Τι ήταν η Τασκένδη;
Βασίλης Οικονόμου
*
ΣΙΓΟΥΡΑ δεν ήταν το Σικάγο, η Στουτγκάρδη ή η Μελβούρνη, μια πατρίδα του απόδημου ελληνισμού την οποία θα μπορούσες να αναφέρεις σε μια κουβέντα χωρίς να ξετυλίξεις αυτόματα το οικογενειακό σου παρελθόν.
Είναι μία πόλη που θα έπρεπε καταρχήν να την ορίσεις γεωγραφικά και εθνικά.
Από το 1930 είναι η πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Ουζμπεκιστάν και σήμερα αριθμεί περίπου 2,8 εκατομμύρια κατοίκους σε σύνολο 34 εκατομμυρίων, πάνω από το 80% των οποίων είναι μουσουλμάνοι. Βρίσκεται σε υψόμετρο 450 μέτρων δίπλα στον ποταμό Τσιρτσίκ και συνορεύει στα βόρεια με το Καζακστάν, ανατολικά με το Κιργιζιστάν και το Τατζικιστάν, νότια με το Αφγανιστάν και δυτικά με το Τουρκμενιστάν. Ήταν μια από τις 15 Σοβιετικές Δημοκρατίες από το 1924 μέχρι και τον Αύγουστο του 1991. Πριν την πτώση της ΕΣΣΡ η Τασκένδη ήταν μια πολυπολιτισμική πρωτεύουσα που αποτελούταν από Ρώσους, Εβραίους, Ουζμπέκους, Αρμένιους, Καζάκους, 'Ελληνες, Κορεάτες και άλλες εθνικότητες.
Η εξορία
Οι παππούδες κι οι γιαγιάδες μου μεγάλωσαν σε διάφορες περιοχές του νομού Γρεβενών. Έζησαν μέσα στη δεκαετία του ΄40 όλο το ζόφο της ελληνικής ιστορίας, τους Ιταλούς, τη γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο που το δραματικό φινάλε του, τους έστειλε εξόριστους πολιτικούς πρόσφυγες στη Σοβιετική Ένωση και συγκεκριμένα στο Ουζμπεκιστάν (Ουζμπέκικη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία).
Στην Τασκένδη συνάντησαν μια φιλόξενη κατάσταση και αρχικά τακτοποιήθηκαν σε μικρά διαμερίσματα που κάποια φιλοξενούσαν ακόμα και δυο οικογένειες με κοινή τουαλέτα και κουζίνα. Λίγοι απ΄αυτούς είχαν προλάβει να τελειώσουν όλες τις τάξεις του σχολείου, ωστόσο υπήρχαν και αρκετοί ανάμεσά τους με σπουδές ιατρικής ή νομικής. Δούλευαν κυρίως σε οικοδομές, σε εργοστάσια κατασκευής αεροπλάνων και τρακτέρ και σε φυτείες βαμβακιού που ήταν η βασική και μεγάλη παραγωγική δύναμη της χώρας. Περίπου μετά από μια δεκαετία μετακόμισαν σε πιο αυτόνομα, ευρύχωρα διαμερίσματα, πολλά από τα οποία έχτισαν οι ίδιοι. Μάθαιναν εντατικά ρωσικά σε μαθήματα απογευματινών τμημάτων και είχαν τη δυνατότητα ακόμα και να σπουδάσουν σε πανεπιστήμιο.
Όσο ζούσαν εκεί, περίμεναν διακαώς κάθε χρόνο να επιστρέψουν πίσω στην Ελλάδα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια αφήγηση, για κάποιον που ήταν σε άρνηση και είχε μονίμως πακεταρισμένη μια βαλίτσα για να επιστρέψει στην Ελλάδα ανα πάσα στιγμή. Την περασμένη δεκαετία έζησα λόγω της οικονομικής κρίσης πέντε χρόνια στη Γερμανία σε μια εποχή με ίντερνετ και σόσιαλ μήντια, πραγματικά μπορώ μόνο να φανταστώ πόσο αβάσταχτο είναι να ζεις επί τριάντα χρόνια μακριά απ΄την πατρίδα σου χωρίς τη δυνατότητα επιστροφής.
