Αυτή Σφήκα, εμείς κότες

Αυτή Σφήκα, εμείς κότες Facebook Twitter
Οτιδήποτε θετικό εξανεμίζεται κι αυτό με τον μονόλογο του τέλους, την Παράβαση της ίδιας της Κιτσοπούλου, που εμφανίζεται στα λευκά και επιδίδεται αυτοθαυμαζόμενη στο ραπ εγκώμιό του εαυτού της και της πένας της. Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης
0

Όσες αλυσίδες κι αν του περάσουν, όσες φοβέρες κι αν εξαπολύσουν εναντίον του, εκείνος δεν ακούει κανέναν. Kαμία πολιτική εξουσία, καμία κοινωνική επιταγή, κανένας συγγενικός δεσμός, κανένας καθωσπρεπισμός δεν μπορεί να τον φιμώσει. «Πρέπει να λέω την αλήθεια! Πρέπει να τη λέω!» ωρύεται στη μέση της ορχήστρας, δεμένος από το πόδι με ένα μακρύ σχοινί, σαν σκλάβος «παλαιάς κοπής» ή σαν αιχμαλωτισμένο ζώο. Ακριβώς επειδή δεν μπορεί να συγκρατηθεί, ακριβώς επειδή λέει όλα όσα απαγορεύεται να ειπωθούν, ο ήρωας της Λένας Κιτσοπούλου, ως άλλος αριστοφανικός Φιλοκλέων, έχει τεθεί σε κατ’ οίκον περιορισμό, και μάλιστα από τον ίδιο του τον γιο, ο οποίος κατέφυγε στη λύση αυτή προκειμένου να αναγκάσει τον ατίθασο πατέρα του ν’ ασπαστεί τα ήθη και τους κώδικες της εποχής μας.

Το σχέδιο πατρικής αναμόρφωσης δεν μοιάζει να πηγαίνει και πολύ καλά όμως. Γιατί ο αλυσοδεμένος άνδρας επιμένει να επιτίθεται κατά μέτωπο σε όλες τις εκφάνσεις της μόδας, στις επιταγές της πολιτικής ορθότητας, στα φετίχ του καλλιτεχνικού στερεώματος, στις μανίες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Σαρκάζει σκληρά τον αποδομημένο μουσακά, τον αχινό με κάστανο, το αγριοσπάραγγο élevé, όλους τους δήθεν ψαγμένους αναμορφωτές της παραδοσιακής ελληνικής κουζίνας, αλλά κι αυτούς που έκαναν καριέρα πείθοντάς μας για τη γευστική ανωτερότητα της μαντζουράνας, του αμπελοφάσουλου και του ζοχού. 

Αν ο Αριστοφάνης ασκεί κριτική στον τρόπο λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών και στην ικανότητα του λαού να επιτελεί τον ρόλο του ως ρυθμιστής και εγγυητής της δημοκρατίας, εδώ, στην παρούσα παράσταση, δεν υπάρχει κανένα υψηλό διακύβευμα, καμία ουσιαστική στηλίτευση των κακώς κειμένων, καμία εμβάθυνση.

Η γλώσσα του τσακίζει κόκαλα: όχι μόνο κοροϊδεύει την ανατομία της ημίγυμνης κοπέλας που εμφανίζεται ζητώντας απελπισμένα βοήθεια αλλά επιχαίρει κιόλας όταν εκείνη πέφτει θύμα βιασμού από έναν ανάλγητο «σωτήρα»-αστυνομικό: «Καλά σου κάνανε! Τα ’θελε η κωλάρα σου! Με τα βυζιά έξω όλη την ώρα!» της φωνάζει. Τα βάζει με τους τουρίστες που «πάνε στα μαγαζιά και κάθονται πέντε ώρες πίνοντας μια μπίρα», ειρωνεύεται τη Βίκυ Καγιά («ήτανε ρούχο αυτό που φόραγε τις προάλλες;»), τις τηλεοπτικές εκπομπές που «παίρνουν τις χοντρές και τους λένε “τράβα να ψωνίσεις, είσαι κούκλα”, τον Κούγια που «πήγαινε στην Ευελπίδων μ’ ένα καλαθάκι να μαζέψει βατόμουρα», τον Σπύρο Μπιμπίλα («Τι θλίψη να ξέρεις τον Μπιμπίλα / Τι ωραία που θα ’ταν η ζωή χωρίς Μπιμπίλα») κ.ο.κ.

