Μια γυναίκα φλέγεται από τον πυρετό του έρωτα. Και το αντικείμενο του πόθου της, ο νεαρός Ιππόλυτος, ο γιος του συζύγου της, μολύνεται κι αυτός άθελά του από το μυστικό της άνομης επιθυμίας της. Κανένας από τους δύο δεν μπορεί να ομολογήσει τι συμβαίνει, να δώσει εξηγήσεις, να απολογηθεί σε τρίτα πρόσωπα. Σε αυτή την ιστορία δεν υπάρχει κυνηγός και θήραμα, παρά μονάχα δυο αγρίμια παγιδευμένα στο ίδιο κλουβί. Το ένα θα επιφέρει την καταστροφή του άλλου. Και αυτή η συντριβή θα γεννήσει, εντός τους και εντός μας, αυτό που αποκαλούμε τραγική γνώση.
Στην παράσταση του «Ιππόλυτου» δεν αισθανόμαστε εκείνη την ηλέκτριση της ψυχής που προκαλεί το πάθος.
Κανένας δεν ταράζεται όταν η Φαίδρα εκστομίζει το ένοχο μυστικό της. Την ακούμε να λέει στην Τροφό «τον αγαπώ», αλλά δεν κατανοούμε, δεν μας επιτρέπεται να κατανοήσουμε, τη βαρύτητα της φράσης της: τι μπορεί να έχει συμβεί, πώς φτάσαμε ως εδώ, ποιες ψυχικές διεργασίες προηγήθηκαν; Πώς θα τις αντιληφθούμε, αν δεν ακούσουμε τους ήχους του ερωτευμένου σώματος, αν δεν μεριμνήσει η σκηνοθεσία ώστε να βιώσουμε το αδιέξοδό του;
Καλώς ή κακώς, δεν μας αφορά η προφανής συνύπαρξη και αλληλεπίδραση προσώπων και πραγμάτων. Η έρημος ή η ζούγκλα των αισθήσεων και των αισθημάτων, η φανέρωσή τους μέσα από ένα βλέμμα, η ενσάρκωσή τους σε μια εικόνα, έναν αναστεναγμό, έναν ξέφρενο χορό, μια καταιγίδα, αυτά μας αφορούν και μας θέλγουν.
Κοιτάζω ένα αντικείμενο σημαίνει βυθίζομαι μέσα σ’ αυτό. Δεν βλέπω μόνο το χρώμα ή το σχήμα του αλλά και όλα τα φαντάσματα που το κατοικούν. Το γράμμα της Φαίδρας, αυτό που συντάσσει προτού πεθάνει για να διασώσει την τιμή της, καταδικάζοντας έναν αθώο, είναι ένα αντικείμενο σημαίνον, πολύτιμο, εκρηκτικό, ολέθριο. Η παράσταση, όμως, το περιφρονεί: βάζει τη σέξι σκανταλιάρα θεά Αφροδίτη να το πετάει πρόχειρα πάνω στο πτώμα της βασίλισσας, όπως εσείς ή εγώ αφήνουμε τους λογαριασμούς επάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Εξίσου επιπόλαια, ένα χαζό, μοδάτο φιλί στο στόμα μεταξύ θεάς και θνητής «οδηγεί» τη δεύτερη στην αυτοκτονία.
Οι προβαλλόμενες στην οθόνη ομαδικές ερωτικές περιπτύξεις του Χορού, μιας ντουζίνας νέων αγοριών και κοριτσιών με βερμούδες, θέλουν, φαντάζομαι, να μας δείξουν τι κάνουν οι συνομήλικοι του Ιππόλυτου όσο εκείνος καλπάζει ανέμελος σ’ απάτητα λιβάδια. Εικόνες βιντεοκλίπ που δεν έχουν το παραμικρό να καταθέσουν σχετικά με την παρουσία –ή την απουσία– του έρωτα στη ζωή μας ή στη ζωή του ήρωα. Οργισμένος από την αποκάλυψη της Τροφού, πανικόβλητος στη θέα της ερωτοχτυπημένης μητριάς του, ο ορκισμένος παρθένος φεύγει τρέχοντας από τη σκηνή. Όσο κι αν περιμένουμε να μοιραστούμε μαζί του τον τρόπο που η καινούργια αυτή γνώση τον κόβει στα δύο και τον ταλανίζει αυτό δεν συμβαίνει ποτέ.
Δεν είναι τα αίματα το θέμα (ή το θέαμα), δεν είναι αυτά που θα μας πείσουν για το άδοξο τέλος του Ιππόλυτου, όταν ο Άγγελος που έχει μόλις επιστρέψει από τη σκηνή του κακού δεν καταφέρνει να μας μεταδώσει τη φρίκη του ατυχήματος με την αφήγησή του.
Δεν είναι η κάμερα αυτή που θα καταγράψει τις λεπτομέρειες του δράματος των προσώπων και των σωμάτων, όταν η οθόνη των συναισθημάτων μένει πάντα λευκή: πόση οπτική ικανοποίηση να αντλήσουμε από τα λεοπάρ μποτάκια ή τα καλλίγραμμα πόδια της Αφροδίτης, προκειμένου να αντισταθμίσουμε τη δυσφορία του προβλέψιμου; Όλοι ετούτοι οι έφηβοι που εκτονώνουν επιδεικτικά την ενέργειά τους, δρασκελίζουν ρυάκια, κραδαίνουν φακούς και αφαιρούν αμήχανα τα ρούχα τους ποια σχέση αναπτύσσουν με το δράμα του Ιππόλυτου, πότε δημιουργείται έστω και μία στιγμή ψυχικής σύνδεσης με τον «αρχηγό» τους;
Μα ούτε και μεταξύ των κεντρικών ηρώων καλλιεργείται ουσιαστική επαφή. Οι τρεις πρωταγωνιστές δεν συναντιούνται πουθενά υποκριτικά: ένα πιο εσωτερικό είδος ερμηνείας υιοθετεί η Κόρα Καρβούνη ως Φαίδρα, κλεισμένη στον εαυτό της, στη μοναξιά της, ανήμπορη και αποστραγγισμένη, πασχίζοντας να μεταδώσει κάτι από την παράλυση που προκαλεί το καταπιεσμένο πάθος. Τελικά, μοιάζει να παραδίδεται άβουλη σε μια υποτονική σιωπή, κοιτάζοντας σκυμμένη το πάτωμα, αφήνοντάς μας αμέτοχους, χωρίς να μεταφέρει προς το μέρος μας τον βαθύτερο σπαραγμό της.
