Σε κάποιο σημείο της συνέντευξης, ο Γιώργος Σπηλιόπουλος, πιο γνωστός στους περισσοτέρους ως Junior SP., μιλάει για «βίους παράλληλους, αλλά όχι τεμνόμενους». Κάπως έτσι νιώθω κι εγώ για την περίπτωσή του. Για πολλά χρόνια τον ακολουθούσα ‒και συνεχίζω να τον ακολουθώ‒ μέσα από τις συναυλίες που διοργάνωνε και τα DJ sets σε διάφορα κλαμπ και μπαρ της Αθήνας, ποτέ όμως δεν είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε. Δεν υπήρξα μεγάλος fan της drum ‘n’ bass σκηνής, προτιμούσα τις χιπ-χοπ συναυλίες που «έτρεχε» και σε πολλές περιπτώσεις τις γνωστές την εποχή 2005-2009 βραδιές «The Original Freestyle Sessions» στο EARTH bar που διατηρούσε για κάποια χρόνια στου Ψυρρή.
Διοργανωτής συναυλιών, DJ, μουσικός και ραδιοφωνικός παραγωγός, ιδρυτής της Innersense Productions, έχει συμπεριληφθεί στο line-up events και φεστιβάλ σε Μεγάλη Βρετανία, Βέλγιο, Ρουμανία και Κροατία. Μέσα από τα μάτια του Junior SP. έχει περάσει ολόκληρη η urban κουλτούρα της Αθήνας τα τελευταία τριάντα χρόνια, είναι ένας από τους ανθρώπους που έχουν συμβάλει σημαντικά στη διαμόρφωσή της.
Τελικά, κατακαλόκαιρο του 2023, είχα την ευκαιρία να μιλήσω μαζί του. Σε αυτήν τη συνομιλία μοιράστηκε μαζί μας στιγμές από τη μουσική του διαδρομή και τις διαφορετικές μουσικές κουλτούρες της Αθήνας.
Εγώ χαίρομαι γιατί τα περισσότερα παιδιά που κάνουν ραπ, ειδικά τα πιο συνειδητοποιημένα, έχουν γράψει χιλιόμετρα. Νομίζω ότι είναι αυτά που αρθρώνουν και τον πιο σοβαρό πολιτικό λόγο.
— Πού σε βρίσκουμε αυτό το διάστημα; Συνεχίζεται η περιοδεία του Ταφ Λάθος;
Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση είναι «παντού», πραγματικά all over the place. Πανελλαδικά έχω την περιοδεία του Ταφ Λάθος, «τρέξαμε» μαζί με τον Γιάννη Ευσταθίου του Street Mode το Lake Mode Festival στο Φράγμα Θέρμης στη Θεσσαλονίκη, που μόλις ολοκληρώθηκε. Είχα και μια μικρή εμπλοκή στο Release Festival, οπότε καταλαβαίνεις πως είμαι παντού.
— Με τον Ταφ Λάθος πόσο καιρό κρατάει η συνεργασία; Πώς προέκυψε;
Οκτώ χρόνια. Από τo 2015 μέχρι τώρα που μιλάμε. Γνωριζόμασταν κάπως και από πριν όμως. Είχα παίξει ένα DJ set σε ένα μπαρ στην Πανόρμου, στο Sensimilia ‒ έπαιζε κι αυτός εκείνη τη μέρα. Μετά συναντηθήκαμε σε ένα pet shop και μου είπε «έλα από το στούντιο, θέλω να σου βάλω να ακούσεις κάτι». Ήταν αρχές του 2015, πέρασα από το στούντιό του και μου έβαλε να ακούσω το άλμπουμ «Ελπίδα». Μου λέει «ψάχνω έναν άνθρωπο να μου οργανώσει λίγο το κομμάτι των live κ.λπ.». Η αλήθεια είναι ότι με το που άκουσα τον δίσκο, χωρίς δεύτερη σκέψη του είπα «κοίταξε να δεις, συνεργαστούμε δεν συνεργαστούμε, αυτό που έχεις κάνει είναι εξαιρετικό και αξίζει να ακουστεί σε ευρύ ακροατήριο, πέρα από τον κόσμο της χιπ-χοπ». Μετά από λίγες μέρες με πήρε τηλέφωνο και ξεκίνησε η συνεργασία.
The Cure Vs. Taf Lathos - Lullaby Χαμένης Νιότης (Junior SP. Mashup)
— Και φτάσατε μέχρι το Τόκιο με τον Ταφ Λάθος.
