Σταρ; Ποτέ. Χολιγουντιανή; Φευ. Λαμπερή; Ούτε να το συζητά, όπως απέφευγε να κάνει δημόσιες σχέσεις, να παραλαμβάνει βραβεία και να χαριεντίζεται με τους φαν για ξεθωριασμένη ομορφιά και περασμένα μεγαλεία. Η βραβευμένη με δυο Όσκαρ, ιερό τέρας του θεάτρου, και σοσιαλίστρια βουλευτής Γκλέντα Τζάκσον έβγαλε προς τα έξω το σκληρό προφίλ μιας ψυχρής γυναίκας που πάντα ήξερε τι ήθελε, αλλά μόνο στο απαίδευτο μάτι όσων αγνοούσαν, ή ξεχάσαν λόγω της μεγάλης απουσίας της από τη σκηνή και τα πλατό, το τεράστιο ταλέντο της, τον δυναμισμό και την πρωτοτυπία της προσέγγισης στους ρόλους της, και τους αγώνες της για τον έμπρακτο φεμινισμό.
Μερικά χρόνια πριν, ρώτησα έναν Έλληνα σκηνοθέτη του θεάτρου, πεπειραμένο και γνώστη, που ήξερα πως έχει παρακολουθήσει πολλές παραστάσεις στο Λονδίνο, ποιά από τις ηθοποιούς που συνιστούν την εν ζωή αγία βρετανική τετράδα, προτιμά, αν πρέπει να επιλέξει; Εννοούσα φυσικά, την Τζούντι Ντεντς, τη Μάγκι Σμιθ, τη Βανέσσα Ρεντγκρέϊβ και την Γκλέντα Τζάκσον. Αφού απέρριψε με συνοπτικές διαδικασίες (επιτίμηση, με γερή δόση ειρωνίας) την Ρεντγκρέϊβ, δίστασε ανάμεσα στις Ντεντς και Σμιθ, ξεχωρίζοντας σχετικά γρήγορα την δεύτερη, λόγω του χιούμορ της- σωστό, αν για κάτι διαφοροποιείται η μέγιστη Μάγκι Σμιθ, εκτός από την σχεδόν μεταφυσική αίσθηση του σκηνικού και κινηματογραφικού χώρου που διαθέτει, είναι οτι απλά, είναι η wickedly αστειότερη όλων. “Και η Τζάκσον;”, ρώτησα, για να πάρω την απάντηση, “μα ποιός την υπολογίζει;”. Μέγα λάθος: η απόφοιτος της Βασιλικής Ακαδημίας Δραματικών Τεχνών Θέσπις που ξεκίνησε με τον Πίτερ Μπρουκ, υπερασπίστηκε τον Κεν Ράσελ και θάμπωσε το Χόλιγουντ, κερδίζοντας δυο Όσκαρ σε 4 χρόνια, επέστρεψε στη σκηνή και την οθόνη το 2016, μετά από απουσία 25 ετών, εγκαταλείποντας την πολιτική για μια θριαμβευτική τρίτη πράξη στις τέχνες, αποσπώντας ένα βραβείο Tony και ένα Bafta, για τον επίλογο μιας καριέρας που δεν μοιάζει με καμία.
Μια ζωή φεμινίστρια, ένθερμη και δηκτική υποστηρικτής ισονομίας και βελτίωσης της θέσης των γυναικών στην κοινωνία και στη βιομηχανία, με το ρόλο αυτό αφήνει μια αξέχαστη παρακαταθήκη για τη θέληση του πνεύματος και την ομορφιά της ψυχής.
Αφού έστρεψε το ενδιαφέρον της στην υποκριτική, επειδή βαριόταν οποιαδήποτε άλλη ενασχόληση, η κόρη του εργολάβου που μεγάλωσε στα περίχωρα του Λίβερπουλ, έγινε δεκτή στη RADA και υπήρξε τυχερή, αφού δεν υπήρχε μεν διαθέσιμη υποτροφία από τη σχολή, αλλά υποστηρίχτηκε οικονομικά από τα καταστήματα Boots και τη νομαρχία της καταγωγής της. Το μεγάλο της break, ριζοσπαστικό και τολμηρό, που ευτυχώς είχε σημαντικότατη ανταπόκριση, ήταν ο Πίτερ Μπρουκ, ο αναμορφωτής του βρετανικού θεάτρου, και η εμβληματική παραγωγή Marat/Sade. Η Τζάκσον έπαιξε τη Σαρλότ Κορντέ στο ευρωπαϊκό και το αμερικανικό ανέβασμα του εξαιρετικά επιτυχημένου έργου, καθώς και την κινηματογραφική μεταφορά του. Η αλλεργία της στο μελό, ένα καλλιτεχνικό αντανακλαστικό που θα χαρακτήριζε συνολικά την παρουσία της στο ευρύ κοινό και τους κριτικούς, φάνηκε ήδη από το επεισόδιο Horror of Darkness του Θεάτρου της Τετάρτης που μεταδιδόταν επί 6 σεζόν, με μεγάλη επιτυχία, στην κρατική τηλεόραση της Αγγλίας. Απέναντι στον gay χαρακτήρα του Νίκολ Γουίλιαμσον, έδειξε την πυγμή μιας δυναμικής, μοντέρνας γυναίκας που δεν απέφευγε τη σύγκρουση και την έκθεση των συναισθημάτων της, σε ένα θέμα που εξερεύνηση μερικά χρόνια αργότερα στην υποψήφια για Όσκαρ ερμηνεία της στο Sunday Bloody Sunday του Τζον Σλέσιντζερ, απέναντι στον Πίτερ Φιντς.
