ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΜΕ τους Γάλλους; Γιατί κατεβαίνουν μαζικά στους δρόμους στις μεγαλύτερες και πιο άγριες διαδηλώσεις των τελευταίων, πολλών χρόνων που έχουν σημειωθεί στη χώρα; Γιατί αρνούνται πεισματικά να δεχτούν να ανέβουν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 χρόνια; Δεν βλέπουν πως όλες οι ευρωπαϊκές ‒και όχι μόνο‒ χώρες έχουν υιοθετήσει ήδη τα 65 και 67 χρόνια ως όρια συνταξιοδότησης;
Στη Γερμανία είναι ήδη 65 και προβλέπεται να ανέβουν στα 67 ως το 2029, στην Ισπανία συμβαίνει το ίδιο, στην Ελλάδα, στην Πολωνία, στην Ιταλία, σχεδόν παντού τα όρια έχουν αυξηθεί και η προοπτική είναι ότι σύντομα θα βγαίνουν στη σύνταξη στα 67 ‒ οι Γάλλοι γιατί αντιδρούν τόσο οργισμένα; Ο ΟΟΣΑ τα έχει προβλέψει όλα αυτά εδώ και χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση τα έχει αποδεχτεί με μεγάλη ικανοποίηση, μήπως οι Γάλλοι κατεβαίνουν στους δρόμους γιατί είναι οι τεμπέληδες της Ευρώπης;
Προφανώς, δεν συμβαίνει το τελευταίο. Μερικές εβδομάδες πριν, η Sandrine Rousseau, βουλευτής των Πράσινων, οικονομολόγος και επικεφαλής στη Γαλλία του κινήματος ΜeΤoo, σε μια δημόσια συζήτηση για το συνταξιοδοτικό επικαλέστηκε μια φράση σημαντική για τους Γάλλους ‒ και μάλλον όχι μόνο γι’ αυτούς, αν και πρόκειται κυρίως για μια γαλλική συζήτηση. Έχει τρεις λέξεις αυτή η φράση: «Δικαίωμα στην τεμπελιά». Η ιστορία της φράσης, και ενός υποστρώματος κουλτούρας που έχει δημιουργηθεί ξεκινά πολλά χρόνια πριν.
Ο κόσμος σε κάθε γωνιά του πλανήτη εργάζεται ολοένα και περισσότερο σε βάρος του ελεύθερου χρόνου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και συνεπάγεται πολλά.
Ήταν το 1880 όταν ένας εξαιρετικά ανήσυχος τύπος (επαναστάτης, μαρξιστής, δημοσιογράφος, συγγραφέας, ακτιβιστής) με το όνομα Πολ Λαφάργκ δημοσίευε ένα μικρό μανιφέστο που κυκλοφόρησε με αυτόν ακριβώς τον τίτλο Δικαίωμα στην τεμπελιά.
Το μανιφέστο σήκωσε πολλή σκόνη. Παρότι πέρασε σχεδόν ενάμισης αιώνας, το μανιφέστο, που έγινε ένα μικρό βιβλίο, δεν έχασε ποτέ την επικαιρότητά του. Έγινε αντικείμενο άπειρων συζητήσεων ιδιαίτερα στο εσωτερικό της αριστεράς, πολιτικών ζυμώσεων, αγώνων, συγκρούσεων για ένα θέμα που σε ελεύθερη απόδοση ονομάζεται «το δικαίωμα του ελεύθερου χρόνου». Ο Λαφάργκ ουσιαστικά οραματιζόταν την εποχή που «θα εργαζόμαστε το πολύ τρεις ώρες την ημέρα» και θα απολαμβάνουμε τις υπόλοιπες, οπότε θα ζούσαμε πραγματικά.