Ναι. Έχουμε παίξει και στις Βρυξέλλες και στη Γαλλία, με ελληνικό στίχο πάντα. Την Ελλάδα την έχουμε γυρίσει πολλές φορές. Ο Ταφ Λάθος κάνει πολλά εισιτήρια και γεμίζει ανοιχτούς και κλειστούς χώρους, αλλά αυτά πάνε κι έρχονται. Κι άλλοι καλλιτέχνες κάνουν πολλά εισιτήρια, το θέμα είναι για πόσο χρονικό θα μπορέσεις να διατηρείς αυτή την κατάσταση.
Η μεγάλη επιτυχία του Παναγιώτη είναι η διαχρονικότητά του. Και αυτήν τη στιγμή που μιλάμε έχει έναν κατάλογο, μια παρουσία και μια συνέπεια που είναι ζηλευτή.
— Πάμε αρκετά πίσω τώρα, αρχές των ’90s. Είσαι από τον Βύρωνα, μια περιοχή της Αθήνας που έχει βγάλει ιστορικά hip-hop crews, Razastarr. FF.C. Ήσουν στην παρέα τότε;
RAZASTARR, FF.C, και άλλα παιδιά, η Dustheadz Clique, με πολλά κοινά μέλη από αυτά τα crews, ο PSI… Όλοι ήμασταν πολύ κοντά στην ηλικία. Γνώριζα τον Νικόλα-Οδυσσέα προτού φτιάξουν τους Razastarr, ήμασταν συμμαθητές. Ταυτόχρονα, γνώριζα και τους FF.C, οι οποίοι έγραφαν στο στούντιο ενός φίλου.
Εκεί, στις αρχές των ’90s, δεν τους ακολουθούσα, δεν ήμουν του χιπ-χοπ, ήμουν της ηλεκτρονικής μουσικής και λίγο του μέταλ. Έβλεπα τι έκαναν και στο Horizon Studio που ηχογραφούσαν ‒ εγώ πήγαινα εκεί με κάτι άλλες μπάντες και προβάραμε. Ήξερα την πορεία τους, αλλά δεν ήμουν μέσα σε αυτήν.
Πιο ενεργά ξεκίνησα να έρχομαι σε επαφή με τα παιδιά, δηλαδή με τη ραπ κουλτούρα του Βύρωνα, πιο αργά, μετά το 2010. Είχαμε βίους παράλληλους, αλλά όχι τεμνόμενους.
— Τι σου έχει μείνει από τον Ανδρέα-Οδυσσέα Τσιαμπόκαλο των Razastarr; Σε λίγες μέρες συμπληρώνονται δύο χρόνια από τον θάνατό του.
Ο Ανδρέας ήταν μοναδική περίπτωση ανθρώπου. Με τη δουλειά που κάνουμε εμείς γνωρίζουμε πολλούς ανθρώπους, αλλά ο Ανδρέας είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που λες «χάρηκα πραγματικά που γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο». Ευφυΐα μοναδική, λεβεντιά τρομερή, παλικάρι, άνθρωπος-σπαθί. Με τα πάθη του, βέβαια, πράγμα το οποίο τον έκανε και ανθρώπινο, γιατί αν δεν τον γνώριζες πάρα πολύ καλά νόμιζες ότι δεν μπορούσε να υπάρχει τέτοιος άνθρωπος.
Καλλιτεχνικά, δεν έχω να πω κάτι. Μιλάμε για δάσκαλο. Όπως ήταν και ο Νικόλας και άλλα παιδιά από την πρώτη φουρνιά, ο Αρτέμης, ο Ευθύμης, ο Κουρμένταλας. Από όλους αυτούς, όμως, ο Ανδρέας και ο Νικόλας ήταν οι πιο ταπεινοί.
— Όπως είπες, άκουγες ηλεκτρονική μουσική τότε και μέταλ. Δεν έβαζες ποτέ ταμπέλες στη μουσική.
Ποτέ. Η καλή μουσική είναι καλή μουσική και η κακή μουσική, κακή, ανεξαρτήτως είδους. Στην αρχή άκουγα μόνο μέταλ. Κάποια στιγμή, γύρω στα 14, είχα έναν φίλο που ήταν λίγα χρόνια μεγαλύτερός μου. Αλλά, ξέρεις, σε αυτές τις ηλικίες τα 3-4 χρόνια κάνουν τεράστια διαφορά. Αυτός ο φίλος ήταν από τους πρώτους ρέιβερ. «Έλα μαζί μου να σου δείξω», μου λέει. Και με πήγε σε κάποια ρέιβ πάρτι που γίνονταν κυρίως στον Χολαργό και στου Παπάγου, σε αποθήκες, σε κάτι ανοιχτά γήπεδα μπάσκετ και σε άλλα μέρη.
