ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ που μπορεί να κοινωνήσει κανείς, πέρα από τα ποιήματά του, είναι αποτυπωμένο και στα διάσπαρτα κείμενα που δημοσίευσε σε εφημερίδες και περιοδικά. Δεν είναι όμως μόνο τα γραμμένα, αλλά και οι «χειρονομίες» που αυτά αποκαλύπτουν. Μία από τις πιο συγκινητικές του δημοσιεύσεις, που μέχρι σήμερα εν πολλοίς παραμένει άγνωστη, ήταν η ανθολόγηση και παρουσίαση στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (τ.105, 9/63, σ.265-248) 29 γραμμάτων προς πολιτικούς κρατούμενους/εξόριστους από οικεία τους πρόσωπα. Γράμματα συνταρακτικά, με όλο το φορτίο της εποχής, του διχασμού, του ανθρώπινου φόρου, της παράνοιας... Γράμματα από μητέρες, συζύγους, παιδιά και άλλους συγγενείς… Γράμματα απλά, γεμάτα πόνο, αγωνία προσμονή. «Αγγράμματα γράμματα» θα χαρακτηρίσει μερικά από αυτά σε κάποιο σημείο του συνοδευτικού κειμένου παρατηρώντας τα ορθογραφικά και τα συντακτικά λάθη προσθέτοντας:
«Κι εδώ, σ’ αυτόν τον κύκλο, τον πιο απάνθρωπο, βασανίζονται εκείνοι που αρνήθηκαν να υποταγούν. Ο κύκλος αυτός έχει χίλια εκατό σπίτια και πέντε μεγάλα, σταχτιά καγκελόφραχτα κτίρια. Ανάμεσά τους, θάλασσα, απαγορευτικές διαταγές, μέρες και νύχτες ατέλειωτες, ύψωσαν ένα γιγάντιο, σκοτεινό τοίχο που ετούτα τα γράμματα, σα νύχια ματωμένα, τον γδέρνουν, απεγνωσμένα, δεκαοχτώ χρόνια τώρα.
Μα όχι δεν τελειώσαμε. Υπάρχει ακόμα ένας κύκλος πιο φοβερός κι απ’ τον προηγούμενο. Εδώ ρίχνονται εκείνοι που διαπράττουν το πιο ανόσιο έγκλημα. Το έγκλημα της ανοχής, της λησμονιάς, της αδιαφορίας. Η τιμωρία τους; Να βουλιάζουν αδιάκοπα σε μια τερατώδη λάσπη, να χάνουν, να χάνουν κάθε στιγμή την ψυχή τους μέσα στα μικροπράγματα της καθημερινότητας».
Με εκτενή εισαγωγή και τον τίτλο «Προσκυνούμεν σου Τα Πάθη…», ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης δημοσίευσε τα γράμματα ταξινομημένα ανά κατηγορία αποστολέα. Πριν από κάθε κατηγορία (παιδιά, μητέρες, σύντροφοι κλπ) επέλεξε ευαγγελικές περικοπές που χρησιμοποίησε ως μεσότιτλους. Τα γράμματα που διέσωσε έχουν ταχυδρομηθεί το διάστημα 1957 - 1963 από διάφορες περιοχές της Ελλάδας.
Η «Επιθέωρηση Τέχνης» αποτύπωσε τις ιδεολογικές αναζητήσεις της αριστεράς στην μετεμφυλιακή Ελλάδα και κατέγραψε την καλλιτεχνική έκρηξη της δεκαετίας του ’60 σε όλους τους καλλιτεχνικούς χώρους μέχρι το αναπόφευκτο οριστικό κλείσιμό της με την επιβολή της Δικτατορίας. Οι περισσότεροι από τη συντακτική ομάδα -αφού δεν γλίτωσαν τη σύλληψη- βρέθηκαν ξανά εξόριστοι λαμβάνοντας αντίστοιχα γράμματα με αυτά που θα διαβάσετε παρακάτω.