Αυτή Σφήκα, εμείς κότες Facebook Twitter
Δεν γνωρίζω σε ποιον βαθμό η συγγραφέας ταυτίζεται με τις απόψεις του ήρωά της, που θυμίζουν έντονα τις αντίστοιχες ενός σημερινού ακροδεξιού ψηφοφόρου. Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης

Ετούτος ο ήρωας δεν είναι απλώς αθυρόστομος, είναι πολύ περισσότερα, θέλει να μας πείσει: είναι ο ηρωικός νοσταλγός και ακαταπόνητος υπερασπιστής μιας χαμένης εποχής αυθεντικότητας και ειλικρίνειας, μιας εποχής ένδοξης, όταν οι άνθρωποι έτρωγαν ακόμη αληθινό παστίτσιο και μεζέδες με οδοντογλυφίδα, έλεγαν ανενδοίαστα τον χοντρό «χοντρό», χωρίς να φοβούνται ότι θα κατηγορηθούν γι’ αυτό, όταν οι άντρες ήταν «άντρες» επειδή άλλαζαν το λάστιχο το παλιό, το τρυπημένο, και η γυναίκα «μπορούσε να στηριχτεί σε μπράτσα ιδρωμένα και παλάμες γεμάτες γράσο» («Άντρες είν’ αυτοί που βάζουν αντισηπτικά στα χέρια, αντί ν’ αφήσουν το γράσο να πιάσει τη ρώγα της γυναίκας;»), όταν οι ομοφυλόφιλοι δεν παντρεύονταν και δεν υιοθετούσαν παιδιά («πόσα “μπαμπά” να πει ένα παιδί;»), όταν στην Ελλάδα δεν ακούγονταν τα ουρλιαχτά των δικαιωματιστών και των καναλιών, εφόσον όλοι οι καημοί εκφράζονταν με τη φωνή του μοναδικού, του ανεπανάληπτου Στέλιου Καζαντζίδη. 

Δεν γνωρίζω σε ποιον βαθμό η συγγραφέας ταυτίζεται με τις απόψεις του ήρωά της, που θυμίζουν έντονα τις αντίστοιχες ενός σημερινού ακροδεξιού ψηφοφόρου. Δεν υπάρχει αμφιβολία, πάντως, ότι ο πρώτος εκφράζει πολλές από τις δικές της, προσωπικές εμμονές, με την κριτική στη σύγχρονη γαστρονομία, την απέχθεια στην πολιτική ορθότητα («Εγώ μεγάλωσα τη δεκαετία του ογδόντα», μας έλεγε σε άλλη, πρόσφατη δουλειά της, «και τότε τον πούστη τον λέγαμε πούστη») και την πράξη του βιασμού –για να επιλέξω μερικές– να αναδύονται και πάλι ανατριχιαστικά κυρίαρχες στη θεματολογία της. Και δίχως άλλο, αυτό που τη συνδέει έντονα μαζί του είναι η αδιάσειστη πεποίθηση ότι στέκονται «μόνοι εναντίον όλων» ως άλλες σωκρατικές αλογόμυγες που τσιμπούν επίμονα τον κοιμισμένο ελληνικό λαό, αναλαμβάνοντας πλήρως το ρίσκο των «αντισυμβατικών» λεγομένων τους και αψηφώντας τολμηρά τις συνέπειες.  

