ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ ΔΕΝ υπήρχε καμία προστασία των θυμάτων, μια εποχή που δεν είναι μακρινή, τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων γεμίζουν με τη φωτογραφία της Ελένης Καρυώτη, της Ελένης από το Κωσταλέξι, μιας γυναίκας που έπασχε από ψυχική νόσο και βρέθηκε έγκλειστη στο υπόγειο του σπιτιού της οικογένειας σε άθλια, σχεδόν ζωώδη κατάσταση.
Η Ελένη ζούσε εκεί για 29 χρόνια και το 1978, όταν η ιστορία της αποκαλύφθηκε, ήταν 47 ετών.
Το Κωσταλέξι ή Κωσταλέξης, το μικρό πεδινό χωριό της Στερεάς Ελλάδας στους βορειοανατολικούς πρόποδες της Οίτης, σε απόσταση 10 χλμ. από τη Λαμία, γίνεται δημοσιογραφικό «αξιοθέατο». Ακόμα και σήμερα, αν γκουγκλάρει κάποιος τη λέξη Κωσταλέξι η υπόθεση της Ελένης βγαίνει πρώτη και το όνομα του χωριού είναι πια συνώνυμο του εγκλεισμού και της κατ' οίκον φυλάκισης.
Στο υπόγειο του σπιτιού η Ελένη, γυμνή, σκεπασμένη με μια τρύπια λινάτσα, βρόμικη και σε ημιάγρια κατάσταση, δίπλα σε τσουβάλια στάρι και σανό, γρυλίζει έντρομη και μιλά ακαταλαβίστικα όταν την πλησιάζουν οι αστυνομικοί. Με εισαγγελική εντολή οδηγείται στο νοσοκομείο της Λαμίας. Είναι ανίκανη να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση και λέει ότι είναι 18 ετών. Μεταφέρεται στην Αθήνα.
Εκείνο τον Νοέμβριο του 1978, ένα ανώνυμο τηλεφώνημα οδηγεί την αστυνομία στο σπίτι της οικογένειας Καρυώτη. Στο υπόγειο του σπιτιού η Ελένη, γυμνή, σκεπασμένη με μια τρύπια λινάτσα, βρόμικη και σε ημιάγρια κατάσταση, δίπλα σε τσουβάλια στάρι και σανό, γρυλίζει έντρομη και μιλά ακαταλαβίστικα όταν την πλησιάζουν οι αστυνομικοί. Με εισαγγελική εντολή οδηγείται στο νοσοκομείο της Λαμίας. Είναι ανίκανη να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση και λέει ότι είναι 18 ετών. Μεταφέρεται στην Αθήνα.
Η υπόθεση είναι πρωτοφανής και οι εφημερίδες βρίσκουν την αγαπημένη τους ιστορία για το επόμενο διάστημα. Τα τρία αδέρφια της Ελένης, Ευθύμης, Μαρία και Ολυμπία Καρυώτη, τρεις άνθρωποι αμόρφωτοι, εντελώς ακατάλληλοι να βοηθήσουν την αδελφή τους, κατηγορούνται για αρπαγή, σκοπούμενη βαριά σωματική κάκωση και έκθεση σε κίνδυνο σε βαθμό κακουργήματος.
Δεν καταλαβαίνουν καλά-καλά τις λέξεις, είναι και οι ίδιοι εντελώς αναλφάβητοι, ανίκανοι να παράσχουν τη στοιχειώδη βοήθεια που χρειαζόταν η Ελένη. Για την αδελφή τους η καλύτερη λύση ήταν να την κρατήσουν στο σπίτι, κάτι που δεν πίστευαν μόνο εκείνοι αλλά και ολόκληρο το χωριό. Ούτε λόγος τότε να παρέμβουν οι θεσμικοί φορείς, άλλες δυο άγνωστες λέξεις.
