ΟΣΟ ΠΕΡΝΟΥΝ ΟΙ ΜΕΡΕΣ, και στο φως της νέας πολιτικής αρχιτεκτονικής, αντιλαμβανόμαστε ένα περίπλοκο παιχνίδι. Κυρίως από την πλευρά της κυβερνητικής πλειοψηφίας και του πρωθυπουργού. Δεν έχει σημασία αν το παιχνίδι είναι κατά γράμμα εφαρμογή ενός επικοινωνιακού σχεδιασμού ή αν υπακούει σε μια στρατηγική, πολιτική θέαση των πραγμάτων, ενδεχομένως κινείται και στα δύο επίπεδα. Αυτό που βλέπουμε είναι ότι το συγκεκριμένο παιχνίδι ήδη αποσταθεροποιεί τους όρους της διαμάχης και τα σχέδια των άλλων παικτών.
Κυρίαρχα λεξιλόγια της εξουσίας γίνονται αυτά της σοσιαλδημοκρατίας και του νέου κέντρου της διεθνούς φάσης της δεκαετίας του ’90 και των καταβολών της. Έχουμε μια νεοδημοκρατική ρητορική ομπαμική, κλιντονική, μπλερική. Μια ελληνική κεντροδεξιά με Μπάιντεν και συμπεριληπτικότητες που επιδιώκει απερίφραστα να εκφράσει μια νέα κοινωνική ενδοχώρα.
Αυτή η ενδοχώρα αγκαλιάζει σκληρούς ρεαλιστές και οπαδούς του e-government, ωφελούμενα λαϊκά νοικοκυριά μαζί με ένα πολύ μεγάλο τμήμα ελευθεροεπαγγελματιών το οποίο, σε σημαντικό βαθμό, διατηρεί υψηλά, αδήλωτα εισοδήματα. Σε αυτό το τόξο συναντά κανείς τον ταπεινό ιδιωτικό υπάλληλο και τον εργοδότη του στην ίδια επιχείρηση εστίασης ή στο ίδιο μπιτσόμπαρο ‒ και με αυτή την έννοια αυτή η ενδοχώρα ενσαρκώνει ένα διαταξικό ρεύμα συμφιλίωσης με το παρόν και νέες τεχνικές επιβίωσης και χαλαρής ευζωίας.
Σε αυτό το πλαίσιο βλέπουμε την παράδοξη, αλλά όχι ανεξήγητη συνύπαρξη μιας κάποιας αισιοδοξίας με μια κόπωση και ένα αίσθημα κορεσμού. Και η κόπωση των πολιτών αφορά και τα πρόσωπα και πράγματα της αριστεράς και ιδίως τον ΣΥΡΙΖΑ και τα δράματά του. Από ένα σημείο και μετά, ένα τμήμα του λαού, των χαμηλών στρωμάτων ιδιαιτέρως, έπαψε να έχει ανάγκη τη συναγερμική και ζοφώδη περιγραφή των πραγμάτων (ενώ προφανώς δεν ήταν κοντά ούτε στις εναλλακτικές ή φιλομεταναστευτικές αξίες της πιο καθαρής αριστεράς).
Ας το πούμε αλλιώς: η συγκεκριμένη κεντροδεξιά δεν κάνει το χατίρι της αντιπολίτευσης να γίνει πραγματικά συντηρητική και δεξιά. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι συν αυτώ μετατρέπουν το πλέγμα εξουσίας σε κάτι πιο σύνθετο, πιο απαιτητικό και ενδιαφέρον, με την έννοια ότι δεν προσφέρεται για ιαχές και ευκολίες.
Όπως ακριβώς στη σύγχρονη μουσική σκηνή, κάποιος μπορεί να πει ότι τραγουδάει όλα τα είδη και δεν περιορίζεται πια σε ένα. Για παράδειγμα, ένας τραγουδιστής της παραδοσιακής κάντρι μπορεί να βγάλει ένα άλμπουμ ηλεκτρονικής μουσικής, ένας κλασικός μουσικός να μεταμορφωθεί σε πανκ θορυβοποιό. Όλα πλέον μπορούν ή φαίνεται πως είναι δυνατό να συνδυαστούν ή να παίξουν το ένα μέσα στο άλλο.
