άρα και αξιοκρατίας), η επιλογή προσώπων για σημαντικές θέσεις που δεν ανήκαν στον πολιτικό χώρο της δεξιάς (κυρίως των Πιερρακάκη, Μενδώνη), καθώς και η αλλαγή στάσης που έκανε σε κοινωνικά ζητήματα, με το coming out κυβερνητικών στελεχών μιας παράταξης που -μην το ξεχνάμε- αυτοπροσδιοριζόταν περήφανα ως συντηρητική.
Από συντηρητική, λοιπόν, η υπόσχεση της νέας ηγεσίας, ήταν να μετατραπεί σε μια μεγάλη φιλελεύθερη παράταξη, υπόσχεση που έπεισε ένα ικανοποιητικό μέρος των συμπολιτών μας, απαλλάσοντάς τη Ν.Δ. από το βάρος της εύρεσης ενός κυβερνητικού εταίρου και χαρίζοντάς της αυτοδυναμία.
Έχοντας, επιπλέον, εγκολπώσει ένα μέρος από το πρώην «Ποτάμι», καθώς και κεντρικά στελέχη του πρώην Λα.Ο.Σ. (πλην Βελόπουλου) κατάφερε να δημιουργήσει μια μεγάλη παράταξη και να να κερδίσει τις τελευταίες εκλογές. Μέχρι και επίσημες συγγνώμες για το αντισημιτικό τους παρελθόν μπόρεσε, μάλιστα, να αποσπάσει από δύο πρώην ακροδεξιούς βουλευτές της, αποκαθαίροντάς τους από τις αμαρτίες των άκρων. Μπορεί αντιπολιτευτικά να διαφώνησε με τη συμφωνία των Πρεσπών, όμως αντίθετα με κάποιους παράφρονες που συμμετείχαν στα συλλαλητήρια, ποτέ δεν πίστεψε ότι πίσω από το «ξεπούλημα της Μακεδονίας» ήταν οι Εβραίοι.
Άλλωστε, ο νούμερο ένα εχθρός της μη ναζιστικής ευρωπαϊκής ακροδεξιάς ήταν πλέον τα «κύματα των προσφύγων», η εναντίωση στα οποία απέκτησε έναν αντιμουσουλμανικό χαρακτήρα. Η υιοθέτηση από μέρους της κυβέρνησης της πολιτικής των pushbacks, για τα οποία έχει καταγγελθεί διεθνώς, ικανοποίησε την πιο δεξιά της πτέρυγα, καθώς και το θυμικό πολλών συμπολιτών μας που βίωσαν ως απειλή την έλευση ενός μεγάλου πλήθους προσφύγων στη χώρα μας, την ώρα που η Ευρώπη έκλεινε τα σύνορά της.
Η βραδύκαυστη απόκριση της κυβέρνησης στο δυστύχημα των Τεμπών, με την προσωρινή -καθώς φαίνεται- παραίτηση του υπουργού Μεταφορών, οι παλινωδίες της επικοινωνιακής διαχείρισης και τελικά η πλήρης αδιαφορία για τις υποδομές της χώρας, ολοκληρώνουν την εικόνα μιας κυβέρνησης που διέψευσε τις προσδοκίες των συμπολιτών μας που την στήριξαν στις προηγούμενες εκλογές.
Η περίπτωση της ανόδου της γερμανικής ακροδεξιάς, μετά από την υποδοχή εκ μέρους της Γερμανίας ενός εκατομμυρίου προσφύγων, ανησύχησε όλα τα ευρωπαϊκά κεντροδεξιά κόμματα για την εκλογική τους μοίρα, αναγκάζοντάς τα να μετατοπιστούν δεξιότερα. Το ίδιο ισχύει και για τη Ν.Δ. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι στα δεξιά της στην προηγούμενη βουλή είχε όχι απλώς ένα ακροδεξιό, αλλά ένα νεοναζιστικό κόμμα.
