ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥΣ για την οικονομία, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, επιχειρούν να αναδείξουν οι πολιτικοί αρχηγοί, καθώς η οικονομική κατάσταση είναι αυτή που θεωρείται ότι επηρεάζει περισσότερο από όλα τους ψηφοφόρους όσον αφορά την επιλογή που θα κάνουν στην κάλπη.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία προβάλλουν την αύξηση των μεγεθών της οικονομίας, τον τουρισμό, στον οποίο δίνουν έμφαση (παρότι οι αποκαλύψεις για την ανομία που επικρατεί σε τουριστικά νησιά, όπως η Μύκονος, θολώνουν την εικόνα), και τις επενδύσεις, μαζί με την αύξηση του κατώτατου μισθού, που την έχει ωστόσο καταπιεί ήδη ο πληθωρισμός. Ο Κ. Μητσοτάκης προσπαθεί να εμφανιστεί ως ο μοναδικός εγγυητής της σταθερότητας και της κανονικότητας σε ένα διεθνές οικονομικό περιβάλλον από το οποίο δεν απουσιάζουν οι απειλές.
Ο μεγαλύτερος αντίπαλος του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, εξακολουθεί να παραμένει ο εαυτός του, αφού δεν κατάφερε να αξιοποιήσει τις απώλειες που είχε η κυβέρνηση το προηγούμενο διάστημα.
Οικονομία αντί για Τέμπη
Την Τρίτη ο πρωθυπουργός συναντήθηκε με τον πρόεδρο του Eurogroup, Paschal Donohoe, ο οποίος αναφέρθηκε σε «μεγάλη πρόοδο που έχει συντελεστεί», κάτι που προσπάθησε να αναδείξει η κυβέρνηση, παρότι η επίσκεψή του πέρασε απαρατήρητη. Η είδηση ήταν μάλλον ότι η παρουσία του προέδρου του Eurogroup όχι μόνο πέρασε στα ψιλά, αλλά και σχεδόν κανείς πλέον στην Ελλάδα δεν γνωρίζει το όνομά του.
Το θέμα της επέκτασης και της χρηματοδότησης του φράχτη, που ήρθε στην επικαιρότητα αυτήν τη φορά με πρωτοβουλία του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Παπαδημούλη, αξιοποιήθηκε από τη Νέα Δημοκρατία για να πάει την ατζέντα σε ένα πεδίο που θεωρεί προνομιακό και το οποίο σίγουρα προτιμά από το να απολογείται για τις υποκλοπές και τα Τέμπη.
Η ανακούφιση των δανειοληπτών ως προτεραιότητα
Για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα, σύμφωνα με όσα είπε αυτές τις μέρες, το δίλημμα της κάλπης θα είναι η ρύθμιση των δανείων, που προτάσσει στην οικονομική του πολιτική, ή η αναδιανομή περιουσίας από τη μεσαία τάξη στα χέρια των λίγων, που καταγγέλλει ότι προωθεί η κυβέρνηση. Η ανακούφιση των δανειοληπτών αναδεικνύεται ως προτεραιότητα για τον ΣΥΡΙΖΑ και το μήνυμα που θέλει να στείλει στους ψηφοφόρους, όπως δήλωσε και η εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος Πόπη Τσαπανίδου, είναι ότι «ο Αλέξης Τσίπρας θα βάλει μια τάξη στο ιδιωτικό χρέος».
Ο μεγαλύτερος αντίπαλος του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, εξακολουθεί να παραμένει ο εαυτός του, αφού δεν κατάφερε να αξιοποιήσει τις απώλειες που είχε η κυβέρνηση το προηγούμενο διάστημα. Το βασικότερο πρόβλημα φαίνεται πως είναι το έλλειμμα της αξιοπιστίας και ίσως γι’ αυτό ο Αλέξης Τσίπρας στις ομιλίες του χρησιμοποιεί όλο και πιο συχνά φράσεις όπως «θέλω να μιλάω τη γλώσσα της αλήθειας».
Ο χειρισμός της υπόθεσης Πολάκη δεν βοήθησε σε αυτό καθώς, ενώ είχε ανακοινωθεί η απομάκρυνσή του από το κόμμα και παρουσιαζόταν και ως βήμα καλής θέλησης για την προσέγγιση με το ΠΑΣΟΚ (που βάζει συχνά «θέμα Πολάκη»), ο Αλέξης Τσίπρας έκανε πίσω σαν να μην είχαν προηγηθεί ποτέ όλα αυτά.