Πιο εύκολα έγινε δεύτερη πατρίδα η Τασκένδη για τους γονείς μου, οι οποίοι εκεί γεννήθηκαν κι έζησαν τη γλυκιά ηλικία της νιότης τους. Πήγαιναν σε ανάμεικτα σχολεία, και μάθαιναν τη μητρική τους στην ώρα των ξένων γλωσσών, πέρα από τα ελληνικά που μιλούσαν με την οικογένεια στο σπίτι. Γιόρταζαν και τις εθνικές επετείους της 28ης Οκτωβρίου και της 25ης Μαρτίου με σχολικές γιορτές ενώ είχαν έντονη επαφή με την ελληνική μουσική και τον κινηματογράφο. Ελάχιστες ελληνικές ταινίες έφταναν μέχρι τα σινεμά αλλά προβάλλονταν πολλές του διεθνούς και του αμερικάνικου κινηματογράφου. Οι ''Διπλοπενιές'' ήταν το μεγάλο ελληνικό χιτ.
Ο Θεοδωράκης κι ο Μπιθικώτσης ήταν οι πιο αγαπημένοι μουσικοί, ενώ πολύ δημοφιλείς ήταν επίσης ο Καλογιάννης, ο Βοσκόπουλος, η Φαραντούρη, η Μοσχολιού, ο Ζαμπέτας αλλά και τα δημοτικά τραγούδια.
Οι περισσότεροι της γενιάς των γονιών μου σπούδασαν και ολοκλήρωσαν εκεί τη φοίτηση ή συνέχισαν σε ελληνικά πανεπιστήμια μετά τον επαναπατρισμό. Aναγνωρίστηκαν τα πτυχία τους το 1978, τα πρώτα χρόνια μέσω εξετάσεων και με πιο απλοποιημένες διαδικασίες απ΄ τις αρχές της δεκαετίας του ΄80 κι έπειτα. Αναπόφευκτα με την επιστροφή τους στην Ελλάδα, εκτός από τη νοσταλγία της πρώτης ελληνικής πατρίδας που κληρονόμησαν από τους γονείς τους, έφεραν μαζί τους μια βαριά νοσταλγία για το δικό τους ξεριζωμό που ήταν σίγουρα πιο ήπιος, χωρίς τις πληγές ενός πολέμου.
Η Επιστροφή
Οι ευχές ''καλή πατρίδα'', ''και του χρόνου στην Ελλάδα'' βρήκαν την εκπλήρωσή τους και ο μαζικός επαναπατρισμός των πολιτικών προσφύγων του εμφυλίου ξεκίνησε το 1975, ύστερα από την πτώση της Δικτατορίας. Ο πιο εύκολος δρόμος ήταν να έχεις κάποιους εν Ελλάδι συγγενείς που θα έμπαιναν εγγυητές με γραπτή έγκριση στο Υπουργείο Εσωτερικών. Μεγάλο εμπόδιο αποκλεισμού αποτελούσαν για πολλούς οι περιουσιακές διαφορές με τους συγγενείς τους, καθώς μετά τη φυγή χιλιάδων στις σοσιαλιστικές χώρες, περιουσίες πέρασαν ολοκληρωτικά σε χέρια συγγενών ή δημεύτηκαν. Έπρεπε να ανταλλάξουν τα χρήματα με αντικείμενα που θα αγόραζαν, ενώ το ταξίδι χρηματοδοτήθηκε απ΄τον Ερυθρό Σταυρό. Το τελευταίο κύμα επιστροφής Ελλήνων, έγινε στην περίοδο 2000 μέχρι το 2004, ενώ ακόμα και σήμερα ζούνε εκεί λίγες εκαντοντάδες που δεν επέστρεψαν. Πολλοί απ΄ αυτούς ήταν σλαβομακεδόνες που δεν είχαν συγγενείς στην Ελλάδα.
Η οικογένεια του πατέρα μου επέστρεψε τελικά τον Οκτώβριο του 1976 και της μητέρας μου τον Αύγουστο του 1977, μετά από ένα μεγάλο ταξίδι που ξεκίνησε από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Τασκένδης, όπου το τρένο θα μετέφερε οικογένειες στη Μόσχα. Στη συνέχεια με άλλο τρένο για την Οδησσό και με το καράβι στον Πειραιά σε ένα ταξίδι που διήρκησε μια εβδομάδα. Γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν στη Θεσσαλονίκη στα τέλη του ΄70.