Μάλιστα, στη δίκη που ακολούθησε, με εξαίρεση τον εισαγγελέα που κατέστησε υπόδικο όλο το χωριό, το δικαστήριο αποφάσισε την αθώωση των τριών. Λίγο νωρίτερα, όταν έγινε η προσαγωγή τους στη Λαμία, το συγκεντρωμένο πλήθος απείλησε να τους λιντσάρει. Από την κοινωνία της σιωπής φτάνουμε ακαριαία στην κοινωνία της αυτοδικίας.
Η ιστορία της Ελένης, η οποία δείχνει σημάδια βελτίωσης με την περίθαλψη που της παρέχεται στην Αθήνα, παίρνει μυθιστορηματική τροπή. Στις φωτογραφίες της εποχής τη δείχνουν να «διαβάζει» το «ειδύλλιό της», το πρωτοσέλιδο «Ελένη, αυτός είναι ο έρωτάς σου» και οι τίτλοι «Η δυστυχισμένη Ελένη ξαναγίνεται άνθρωπος – αρχίζει να μιλά και να θυμάται αμυδρά» κάνουν τις εφημερίδες να πουλάνε σαν τρελές.
Αποκαλύπτεται ο υποτιθέμενος έρωτάς της την περίοδο του εμφυλίου με έναν ΕΛΑΣίτη, ή σε άλλη εκδοχή με τον κομμουνιστή δάσκαλο του χωριού. Το σπίτι είναι φιλοβασιλικό και ο πατέρας της αποφασίζει να την τιμωρήσει φυλακίζοντάς τη στο υπόγειο.
Η τραγική ιστορία αγάπης που έρχεται στο φως μετατρέπει το ρεπορτάζ σε δραματικό ρομάντζο, το Κωσταλέξι, που έχει γίνει τόπος κατασκήνωσης για τους ρεπόρτερ και τα τηλεοπτικά συνεργεία, σε τουριστική ατραξιόν και «τόπο μαρτυρίου». Η Ελένη που χάνει τα λογικά της εξαιτίας του έρωτα είναι μια συγκινητική ιστορία που δημοσιεύεται σε συνέχειες.
Το βέβαιο είναι ότι η Ελένη πάσχει από ψυχική ασθένεια. Οι εφημερίδες την αποδίδουν στον πολυετή εγκλεισμό. Δημοσιεύουν ακόμα και συνεντεύξεις της. Συνεντεύξεις ενός ανθρώπου που δεν μιλά.
Κάποια στιγμή το «πάρτι» τελειώνει. Οι συγγενείς της Ελένης, που και εκείνοι ζούσαν σε κακές συνθήκες υγιεινής, μην έχοντας ιδέα για το πώς να διαχειριστούν την υπόθεση της αδελφής τους, οι οποίοι δεν ήταν τέρατα αλλά άνθρωποι αμόρφωτοι που δεν ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν, την ξαναπήραν πίσω στο χωριό. Μένει ξανά με την οικογένειά της μέχρι το 1998.
Μια μέρα τα αδέρφια της ήταν σε αγροτικές δουλειές. Όταν επέστρεψαν δεν τη βρήκαν στο σπίτι. Η Ελένη είχε εξαφανιστεί για πάντα χωρίς να αφήσει ίχνος πίσω της. Ακόμα και σήμερα κάποιοι πιστεύουν ότι έπεσε σε ένα από τα βαθιά φαράγγια που υπάρχουν στην περιοχή. Φυσικά, τότε δεν έγινε κανένας θόρυβος στα ΜΜΕ, απλώς υπήρχαν σενάρια ότι κλείστηκε σε μοναστήρι. Όταν εξαφανίστηκε, η Ελένη ήταν 68 ετών. Το τέλος της στα μάτια μας φαντάζει τόσο δραματικό όσο και η ζωή της.
Η αποκάλυψη μιας άλλης αλήθειας
Χρόνια αργότερα, η τηλεοπτική εκπομπή «Μηχανή του Χρόνου» μετά από έρευνες έδωσε μια εντελώς διαφορετική διάσταση στα γεγονότα. Πολλά από τα αποκαλυπτικά γεγονότα που ξέραμε ήταν απλώς προϊόντα της ζωηρής φαντασίας των δραστήριων ρεπόρτερ της εποχής, που τράβαγαν κάθε είδηση για το θέμα «από τα μαλλιά».