Και μπορεί το κοινό να θυμάται την γυμνή πάλη ανάμεσα στον Κάρολ Ριντ (ο Μάϊκλ Κέιν δείλιασε) και τον Άλαν Μπέϊτς στις Ερωτευμένες Γυναίκες, αλλά η Τζάκσον ήταν η καρδιά της ταινίας, και η διεισδυτική καθαρότητά της, για την οποία επέμεινε ο παραγωγός της ταινίας, διέλυσε κάθε αμφιβολία του σκηνοθέτη και της χάρισε το πρώτο της Όσκαρ, το 1970. Η Τζάκσον δεν έπαψε να εκθειάζει το μοναδικό βλέμμα του Ράσελ, επισημαίνοντας με λύπη πως ενώ έφερε διαφορετική προοπτική, φαντασία και αποδόμηση στο “κανονισμένο” βρετανικό σινεμά, η βιομηχανία τον κράτησε στο περιθώριο αδυνατώντας να τον αναγνωρίσει και να τον τιμήσει δεόντως για την προσφορά του, δίνοντάς του σενάρια κατώτερα των δυνατοτήτων του.
Την αμέσως επόμενη χρονιά ο ρόλος της Ελισάβετ την έφερε στο προσκήνιο, και μάλιστα σε δυο παραγωγές. Στη μίνι σειρά 6 επεισοδίων για λογαριασμό του BBC, η Τζάκσον ανέλαβε ιστορική ευθύνη για την απόδοση της αλήθειας γύρω από την θρυλική βασίλισσα, ανατρέχοντας σε αρχεία, επιστολές και ακριβή γεγονότα, κερδίζοντας μάλιστα δυο βραβεία Emmy για τον ίδιο ρόλο (κάτι που δεν έχει ξανασυμβεί έκτοτε), και στο Mary Queen of Scots, σε σκηνοθεσία Τσαρλς Τζάροτ, όπου παραχώρησε τα ηνία στην ηρωική Βανέσα Ρεντγκρέϊβ, την οποία εκτιμούσε απεριόριστα και χάρηκε ιδιαίτερα που έπαιξε μαζί της, και εκθείαζε την δεινότητα και το πάθος της (“ήταν τόσο μύωψ, και παρόλα αυτά, με κοιτούσε διαπεραστικά όταν βρισκόταν απέναντί μου στις κοινές σκηνές μας!”) και αντιδρούσε χαιρέκακα στη φούρια της αδικημένης εξαδέλφης της. Το ενδιαφέρον είναι πόσο διαφορετική είναι η προσέγγισή της στον ίδιο χαρακτήρα, σε δυο ερμηνείες με μερικούς μήνες διαφορά.