Σχετικά με το πως βρέθηκαν αυτοί οι άνθρωποι φυλακισμένοι και γιατί δεν είχαν γυρίσει στα σπίτια τους, ο Λειβαδίτης γράφει στην εισαγωγή του:
«Οι δίκες είναι γνωστό πώς έγιναν. Βιαστικά, μέσα σ’ ένα κλίμα φοβίας και υστερισμού, με ψευδομάρτυρες κατηγορίας, με μάρτυρες υπερασπίσεως τρομοκρατημένους που ψεύδιζαν την αλήθεια, ή, πιο σίγουρο, φρόντιζαν να εξαφανιστούν την κρίσιμη ώρα. Δίκες που για πρώτη φορά στην ιστορία του κόσμου, έτσι μαζικά, διάλεγες εσύ ο ίδιος την ενοχή ή την αθώωση. Δε χρειαζόταν παρά μια υπογραφή σ’ ένα απρόσωπο, στερεότυπο κείμενο – μην ξεχνάτε ότι ζούμε στην εποχή του βιομηχανικού αυτοματισμού! Και μόνο αυτό το απρόσωπο του κειμένου προδίκαζε όλη τη ζωή σου, αν το υπόγραφες: θάχανες για πάντα, τον εαυτό σου, θα γινόσουνα ένα νούμερο, ένας αύξοντας αριθμός. Αρνιόσουνα να υπογράψεις; θάχανες για πάντα τα πιο γλυκά σου χρόνια. Θα συνέχιζες όμως, τουλάχιστον, να παραμένεις ένα πρόσωπο. Ένας άνθρωπος ακέρηος.»
Το περιοδικό που επιλέγει να τα δημοσιεύσει δεν είναι καθόλου τυχαίο. Η «Επιθέωρηση Τέχνης» (1954-1967, ψηφιοποιημένο ΕΔΩ) υπήρξε ένα περιοδικό-σταθμός για τους ανθρώπους των τεχνών και των γραμμάτων, τον περιοδικό Τύπο και τον ελληνικό πολιτισμό γενικότερα. Δημιουργήθηκε από μία παρέα νεαρών που γνωρίστηκαν εξόριστοι στον Αη-Στράτη (Κ. Κουλουφάκος, Δ. Ραυτόπουλος, Τίτος Πατρίκιος, Μανόλης Φουρτούνης, Τάσος Λειβαδίτης, Γιάννης Χαΐνης, Νίκος Σιαπκίδης) και αποφάσισαν να εκδώσουν ένα περιοδικό για τα γράμματα και τις τέχνες. Όλοι ήταν κάτω από 30 εκτός από τον Λειβαδίτη που ήταν 33 ετών. Όπως σημειώνει ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης («Το Βήμα», 18.11.2016), «απευθύνονται στους παλαιότερους ομοϊδεάτες Ρίτσο, Φωτιάδη, Αυγέρη, Βάρναλη, οι οποίοι όμως αρνούνται να συμμετάσχουν στην έκδοση. Ωστόσο, πολύ συχνά και με προθυμία δίδουν κείμενα για δημοσίευση».
Η «Επιθέωρηση Τέχνης» αποτύπωσε τις ιδεολογικές αναζητήσεις της αριστεράς στην μετεμφυλιακή Ελλάδα και κατέγραψε την καλλιτεχνική έκρηξη της δεκαετίας του ’60 σε όλους τους καλλιτεχνικούς χώρους μέχρι το αναπόφευκτο οριστικό κλείσιμό της με την επιβολή της Δικτατορίας. Οι περισσότεροι από τη συντακτική ομάδα -αφού δεν γλίτωσαν τη σύλληψη- βρέθηκαν ξανά εξόριστοι λαμβάνοντας αντίστοιχα γράμματα με αυτά που θα διαβάσετε παρακάτω.
Κλείνοντας τη δημοσίευση ο Τάσος Λειβαδίτης θα γράψει:
«Ποια δικαιοσύνη, ποια ευαισθησία, ποια ανθρώπινα μέτρα μπορούν να λογαριάσουν σωστά όλη αυτήν την στέρηση, όλο αυτόν τον χωρισμό, όλη αυτή την απαντοχή. Ποιοι καταστατικοί χάρτες, ποιοι νόμοι, ποια ευαγγέλια μπορούν να σταθούν αντίκρυ σε τούτα τα απλοϊκά, τα μαραμένα, τα αγράμματα γράμματα, που δεν αποτελούν μόνο μια μικρή μαρτυρία απ’ τη μεγάλη σύγχρονη Κόλαση, μα ορθώνονται σα μνημεία της ψυχής του λαού μας και σαν Κώδικες μιας νέας ανθρώπινης συμπεριφοράς [...] Με τέτοιες προσφορές είναι που ανανεώνεται η ανθρώπινη ιστορία.»