Δεν είχα προλάβει, βέβαια, λόγω ηλικίας αυτό που συνέβαινε τότε στο Faz κλαμπ της Αθήνας,1989-91. Μου λέει κάποια στιγμή ο φίλος ότι θα γίνει ένα μεγάλο πάρτι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, «εκεί πρέπει να πάμε». Αν θυμάμαι καλά, ήταν αλλαγή χρόνου από το ’91 στο ’92, στο κλαμπ Tessera, εκεί όπου μέχρι πρόσφατα ήταν το live venue Πειραιώς Academy.
Sunrise Zone, Πρωτοχρονιά: εκεί άλλαξε όλη η κοσμοθεωρία μου. Το turning point όπου εξερράγη ο εγκέφαλός μου, ενώ δεν έχω πάρει ποτέ ναρκωτικά στη ζωή μου. Λέω «δεν είναι δυνατό». Άλλαξα διάσταση. Βγήκε η ψυχή από το σώμα μου και ξαναμπήκε. Και λέω «αυτό θέλω, αυτό μου αρέσει».
— Λίγο αργότερα βρίσκεσαι να παίζεις στο θρυλικό κλαμπ Άλσος…
Θέλω πάντα το κάτι παραπάνω. Αρχίσαμε να πηγαίνουμε στο Άλσος ως music fans, ως θαμώνες, και κάποια στιγμή βρεθήκαμε πολλά παιδιά μαζί, μια παρέα από διαφορετικές περιοχές, από το Αιγάλεω, από τον Περισσό, από Νέο Κόσμο, εγώ από Βύρωνα-Παγκράτι, κοντά στα είκοσι άτομα, και λέμε «γιατί δεν κάνουμε κι εμείς ένα πάρτι; Ο καθένας θα κάνει από κάτι». «Και πού θα το κάνουμε;» «Στην τάδε αποθήκη», είπαν κάποιοι. Τους λέω, «ρε σεις, δεν θα πάμε πουθενά, θα πάμε στο Άλσος» ‒ μιλάμε πάντα για το 1993, όταν εγώ ήμουν 17 χρονών. Και γέλαγαν. «Πώς θα πάμε στο Άλσος, είσαι τρελός;».
Τους λέω «θα πάμε να βρούμε τον Άκη που κάνει τα Sunrise Zone parties και θα του ζητήσουμε να κάνουμε πάρτι». Φτιάξαμε μια τύπου αντιπροσωπεία, τέσσερα άτομα, ένας από κάθε crew. Έμαθα από τον φίλο μου που με πρωτοπήγε σε αυτά τα πάρτι ότι ο Άκης έμενε κάπου στη Φιλολάου στο Παγκράτι. Δεν υπήρχαν τότε κινητά, όποτε πάμε σπίτι του και του χτυπάμε το κουδούνι, «Ποιος είναι;» Του λέω, «ήρθα εκ μέρους του τάδε, θέλουμε να κατέβεις να σου πούμε κάτι για το μαγαζί». Κατεβαίνει, «ποιοι είστε εσείς;». Του λέμε ποιοι είμαστε. «Και τι θέλετε;» «Θέλουμε το μαγαζί για ένα πάρτι». «Τι λέτε, ρε; Τι το περάσατε το μαγαζί;» απάντησε κοφτά. Ήταν αρκετά μεγαλύτερος από εμάς. Με άγνοια φόβου και θράσος πολύ ‒δεν ξέρω τι σκεφτόμουν, ήταν τέτοια η θέλησή μου να το κάνω αυτό που σίγουρα ξεπέρασα τα όρια‒ του λέω: «Άκου να δεις, αν μας δώσεις το μαγαζί, θα το γεμίσουμε». «Θα γεμίσετε εσείς το Άλσος;» «Θα το γεμίσουμε». Δεν ξέρω τι ψυχολογικό παιχνίδι παίχτηκε, πίστευε ότι σοβαρολογούσα. Εγώ όντως σοβαρολογούσα, αλλά δεν ήμουν και σίγουρος. «Εντάξει, θα σας δώσω μία μέρα, να δούμε τι θα κάνετε». Μας δίνει πράγματι μία Παρασκευή και κάνουμε το πρώτο Infinity.