Οι Έλληνες επαναπατρισθέντες διατήρησαν επαφή και κράτησαν το χαρακτήρα της κοινότητάς τους, διοργανώνοντας εκδηλώσεις κι ετήσιες συναντήσεις σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας.
Οι γονείς μου επέστρεψαν για μια φορά στην Τασκένδη το 2007 με μια οργανωμένη εκδρομή, για να επισκεφθούνε συγκινημένοι τις γειτονιές που μεγάλωσαν. Εκεί βρήκανε μεγάλες αλλαγές σε μια νέα και αρκετά διαφορετική πρωτεύουσα, τριάντα ολόκληρα χρόνια μετά.
Για την Ελλάδα τι ήταν η Τασκένδη;
Η επιστροφή σε ένα αυταρχικό δεξιό ελληνικό κράτος που ξαναέβρισκε σιγά-σιγά τα δημοκρατικά του πατήματα επιφύλασσε πολλή καχυποψία, πολιτικό ρατσισμό αλλά και μια περιέργεια γύρω από τη ζωή σε μια σοσιαλιστική χώρα. Μια περιέργεια που συχνά οδηγούσε σε εύκολες συγκρίσεις και βιαστικά συμπεράσματα, αφού οι πληροφορίες τότε ήταν λίγες και φορτισμένες με προπαγανδιστικά στερεότυπα.
Από τη δική μου πλευρά δεν έχω κανένα λόγο να παρουσιάσω μια κατάσταση (που έτσι και αλλιώς δεν έζησα) ως εξιδανικευμένη. Είμαι ανοιχτός σε πληροφορίες, μαρτυρίες και ντοκουμέντα που δείχνουν και τις σκοτεινές πτυχές του σοβιετικού κομμουνιστικού καθεστώτος.
Δεν αμφισβητώ όμως το γεγονός ότι έζησαν σε μια ανθρώπινη κοινωνία όπου το κράτος παρείχε εργασία, στέγη και ασφάλεια, ανεξαιρέτως για όλους τους πολίτες του. Οι περισσότεροι Έλληνες που μεγάλωσαν εκεί, έμειναν πιστοί στις πολιτικές πεποιθήσεις και τις αξίες τους για μια πιο δίκαιη κοινωνία, μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Τι ήταν η Τασκένδη; Δεν την άκουγες εύκολα σαν αναφορά. Ο Βασίλης Χατζηπαναγής του Ηρακλή ήταν ο γνωστότερος εκπρόσωπος της ιστορίας των πολιτικών προσφύγων στη δημόσια σφαίρα. Ως ενήλικας πλέον, ένοιωσα έκπληξη όταν είδα το απόσπασμα μιας παρωδίας του Νίκου Ζερβού... ο Νικόλας Άσιμος επάνω σε μια βάρκα να υποδύεται τον ''πρόσφυγα απ΄την Τασκένδη που έχασε το δρόμο του'', άμεση αναφορά στο ''Ταξίδι στα Κύθηρα'' και τον χαρακτήρα του Μάνου Κατράκη.
Παιδί πολιτικών προσφύγων
Για πολλά χρόνια δεν καταλάβαινα τι ακριβώς είχε προηγηθεί στην Ελλάδα μετά το 1945, αφού στα σχολικά βιβλία ιστορίας η διδακτέα ύλη σταματάει στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Είχα κυρίως σκόρπιες αφηγήσεις από τους παππούδες και τις γιαγιάδες μου, που οι μνήμες του πολέμου δε ξεθώριαζαν με τίποτα απ΄το μυαλό τους.
Οι γονείς μου μας αφηγούνταν πολλά από τα παιδικά τους βιώματα στην Τασκένδη, αλλά ελάχιστα για τα πολιτικά. Θεωρούσαν ότι έτσι δε θα περάσει η πολιτική πόλωση και στην επόμενη γενιά. Μια τακτική που ακολούθησαν από τους δικούς τους γονείς, αφού οι κομμουνιστές της Τασκένδης έζησαν έναν δεύτερο κύκλο εσωτερικών συγκρούσεων ανάμεσα στους υποστηρικτές και τους αντίπαλους του Ζαχαριάδη, στις αρχές της δεκαετίας του ΄50.