***
Εν Άνω Βασιλικά 30.3.59
Αγαπημένε μου πατέρα,
καλημέρα σας, πρώτον έρχομαι να ερωτήσω δια την καλήν σου υγείαν και δεύτερον αν ερωτάς και για ημάς είμαστε πάλι πικραμένα. Η παρούσα μου να σε εύρη εν πλήρει υγεία και χαρά. Μάθε πατέρα πως μείναμε στους πέντε δρόμους. Η μάνα μας πέθανε σαν το κρύο νερό καίτσι μείναμε ορφανά χωρίς μάνα, χωρίς πατέρα. Ο γυιός σου που τον αγαπούσες τόσο έμεινε χωρίς στήριγμα κανένα καίτσι έμεινε σαν ένα έρημο πουλί στα ξένα, άλλος τον φωνάζει από δω και άλλος από κει, μάθε πατέρα μας πως η μάνα μας είχε την καρδιά της, την πήγαμε στο Βόλο στο Νοσοκομείο και έκατσε 15 μέρες, 4 γιατροί απόξω και στην κλινική και δεν την γλυτώσαμε. Η Νενιώ μέρες χωρίς να πέση στο μαξιλάρι, μαζεύτηκε σαν ένα κουβάρι καίτσι πατέρα αν μας σκέφτεσαι για τα παιδιά σου έλα να μας συμμαζέψης, τουλάστον μέχρι τώρα μας συμμάζει η μανούλα μας σαν κλόσσα με τα κλωσσόπουλα και τώρα είμαστε σαν πουλιά στα ξένα σκέπη καίκανε σου στείλαμε τηλεγράφημα μπροστά και 15 μέρες και απάντηση δεν πήραμε μέχρι σήμερα. Σου γράφω το γράμμα μου, μόλις λάβεις το γράμμα μου θέλω να μου απαντήσης αμέσως να ξέρω τι να κάνω, γιατί είμαι η μεγάλη τώρα και πέσαν όλες οι φροντίδες σε μένα.
Ουδέν άλλο έχω να σου γράψω.
Έχεις χαιρετίσματα από την Αγγελική από τον Γιώργο μας
σε χαιρετώ με λύπη, η κόρη σου Χρυσούλα Αθανασίου Αρσενοπούλου.
Εν άνω Βασιλικά 7.7.59
Αγαπημένε μου πατέρα καλημέρα σου
[...]
Πατέρα είδα να μου γράφης στο γράμμα πολλά παράπονα για ποιο σκοπό δεν σου απαντούμε και πως ακούμε τον κόσμο και δεν σου γράφουμε γράμμα; Εμείς δεν ακούμε κανέναν για τον κόσμο άμα θ’ ακούσουμε θα πάμε χαμένοι. Αυτά να μην τα βάζης στο μυαλό σου. Από εδώ τι να σε γράψω; Τίποτα ό,τι να σε γράψω από εδώ. Εσύ δεν τα πιστεύεις, νομίζεις πως σε γράφω ψέμματα. Να ξέρεις την καρδιά μας πως είναι καμένη δεν γέλασαν τα χείλη μας καθώς γεννηθήκαμε μέχρι σήμερα ούτε και θα γελάση, διότι είμαστε έρημα στον κόσμο. Να πούμε και ένα ευχαριστώ που βρέθηκε και ο θείος μας και μας σύμμασε στο σπίτι του, αλλοιώς θα γεμίζαμε τις στράτες και θα γενόμασταν καρδές από τους εχθρούς και θα μας φώναζαν τα σκυλιά και ως πότε θα γίνεται αυτό πατέρα; Ταχιά θα πάρη νύφες εμάς θα κοιτάει ύστερα θα πιαστούμε χέρι με χέρι να πέσουμε στο γκρεμό να σκοτωθούμε τότε θα τα πιστέψεις όλα πατέρα τότε θα είναι αργά. Εμείς σε περιμένουμε πατέρα να ρθής εσύ. Μας γράφεις να σου στείλουμε δέμα. Θα σου στείλουμε το δέμα που μας ζητάς και μεις φούρνος να μας καπνίσει. Ο Γιώργος περνάει από την επιλογή το Μάρτη. Μας γράφεις στο γράμμα που έστειλες στο θείο μας να μη μου αφήνει να πλένω, να δουλεύω στα μπαμπάκια, αν δεν δουλέψουμε πώς θα γειρέψουμε; Είμαστε κορίτσια και τα θέλουμε όλα. Μη φοβάσαι πατέρα γιατί είμαστε κορίτσια, δεν κολλάει η μυίγα στο σπαθί. Αν είμασταν τέτοια δεν θάταν ανάγκη να πάω στον κάμπο να και στο σπίτι έχει κορίτσια τίμια και μην ακούς τον κόσμο τι σου λένε.
Δώσε χαιρετισμούς τον
Ουδέν άλλο έχω να σε γράψω.
Έχεις χαιρετισμούς από τη Χρυσούλα, από τον Γιώργο και
Σε χαιρετώ η κόρη σου Αγγελική Αθανασίου Αρσενοπούλου
Εν Κρίνη 18.3.62
Αγαπημένε και αξέχαστε πατέρα μου καλημέρα σου.
[...]