Γεμίσαμε το Άλσος. Μας το έδωσε και μία δεύτερη φορά. Το γεμίσαμε ακόμα πιο πολύ και μετά μας έδωσε όλες τις Παρασκευές και από τότε γίνονταν Παρασκευές τα Infinity και Σάββατο τα Sunrise Zone. Έτσι, από τον Φεβρουάριο του 1994 μέχρι και το καλοκαίρι του 1995, για δύο χρόνια, έπαιζα στα Infinity. Μετά ήρθε ο στρατός, τελείωσα το 1996 και τότε γινόταν ένα Sunrise Zone καλοκαιρινό tour σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, οπότε ακολούθησα και έπαιξα και ως DJ των Sunrise.
— Κάπου τότε προέκυψε και η Innersense Productions.
Να πώς έγινε. Από αυτά τα είκοσι άτομα που ήμασταν στην αρχή και κάναμε τα Infinity, σταδιακά άρχισε να γίνεται fade out, λιγόστευαν τα άτομα και το ενδιαφέρον κάποιων, λιγόστευαν τα λεφτά και η όρεξη, ο χρόνος... Στο τέλος μείναμε τρεις και λίγο αργότερα δύο.
Και εμείς οι δύο που μείναμε, μέσα από αυτό το μουσικό ταξίδι, καταλήξαμε ότι το αγαπημένο μας μουσικό ύφος είναι το jungle και ειδικότερα το drum ‘n’ bass, που είναι μελωδικό και ατμοσφαιρικό. Έτσι είπαμε ότι δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσουμε τα Infinity γιατί είχαμε μείνει οι δυο μας και μας άρεσε αυτό το μουσικό ιδίωμα. Ακούγαμε και trance και house, αλλά κυρίως, από το πρωί μέχρι το βράδυ, ατμοσφαιρικό drum ‘n’ bass. Έτσι το Infinity εξελίχθηκε σε Innersense, κάπου το 1996. Το 2000 αποχώρησε και το άλλο παιδί και έμεινα μόνος μου.
— Θυμάσαι την πρώτη συναυλία πλέον ως Innersense, με ξένους guests;
Την πρώτη τη θυμάμαι έντονα. Ήταν με LTJ Bukem και MC Conrad στο Άλσος. Έτσι έκλεισε και ο κύκλος των Infinity και άνοιξε ο κύκλος των Innersense. Ήμουν είκοσι χρονών τότε.
— Πώς είναι να ασχολείται κάποιος με τη διοργάνωση συναυλιών; Οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν. Χρειάζεται γερό στομάχι;
Την έχω βαφτίσει αυτήν τη δουλειά «νόμιμο τζόγο». Και μπορεί όταν κάθεσαι στο τραπέζι του τζόγου και παίζεις πόκερ να έχεις την ψυχική φθορά του τραπεζιού, στη διοργάνωση συναυλιών όμως η ψυχική φθορά είναι ανείπωτη, διότι έχεις να κάνεις με πολλά διαφορετικά πράγματα και πολλές παραμέτρους, πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους. Γενικά, όποτε έχει γίνει ζημιά σε αυτές τις περιπτώσεις, πολύ σπάνια έφταιγε κάτι άλλο από τον ανθρώπινο παράγοντα.
Θεωρώ ότι είναι μία από τις πιο δύσκολες δουλειές στον κόσμο, όχι επειδή την κάνω εγώ. Είναι μια δουλειά που για να την κάνεις πρέπει να έχεις γνώση, παραστάσεις και εικόνες από πολλές διαφορετικές δουλειές και επίπεδα. Όσοι την κάνουν καλά ουσιαστικά έχουν πάρει ανθρώπους υπεύθυνους για κάθε διαφορετικό τομέα.
— Ποια συναυλία στην οποία έχεις εμπλακεί προσωπικά θυμάσαι πιο έντονα;
Νομίζω ότι η πιο συγκινητική συναυλία που έχω κάνει στη ζωή μου είναι το τελευταίο live των Razastarr στο Passport στον Κεραμεικό, τον Νοέμβριο του 2017, για ένα εκατομμύριο λόγους. Από κει και πέρα, δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω και πού να τελειώσω, είναι άπειρες οι συναυλίες και οι στιγμές.
— Ξανά στο σήμερα. Πώς βλέπεις την «έκρηξη» της χιπ-χοπ στην Ελλάδα;
Μακάρι να μην είναι κάτι περαστικό ‒ αν θυμάσαι μια εποχή άνοιγαν όλοι barber shops, μετά ντονατσάδικα και frozen yogurt. Ελπίζω αυτή η άνοδος να μην είναι σε αυτό το mentality.