Οι εξηγήσεις που δίνονται από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι ο πρόεδρος του κόμματος δεν διαφώνησε ποτέ πολιτικά με τον Πολάκη, ακόμα και όταν το ύφος του είναι «αψύ», όπως έχει πει. Ο λόγος που απείλησε με αποπομπή τον Πολάκη ήταν η «απείθεια» που επέδειξε σχετικά με την κατάρτιση των ψηφοδελτίων στα Χανιά.
Ο Πολάκης επέμενε στη στήριξη της υποψηφιότητας (δημοφιλούς στον ΣΥΡΙΖΑ) πολιτικού του φίλου, η οποία όμως θα έθετε σε κίνδυνο για δεύτερη φορά την υποψηφιότητα του Γιώργου Σταθάκη, για τον οποίο έχει δοθεί αυστηρή γραμμή να στηριχθεί, σύμφωνα με πληροφορίες. Από τη στιγμή που ο Παύλος Πολάκης όμως υποχώρησε και τα μηνύματα της ηγεσίας ελήφθησαν, το θέμα για τον Αλέξη Τσίπρα θεωρήθηκε λήξαν.
Η συνταγή του «ούτε-ούτε» επεκτείνεται
Στο ΠΑΣΟΚ και το περιβάλλον Ανδρουλάκη, τον εκνευρισμό που είχαν προκαλέσει οι έντονες επικοινωνιακές επιθέσεις που είχε δεχθεί τις προηγούμενες μέρες σχετικά με το «ούτε Μητσοτάκης, ούτε Τσίπρας» διαδέχθηκε κάποια ανακούφιση και ικανοποίηση. Ο λόγος είναι ότι, όπως κατέδειξαν και οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, οι επιθέσεις αυτές δεν τον έβλαψαν, αντιθέτως έβαλαν τον Ανδρουλάκη στο επίκεντρο, από εκεί που η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ τον είχαν στο περιθώριο και έπαιζαν πινγκ-πονγκ μεταξύ τους. Στο ΠΑΣΟΚ εκτιμούν ότι οι επιθέσεις που δέχθηκε ο πρόεδρός τους για το θέμα αυτό τελικά τον ενίσχυσαν, γι’ αυτό και αποφάσισαν να το αξιοποιήσουν επικοινωνιακά.
Το «ούτε-ούτε» σκέφτονται να το επεκτείνουν και σε άλλα ζητήματα. Ένα παράδειγμα είναι το θέμα της επέκτασης του φράχτη στον Έβρο. Το ΠΑΣΟΚ ξεκαθάρισε ότι είναι υπέρ του φράχτη, αφήνοντας τον ΣΥΡΙΖΑ μόνο του σε αυτό, αλλά κατηγόρησε και την κυβέρνηση Μητσοτάκη που δεν έχει τολμήσει να ζητήσει την αναθεώρηση του Κανονισμού του Δουβλίνου, ώστε να μη σηκώνουν μόνες τους το βάρος οι χώρες εισδοχής.
Τα ονόματα για το «τρίτο πρόσωπο»
Το «ούτε Μητσοτάκης, ούτε Τσίπρας» του Ανδρουλάκη, πάντως, σε συνδυασμό με την αδυναμία επίτευξης αυτοδυναμίας που εμφανίζουν ως τώρα οι δημοσκοπήσεις έχουν ανοίξει εδώ και λίγο καιρό μια συζήτηση στο παρασκήνιο σχετικά με το ποιο τρίτο πρόσωπο θα μπορούσε να προταθεί για πρωθυπουργός σε μια συμμαχική κυβέρνηση.
Τα ονόματα που κυκλοφορούν είναι αυτά του πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ Βαγγέλη Βενιζέλου και του ομότιμου καθηγητή Νίκου Αλιβιζάτου, παρότι αυτή η συζήτηση έχει περισσότερο τα χαρακτηριστικά ενός πολιτικού κουτσομπολιού και δεν αφορά σε πολιτικές διεργασίες (αν και υπάρχουν δημοσιογραφικοί και επιχειρηματικοί κύκλοι που ασχολούνται με παρόμοια σενάρια). Οι ίδιοι δεν έχουν εκδηλώσει κάποιο προσωπικό ενδιαφέρον, αλλά οι συνεντεύξεις και τα άρθρα τους τροφοδοτούν τις σχετικές συζητήσεις.
Ο Βαγγέλης Βενιζέλος, που στήριξε αρκετές φορές την κυβέρνηση Μητσοτάκη στην αρχή της θητείας της και είχε αποστασιοποιηθεί από το ΠΑΣΟΚ, τώρα έχει επαναπροσεγγίσει το κόμμα του και τον Νίκο Ανδρουλάκη, ενώ η σχέση του με τον πρωθυπουργό έχει περάσει από το ζεστό στο κρύο, αν και υπάρχουν κατά καιρούς διακυμάνσεις.