Πατέρα είδα να μας γράφεις στο γράμμα σου πολλά πατέρα, αυτά που μας γράφεις εμείς δεν μπορούμε να τα κάνουμε, είμαστε αγράμματοι δεν μπορούμε να σε βοηθήσουμε να πάμε σ’ αυτές τις πόρτες δεν μας δίνουν σημασία εμάς. Φρόντισε να βγης, εμείς δεν μπορούμε να σε βοηθήσουμε. Από τον λίβα πατέρα μου περιμένεις δροσιά πότε κρύο θα κάνει και ζέστη από μας μην περιμένεις τίποτε δεν μπορούμε να σε βοηθήσουμε όχι δεν θέλουμε, την Παρασκευή την περασμένη πήγα στο χωριό να δω τη μάνα μας πούναι βαθειά στο μαύρο χώμα, τι να ειδώ τη σκεπάσαν οι πέτρες και τα χορτάρια. Μου είπαν πως έκαναν στα χωράφια ζημιά και είδα στο σπίτι μας τα ρήμαξαν όλα, δεν άφησαν τίποτα, μου είπαν για τον Παπαθανάση πως είναι άρρωστος βαρειά, έσπασε το σκότι του. Τον έχουν στο Βόλο στην κλινική. Μάθε πατέρα μου η μανούλα μας στις 17 του μηνός έκλεισε τα τρία και πήρε τα τέσσερα, στα τρία είπαμε να την ξαναχώσουμε, μα περιμένουμε να έλθης να την ιδής και συ, τα κόκκαλά της, όχι το σώμα της ζωντανό να σου μιλήση.
Έχεις χαιρετισμούς από την ανεψειά σου Την Αντωνία. Δώσε χαιρετίσματα στον Βασίλη. Ουδέν άλλο έχω να σε γράψω.
Έχεις χαιρετίσματα από την Χρυσούλα, από το Γιώργο και ιδιαίτερα
σε χαιρετώ η κόρη σου Αγγελική Αθανασίου Αρσενοπούλου.
Εν Κυπαρισσία τη 14.1.62
Σεβαστέ μου πατέρα σε χαιρετώ.
Πρώτον έρχομαι να ερωτήσω διά την καλήν σου υγεία και δεύτερον εάν ερωτάς και δι’ εμέ υγιαίνω πλήρως. Πατέρα έλαβα τα γράμματά σου και σε ευχαριστώ πάρα πολύ, αλλά δεν ήταν σωστό να μου στείλεις τα ρούχα σου τα οποία εσύ θα τα χρειασθείς περισσότερο απ’ εμένα. Διότι εγώ αν χρειασθώ κάτι έχω τουλάχιστον κάποιον να με βοηθήση ενώ εσύ δεν έχεις κανέναν. Πατέρα οι στενοχώριες μου δεν περιγράφονται. Ο παππούς τα Χριστούγεννα αρρώστησε και παρά λίγο να πεθάνη. Είμαι μία ολόκληρη εβδομάδα στην Κυπαρισσία και δεν μου έχει γράψει πώς πάει ή να μου στείλει λίγα χρήματα εφ’ όσον ξέρει ότι εγώ τώρα δεν έχω δραχμή. Επίσης ο παππούς δεν μπορεί να με βοηθήση χρηματικώς και σκέπτομαι να διακόψω το σχολείο γιατί νηστικός δεν μπορείς να διαβάσης όπως πέρυσι τον Ιούνιο που έγραφα διαγωνίσματα νηστικός και με 40 πυρετό, πώς έβγαλα την περυσινή χρονιά ένας θεός μονάχα ξέρει. Αυτά στα γράφω όχι δια να σε στενοχωρήσω αλλά δια να τα μάθεις μήπως σου κακοφανεί όταν ακούσεις, ότι το παιδί σου διέκοψε το γυμνάσιο και τώρα γυρίζει στο χωριό σαν αλήτης, γιατί όταν τους έλεγα εγώ να πάω να μάθω μια τέχνη και το βράδυ να πηγαίνω στο σχολείο δεν τους άρεσε τώρα να δούμε πώς θα τους φανή όταν ακούσουν ότι διέκοψα.
Προσωρινώς στα μαθήματά μου καλά πηγαίνω ύστερα δεν ξέρω και εγώ τι θα γίνει. Σήμερα είναι Κυριακή και περίμενα και εγώ όπως όλα τα χωριατόπουλα στο λεωφορείο για το σακούλι, όλων των παιδιών ήλθαν εμένα όχι αλλά μήπως είναι η πρώτη ή η δεύτερη φορά που γίνεται αυτό; είναι σχεδόν κάθε Κυριακή, αλλά δεν έχω παράπονο από τον Παππού μου ούτε του έχω πει το παραμικρό δι’ αυτό το πράγμα αλλά παρηγοριέμαι μόνος μου λέγοντας ας είχα τον πατέρα μου και την μητέρα μου να μην πάθαινα αυτά τα πράγματα. Μπορώ να σου γράψω και άλλα πολλά αλλά νομίζω ότι αυτά είναι αρκετά δια να καταλάβης την κατάστασή μου. Πατέρα σε παρακαλώ να μου στείλεις διάφορα βαζάκια και ανθοδοχεία όπως αυτά που μου είχες στείλει στο χωριό διότι έχω γνωριστεί με κάποιο σπίτι και έχω τόσο υποχρεωθεί που δεν περιγράφεται.