Εγώ χαίρομαι γιατί τα περισσότερα παιδιά που κάνουν ραπ, ειδικά τα πιο συνειδητοποιημένα, έχουν γράψει χιλιόμετρα. Νομίζω ότι είναι αυτά που αρθρώνουν και τον πιο σοβαρό πολιτικό λόγο.
Δεν είμαι καθόλου χαρούμενος με το mentality στο οποίο μπαίνουν για να εξυπηρετήσουν αυτό που οι ίδιοι ονομάζουν «καριέρα». Αυτό εγώ το ονομάζω «Monopoly». Έχουν μπερδευτεί και νομίζουν ότι παίζουν Monopoly: ποιος θα αποκτήσει πιο πολλά, ποιος θα βγάλει πιο πολλά, ποιος θα βγει να πει ότι έβγαλε πιο πολλά. Δεν μου αρέσει αυτό. Μου αρέσει που πηγαίνει κόσμος και ακούει πράγματα που έχουν κάτι να πουν. Δεν μου αρέσει που οι περισσότεροι ράπερ αυτά που λένε στα τραγούδια τους δεν τα κάνουν στη ζωή τους.
— Από τους νεότερους καλλιτέχνες ποιους ξεχωρίζεις;
Αν τους θεωρήσουμε νεότερους, μου αρέσει ο Εθισμός, ο Νικόλας, που είναι από τους πάρα πολύ λίγους που αυτά που λένε στα τραγούδια τους τα έχουν ζήσει πραγματικά. Διακρίνω ποιοτικά χαρακτηριστικά και στον Ραμμένο Άσσο, στους Twinsanity, αν και δεν μπορείς να τους πεις και πολύ νέους, τα παιδιά έχουν διανύσει πορεία.
— Διακρίνεις το ίδιο πάθος στους νέους καλλιτέχνες με αυτό που είχατε οι ίδιοι στις αρχές, στα ’90s; Ή είναι λάθος μια τέτοια σύγκριση;
Έχουν πάρα πολύ πάθος τα παιδιά σήμερα, επειδή βλέπουν ότι έχουν και τη δυνατότητα και να βγάλουν χρήματα και να ζήσουν από αυτό που κάνουν. Παλαιότερα ήσουν legend αν γέμιζες το AN, τώρα γεμίζουν στάδια.
Ασχολούνται με ακόμα πιο πολύ πάθος, λοιπόν, γιατί βλέπουν ότι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να ζήσουν από αυτό, οπότε, θέλοντας και μη, μπαίνουν στη διαδικασία να το κάνουν πιο σοβαρά. Οι παλαιότεροι ήταν και λίγο χομπίστες, δεν ζούσε κανένας από αυτό. Ελάχιστοι από τους παλιούς βγάλανε σοβαρά χρήματα από το ραπ. Ίσως μόνο ο NIVO.
Junior SP. - Live at BASS VIP Streaming Sessions
— H drum ‘n’ bass σε τι φάση βρίσκεται σήμερα; Θαμμένη βαθιά, underground;
Οι άνθρωποι που ασχολούνται στην Ελλάδα είναι πλέον πολύ λίγοι. Συνεχίζω να ασχολούμαι κάθε μέρα, ακούω και ψάχνομαι.
Υπάρχει ένα πολύ μυστήριο πράγμα το οποίο λέγεται Τσεχία. Η Τσεχία, παραδόξως, αυτήν τη στιγμή είναι η μέκκα του drum ‘n’ bass. Αυτό μπορούν να σου το εξηγήσουν καλύτερα παιδιά που έχουν πάει εκεί και έχουν παίξει, όπως οι Disphonia, που συμμετέχουν σε μεγάλα φεστιβάλ.
Δεν είναι πια αυτό που ήταν, σε καμία περίπτωση, αν εξαιρέσεις βέβαια κάποιους ανθρώπους. Όπως συμβαίνει και στο metal, όπου πάντα θα υπάρχουν πέντε μπάντες που θα εξαργυρώνουν για πάντα αυτά που έκαναν στα ’90s, έτσι υπάρχουν και στο drum ‘n’ bass κάποιοι λίγοι DJs, όπως ο Goldie, o Bukem, o Andy C, που είναι legends. Όπου παίζουν πάντα θα έχουν κόσμο, πάντα θα κάνουν συναυλίες. Σκέψου ότι ο Andy C είναι τώρα headliner στο Φεστιβάλ Creamfields.