Την τελευταία περίοδο έχουν γίνει επίσης κινήσεις από τρίτους για να μειωθεί η απόσταση με τον ΣΥΡΙΖΑ, με τον οποίο μέχρι πρόσφατα και επί σειρά ετών αντιμετώπιζαν ο ένας τον άλλον ως το απόλυτο κακό. Οι πιο προσεκτικοί έχουν παρατηρήσει πόσο έχουν πέσει μεταξύ τους οι τόνοι και τις προσπάθειες του Βενιζέλου να ξεχάσει όσα κατήγγειλε, ειδικά για αυτό που αποκαλούσε «σκευωρία Novartis».
Ο ίδιος αρνείται ότι ενδιαφέρεται να είναι πρωθυπουργός μιας συμμαχικής κυβέρνησης, αλλά στις συνεντεύξεις του αναφέρει ότι από την εμπειρία της συγκυβέρνησης με τον Αντώνη Σαμαρά θεωρεί τις συμμαχικές κυβερνήσεις πιο αποτελεσματικές από αρκετές αυτοδύναμες μονοκομματικές κυβερνήσεις.
Ο ομότιμος καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος σε πρόσφατο άρθρο του στην «Καθημερινή» με τίτλο «Τι κυβέρνηση προσδοκούμε;» αναρωτήθηκε μήπως η συγκυρία προσφέρεται για να ληφθούν από μια κυβέρνηση συνασπισμού αποφάσεις που κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα δεν μπορεί να πάρει από μόνο του: «…μήπως είναι ιδανική περίοδος για έναν φιλόδοξο επανακαθορισμό των ελληνοτουρκικών σχέσεων, για μια “Συμφωνία του Αιγαίου”, στον δρόμο που χάραξαν Ελευθέριος Βενιζέλος και Κεμάλ Ατατούρκ το 1930; Αναγκαία, προφανώς, προϋπόθεση γι’ αυτό», αναφέρει, «είναι η νέα κυβέρνηση να μην είναι απλώς συμμαχική, αλλά όσο το δυνατόν “οικουμενικότερη”. Θα τολμήσουν άραγε τα τρία τουλάχιστον μεγάλα κόμματα να κάνουν το αποφασιστικό βήμα;», καταλήγει ο κ. Αλιβιζάτος στο άρθρο του, που προκάλεσε αρκετή αναστάτωση, κυρίως από όσους το μετέφρασαν ως πρόταση για «μοίρασμα του Αιγαίου», ενώ υπάρχουν και πολιτικοί που συμφωνούν με τον καθηγητή, αλλά πράγματι δεν θα τολμούσαν να το πουν δημόσια, όπως το επισημαίνει.
Κινητικότητα αριστερά και δεξιά
Καθώς πλησιάζουν οι εκλογές, έντονη κινητικότητα παρατηρείται και στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας, από όσους θεωρούν ότι ο Μητσοτάκης έχει τοποθετήσει τη ΝΔ στο κέντρο και δεν εκφράζει τη δεξιά, αλλά και στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, από όσους θεωρούν ότι ο Τσίπρας έχει εγκαταλείψει την αριστερά για το κέντρο.
Στα δεξιά υπάρχουν διάφορες νέες συμπράξεις εξωκοινοβουλευτικών κομμάτων (Μπογδάνος, Εμφιετζόγλου κ.ά.), ενώ στα αριστερά το πιο αξιοσημείωτο γεγονός των ημερών είναι η συμμαχία του κόμματος Βαρουφάκη με στελέχη που είχαν φύγει μετά την ψήφιση του μνημονίου από τον ΣΥΡΙΖΑ, για να πάνε στη Λαϊκή Ενότητα που δεν κατάφερε να μπει στη Βουλή (Λαπαβίτσας, Βαλαβάνη, Στρατούλης κ.ά.). Το κόμμα του Βαρουφάκη δείχνει να τα πηγαίνει αρκετά καλά στις δημοσκοπήσεις και να εισπράττει σημαντικά κέρδη από τη δυσαρέσκεια που εκφράστηκε για το πολιτικό σύστημα μετά τα Τέμπη.
Άγνωστο παραμένει για την ώρα τι θα συμβεί με το κόμμα του καταδικασμένου νεοναζιστή Κασιδιάρη, που ετοιμάζεται να συμμετάσχει στις εκλογές υπό την ηγεσία συνταξιούχου δικαστικού, αλλά αυτό αναμένεται να κριθεί από τη σχετική απόφαση που θα λάβει ο Άρειος Πάγος.