Για το σπίτι αυτό θα σου γράψω συγκεκριμένα πράγματα στο άλλο γράμμα διότι τώρα δεν με παίρνει το χαρτί.
Σε ασπάζομαι με αγάπη ο υιός σου Κώστας.
Εν Φλωρίνη τη 4.3.61
Αγαπημένε μου μπαμπά σε φιλώ
Πέρασε αρκετός καιρός χωρίς να πάρω γράμμα σου. Είδα προχθές πολύ άσχημο όνειρο και ξύπνησα την νύχτα και έτρεμα στο κρεββάτι μου. Θυμήθηκα τότε ότι δεν πήρα γράμμα σου και ξύπνησα περιμένοντας να ξυμερώσει έχοντας διαρκώς το μυαλό μου σε σένα. Τι έχεις μπαμπά. Μήπως είσαι άρρωστος. Ανησυχώ πάρα πολύ. Πήρα από την Κούλα γράμμα και δεν μου γράφει τίποτα για σένα. Γράψε μου σε παρακαλώ δυό λέξεις είμαι καλά, είμαι γερός, κάτι τέλος πάντων γιατί στενοχωριέμαι πάρα πολύ. Προχθές ήρθε η μαμά και μου πήρε τους βαθμούς. Είναι οι εξής: Αρχαία 11, Νέα 16, Μαθηματικά 15, Φυσικά 15, Ιστορία 15, Γεωγραφία 16, Ιερά 18, Λατινικά 12 και Γυμναστική 18.
Ήρθε σήμερα ο θείος ο Γιώργος (ο γιατρός) και με ρώτησε τι κάνεις κι’ αν παίρνω γράμμα σου. Δεν μπόρεσα τίποτε να του απαντήσω γιατί είμουν που είμουν στενοχωρημένη καίτσι κατάλαβε ότι πάλι κάτι θα έχεις. Πήγα στο θείο το Γιωρίκα, μου είπε πως δεν αλληλογραφήτε, δεν ήξερα πού να πάω και τι να σκεφθώ. Το κακό αυτό όνειρο, η καθυστέρησή σου με έκαναν να σκεφθώ ότι δεν μπορεί παρά κάτι να έχεις. Πότε μπαμπά; Πότε αγαπημένε μου μπαμπά θαρθή αυτή η μέρα που θα σ’ έχουμε δίπλα μας πάντα δικό μας να σου προσφέρουμε κάτι και μεις; Ένα ζεστό τσάι και δικό μας οικογενειακό. Δεν ξέρω αν ο Θεός σε άλλα παιδιά έχει στερήσει τόσο πολύ αυτή τη χαρά. Σε μας πάντως νομίζω πως φάνηκε πολύ αχάριστος. Μας στέρησε την πατρική αγκαλιά, το πατρικό χάδι και τώρα να που μας έχει τόσο μακρυά ώστε να μη μπορώ αν και το θέλω να δω τον πατέρα μου. Αλλά παρ’ όλα τούτα λέω πως ο Θεός είναι μεγάλος και ίσως δώσει και σε μας την χαρά, την πατρική στη που λιγότερο από όλα τα παιδιά, αισθανθήκαμε. Η καρδιά μου αυτή τη στιγμή κτυπά απειλητικά και νομίζω πως θα σπάση. Έχω την εντύπωση πως αυτή τη στιγμή και σε μεγάλη απόσταση ο μπαμπάς μου βρίσκεται άρρωστος χωρίς εγώ το παιδί του να μπορώ να του προσφέρω τίποτα…Τι ειρωνία της τύχης μας ήταν αυτή μπαμπά; Δεν θέλω να προχωρήσω. Μα τι να κάνω που τη στιγμή αυτή η στενοχώρια μου και η κακή μου προαίσθηση για την υγεία σου με ανάγκασαν να σκεφθώ έστω και για λίγο αν ο Θεός σε μας έχει δώσει χαρά περισσότερο ή λύπη; Δεν σου γράφω μπαμπά περισσότερα και σταματώ με μια μεγάλη ανυσυχία για την υγεία σου. Περιμένω με ανυπομονησία γράμμα σου για να μου πεις τι έχεις.