Στην απονομή των Όσκαρ του 1974, η Ακαδημία αποφάσισε να κάνει ένα διάλειμμα ανάμεσα στους δυο Νονούς και την επέλαση του νέου αμερικανικού σινεμά, με νοσταλγική απόδοση τιμών στην νόστιμη throback περιπέτεια Το Κεντρί, αλλά και την έκπληξη στον πρώτο γυναικείο ρόλο: η Γκλέντα Τζάκσον κέρδισε το δεύτερο βραβείο της για την πρώτη ουσιαστικά χολιγουντιανή παραγωγή όπου συμμετείχε, μια ενήλικη ρομαντική κομεντί με συμπρωταγωνιστή τον Τζορτζ Σίγκαλ, το ξεχασμένο πλέον Απιστία με Αξιοπρέπεια. Το A Touch of Class του Μέλβιν Φρανκ, όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος, δεν διαφέρει σχεδόν σε τίποτε από μια κομεντί για τη μάχη των φύλων με μια υποψία ταξικού φορτίου ανάμεσα στον παλιό και το νέο κόσμο, με τη διαφορά της σεξουαλικής διαλέκτου, που εδώ είναι πιο ανοιχτή στη συζήτηση. Η Γκλέντα Τζάκσον έχει δηλώσει πως αναζωογονήθηκε από την “αμερικανική ενέργεια” του Τζορτζ Σίγκαλ, κάτι που δεν είχε νιώσει στα βρετανικά πλατό από τους συναδέλφους της, αυτήν την διάθεση να γυρίσουν κάθε σκηνή λες και επρόκειτο για ζήτημα ζωής ή θανάτου. Δεν αισθάνθηκε ποτέ πως τα Όσκαρ, αν και έσπασαν κάπως την εικόνα της ασταθούς ημίτρελης από την πρώτη περίοδο της καριέρας της, βελτίωσαν τη θέση της στη βιομηχανία ή το επάγγελμα εν γένει, θεωρώντας πως ο μοναδικός της σκοπός είναι να έχει δουλειά, και ταυτόχρονα ο μεγαλύτερος της φόβος παρέμενε η ανεργία, αμέσως μετά το πέρας των γυρισμάτων κάθε φορά. Όπως και η Κάθριν Χέμπορν, δεν παρέστη ποτέ σε απονομή Όσκαρ, ούτε όταν το κέρδισε ούτε όταν βρέθηκε απλώς υποψήφια, όχι λόγω ανασφάλειας ή επειδή ντρεπόταν μήπως το χάσει, όπως στην περίπτωση της θρυλικής Κέϊτ, αλλά γιατί εργαζόταν, και δεν διανοούνταν να ζητήσει άδεια. Δεν εξαπέλυσε ποτέ προσωπική καμπάνια για βραβεία και τιμές, και όταν μερικά χρόνια αργότερα, το Χόλιγουντ υποστήριζε πως είναι άδικο η κινηματογραφική μεταφορά του Stevie το 1981, το πορτρέτο μιας μοναχικής Βρετανίδας ποιήτριας που είχε πρωτολανσάρει στη σκηνή, να μην πάει στα Όσκαρ για τυπικούς λόγους, η Τζάκσον δεν ασχολήθηκε καν με το θέμα, προφανώς γιατί, πάλι, δούλευε εντατικά. Ούτε νοιάστηκε ποτέ πραγματικά για το αν ήταν όμορφη ή όχι, ίσως γιατί γνώριζε πως κάθε ρόλος την οδηγούσε σε έναν πιο ενδιαφέροντα κόσμο, κι επίσης γιατί δεν μπορούσε να κάνει πολλά για να αλλάξει την εμφάνισή της.
Έκανε μερικές ταινίες στο Χόλιγουντ, που πέρασαν σχεδόν απαρατήρητες, όπως για παράδειγμα το Hoscotch με τον Γουόλτερ Ματάου, έπαιξε συγκλονιστκά την Πατρίσια Νιλ σε μια τηλεοπτική βιογραφία, δεν σταμάτησε να παίζει στη σκηνή, γύρισε σημαντικά για την τηλεόραση, και αν πρέπει να διαλέξουμε κάτι ασυνήθιστο στα κινηματογραφικά σενάρια που της προτάθηκαν στα 80ς, αυτός είναι ο ρόλος της μητέρας του χαρακτήρα που υποδύθηκε στις Ερωτευμένες Γυναίκες, στο The Rainbow, και πάλι σε σκηνοθεσία Κεν Ράσελ.
Και κάπου στα τέλη αυτής της δεκαετίας, πήρε την αμετάκλητη απόφαση να ασχοληθεί με τα κοινά. Έβαλε βουλευτής με το κόμμα των Εργατικών, και εξελέγη σε πέντε διαφορετικές περιστάσεις, ολοκληρώνοντας τις θητείες της με αξιοπρόσεκτες διαφωνίες με τον τρίτο δρόμο του Τόνι Μπλερ, μια αλλαγή πλεύσης για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε σχέσεις με τις παλιές απόψεις της, και με την ιστορική της δήλωση λίγο μετά το θάνατο της Μάργκαρετ Θάτσερ: “Ήταν η πρώτη πρωθυπουργός γυναικείου φύλου στη χώρα μας. Οκ. Αλλά γυναίκα; Όχι, σύμφωνα με τα δικά μου στάνταρ” (Λίγα χρόνια αργότερα, υποστήριξε φανατικά την Τερέζα Μέϊ). Ως σοσιαλίστρια και ρεπουμπλικανός, εννοείται πως αποποιήθηκε κάθε απόπειρα ή πρόθεση να χρισθεί dame από το παλάτι. Η αντιμοναρχική Γκλέντα, που πήρε το όνομά της από την άγνωστη χολιγουντιανή ηθοποιό Γκλέντα Φαρέλ, που η μητέρα της λάτρευε στη δεκαετία του 30, υπηρέτησε τόσο αφοσιωμένα τον πολιτικό στίβο, που έκανε 30 χρόνια να δει θεατρική παράσταση, επειδή, όπως έλεγε, είχε δουλειά κάθε βράδυ στα γραφεία του κόμματος και της Βουλής.