Για την Ελλάδα δεν το συζητάμε, έχει περιοριστεί πάρα πολύ, και αυτό έχει να κάνει με το ότι κάποιοι άνθρωποι με πάθος γι’ αυτό το πράγμα ‒δεν θα τους πω ρομαντικούς αλλά παθιασμένους, περιλαμβάνω και τον εαυτό μου σε αυτούς‒ κάποια στιγμή αναρωτήθηκαν «ποιο λάβαρο σηκώνω ακριβώς; Για ποιον λόγο θα πρέπει εγώ να σπάω το στομάχι μου ώστε να γίνει τι; Να πει ποιος τι; Ποιο είναι το αποτέλεσμα τελικά;». Και επειδή πραγματικά είμαστε μια πολύ μικρή αγορά που απαρτίζεται από πέντε promoters, οι τρεις να κουραστούν, δεν υπάρχει πια σκηνή.
Κάποια στιγμή μπήκαν νέα παιδιά, αλλά κι αυτά σταμάτησαν, οπότε δεν υπάρχει και σκηνή, τόσο απλά είναι τα πράγματα.
— Σχεδόν τριάντα χρόνια ενεργός στη μουσική. Ποιο είναι το drive να συνεχίζεις να ασχολείσαι;
Το ότι αυτό το πράγμα είναι συνυφασμένο με τη ζωή μου. Δεν μπορώ να σκεφτώ τη ζωή μου αλλιώς, να ζήσω αλλιώς. Από το πρωί που ξυπνάω μέχρι το βράδυ που κοιμάμαι ασχολούμαι με τη μουσική ως τέχνη, με όλες τις πλευρές και πτυχές της.
Ως διοργανωτής συναυλιών, ως εκπρόσωπος καλλιτεχνών, ως DJ, ως παραγωγός, ως ραδιοφωνικός παραγωγός, ως remixer και ως απλός ακροατής στο τέλος τέλος.
Εν τω μεταξύ, έχει γίνει αυτό το μεγάλο θαύμα που δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω: όταν ανοίγω τον υπολογιστή μου να δουλέψω, μέσα από κάποιες πλατφόρμες μπορώ να ακούσω ό,τι θέλω. Αυτό δεν το έχω χωνέψει ακόμα. Τι θέλω να ακούσω σήμερα; Θα το πληκτρολογήσω και θα το ακούσω.
Αυτό που με κρατάει είναι ότι είμαι παθιασμένος με τη μουσική καταρχάς. Κατά δεύτερον, όλη μου η ζωή γυρνάει γύρω από τη μουσική και η δουλειά μου είναι αυτή, οι γνωριμίες μου, οι φίλοι μου, ο κύκλος μου. Όλοι σχετιζόμαστε με τη μουσική, οπότε αυτό είναι το drive μου, η αγάπη για τη μουσική και το ότι έχω χτίσει τη ζωή μου γύρω από αυτήν.
Τι κρατάω από αυτά τα τριάντα χρόνια; Εμπειρίες, ταξίδια, γνωριμίες και στιγμές που δεν θα τις είχα ζήσει με κανέναν άλλο τρόπο.
— Τι άλλο να περιμένουμε από σένα το προσεχές διάστημα;
Θα ήθελα να μείνω στα δύο πράγματα με τα οποία ξεκίνησα, το DJing και τη διοργάνωση συναυλιών. Θέλω να περάσω πιο πολύ στην πλευρά του διοργανωτικού σκέλους, όχι να μείνω στην εκπροσώπηση καλλιτεχνών. Είδα ότι ο χαρακτήρας μου δεν είναι και πολύ συμβατός με ανθρώπους που νομίζουν ότι είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι στην πραγματικότητα. Έρχομαι συχνά σε ρήξη με αυτούς. Θέλω να μείνω στο διοργανωτικό κομμάτι, έχω εμπλακεί σε κάποια φεστιβάλ και σε πολλά άλλα, θέλω να ξαναβρώ τον εαυτό μου στο κομμάτι του DJing, αυτές είναι οι δύο μεγάλες μου αγάπες. Θα ήθελα να στήνω συναυλίες και να παίρνω αυτή την έκρηξη ενέργειας που συμβαίνει όταν βγαίνει ο καλλιτέχνης στη σκηνή, αυτή η ενέργεια με ζει. Και όποτε παίζω να έρθει ένας άνθρωπος που δεν με ξέρει καν και να μου πει «ρε φίλε, σε ευχαριστώ».