Σε φιλώ με αγάπη, η κόρη σου Μαρίκα.
Εν Φλωρίνη τη 8.3.61
Αγαπημένε μου μπαμπά σε φιλώ
Επειδή είχα αργήσει να πάρω γράμμα σου και επειδή είχα δει ένα πολύ κακό όνειρο σού έγραψα πριν πάρω απάντησή σου. Εχθές όμως που πήρα το γράμμα σου είδα να μου γράφεις πως ήσαν άρρωστος επομένως σωστά εξήγησα την καθυστέρησή σου. Χάρηκα δε όταν είδα να μου γράφεις πως τώρα είσαι καλά. Γράφεις μπαμπά, ότι σου έγραψε η Βούλα πως η μαμά στενοχωρέθηκε για κάποιο δέμα που δεν της έδωσαν. Εγώ μπαμπά δεν έχω υπ’ όψιν μου τέτοιο πράγμα. Δέματα έδωσαν στο χωριό και σ’ αυτούς που είχαν ανάγκη από αυτά. Εμείς όμως δόξα τω θεώ δεν είχαμε έλλειψη από αυτά και έτσι δεν είχαμε την απαίτηση να μας δώσουν. Δεν μας έδωσαν και δεν ζητήσαμε γιατί απλούστατα δεν θεωρήσαμε άξιο τον εαυτό να δεχθή την προσφορά αυτή. Και έτσι δεν στενοχωρεθήκαμε καθόλου χρωστώντας ευγνωμοσύνη στο Θεό που μας έκανε να μην έχουμε ανάγκη από αυτά και να ζούμε καλά με το μισθό της μαμάς. Τώρα η Κούλα από πού το έμαθε δεν ξέρω εμένα η μαμά δεν μου είπε τίποτα στις διάφορες συζητήσεις μας. Φαίνεται μπαμπά πως η Κούλα δεν καταλαβαίνει τη λέξη αλληλογραφώ και νομίζει πως η αλληλογραφία σημαίνει η αποστολή επιστολών μόνο από ένα μέρος και από το άλλο ούτε απάντηση ούτε τίποτα. Έτσι τουλάχιστον μου έδωσε να καταλάβω, τη στιγμή που της γράφω ότι με τον μπαμπά αλληλογραφώ και αυτή σου γράφει πως η Μαρίκα δεν παίρνει γράμμα σου. Ε τι να της πω! Φωτογραφία μπαμπά με τη θεία δεν μπορούμε να βγούμε γιατί δεν μπορούμε να την καταφέρουμε. Εγώ λέει τώρα γέρασα βγάλτε εσείς που είστε νέοι και στείλτε. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μαμά. Όταν πάρω τις δικές μου θα σου στείλω. Προς το παρόν τον φωτογράφο δεν τον βρήκα έξω. Μπορεί να ρθη σχολείο να μας τις φέρει. Περιμένουμε. Στη θεία πάω πολύ τακτικά. Εκείνη, μπαμπά είναι μια χαρά. Τι έχει τώρα να στενοχωρεθή; Έχει κάνει ένα σπίτι μεγάλο η Περσεφόνη ράβει γιατί είναι μοδίστρα και γενικά από όλες τις απόψεις βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση. Πόσο τους ζηλεύω, μπαμπά, να ήξερες πόσο! Όχι για τη ζωή τους η οποία καθόλου δεν διαφέρει από τη δική μας, τους ζηλεύω μόνο γιατί έχουν κοντά τους τον μπαμπά τους, το στήριγμα του σπιτιού. Έχουν τον πατέρα τους που αν όχι τίποτ’ άλλο τουλάχιστο τους δίνει θάρρος για τη δύσκολη ζωή. Καθισμένη εδώ μπαμπά εξετάζω νοερά δυό τύπους παιδιών. Το ένα έχει τον πατέρα του και είναι τόσο ξένοιαστο. Το άλλο δεν τον έχει και αισθάνεται πιο υπεύθυνο πιο σκεφτικό και προπαντός πιο μελαγχολικό. Πόσο μπαμπά θα ήθελα κι’ εγώ ν’ ανήκω στην πρώτη κατηγορία που δεν έζησα ποτέ μου. Πόσο θα ήθελα και για μένα, για τη δική μου εξασφάλιση, για το δικό μου καλό να φροντίζει ένας στοργικός πατέρας, ένας έμπειρος πατέρας και ΄χο μόνο μια μητέρα, που τόσα έχει να σκεφθή και να κάνη μόνη της. Μια μητέρα που έχει αναλάβει το σκληρό έργο της ανατροφής και μορφώσεως τριών παιδιών. Πόσο θα είμουν ευτυχισμένη αν ο Θεός άκουγε κάθε βράδυ τις προσευχές μου και μας χάριζε και μας τη στοργή που τόσο στερηθήκαμε.