Αυτή Σφήκα, εμείς κότες Facebook Twitter
Θα μπορούσαμε να συμπλεύσουμε με τη σκηνική αναρχία, το αδιάκοπο πηγαινέλα των ηθοποιών, τα άστοχα τραγούδια, την πρόχειρη συγκόλληση ασύνδετων επεισοδίων, αποδεχόμενοι ίσως ότι με τον τρόπο αυτό η σκηνοθέτις φιλοδοξεί να αντικατοπτρίσει την παράνοια της σύγχρονης Ελλάδας. Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης

Σαρκάζει σκληρά τον αποδομημένο μουσακά, τον αχινό με κάστανο, το αγριοσπάραγγο élevé, όλους τους δήθεν ψαγμένους αναμορφωτές της παραδοσιακής ελληνικής κουζίνας, αλλά κι αυτούς που έκαναν καριέρα πείθοντάς μας για τη γευστική ανωτερότητα της μαντζουράνας, του αμπελοφάσουλου και του ζοχού. 

Σε τι ακριβώς συνίσταται, όμως, αυτό το ρίσκο; Τι είναι αυτό που λένε «έξω από δόντια», χωρίς φόβο και με πολύ πάθος, ευελπιστώντας ότι θα διαπεράσουν όλες τις στρώσεις της μικροαστικής υποκρισίας μας μέσα από αλλεπάλληλα σοκ; 

Θα είχε ίσως κάποιο νόημα να επαίρεται κανείς για το θάρρος του, αν πράγματι ήταν αποφασισμένος να βάλει το μαχαίρι στο κόκαλο και να επιτεθεί στους ισχυρούς. Τίποτα τέτοιο, όμως, δεν συμβαίνει εδώ: πρώτον, επειδή οι στόχοι που επιλέγονται είναι ως επί το πλείστον ακίνδυνοι (πόσους τριγμούς θα προκαλέσεις στο σύστημα, δηλαδή, αν σατιρίζεις τον Μπιμπίλα, την Καγιά, το αμπελοφάσουλο, τον Νίκο Καββαδία, τον ρακένδυτο τουρίστα, τον Έλληνα «μαμάκια» ή τις κυρίες που ντύνουν με γουνάκια τα σκυλάκια τους;). Και δεύτερον, επειδή, ακόμη και τα σοβαρότερα θέματα που εισχωρούν στην ατζέντα (όπως η αστυνομική βία ή η άνοδος του φασισμού) δεν εξετάζονται εις βάθος. Αυτό που ακούμε είναι μονάχα ο ήχος ενός μύλου που τα αλέθει όλα – από την Πισπιρίγκου και τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο μέχρι τον Αντετοκούνμπο και τον Πέτρο, τον πελεκάνο της Μυκόνου. Ένα διαρκές name dropping που μοιάζει περισσότερο καθοδηγούμενο από το άγχος να βάλει τσεκ στα πρόσωπα της επικαιρότητας με τρόπο επιδερμικό, γαργαλώντας τις μύτες μας, αλλά αποφεύγοντας να ανοίξει έστω κι ένα ρουθούνι. 

Υπάρχουν, φυσικά, μερικές αναλαμπές στη διάρκεια της παράστασης, όπως ο χλευασμός της αγωνίας μας να έχουμε άποψη για όλα και να «δικάζουμε» τους πάντες («Δεν ξέρεις; Μάθε! Μάθε! Να πεθάνει όποιος δεν έχει άποψη για την κηπουρική, τη χειρουργική, τη vegetarian τροφή, τα γαμήσια στην Ευρωβουλή») ή η στιγμή της μεταμόρφωσης του πατέρα σε κοστουμαρισμένο πολιτικό που θα μπει στη Βουλή υποσχόμενος την κατάργηση των συντάξεων, «για να μη νιώθουν άχρηστοι αυτοί οι άνθρωποι». Συμπαθής, τέλος, ο γέρος-Σφήκας, ο τελευταίος εναπομείνας  ενός «αρχαίου» Χορού, που βυθίζεται στη μοναξιά του, αδυνατώντας να κατανοήσει τον ρόλο του μέσα στο σύγχρονο θεατρικό τοπίο.  