Όταν όμως το πήρε απόφαση να επιστρέψει το 2016, υπογραμμίζοντας πως ταλαιπωρήθηκε να προσαρμοστεί, παρότι της υπενθύμιζαν την παροιμία με το ποδήλατο για να μην ανησυχεί, ανέλαβε τον τιτάνιο ρόλο του Βασιλιά Λιρ, και προκάλεσε ρίγη στο κοινό του West End και του Broadway. Δεν θα μάθουμε ποτέ πόσο καλή ήταν, όσοι δεν την είδαμε από κοντά, αλλά η Κορντίλια της παράστασης, συνάδελφός της Μόρφιντ Κλαρκ, περιέγραψε την εμπειρία λέγοντας πως η Τζάκσον καταλαμβάνει τον χώρο σαν 20χρονος άνδρας ύψους 1.80. Με το ρόλο αυτόν, φάνηκε να γεφυρώνει το έργο που επανασύστησε στα θεατρικά δρώμενα ο ήρωάς της, Πίτερ Μπρουκ, ο οποίος έφυγε από τη ζωή πριν από ένα χρόνο (και πάντα της έλεγε, μην μιλάς για μένα, πήγαινε και μάθε κάτι καινούριο) και μια κριτική στην αρχή της καριέρας της, που έλεγε πως είναι η πρώτη Οφηλία στην ιστορία που μοιάζει τόσο έτοιμη να παίξει τον Άμλετ.
Παρά τα εγκώμια, το Tony ήρθε το 2018, με τις Τρεις Ψηλές Γυναίκες, ένα από τα τελευταία και μεστότερα έργα του Έντουαρντ Άλμπι, ο οποίος μάλιστα την είχε σκηνοθετήσει στο δικό του Ποιός Φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ στη δεκαετία του 60, και δεν τα είχαν πάει καθόλου καλά, σύμφωνα με δική της παραδοχή.
Η Γκλέντα Τζάκσον, που μεγάλωσε χωρίς τηλεόραση στο οικογενειακό της περιβάλλον, ανέκαθεν υποστήριζε πως η κάμερα σε ένα κινηματογραφικό πλατό ήταν ερωτευμένη με τον ηθοποιό, βρισκόταν εκεί μόνο γι’ αυτόν, ενώ αντίθετα σε ένα τηλεοπτικό σετ ένιωθε απρόσωπα και ασυναίσθητα, σαν ο φακός να αντιμετώπιζε το όποιο δράμα με αδιαφορία, σε σχέση με έναν ποδοσφαιρικό αγώνα που θα είχε σειρά στο πρόγραμμα αμέσως μετά. Ίσως να άλλαξε γνώμη με το κύκνειο άσμα της, το τηλεοπτικό Elisabeth is Missing, που της χάρισε την τελευταία της διάκριση, ένα Bafta πρώτου γυναικείου ρόλου το 2020, απέναντι σε σκληρό ανταγωνισμό, την Τζόουντι Κόμερ και τη Σαμάνθα Μόρτον. Ήταν, για μια ακόμη φορά, συγκλονιστική στο ρόλο της Μοντ, μιας γηραιάς κυρίας που ζει μόνη με τη νόσο του Αλτσχάϊμερ, ψάχνει την φίλη της που έχει εξαφανιστεί, και έρχεται αντιμέτωπη με μια παρελθοντική απώλεια που την έχει στιγματίσει. Στο επώδυνο ταξίδι της μνήμης, η διαβόητη ψυχρότητα μιας σκληρής γυναίκας, όπως η τρομερή ηθοποιός είχε μαρκαριστεί στο μεγαλύτερο διάστημα της σύντομης καριέρας της, λιώνει απαλά σε μια δεξιοτεχνική έκκληση ανθρωπιάς και αξιοπρέπειας. Μια ζωή φεμινίστρια, ένθερμη και δηκτική υποστηρικτής ισονομίας και βελτίωσης της θέσης των γυναικών στην κοινωνία και στη βιομηχανία, με το ρόλο αυτό αφήνει μια αξέχαστη παρακαταθήκη για τη θέληση του πνεύματος και την ομορφιά της ψυχής.