Αυτά και σταματώ, μπαμπά, γιατί δεν έχω κουράγιο να γράψω άλλα.
Σε φιλώ με αγάπη η κόρη σου Μαρίκα.
Εν Βεύη τη 22.8.61
Αγαπημένε μου μπαμπά, σε φιλώ.
Προχθές πήρα το γράμμα σου και η χαρά μου είναι απερίγραπτη όταν μέσα είδα τις φωτογραφίες σου. Είσαι ολόιδιος μπαμπά όπως σε είδα πρόπερσυ και δεν άλλαξες καθόλου. Ήταν υπέροχες. Την μία όπως μου είπες την έστειλα τον Μήτσο και την άλλη την έδωσα την θεία Τσόφα. Την δε άλλη την κράτησα εγώ και την κρατώ όπου πάω πάνω μου. Νομίζω πως θα μου κάνει πολύ καλό η φωτογραφία σου αυτή μπαμπά γιατί το ύφος σου είναι σοβαρό και σ’ αυτόν που τη βλέπει δίνει θάρρος, δύναμη. Στις δύσκολες λοιπόν στιγμές μου θα τη βγάζω και θα τη βλέπω παίρνοντας θάρρος από αυτήν σαν να έχω εσένα δίπλα μου και να μου λες να μη απογοητεύομαι στη ζωή. Έως ότου βγης πια οπότε θα έχω εσένα δίπλα μου το πατρικό στήριγμα και δεν θα φοβάμαι και δεν θα δίνω σημασία σε κανέναν. Πιστοποιητικό απορίας μπαμπά δυστυχώς δεν μπόρεσα να βγάλω. Δεν μας δίνουνε. Τη διεύθυνση του κυρίου … αφού έψαξα αρκετά την βρήκα και σου τη στέλνω. Είναι η εξής. Μενέλαος Χάσος Συνοικισμός Ζωγράφου Ιωάννου Θεολόγου 89 Αθήναι. Για τον Μήτο και μεις στενοχωρεθήκαμε που δεν πέρασε αλλά τι να γίνει θα έχουμε και τέτοιες στενοχώριες μέχρι να περάσει.
Την στιγμή μπαμπά που σου γράφω είναι εδώ και η κόρη της Κυριακής της Ιμσιρίδου η μεγάλη, η Μαρίκα αν τη θυμάσαι, είναι τώρα φοιτήτρια της φιλολογίας και σου στέλνει πολλούς χαιρετισμούς. Εμείς είμαστε πολύ καλά, τώρα άρχισα πάλι να ετοιμάζουμαι για να φύγω στη Φλώρινα, γιατί οι μέρες περνάνε και τα σχολεία κοντεύουν ν’ ανοίξουν. Μέχρι να ησυχάσουμε λίγο στο χωριό, ετοιμαζόμαστε πάλι να το αφήσουμε.
Δεν έχω άλλα να σου γράψω μπαμπά και σ’ αφήνω με πολλά φιλιά.
Η κόρη σου Μαρίκα
Εν Φλωρίνη τη 20-2-63
Πολυαγαπημένες μου μπαμπά, σε φιλώ
Πήρα το γράμμα σου και χάρηκα πολύ που είσαι καλά. Εγώ από τις 18 του μηνός δίνω γραπτά και θα τελειώσω στις 5 Μαρτίου. Έχω λοιπόν πολλή αγωνία και στενοχώρια τις μέρες αυτές γι’ αυτό και τώρα θα σου γράψω λίγα γιατί αύριο θα δώσω Άλγεβρα γραπτά.
Μπαμπά μου δεν έπρεπε να ανησυχείς για το ότι δεν σου έγραψα. Δεν σε ξέχασα μπαμπά μου και ούτε ποτέ θα σε ξεχάσω. Σ’ αγαπώ και το μυαλό μου είναι διαρκώς σε σένα. Για τις συμβουλές σου δεν θύμωσα καθόλου ίσα – ίσα ευχαριστήθηκα διότι τα όσα έγραψες ήταν πάνω κάτω και δικές μου σκέψεις.
[...] Βλέπω με χαρά μπαμπά μου, να βγαίνουν διαρκώς από τις φυλακές. Παίρνω λίγο θάρρος μ’ αυτούς και κάθε βράδυ στον ύπνο μου προσεύχουμαι προς το Θεό να λυπηθή λίγο κι’ εμάς και αφού σε φέρει κοντά μας να μας κάνει ευτυχισμένους.
Εύχομαι να μην αργήση και για μας η γεμάτη χαρά και ευτυχία αυτή μέρα.