Το κεντρώο αντίβαρο που πέτυχε μερικώς να συσπειρώσει πολιτικά και εκλογικά, ήταν αρκετό για να της εξασφαλίσει την πολυπόθητη αυτοδυναμία. Η αυστηρή και συχνά αχρείαστα αυταρχική διαχείριση της πανδημίας άρχισε να απαλλάσει σταδιακά τη Ν.Δ. από αυτό το βάρος. Τότε ένα πραγματικά φιλελεύθερο κομμάτι της άρχισε να διατηρεί αποστάσεις ή να διαφωνεί ανοιχτά. Σε αυτό συνετέλεσε και η επιδοματική πολιτική που άρχισε να ασκεί η νέα κυβέρνηση.
Η κακή διαχείριση, επίσης, μιας σειράς φυσικών καταστροφών επέτεινε την απόσταση ενός κεντρώου κόσμου που είχε στηρίξει την κυβέρνηση. Η δε δημοσιοποίηση της υπόθεσης των υποκλοπών επισφράγισε τη ρήξη και την αποκοπή μέρους κεντρώων, αλλά και κεντροδεξιών πολιτών από τις συγκεντρωτικές αξιώσεις του «επιτελικού κράτους» - όρος που χρεωκόπησε αυτογελοιοποιούμενος.
Η βραδύκαυστη απόκριση της κυβέρνησης στο δυστύχημα των Τεμπών, με την προσωρινή -καθώς φαίνεται- παραίτηση του υπουργού Μεταφορών, οι παλινωδίες της επικοινωνιακής διαχείρισης και τελικά η πλήρης αδιαφορία για τις υποδομές της χώρας, ολοκληρώνουν την εικόνα μιας κυβέρνησης που διέψευσε τις προσδοκίες των συμπολιτών μας που την στήριξαν στις προηγούμενες εκλογές.
Ό,τι πήρε λίγους μήνες στο Σύριζα, πήρε λίγα χρόνια στη Νέα Δημοκρατία. Θα μπορούσε αυτό να θεωρηθεί μια κάποια πρόοδος, αλλά ίσως να αξίζουμε μια καλύτερη μοίρα, όσοι απομείναμε να προσπαθούμε να ζήσουμε και να δημιουργήσουμε σε αυτή τη χώρα.
Το ερώτημα στα χείλη πολλών είναι λογικό: «Ποια είναι η εναλλακτική»; Η μέρα της Μαρμότας είναι μια λύση. Ίσως όμως θα ‘ταν καλύτερο να απαιτούμε θεσμικές αλλαγές που θα επιτρέπουν τουλάχιστον να ελέγχουν οι πολίτες τις αποφάσεις των κυβερνώντων, ανακαλώντας τους εν ανάγκη. Η εμβάθυνση, δηλαδή, της δημοκρατίας που δεν θα εξαντλείται πλέον σε μια εκλογική διαδικασία κάθε τέσσερα χρόνια.
Αλλά αυτό απαιτεί μια διαφορετική σχέση με την πολιτική. Μια σχέση που δεν καταγγέλει και δεν διαμαρτύρεται τόσο, όσο επιθυμεί να αναλάβει ευθύνες και να τις φέρει επιτυχώς σε πέρας. Ό,τι δηλαδή δεν έχουν καταφέρει και πολύ συχνά δεν θέλουν να κάνουν σε πάρα πολλές περιπτώσεις οι επαγγελματίες πολιτικοί της χώρας μας.
Η διάψευση των προσδοκιών δεν είναι απαραίτητα ένα τραύμα για να επουλωθεί. Η διάψευση μπορεί να είναι η απαρχή μιας νέας συνειδητοποίησης και μιας δραστηριοποίησης προς μιαν άλλη κατεύθυνση. Αρκεί να γίνουμε πιο πορώδεις στη σχέση μας με την πραγματικότητα. Αντί να αποστρέφουμε το βλέμμα μας απέναντί της, να την υποδεχτούμε με όλες τις ευχάριστες και τις δυσάρεστες εκπλήξεις της. Μια αποδοχή τελικά θνητότητας και θέλησης για δημοκρατία και δημιουργία.