Αυτή Σφήκα, εμείς κότες Facebook Twitter
O Nίκος Καραθάνος. Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης

Οτιδήποτε θετικό, όμως, εξανεμίζεται κι αυτό με τον μονόλογο του τέλους, την Παράβαση της ίδιας της Κιτσοπούλου, που εμφανίζεται στα λευκά και επιδίδεται αυτοθαυμαζόμενη στο ραπ εγκώμιο του εαυτού της και της πένας της. Προλαβαίνοντας εκ των προτέρων οποιονδήποτε διανοηθεί να της ασκήσει κριτική («Και θα μου πεις εσύ αν έχω σχέση με τις “Σφήκες”; Την κριτική σου / όπου είσαι / βάλ' την στον κώλο σου / όποιος είσαι»), στέφεται μόνη της βασίλισσα, αυτοαναγορεύεται στην κατεξοχήν, την απόλυτη Σφήκα, αυτή που θα γίνει πεταλίδα «στα μυαλά μας, θα κολλήσει και θα τα γαμήσει», αυτή που θα καπνίσει(!) και θα χαλάσει «τ’ αρχαία τα δοκάρια», αυτή που θα ξεμπροστιάσει «τα αρχαία μας τα έργα μες στο ψέμα», που θα βγάλει ζώα στη σκηνή (κι ας έρθει η Φιλοζωική), που θα κάνει «την καλύτερη παράσταση όλου του καλοκαιριού», που θα φωνάζει όσο έχει ακόμη αναπνοή, κι άμα τα φτύσει, πάλι «θα μας γαμήσει», αυτή που είναι επικίνδυνη για το σύστημα και δεν θα ’πρεπε το Εθνικό να της αναθέσει έργο («Δεν έπρεπε το Εθνικό σε μένα έργο να προτείνει / Δε φταίω εγώ / Εγώ δε φεύγω από δω, μ’ έχουν προσλάβει»), αυτή που πυροβολεί, αυτή που θα τα πει, αυτή που προκαλεί, κι ας την κάψουμε στην Πνύκα ζωντανή. Τι άλλο να κάνουμε σε μια τέτοια Ζαν ντ’ Αρκ που δεν μας αξίζει; Εμείς δεν έχουμε πυγμή, είμαστε σκλάβοι μαλθακοί, κοιμισμένοι και νωθροί.  

Εκείνη βασίλισσα κι εμείς σκλάβοι. Εκείνη Σφήκα κι εμείς «κότες». 

Αυτή Σφήκα, εμείς κότες Facebook Twitter
Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης

Θα μπορούσαμε να συμπλεύσουμε με τη σκηνική αναρχία, το αδιάκοπο πηγαινέλα των ηθοποιών, τα άστοχα τραγούδια, την πρόχειρη συγκόλληση ασύνδετων επεισοδίων, αποδεχόμενοι ίσως ότι με τον τρόπο αυτό η σκηνοθέτις φιλοδοξεί να αντικατοπτρίσει την παράνοια της σύγχρονης Ελλάδας. Θα μπορούσαμε ακόμη και να απολαύσουμε δυο-τρεις ερμηνείες που διασώζονται μέσα στον καταιγισμό (ιδίως του Πάνου Παπαδόπουλου ως «γιου» αλλά και του Θοδωρή Σκυφτούλη ως «πατέρα»).

Αυτό που δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε, όμως, είναι η κραυγαλέα απουσία γόνιμης σάτιρας. Αν ο Αριστοφάνης ασκεί κριτική στον τρόπο λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών και στην ικανότητα του λαού να επιτελεί τον ρόλο του ως ρυθμιστής και εγγυητής της Δημοκρατίας, εδώ, στην παρούσα παράσταση, δεν υπάρχει κανένα υψηλό διακύβευμα, καμία ουσιαστική στηλίτευση των κακώς κειμένων, καμία εμβάθυνση. Όσο κι αν ο κεντρικός ήρωας ακκίζεται πως εκφράζει με παρρησία την «αλήθεια», ότι υιοθετεί έναν δήθεν αιρετικό λόγο, εκφράζοντας αυτό που όλοι σκεφτόμαστε, αλλά κανένας μας δεν τολμά να ξεστομίσει, επί της ουσίας αναμασά ισοπεδωτικά κλισέ, ακυρώνει ανθρώπους και ποδοπατά τις πάσης φύσεως διαφορετικότητες.  

