ΑΝ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΑΣΤΕ ΟΛΟ ΚΑΙ ΣΥΧΝΟΤΕΡΑ, ομολογουμένως δεν είναι πάντα σαφές τι εννοούμε με αυτό. Το πολιτικό κέντρο είναι μεν όλα τα αρρήτως συμπεφωνημένα που ενώνουν όσους πολίτες θέλουν να δουν αυτό το κράτος να προκόβει και να συνομιλεί ισότιμα με τον σύγχρονο κόσμο, αλλά οι επιδιώξεις αυτές θα επιτευχθούν ακόμη αποτελεσματικότερα μόνο αν τύχουν βαθύτερης πολιτικο-διανοητικής επεξεργασίας.
Καταρχάς, το κέντρο δεν κινείται απλώς σε μια λογική ίσων αποστάσεων από την αριστερά και τη δεξιά, δεν συνιστά δηλαδή μια μετριοπαθή έκφρασή τους ούτε και αποτελεί ένα κολάζ των αξιών του παραδοσιακού αυτού δίπολου, αλλά είναι η ιστορική υπέρβασή του.
Όπως το κλασικό αυτό δίπολο προέκυψε σταδιακά μέσα από τον κόσμο των προηγούμενων βιομηχανικών επαναστάσεων και της σύστοιχης ταξικής σύνθεσης που επέβαλε εκείνος ο καταμερισμός εργασίας, έτσι και το κέντρο είναι προϊόν των κοινωνικο-οικονομικών διεργασιών που έχουν να κάνουν με την εν εξελίξει 4η βιομηχανική επανάσταση. Μια επανάσταση που αναδιαρθρώνει πλήρως τις παλιότερες αντιθέσεις και ακυρώνει την έννοια της κοινωνικής τάξης.
Οι τεκτονικές κοινωνικές μετατοπίσεις της μνημονιακής Ελλάδας ήταν που οικοδόμησαν σταδιακά και μια νέα πολιτική κουλτούρα, η οποία επαναπροσδιορίζει το τρίγωνο πολίτη - πολιτικού -κράτους, μακριά τόσο από τον λαϊκισμό όσο και από τον αριστοκρατικό ελιτισμό.
Έτσι, βασικό του στοιχείο είναι ο πραγματισμός του, το γεγονός δηλαδή ότι θέλει οι ιδέες να είναι άμεσα συνυφασμένες με μια συγκεκριμένη πραξεολογία, η οποία έχει στο επίκεντρό της τη βελτίωση της ζωής του πολίτη σε όλους τους τομείς. Και σε αυτό η υψηλή τεχνολογία μπορεί να αποδειχτεί καίριο μεταρρυθμιστικό εργαλείο, αφενός υπηρετώντας τον πολίτη και τις σύγχρονες ανάγκες του, αφετέρου μειώνοντας τις ανισότητες, υλικές, μορφωτικές, πολιτισμικές, των φύλων ή τις φυλετικές.
Είναι επομένως ένα εργαλείο ενίσχυσης της συμμετοχής στις κοινές υποθέσεις, προάσπισης του δημοσίου συμφέροντος και εν τέλει ισχυροποίησης της δημοκρατίας. Κατά συνέπεια, ελευθερία και ισότητα ευκαιριών δεν είναι για το κέντρο ασυμβίβαστες αξίες αλλά μπορούν κάλλιστα να συνυπάρχουν μέσα σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία που είναι ταυτόχρονα συμπεριληπτική και ενσυναισθητική.
Το κέντρο πιστεύει, εξάλλου, τόσο στη σημασία του κράτους ως του μόνου ικανού διαχειριστή της σημερινής εποχής της διακινδύνευσης και των συνεχών κρίσεων, όσο και στην ελεύθερη αγορά, διότι έχει πλήρη συνείδηση ότι μόνο από εκεί μπορούν να προκύπτουν πάντα οι νέες και ρηξικέλευθες ιδέες και καινοτομίες.
Πιστεύει, με άλλα λόγια, σε ένα κράτος αρωγό του πολίτη, το οποίο ταυτόχρονα εγγυάται τα δικαιώματά του (άρα δεν ζει εις βάρος των φορολογούμενων) και πιστεύει σε μια ελεύθερη αγορά και σε μια ισχυρή κοινωνία των πολιτών, όπου τα υποκείμενα μπορούν ελεύθερα να αναπτύξουν τις δυνατότητές τους.