Σ’ αφήνω όμως τώρα μπαμπά μου γιατί αύριο δίνω γραπτά αφού σε φιλήσω έστω και από μακρυά.
Με αγάπη η κόρη σου
Μαρίκα
Αθήναι τη 25.8.61
Σεβαστέ μου πατέρα χαίρε,
Έχουν περάσει εξ μήνες από τότε που σε είδα. Η αγωνία και ο πόνος μέσα σ’ αυτό το διάστημα έχει φτάσει εις το κατακόρυφο. Με συγχωρείς όμως πατέρα που δεν σου έγραψα ούτε ένα γράμμα. Είμαι σαν το πουλί μες τη μαύρη καταιγίδα, που δεν βρίσκει πουθενά θαλπωρή και προστασία. Αλλά αυτή τη ζάλη, αυτή την πάλη με τα άγρια κύματα της ζωής μού την εξαφάνισε η παραλαβή της επιστολής σου. Η παραλαβή της επιστολής του πατέρα, που δεν είχα την τύχη να γνωρίσω καλά – καλά. Να μη στενοχωριέσαι, πατέρα. Να είσαι πάντα ήσυχος. Ο γιος σου ο Πάνος είναι εις θέσιν και βγάζει μόνος του το ψωμί του.
Η δουλειά μου πατέρα πάει καλά, ελπίζω μέσα σε λίγα χρόνια να είμαι ένας τέλειος τεχνίτης. Την ημέρα της Αγίας Σωτήρας, η μπεμπέκα της Ντίνας πήγε στο τραίνο που την κτύπησε ελαφρά το κεφάλι. Τώρα είναι καλά.
Μάθε ότι κάθομαι στη θεία Τερέζα και είμαι τσακωμένος με την κυρία Σοφία.
Πάνος
Βόλος τη 15.6.62
Σεβαστέ μου Πατέρα,
σε φιλούμε με αγάπη και σεβασμό. Πατέρα, πήραμε το γράμμα σου από τις 5-6-62 που το περιμέναμε με αγωνία να μάθουμε για την υγεία σου, καθώς και εμείς είμαστε καλά.
Ναι πατέρα μου το ξέρω πως η αδικία σε άρπαξε από κοντά μας, το έμαθα τώρα που σε γνώρισα, όταν γυρίσαμε από την Αθήνα καθήσαμε μαζί με την Μαμά μου και μιλήσαμε αρκετές ώρες και μου τα διηγήθηκε όλα τα βάσανά σας. Τι να κάνουμε Πατέρα, είτανε η κατάσταση τόσο ανάποδη, που υπέφερε πολύς κόσμος και υποφέρει ακόμη και έτσι παρηγοριόμαστε, φτάνει μόνο που είσαι πάνω στη γης και θα κάνουμε ότι μπορέσουμε να σε φέρουμε γρήγορα κοντά μας.
Πατέρα, μου γράφεις με τι φύγαμε από την Αθήνα, φύγαμε με αυτοκίνητο, η διαδρομή είτανε ωραία, αλλά τα μάτια, τα αυτιά μου, το μυαλό μου, δεν έβλεπαν τίποτα μπροστά τους άλλο από το πρόσωπο του Πατέρα μου και τα αυτιά μου ακούγανε τα λόγια που μούλεγες………
Έχεις πολλούς χαιρετισμούς από όλους. Σε χαιρετούμε με σεβασμό και αγάπη
Χρήστος – Παρασκευούλα
Βόλος τη 29-5-62
[...] Πατέρα από την Αθήνα φύγαμε την Παρασκευή βράδυ και το Σάββατο το πρωΐ είμασταν στο σπίτι μας καλά. Είρθαμε χαρούμενοι ευτυχισμένοι και ιδιαίτερα εγώ, ύστερα από 17 ολόκληρα χρόνια γνώρισα τον Πατέρα μου και ας τον γνώρισα μέσα από τα σίδηρα αρκεί που πίστεψα πως έχω Πατέρα. Να με συγχωρείς που δεν σου έγραψα αμέσως γράμμα, γιατί η Γιαγιά μάς τα έκανε θάλασσα, είρθαμε και την βρήκαμε άρρωστη και σε κακά χάλια κόντεψε να πεθάνη, είχε μια βδομάδα με τριάντα ενιά πυρετό, ούτε έτρωγε, ούτε μιλούσε, τώρα είναι καλλίτερα.
Αυτά για τώρα σε άλλο μου γράμμα περισσότερα. Έχεις χαιρετισμούς από την Γιαγιά μου, από την Μητέρα μου, από τις Θείες μου, από τον Θείο μου Κώστα και παππούδες μου.
Σε φιλούμε με σεβασμό και αγάπη
Χρήστος και Παρασκευούλα