Σφήκες
Ελεύθερη διασκευή της Λένας Κιτσοπούλου, βασισμένη στο έργο του Αριστοφάνη
Μια συμπαραγωγή με το ΚΘΒΕ
Η παράσταση παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου την Παρασκευή 14 και το Σάββατο 15 Ιουλίου

Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Στέλιος Χρονόπουλος
Ελεύθερη διασκευή - σκηνοθεσία: Λένα Κιτσοπούλου
Σκηνικά - κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού
Μουσική: Νίκος Κυπουργός
Χορογραφία: Αμάλια Μπένετ

Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Δάφνη Δαυίδ, Αλέξανδρος Ζουριδάκης, Κωνσταντίνος Καπελλίδης (ηλεκτρικό μπάσο), Νίκος Καραθάνος, Λένα Κιτσοπούλου, Γιάννης Κότσιφας, Νίκος Κουσούλης, Αλέξης Κωτσόπουλος (ηλεκτρική κιθάρα, τρομπόνι), Νεφέλη Μαϊστράλη, Σωτήρης Μανίκας, Νικόλας Μαραγκόπουλος, Ιωάννα Μαυρέα, Θάνος Μπίρκος, Δημήτρης Ναζίρης, Πάνος Παπαδόπουλος, Στέφανος Πίττας, Κωνσταντίνος Πλεμμένος, Μαριάννα Πουρέγκα, Θοδωρής Σκυφτούλης

Αναλυτικά η περιοδεία:
22 Iουλίου: Καβάλα - Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων
25 Ιουλίου: Θεσσαλονίκη - Θέατρο Δάσους
30 Ιουλίου: Αρχαίο Θέατρο Δωδώνης
5 Αυγούστου: Αρχαίο Θέατρο Δίον
29 Αυγούστου: Ηλιούπολη - Δημοτικό Θέατρο Άλσους «Δημήτρης Κιντής»
6-9 Σεπτεμβρίου: Σχολείον της Αθήνας Ειρήνη Παπά
16 Σεπτεμβρίου: Κηποθέατρο Παπάγου
22 Σεπτεμβρίου: Βύρωνας - Θέατρο Βράχων

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν

Θέατρο / Πού οφείλεται τόση δίψα για το θέατρο;

Το θέατρο εξακολουθεί να προκαλεί debates και ζωηρές συζητήσεις, παρά τις κρίσεις και τις οικονομικές περικοπές που έχει υποστεί, και φέτος ανεβαίνουν στην Αθήνα παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ανδρέας Κωνσταντίνου

Θέατρο / Ανδρέας Κωνσταντίνου: «Δεν μ' ενδιαφέρει τι υποστηρίζεις στο facebook, αλλά το πώς μιλάς σε έναν σερβιτόρο»

Ο ηθοποιός που έχει υποδυθεί τους πιο ετερόκλητους ήρωες και θα πρωταγωνιστήσει στην τηλεοπτική μεταφορά της «Μεγάλης Χίμαιρας» αισθάνεται ότι επιλέγει την τηλεόραση για να ικανοποιήσει την επιθυμία του για κάτι πιο «χειροποίητο» στο θέατρο.
ΜΑΤΟΥΛΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ
Ο Στρίντμπεργκ και η «Ορέστεια» προσγειώνονται στον κόσμο της Λένας Κιτσοπούλου

Θέατρο / Η Μαντώ, ο Αισχύλος και ο Στρίντμπεργκ προσγειώνονται στον κόσμο της Κιτσοπούλου

Στην πρόβα του νέου της έργου όλοι αναποδογυρίζουν, συντρίβονται, μοντάρονται, αλλάζουν μορφές και λένε λόγια άλλων και τραγούδια της καψούρας. Ποιος θα επικρατήσει στο τέλος;
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Η εποχή μας δεν ανέχεται το λάθος»