Στον αντίποδα, ο Γιάννης Τσορτέκης, όλος φωνή και ένταση, διατυμπανίζει τόσο τον θυμό όσο και την οδύνη του ως Θησέας, υιοθετώντας ένα παίξιμο πιο ρεαλιστικό που δεν συνάδει με κανενός άλλου. Η συντριβή του από την αργοπορημένη συνειδητοποίηση της πατρικής αναλγησίας αποδίδεται με την τεχνικά άρτια, φορτισμένη κραυγή του τέλους, δεν αποδεικνύεται αρκετή όμως για να ακυρώσει την προηγηθείσα «φλυαρία» και να αποτυπώσει την αγωνία και την εσωτερική περιπέτεια του τραγικού ήρωα.
Ο Ορέστης Χαλκιάς συνομιλεί σε επίπεδο «αληθοφάνειας» με τον ρόλο του Ιππόλυτου –ένα άγουρο αγόρι που κάνει τα πρώτα του βήματα σε τόπο, κυριολεκτικά και δραματουργικά, «ιερό»–, πέραν τούτου, όμως, δεν παρασύρει τους θεατές στο επώδυνο ταξίδι του ήρωα προς τη βίαιη και τραγική ενηλικίωσή του. Δίνει δυναμικά το «παρών», αλλά αναλώνεται στην αναπαράσταση μιας αναστάτωσης, ενός θυμού, ενός πείσματος, μιας διαμαρτυρίας. Τα βαθύτερα στρώματα δεν δείχνουν να επηρεάζονται. Ο άγνωστος κόσμος που ξεδιπλώνεται για πρώτη φορά εντός του παραμένει σε μας απρόσιτος.
Η Τροφός της Μαρίας Σκουλά εμφανίζεται ως μια γυναίκα έμπειρη, ψημένη στη ζωή (και στο αλκοόλ), που όχι μόνον δεν σοκάρεται από τη λαγνεία της Φαίδρας αλλά την παρακινεί να κάνει την υπέρβαση και να ζήσει το ανίερο πάθος της. Είναι το πρόσωπο-κλειδί που λειτουργεί καταλυτικά στην εξέλιξη του δράματος, εφόσον επιφορτίζεται με την αποκάλυψη του ολέθριου μυστικού στον Ιππόλυτο, παρ' όλα αυτά η ερμηνεία της ηθοποιού δεν αντανακλά την εύθραυστη πολυπλοκότητα μιας τέτοιας ακροβατικής πράξης.
Η Έλενα Τοπαλίδου επιτελεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτό που της έχει ζητηθεί: γίνεται μια Αφροδίτη-κορίτσι με την κάμερα που διασκεδάζει την πλήξη της –και ενίοτε τη δική μας– εις βάρος των κοινών θνητών.
Η μουσική του Αλέξανδρου Δράκου Κτιστάκη συνοδεύει διαρκώς τη δράση, σαν σάουντρακ, επιχειρώντας να της προσδώσει μια διάσταση περισσότερο ονειρική, να την παρασύρει σ’ ένα τοπίο πιο εσωτερικό, πιο γοητευτικό, λιγότερο αυτονόητο.
Καλώς ή κακώς, δεν μας αφορά η προφανής συνύπαρξη και αλληλεπίδραση προσώπων και πραγμάτων. Η έρημος ή η ζούγκλα των αισθήσεων και των αισθημάτων, η φανέρωσή τους μέσα από ένα βλέμμα, η ενσάρκωσή τους σε μια εικόνα, έναν αναστεναγμό, έναν ξέφρενο χορό, μια καταιγίδα, αυτά μας αφορούν και μας θέλγουν. Ο αινιγματικός δεσμός ανάμεσα στο ορατό και στο αόρατο, ανάμεσα στην ύλη και στην ενέργεια, στο σώμα και στο πνεύμα, αυτά θέλουμε να κατανοήσουμε και αυτά είναι που δεν ανέδειξε η σκηνοθέτις με τη δουλειά της. Από την πρώτη στιγμή νιώθουμε μετέωροι, ανίκανοι να συναισθανθούμε το μείζον διακύβευμα του έργου: το Εγώ στα δίχτυα του έρωτα.
Επόμενες παραστάσεις στην Αθήνα, στο Σχολείον της Αθήνας Ειρήνη Παπά στις 14, 15, 16 και 18, 19, 20, 21, 22, 23 Ιουλίου.
Η παράσταση θα παιχτεί επίσης στις 29 Ιουλίου στο Xιλιομόδι (Θέατρο Ειρήνη Παπά), στις 4 & 5 Αυγούστου στην Κύπρο (Αρχαίο Θέατρο Κουρίου), στις 31 Αυγούστου στο Θέατρο Βράχων, στις 7 Σεπτεμβρίου στη Θεσσαλονίκη (Θέατρο Δάσους) και στις 10 Σεπτεμβρίου στην Ελευσίνα (Παλαιό Ελαιουργείο).