Είναι δεδομένο προφανώς ότι οι επί μέρους πολιτικές του ευαισθησίες έχουν διαμορφθωθεί από τις ιστορικές εμπειρίες κάθε εθνικού κράτους ξεχωριστά. Ειδικά στην ελληνική περίπτωση, το κέντρο προέκυψε ως αποτέλεσμα των μεγάλων κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών διεργασιών που συνέβησαν στην Ελλάδα της κρίσης την προηγούμενη δεκαετία. Οι τεκτονικές κοινωνικές μετατοπίσεις της μνημονιακής Ελλάδας ήταν, με άλλα λόγια, που οικοδόμησαν σταδιακά και μια νέα πολιτική κουλτούρα, η οποία επαναπροσδιορίζει το τρίγωνο πολίτη - πολιτικού -κράτους, μακριά τόσο από τον λαϊκισμό όσο και από τον αριστοκρατικό ελιτισμό.
Σε αυτήν τη σχέση ο πολίτης απαιτεί από τον πολιτικό (ως διαχειριστή του κράτους) ειλικρίνεια, ενσυναίσθηση, αποτελεσματικότητα, θωράκιση της λειτουργίας των θεσμών, ιδεολογική ανεξιθρησκία, όταν πρόκειται να λύσει πρακτικά προβλήματα που βελτιώνουν τη ζωή του, σεβασμό των φόρων του. Και από το κράτος, να προστατεύει τα θεμελιώδη δικαιώματά του, ιδίως σε περιόδους κρίσεων, να εγγυάται τις ελευθερίες του και να προάγει το συλλογικό συμφέρον. Και ο πολιτικός, από την πλευρά του, ζητά από τους πολίτες κρίση και υπευθυνότητα, ρεαλισμό και απομάκρυνση από τις επικίνδυνες σειρήνες του λαϊκισμού, καθώς και να ανταποκρίνονται στις συλλογικές υποχρεώσεις τους ‒ όχι μόνο να απαιτούν δικαιώματα.
Έτσι, ο μεταρρυθμισμός, ως μια συνεχής διαδικασία, συναντά τη φιλοπατρία (μακριά από τον εθνικισμό) και την ατομική και κοινωνική ευθύνη. Στην Ελλάδα ειδικά η επικράτηση μιας τέτοιας κουλτούρας θα οδηγούσε σε μια πραγματική αλλαγή παραδείγματος.
Επομένως, το κέντρο επαναπροσδιορίζει το πεδίο της πολιτικής με όρους πολιτικούς αλλά και ηθικούς, ακόμη και αισθητικούς, με την έννοια ότι συμβάλλει στη συγκρότηση ενός νεοφανούς πολιτικού υποκειμένου το οποίο να ανταποκρίνεται στη νέα πραγματικότητα ενός κόσμου ριζικά διαφορετικού από εκείνον που γνωρίσαμε μεταπολεμικά και μεταπολιτευτικά. Και επειδή η γέννησή του είναι το αποτέλεσμα μιας ιστορικής ανάγκης καθώς και της νέας εποχής που έχει ξημερώσει ήδη, κατέχει το προνόμιο μιας πολύ θελκτικής δύναμης που μπορεί να δημιουργεί ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες με ομάδες και πολίτες με διαφορετικές πολιτικές καταγωγές. Και αυτό είναι που αποτελεί και το συγκριτικό του πλεονέκτημα έναντι παλαιότερων πολιτικών σχημάτων που απλώς επιδίωκαν να μπουν σφήνα στο δίπολο δεξιάς και αριστεράς. Το νέο κέντρο, αντιθέτως, δεν το διεμβολίζει απλώς αλλά το ακυρώνει μέσα από την ιστορική αυτή υπέρβαση που ήδη δείχνει τα ευεργετικά της αποτελέσματα, όπου αυτό κυβερνά.
Υπό αυτή την έννοια, η μερική απροσδιοριστία του κέντρου είναι αναγκαία εφόσον αυτοπροσδιορίζεται με όρους μέλλοντος. Σημαίνει ότι οφείλει να μένει ανοιχτό στο καινούργιο και σε αυτό που δεν έχει ακόμη υπάρξει. Και σημαίνει ότι οφείλει να αποτελεί τον πολιτικό διαμορφωτή του μέλλοντος, που άλλωστε δεν αφορά πλέον κάτι μακρινό και ασαφές αλλά κάτι που ολοένα περισσότερο ταυτίζεται με το παρόν. Απέναντι σε όσους είναι εθισμένοι να βλέπουν την πολιτική με όρους εικοστού αιώνα, το κέντρο είναι η μόνη πολιτική δύναμη που μπορεί να αντιληφθεί τα διακυβεύματα του εικοστού πρώτου. Που κυρίως μπορεί να τα διαμορφώσει επ’ ωφελεία των πολλών.