ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΚΕΡΔΙΣΕΙΣ εκλογές με ένα σκοτεινό, αρνητικό προεκλογικό μήνυμα; Αν κάτι μου έκανε τεράστια εντύπωση στην προεκλογική καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ, είναι η αβυσσαλέα απόσταση που τη χώριζε από την αισιοδοξία του 2015 και το περίφημο σλόγκαν «Η ελπίδα έρχεται». Ακόμα και στην πιο ριζοσπαστική στιγμή του ο ΣΥΡΙΖΑ έδινε ένα εναλλακτικό αφήγημα για το μετά, για το μέλλον. Όλα ανεξαιρέτως τα προεκλογικά σποτ της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τις πρόσφατες εκλογές ήταν βαθιά αρνητικά, πολύ μαύρα και αποκλειστικά εστιασμένα στις παθογένειες της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, με προσωποποιημένα στοιχεία ad hominem επίθεσης. Δεν υπήρχε ίχνος της πειστικής απάντησης που θα έδινε ο ΣΥΡΙΖΑ στα πολλά ανοιχτά ζητήματα και προβλήματα της παρούσας κυβέρνησης σε θέματα διαφθοράς, υποκλοπών, κακοδιαχείρισης, παρά μόνο μονομερής καταγγελία.
Με εντυπωσίασε το γεγονός πως ένα κόμμα με μεγάλη πλέον εμπειρία σε εκλογικές αναμετρήσεις, που έφερε τα πάνω-κάτω στο πολιτικό σκηνικό της χώρας πριν από δέκα και κάτι χρόνια, φάνηκε τώρα να αγνοεί εντελώς μια από τις κλασικές αρχές της πολιτικής επικοινωνίας, κοινώς το ότι πρέπει να έχεις ένα θετικό μήνυμα για το μέλλον σε σχέση με την εκλογική σου πρόταση και όχι απλά να αποδομείς τον άλλον. Όποιος έχει δει την ωραία ταινία του Pablo Larrain NO, σχετικά με την εξαιρετικά επιτυχημένη καμπάνια ενάντια στον στρατηγό Πινοσέτ το 1988 στη Χιλή, δεν θα το ξεχάσει ποτέ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, με αίσθηση (αν όχι παράκρουση) ηθικού πλεονεκτήματος, δεν κατάφερε να επικοινωνήσει λιανά το μήνυμά του σε μια ευρύτερη μάζα ανθρώπων. Δεν έπεισε, ίσως γιατί ο ίδιος δεν ήταν πεισμένος. Δεν σκέφτηκε το μέλλον, γιατί φαίνεται να είναι ο ίδιος σκαλωμένος στο παρελθόν.
Μπορείς να κερδίσεις εκλογές με ένα θολό μήνυμα για την επόμενη μέρα; Η πολυδιάσπαση και το αλαλούμ που επέδειξε την τελευταία περίοδο ο ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τις προτάσεις του για προοδευτική διακυβέρνηση, που ενίοτε ήταν κυβέρνηση μειοψηφίας με την ανοχή μικρότερων κομμάτων και ενίοτε ήταν ειδικού σκοπού, για να καταλήξει σε κυβέρνηση νικητών «μακράς πνοής», συνετέλεσαν και αυτά σε μια καταστροφική προεκλογική καμπάνια. Η βόμβα μεγατόνων της πρόσκλησης στους παραπλανημένους πρώην ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής, καθαρά χρηστικά και χωρίς καμιά πειστική πρόταση για το πώς ακριβώς αυτοί οι άνθρωποι θα αναμορφώνονταν και θα αναβαπτίζονταν πολιτικά ως προοδευτικοί στο παρά πέντε των εκλογών, συνετέλεσε στη δημιουργία μιας έντονης αίσθησης ερασιτεχνισμού, ακροβασιών και πολιτικού καιροσκοπισμού από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ.