Το μανιφέστο προκάλεσε μεγάλη αμηχανία την εποχή εκείνη, και πολλές συγκρούσεις ανάμεσα στους μαρξιστές. ο Λένιν θαύμαζε τον Λαφάργκ, αλλά ο ίδιος ο Κάρολος Μαρξ, που εκνευρίστηκε με το μικρό μανιφέστο, δεν κατάφερε να αποτρέψει τον γάμο της κόρης του Λόρας με τον Λαφάργκ (υπάρχει ένα εξαιρετικό βιβλίο για το ζεύγος Λαφάργκ - Λόρα με τίτλο Λώρα, η τελευταία των Μαρξ της Ζέφης Κόλια, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο).
Ο Λαφάργκ έδινε έμφαση σε κάτι που έχουμε ξεχάσει, στη θέση που έχει η εργασία στη ζωή μας. Η εργασία έγινε αυτοσκοπός μετά από μερικά διαλείμματα χάρη σε κάποιες κατακτήσεις, οι συνθήκες εργασίας επιδεινώθηκαν, ο κόσμος σε κάθε γωνιά του πλανήτη εργάζεται ολοένα και περισσότερο σε βάρος του ελεύθερου χρόνου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και συνεπάγεται πολλά.
Από τις πρώτες λέξεις του βιβλίου του ο Λαφάργκ περιέγραφε κάτι που ηχεί εξαιρετικά επίκαιρο στην εποχή μας: «Μια παράξενη τρέλα κατέχει τις εργατικές τάξεις των εθνών όπου κυριαρχεί ο καπιταλιστικός πολιτισμός. Αυτή η τρέλα σέρνει στο κατόπι της ατομικές και οικογενειακές δυστυχίες οι οποίες βασανίζουν εδώ και αιώνες τη δύστυχη ανθρωπότητα. Αυτή η τρέλα είναι η αγάπη για τη δουλειά, το θνησιμαίο πάθος για τη δουλειά που φτάνει ως την εξάντληση των ζωτικών δυνάμεων του ατόμου και των απογόνων του. Αντί να αντιδράσουν σ’ αυτόν τον διανοητικό παραλογισμό, οι ιερείς, οι οικονομολόγοι και οι ηθικολόγοι καθαγίασαν την εργασία». Και οι πολιτικοί, θα προσθέταμε εμείς.
Είχε όμως και ένα καλό παράδειγμα να παραθέσει απέναντι σε αυτήν τη λογική της απόλυτης ορθότητας και εμμονής στην εργασία, ένα πρότυπο, που ήταν πολύ ελληνικό: «Οι Έλληνες της χρυσής εποχής δεν ένιωθαν, κι αυτοί επίσης, παρά μόνο περιφρόνηση για τη δουλειά: αποκλειστικά και μόνο οι σκλάβοι επιτρεπόταν να δουλεύουν: ο ελεύθερος άνθρωπος δεν γνώριζε παρά μόνο τις σωματικές ασκήσεις και τα παιχνίδια του νου.
Ήταν, επίσης, η εποχή όπου περπατούσε και ανέπνεε κανείς ανάμεσα σ’ έναν λαό από Αριστοτέληδες, από Φειδίες, από Αριστοφάνηδες ‒ ήταν η εποχή που μια χούφτα γενναίων συνέτριβε στον Μαραθώνα τις ορδές της Ασίας, αυτές που σε λίγο καιρό ο Αλέξανδρος θα καθυπέτασσε.
Οι φιλόσοφοι της αρχαιότητας δίδασκαν την περιφρόνηση για τη δουλειά, αυτόν τον ατιμωτικό υποβιβασμό του ελεύθερου ανθρώπου ‒ οι ποιητές υμνούσαν την τεμπελιά, αυτό το δώρο των Θεών». Αν εξαιρέσουμε τη μη αναγκαιότητα των σκλάβων, δεν είναι απαραίτητο να βιώσουμε χρυσούς αιώνες για να ανακαλύψουμε πάλι τη χαρά της εκτός δουλειάς ζωής, αυτό μας λένε οι Γάλλοι…
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.