Οι Αθηναίοι / «Η εποχή μας δεν ανέχεται το λάθος»

Η ηθοποιός Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου θυμάται τα χρόνια του Θεάτρου Τέχνης, το πείραμα και τις επιτυχίες του Χυτηρίου, περιγράφει τι σημαίνει γι' αυτή το θεατρικό σανίδι και συλλογίζεται πάνω στο πέρασμα του χρόνου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Θωμάς Μοσχόπουλος

Θέατρο / «Άρχισα να βρίσκω αληθινή χαρά σε πράγματα για τα οποία πριν γκρίνιαζα»

Έπειτα από μια δύσκολη περίοδο, ο Θωμάς Μοσχόπουλος ανεβάζει τον δικό του «Γκοντό». Έχει επιλέξει μόνο νέους ηθοποιούς για το έργο, θέλει να διερευνήσει την επίδρασή του στους εφήβους, πραγματοποιώντας ανοιχτές πρόβες. Στο μεταξύ, κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα με την Αργυρώ Μποζώνη.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τι είναι για σένα το «Οξυγόνο»;

Θέατρο / Τι είναι για σένα το «Οξυγόνο»;

Ένα συναρπαστικό υβρίδιο θεάτρου, συναυλίας, πολιτικοκοινωνικού μανιφέστου και rave party, βασισμένο στο έργο του επικηρυγμένου στη Ρωσία δραματουργού Ιβάν Βιριπάγιεφ, ανεβαίνει στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή και αποπειράται να δώσει απάντηση σε αυτό το υπαρξιακό ερώτημα.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Υπάρχει το «για πάντα» σε μια σχέση;

The Review / Υπάρχει το «για πάντα» σε μια σχέση;

Ο Αλέξανδρος Διακοσάββας και ο δημοσιογράφος και κριτικός θεάτρου Γιώργος Βουδικλάρης μιλούν για την παράσταση «Ο Χορός των εραστών» της Στέγης, τα υπαρξιακά ερωτήματα που θέτει το κείμενο του Τιάγκο Ροντρίγκες και τη χαρά τού να ανακαλύπτεις το next best thing στην τέχνη.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Φανί Αρντάν: «Σκυλάκι δεν είμαι, προτιμώ να παραμείνω λύκος»

Όπερα / Φανί Αρντάν: «Σκυλάκι δεν είμαι, προτιμώ να παραμείνω λύκος»

Πολυσχιδής και ανήσυχη, η Φανί Αρντάν δεν δίνει απλώς μια ωραία συνέντευξη αλλά ξαναζεί κομμάτια της ζωής και της καριέρας της, με αφορμή την όπερα «Αλέκο» του Σεργκέι Ραχμάνινοφ που σκηνοθετεί για την Εθνική Λυρική Σκηνή.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Το «Κυανιούχο Κάλιο» είναι μια παράσταση για το ταμπού των αμβλώσεων 

Θέατρο / «Κυανιούχο Κάλιο»: Μια παράσταση για το ταμπού των αμβλώσεων στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά

Όχι μόνο σε ανελεύθερα ή σκοταδιστικά καθεστώτα, αλλά και στον δημοκρατικό κόσμο, η συζήτηση για το δικαίωμα της γυναίκας σε ασφαλή και αξιοπρεπή ιατρική διακοπή κύησης παραμένει τρομακτικά επίκαιρη.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τενεσί Ουίλιαμς: Ο ποιητής των χαμένων ψυχών

Θέατρο / Τενεσί Ουίλιαμς: Ο ποιητής των χαμένων ψυχών

«Εκείνο που με σπρώχνει να δημιουργώ θεατρικούς χαρακτήρες είναι ο έρωτας», έλεγε ο Ουίλιαμς, που πίστευε ότι ο πόθος «είναι κάτι που κατακλύζει πολύ μεγαλύτερο χώρο από αυτόν που μπορεί να καλύψει ένας άνθρωπος». Σε αυτόν τον πόθο έχει συνοψίσει τη φυγή και την ποίηση, τον χρόνο, τη ζωή και τον θάνατο.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