ΜΠΗΚΕ ΣΤΟ ΜΕΤΡΟ στο Σύνταγμα. Σωριάστηκε στο κάθισμα δίπλα μου και άνοιξε διάπλατα τα πόδια του. Κόλλησα στη γωνία, κοίταξα τα γόνατά του και αναρωτήθηκα τι θα έλεγε στην παράλληλη πραγματικότητα που θα τολμούσα να ρωτήσω με τρεμάμενη φωνούλα «συγγνώμη, μήπως μπορείτε να μην απλώνετε τα πόδια σας έτσι γιατί δεν χωράω στο κάθισμα;». Στην καλύτερη θα με κοιτούσε σαν να του μιλάω κάποια ξένη γλώσσα, στη χειρότερη θα καταλήγαμε να βριστούμε.
Δεν είπα τίποτα φυσικά, παραιτήθηκα από αυτήν τη μάχη πριν καλά καλά την ξεκινήσω. Παρατηρούσα μόνο τα γόνατά του και σκεφτόμουν πως αυτά τα απλωμένα πόδια ήταν κάτι σαν μεταφορά για τη θέση μου σε αυτή την κοινωνία. «Μάζεψε τα ποδαράκια σου, κοριτσάκι μου, και μπες στη γωνίτσα σου. Έτσι μπράβο!»
Το 2013 πρωτοχρησιμοποιήθηκε ο όρος «manspreading» για να χαρακτηρίσει το φαινόμενο των αντρών που καθόντουσαν με ορθάνοιχτα πόδια στα ΜΜΜ, πιάνοντας περισσότερες από μία θέσεις και αναγκάζοντας τους γύρω τους, κυρίως τις γυναίκες, να ζαρώνουν στη γωνίτσα τους. Το 2015 ο νεολογισμός μπήκε στο Λεξικό της Οξφόρδης.
Στην Ελλάδα είμαστε στο σημείο που θα κάνουμε θεωρητική κουβέντα για τον νεοφεμινισμό και θα αναρωτιόμαστε μήπως ο «νέος φεμινισμός» είναι υπερβολικός ή οι νέες φεμινίστριες δεν είναι «χαρούμενες».
Στη Νέα Υόρκη έγινε η σχετική καμπάνια, δυο δημοσιογράφοι του ΜΙC, ένας άντρας και μια γυναίκα, έκαναν ένα «κοινωνικό πείραμα» (ήταν πολύ της μόδας αυτά το 2015-2017, μετά μάλλον μας τέλειωσαν), κάτι ανάλογο με την κάμερα να γράφει, για να δουν αν θα διαφέρουν οι αντιδράσεις. Κάποιοι επιστήμονες ξεσπάθωσαν πως είναι θέμα ανατομίας, τα threads τou Reddit πήραν φωτιά. Η φεμινιστική ανάλυση είπε πως όλο αυτό ήταν συμβολικό ‒ θύμιζε τον χώρο που καταλαμβάνουν οι άντρες στον δημόσιο χώρο.
Διαβάζοντας το θέμα των Πανελληνίων στην έκθεση, στο οποίο αναφέρεται η Γαλλίδα ακαδημαϊκός Μπελίντα Κάνον («Αυτό το νέο ρεύμα εγγράφεται στον δημόσιο διάλογο περί ταυτοτήτων: είμαι γυναίκα, αυτή είναι η ταυτότητά μου. Και αυτομάτως, είμαι θύμα. Είναι τόσο έντονος αυτός ο διάλογος περί θύματος ώστε ενίοτε το να είσαι θύμα γίνεται εύσημο, πρόκειται για ιδεολογία που εκφράζεται ως “πάθος για θυματοποίηση”»), αναρωτήθηκα σε ποια κοινωνία ζω. Θέλω να πω, στην Ελλάδα είμαστε στο σημείο που θα κάνουμε θεωρητική κουβέντα για τον νεοφεμινισμό και θα αναρωτιόμαστε μήπως ο «νέος φεμινισμός» είναι υπερβολικός ή οι νέες φεμινίστριες δεν είναι «χαρούμενες»;
Λες και το να διεκδικείς τα δικαιώματά σου είναι κάτι που γίνεται με μικρά βολικά εγκεκριμένα βηματάκια και, κυρίως, λες και έχουμε λύσει όλα τα υπόλοιπα προβλήματά μας, την κοινωνική και εργασιακή ανισότητα, τις πατριαρχικές αντιλήψεις, τον ριζωμένο σεξισμό της ελληνικής κοινωνίας. Όλη αυτή η κουβέντα μού θύμισε αυτούς που παραπονιούνται για την πολιτική ορθότητα στην Ελλάδα «που τους καταπιέζει». Εάν νιώθει κανείς καταπιεσμένος από τον φεμινισμό ή την πολιτική ορθότητα, μπορεί να ανοίξει την τηλεόραση, να κάτσει σε ένα οποιοδήποτε καφενείο ή να μπει σε ένα τρόλεϊ.
Κάποια χρόνια πριν ένας ηλικιωμένος κύριος μού είχε χώσει μια σφαλιάρα γιατί μιλούσα στο κινητό μου αφηρημένη στην είσοδο του τρόλεϊ ‒ τον εμπόδιζα, άθελά μου, να περάσει. Το πιο εντυπωσιακό ήταν πως του ήταν εμφανώς πρωτόγνωρο το ότι εξαγριώθηκα. Όσο πήγαινα προς το μέρος του φωνάζοντας σαν μαινάδα, τόσο υποχωρούσε αυτός, έκπληκτός από την αντίδραση μου ‒ εξάλλου, τι πιο φυσιολογικό από το να χτυπάς μια άγνωστη γυναίκα γιατί σου κόβει τον δρόμο; Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως είχαμε φτάσει στην άλλη άκρη του τρόλεϊ ‒ σχεδόν στον οδηγό. Κάπως σάστισα. Δεν ήξερα πώς να διαχειριστώ έναν 80χρονο κύριο. Τι θα ’κανα; Θα τον έδερνα; Στο τέλος τού είπα αμήχανα «δεν μπορώ να ασχοληθώ άλλο μαζί σας» κι αυτός μου απάντησε «α μπα; Πώς το ’παθες, που είσαι και γλωσσού;».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.