Για δεκαετίες, άλλωστε, η συμβατική πολιτική σκηνή έπαιρνε πάντα τις ελευθερίες της σε σχέση με συνθήματα ή «θέσεις» από τις αντίπαλες παρατάξεις. Το ιστορικό ΠΑΣΟΚ είχε ενσωματώσει μεγάλα κομμάτια της εαμικής κληρονομιάς και των προγραμμάτων της προδικτατορικής ελληνικής αριστεράς (και επίσης της νέας αριστεράς, με αναφορές στην αυτοδιαχείριση και στην κοινωνική απελευθέρωση).
Αλλά και η ακροδεξιά μετά το 2011 έχει στην προμετωπίδα της το αρχετυπικό σύνθημα του ΠΑΣΟΚ «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες». Και ως γνωστόν, ο Αλέξης Τσίπρας επιχειρούσε, πολλά χρόνια τώρα, να γίνει κεντροαριστερή δημοκρατική παράταξη, συνωθώντας στη ρητορική του την κεντροαριστερά μαζί με την κομμουνιστογενή ιστορική κληρονομιά, που ήταν όμως μια ξεχωριστή ιστορία.
Τώρα όμως φαίνεται πως παίζεται κάτι πιο βαθύ και σύνθετο. Βλέπουμε μια επιχείρηση αποδόμησης της πολιτικής αρχιτεκτονικής που στήθηκε επί δεκαετίες πάνω στην αντίθεση (κεντρο)αριστεράς και (κεντρο)δεξιάς, προόδου και συντήρησης. Ο ακραίος «πραγματισμός» της νέας κεντροδεξιάς – η σχέση όχι μόνο με την πραγματικότητα της αγοράς αλλά και με τις αυθόρμητες ιδεολογίες των ανθρώπων στις καπιταλιστικές κοινωνίες‒ τους κάνει να μην έχουν κανένα πρόβλημα με το άνετο μιξάρισμα και τη μεταμόρφωση. Δεν μιμούνται πλέον την εκσυγχρονιστική κεντροαριστερά μιας άλλης εποχής. Γίνονται, εν μέρει, «αυτό το ίδιο το πράγμα», γίνονται δηλαδή «σοσιαλδημοκράτες». Άλλωστε οι λαϊκοδεξιοί και παλαιοσυντηρητικοί πολιτευτές το έχουν καταλάβει από καιρό και το καταγγέλλουν: τούτη η «νέα» Νέα Δημοκρατία τούς ξενίζει, τους θυμώνει, τους θυμίζει περίεργα πράγματα.
Φυσικά, μέσα στο ίδιο φιλοκυβερνητικό κοινό που θαυμάζει τον ψηφιακό προοδευτισμό βρίσκονται και αυτοί που δεν έχουν πρόβλημα (το αντίθετο) με τον αστυνομικό που πυροβόλησε τον Σύριο στην καταδίωξη ή όσοι δεν έχουν να πουν κάτι για τα push backs (εννοώ ότι τα αμφισβητούν αλλά και αν συνέβαιναν, θα τα αποδέχονταν ως σιωπηρά τεκμήρια κάθε ρεαλιστικής κρατικής πολιτικής στην εποχή των κινδύνων). Όμως η δεσπόζουσα αίσθηση είναι εκσυγχρονιστική, μοντερνιστική, «πλαισιωτική». Και κρατισμός και αγορές, και ψηφιοποίηση για τον ανταγωνισμό και ανθρωπισμός για την παιδεία (λ.χ. διδασκαλία ολόκληρων λογοτεχνικών κειμένων στο σχολείο), και οικονομία και ρύθμιση αναγκών και διευκολύνσεις στους φτωχούς.