Οι προεκλογικές αστοχίες δεν μπορούν βέβαια από μόνες τους να εξηγήσουν την πολιτική συντριβή του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οι πραγματικές αιτίες πάνε πίσω στο 2019 και στην αδυναμία αναδιάταξης και ανανέωσης αυτού του κόμματος, που είχε την ευκαιρία να τα αλλάξει όλα και όλους και τέσσερα χρόνια μπροστά του για να καλοκουρδίσει τη στρατηγική του. Πηγαίνει ακόμα πιο πίσω, στη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και στο ορατό τραύμα της μεσαίας τάξης που υπερφορολογήθηκε στα χρόνια της αριστερής διακυβέρνησης, τραύμα πολύ πρόσφατο και εν πολλοίς ανεπούλωτο, που σε μεγάλο βαθμό αναμόχλευσαν οι εξαγγελίες Κατρούγκαλου, πριν ο τελευταίος ανακληθεί όπως-όπως στην τάξη. Φυσικά οποιαδήποτε αναφορά, σοβαρή ή μη, σε παράλληλα νομίσματα ή άλλου τύπου ευρεσιτεχνίες απλώς επέτεινε μια αίσθηση ανασφάλειας για το τι θα μπορούσε να σημαίνει μια ενδεχόμενη νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Αν κανείς προσθέσει και την επίκληση ιστορικών παπανδρεϊκών συνθημάτων για «Αλλαγή», κατευθείαν από τη δεκαετία του ‘80, λες και έχει στερέψει εντελώς η φαντασία των κομματικών επιτελείων, τότε καταλαβαίνει πως το μείγμα των παραπάνω απέτρεψε παλιούς ή και πιθανούς νέους ψηφοφόρους από το να επιλέξουν το κόμμα της αριστεράς.
Τα παρόντα διακυβεύματα είναι βεβαίως μεγάλα και μια προοδευτική διακυβέρνηση είναι πάντα το ζητούμενο. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως, με αίσθηση (αν όχι παράκρουση) ηθικού πλεονεκτήματος, δεν κατάφερε να επικοινωνήσει λιανά το μήνυμά του σε μια ευρύτερη μάζα ανθρώπων. Δεν έπεισε, ίσως γιατί ο ίδιος δεν ήταν πεισμένος. Δεν σκέφτηκε το μέλλον, γιατί φαίνεται να είναι ο ίδιος σκαλωμένος στο παρελθόν. Όμως κανείς δεν θα ξαναδώσει στο κόμμα αυτό carte blanche για να αυτοσχεδιάσει πολιτικές λύσεις εν κενώ και εν κινήσει, σε έναν κόσμο που αλλάζει με καταιγιστικούς ρυθμούς.
Τέλος, ο ίδιος ο Τσίπρας, κάποτε το μεγάλο χαρτί, ως ο χαρισματικός ηγέτης, αποτέλεσε τελικά και το τεράστιο μειονέκτημα του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί αρνούμενος να παραιτηθεί, ως όφειλε, το 2019 μετά από μια βαριά εκλογική ήττα, δεν επέτρεψε στο κόμμα του να απογαλακτιστεί από την τόσο προσωποπαγή και αρχηγική μορφή που του έδωσε με τα χρόνια. Επιπλέον, αποτελεί πλέον ο ίδιος ζωντανή υπόμνηση των λαθών του παρελθόντος και όχι την παρακαταθήκη για ένα μέλλον που πρόκειται να γραφτεί· κοινώς μοιάζει να ηγείται ενός κόμματος που «γύρισε τις πλάτες του στο μέλλον», για να παραφράσουμε το γνωστό τραγούδι του Διονύση Τσακνή. Έφτασε πλέον η ώρα να απέλθει και να οδηγήσει επιτέλους το κόμμα του στην ανανέωση. Μάλλον, βέβαια, είναι ήδη αργά.
Ο Κωστής Κορνέτης διδάσκει Σύγχρονη Ιστορία στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LifO.