Σύμφωνα με τις αποκαλύψεις που έγιναν, η Ελένη Καρυώτη στη δεκαετία του ’40 εμφανίζει τα πρώτα συμπτώματα ψυχικής ασθένειας. Ο πατέρας της την πηγαίνει σε έναν παθολόγο, μη γνωρίζοντας τι έχει, και εκείνος τον παραπέμπει σε ψυχίατρο. Καταλήγουν στο Δαφνί και η νεαρή γυναίκα εισάγεται στην πτέρυγα των ψυχωσικών.
Μπορούμε σήμερα να καταλάβουμε τις συνθήκες που επικρατούσαν σε μια Ελλάδα που δεν γνώριζε τι σημαίνει ψυχική υγεία, με την Ελένη να είναι απλώς η «τρελή του χωριού» και να μην έχει ούτε φαρμακευτική, ούτε νοσηλευτική υποστήριξη και με την οικογένειά της να μένει σε ένα χωριό ώρες μακριά από την Αθήνα. Οι συνθήκες εγκλεισμού, όπως αποκαλύφθηκε και στην υπόθεση της Λέρου, ήταν παρόμοιες με τις συνθήκες στις οποίες ζούσε στο χωριό η Ελένη.
Ο πατέρας της αποφασίζει να μην την αφήσει στο ψυχιατρείο και να την πάρει μαζί του. Η οικογένεια απομονώνεται από όλους, κουβαλώντας το στίγμα της «τρέλας», τα αδέλφια μένουν ανύπαντρα, ενώ όταν οι γονείς πεθαίνουν αφήνουν ευχή και κατάρα στα παιδιά τους να μην εγκαταλείψουν τη μικρή τους αδελφή.
Ένα άτομο με τόσο βαριά ψυχική νόσο δεν θα μπορούσε να έχει καμιά ελπίδα σε αυτό το περιβάλλον.
Η πραγματική ιστορία αυτής της γυναίκας, που οι ίδιοι οι γονείς και τα αδέλφια της την κράτησαν έγκλειστη για σχεδόν τρεις δεκαετίες σε ένα χωριό της Στερεάς Ελλάδας, αποτελεί την έμπνευση για την παράσταση «Κωσταλέξι» από την 812:Coal Theatre Company, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μωραΐτη, που θα ανέβει για 17 παραστάσεις στο θέατρο Θησείον από την Παρασκευή 28 Απριλίου.
Μέσα από την ιστορία της Ελένης η παράσταση εξετάζει την κατάσταση ενός ολόκληρου χωριού που ξέρει, βλέπει και δεν μιλάει. Το «τι θα πει ο κόσμος», βαθιά ριζωμένο στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας, για ακόμα μία φορά υπερισχύει.
Η παράσταση, με ερευνητική διάθεση, προσπαθεί να ανακαλύψει την πραγματική Ελένη Καρυώτη, ξεπερνώντας την εικόνα της και τις ιστορίες της εποχής. Την Ελένη ως άνθρωπο πέρα από την αρρώστια και την οικογενειακή παθογένεια. Εξετάζει το θέμα των ψυχικά νοσούντων στην ελληνική επαρχία, το φαινόμενο των «τρελών του χωριού», προσπαθώντας να θέσει ερωτήματα τόσο για την κατάσταση της ψυχικής υγείας στη χώρα μας όσο και για τη συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντι στους πάσχοντες.
Πώς η σκληρότητα της ανθρώπινης φύσης έρχεται να συνθλίψει ό,τι δεν είναι συνηθισμένο ή καθημερινό; Τελικά ο άνθρωπος είναι το πιο σκληρό ζώο, καθώς τα ένστικτά του, παρ’ όλη την εκπαίδευση και τον πολιτισμό, εξακολουθούν να τον ελέγχουν.