Ας το πούμε αλλιώς: η συγκεκριμένη κεντροδεξιά δεν κάνει το χατίρι της αντιπολίτευσης να γίνει πραγματικά συντηρητική και δεξιά. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι συν αυτώ μετατρέπουν το πλέγμα εξουσίας σε κάτι πιο σύνθετο, πιο απαιτητικό και ενδιαφέρον, με την έννοια ότι δεν προσφέρεται για ιαχές και ευκολίες.
Τι σημαίνει όμως αυτό; Ότι για να σταθεί και να έχει αξιώσεις η όποια αντιπολίτευση χρειάζεται να γίνει και αυτή σύνθετη και «πολυδιάστατη». Διότι η στρατηγική της τωρινής πλειοψηφίας είναι να παγιδεύσει την αντιπολίτευση και ιδίως τον επιρρεπή σε ανοησίες ΣΥΡΙΖΑ σε μια αφελή ή αυτοκαταστροφική στάση: να τον αναγκάσει να ψάξει την ταυτότητά του στην αριστερή καθαρότητα, αφού το «κεντροαριστερό πεδίο» καταλαμβάνεται από τον «νεοφιλελευθερισμό». Συγχρόνως θέλει να ωθήσει και το ΠΑΣΟΚ σε μια vintage διεκδίκηση της δικής του παραδοσιακής ψυχής απέναντι στην προσπάθεια υφαρπαγής της «Δημοκρατικής Παράταξης».
Ο επιθετικός πραγματισμός μέσα από την ανάμειξη όλων των εκσυγχρονιστικών παραδόσεων και ιερών ονομάτων έχει επίσης ένα τέτοιο σκέλος: στήνει συνεχώς παγίδες σε αντιπάλους που ψάχνουν μια απλή φόρμουλα αντεπίθεσης. Γνωρίζοντας καλά τις αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν είναι η έλλειψη αρχηγού αλλά ότι εξακολουθεί να ψάχνει την ακροδεξιά ΝΔ και έναν υπερτιμημένο νεοφιλελευθερισμό. Και επίσης, έχοντας κατά νου και τις ιδεολογικές και πολιτικές καθυστερήσεις του ΠΑΣΟΚ που μοιάζει να μην έχει διάθεση να αναλύσει τα χαρακτηριστικά της καινούργιας φάσης.
Υπάρχουν όρια στην κεντροαριστερή κεντροδεξιά ή στον νεοδημοκρατικό προοδευτισμό; Φυσικά. Είναι η δομική έλξη που ασκεί σε αυτόν τον χώρο η μεγέθυνση της ισχύος των ιδιωτικών συμφερόντων. Παρά την αξιοποίηση του κράτους και την αποδοχή μιας επεμβατικής-διορθωτικής λογικής (σημαντικής στις κρίσεις), η κεντροδεξιά δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την ατζέντα της σύγχρονης κρίσης: ούτε το τεράστιο περιβαλλοντικό ζήτημα ούτε τα θέματα των εργασιακών σχέσεων και των κοινωνικών θεσμών προστασίας. Παρ’ όλα αυτά, έχει μεγάλα περιθώρια να προχωρήσει σε νομοθέτηση δικαιωμάτων, παροχών και πολιτισμικών καινοτομιών, ανατρέποντας τα στερεότυπα περί δεξιάς και αναστατώνοντας τις ερμηνείες της αριστεράς.
Απέναντι στον απελευθερωμένο πραγματισμό (που φαίνεται πως εκφράζει και τον Κυριάκο Μητσοτάκη προσωπικά), μια αντιπολίτευση καθηλωμένη, αμυντική ή ξώφαλτση θα βρίσκεται διαρκώς πίσω, χτυπώντας φαντάσματα ή αφηρημένα κατασκευάσματα. Εκτός αν ανασυγκροτηθεί σε άλλες βάσεις και διεκδικήσει μια πολιτική του κοινού καλού με έμφαση στην πραγματική υπεράσπιση των δημόσιων αγαθών.