Ο σκοτεινός απόηχος του εμφυλίου υπήρχε σε πολλά κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας, όπως στη στρατιωτική θητεία και στους χώροι εργασίας, για αρκετές δεκαετίες. Όποιος ψάξει μπορεί ν΄ ακούσει διάφορες ιστορίες σύγκρουσης, πόλωσης και αποκλεισμού. Έπρεπε να παρέλθουν κάμποσες γενιές για να εξομαλυνθεί κάπως η συλλογική πληγή.
Μεγάλωσα σε μια εσωστρεφή ελληνική επαρχία στα τέλη της δεκαετίας του ΄80, την εποχή λίγο πριν ξεκινήσουν τα μεταναστευτικά ρεύματα από την Αλβανία και τις χώρες της διασπασμένης ΕΣΣΔ.
Μέχρι και ρατσισμό έχω δεχτεί στο σχολείο -στις αρχές του δημοτικού- όταν κάποια αγόρια έχοντας ακούσει τους γονείς μου να μιλάνε μεταξύ τους στα ρωσικά με αποκαλούσαν ''ρώσο''. Ρωσικά δε μιλάω, δε μας έμαθαν ποτέ οι γονείς μας, δε θα τα χρειαζόμασταν ποτέ. Όταν ενηλικιώθηκα σκέφτηκα τι κρίμα που δεν ξέρω μια επιπλέον γλώσσα.
Άλλαξα όμως γνώμη όταν έζησα και δούλεψα για πέντε χρόνια στη Γερμανία, αφού γνώρισα κόσμο και κοσμάκη από πολλές χώρες με μεταναστευτικό παρελθόν, μικτές ιθαγένειες και καταγωγές. Σε αρκετές περιπτώσεις οι γονείς δε μπορούσαν να διαχειριστούν τη δική τους πολυπολιτισμικότητα, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα ένα μπέρδεμα και μια αναζήτηση ταυτότητας για τα παιδιά. Τεράστιο ρόλο φυσικά παίζει και η στάση της ίδιας της χώρας φιλοξενίας...
Όταν η αντίληψη μου περί ιστορίας, συλλογικής και οικογενειακής μνήμης άρχισε να διαμορφώνεται ώστε να δημιουργούνται ερωτήματα, ξεκίνησα σιγά-σιγά να μοντάρω τα γεγονότα σε μια πιο ξεκάθαρη timeline.
Νοιώθω πλέον πιο έντονο το κρίμα που δε ζούνε οι παππούδες μου, για να μάθω κι άλλα πράγματα γύρω απ΄ τα βιώματά τους, τώρα που μπορώ να αρθρώσω συγκεκριμένες απορίες.
Κάποια πράγματα έγιναν για να αναμετρηθεί η Ελλάδα με το τραύμα του Εμφυλίου. Αρχικά με την πρώτη δημοκρατική κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης, με ενέργειες του ΚΚΕ και με τον ερχομό του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης το ΄84.
Η χώρα μας ωστόσο απώθησε αρκετά τη συλλογική της πληγωμένη μνήμη και δε δημιουργήθηκαν οι σωστές πολιτικές ισορροπίες που θα δημιουργούσαν μια αφήγηση κοινής αλήθειας και μια στέρεη ιστορική παιδεία γύρω απ΄ το πρόσφατό μας παρελθόν. Στην ουσία το αίτημα αυτού του κειμένου είναι μια έκκληση για να απαντηθεί ξεκάθαρα και υπεύθυνα η ερώτηση του τίτλου του.
Βασίλης Οικονόμου
-Με στοιχεία από συνεντεύξεις με τους γονείς μου, από το βιβλίο Γραικοί στην Τασκένδη -Με τη σκέψη σε σένα πατρίδα (εκδ. Πολιτεία, Οκτώβριος 2019), και από τη wikipedia.org.
-Ευχαριστώ τον Κώστα Παπαθανασίου για την πολύτιμη βοήθεια στη διόρθωση.
Δείτε ένα ακόμη αφιέρωμα στην Τασκένδη από τον Βασίλη Οικονόμου στο Αλμανάκ: