ΟΔΗΓΩΝΤΑΣ ΑΠ' ΤΗΝ Αθήνα προς την Κόρινθο, βλέπω τα ίχνη από τις φωτιές. Ένα οργισμένο σύννεφο απλώνεται από πάνω. O ουρανός γίνεται κίτρινος, ροζ σαν ερεθισμένο δέρμα, τέλος, πορτοκαλής. Η όψη του μου θυμίζει το νέο «Blade Runner», τα πλάνα από την έρημο στα ερείπια του Λας Βέγκας. Αναρωτιέμαι αν μπαίνουμε σιγά σιγά στον κόσμο του «Blade Runner», ένα τεχνοκρατικό σύμπαν όπου η κάθε φύση εκλείπει, στη θέση της μόνο η «φύση» των προστατευόμενων οικολογικών ζωνών και των φυσικοποιημένων σχέσεων εξουσίας∙ πιο πίσω, ένα κράτος έρμαιο των πολυεθνικών, με μόνη λειτουργία την αστυνόμευση, την προστασία ειδικών συμφερόντων και την αναχαίτιση των προσφυγικών ροών.
Η φωτιά είναι στα μυαλά των ανθρώπων και όχι στις σκεπές.¹ Στη στάση που κάνω μετά απ’ το Αντίρριο το κινητό μου χτυπάει ακατάπαυστα με νέες ειδήσεις. Δεκαοκτώ άνθρωποι απανθρακώθηκαν στη Δαδιά, 18 μετανάστες. Άλλοι 13 μετανάστες κρατούνται όμηροι από αυτοοργανωμένη ομάδα πολιτών που τους φυλάκισε σ’ ένα τρέιλερ και κάνει live στο Facebook. Στη Σκόπελο, ιδιωτικό ιατρείο στέλνει εξώδικο ενάντια σε δημόσια υπηρεσία που φρόντιζε τουρίστες δωρεάν, γράφει: «Η ως άνω παράνομη πρακτική πλήττει την επιχείρησή μας». Στη Μύκονο, οι τουρίστες παραπονιούνται – 700 ευρώ για ένα Aperol, μία μερίδα θαλασσινά και τρεις πορτοκαλάδες. Σκρολάρω. Τα πιο πρόσφατα νούμερα απ’ την Αλεξανδρούπολη: 900 νεκρά ζώα, 800.000 στρέμματα καμένες εκτάσεις, 20 άνθρωποι – ως τώρα.
Ο κόσμος του «Blade Runner» –ο κόσμος στον όποιο μοιάζει όλο και περισσότερο ο δικός μας– γεννήθηκε μετά από μια μεγάλη καταστροφή, ένα αποκαλυπτικό γεγονός που δόμησε την έρημο έξω απ’ τις μητροπόλεις.
Ο καιρός θα συνεχίσει να έχει τα χάλια του. Θα έχουμε κι άλλες συμφορές, κι άλλους θανάτους, κι άλλη απελπισία. Ούτε η παραμικρή ένδειξη βελτίωσης, πουθενά.² Περνώντας την Αμφιλοχία ο καπνός ηρεμεί λιγάκι. Συνεχίζω να οδηγώ. Πηγαίνω στην Ηγουμενίτσα, για να ξεφύγω απ’ την Αθήνα και να δω τον 92χρονο παππού μου. Όταν φτάνω τον ρωτάω: «Είχατε τέτοιες φωτιές παλιά;». «Όχι», μου απαντάει, «Είχαμε φωτιές, αλλά όχι με τέτοια συχνότητα και βία. Και καύσωνες είχαμε – αλλά όχι έτσι». Η γιαγιά μου το επικυρώνει: «Παλιά είχαμε τέσσερις εποχές. Τώρα… Και πια, αν αρχίσει η φωτιά, δεν σταματάει με τίποτα».
Ο παγκόσμιος πολλαπλασιασμός των πυρκαγιών –όπως και ο παγκόσμιος πολλαπλασιασμός των πλημμυρών, των ξηρασιών και των σεισμών– είναι άμεσο αποτέλεσμα της υπερθέρμανσης του πλανήτη, της καπιταλιστικής υπερσυσσώρευσης που σέρνει την υφήλιο στο χείλος του γκρεμού.³ Η ίδια ακαταμάχητη επιθυμία για κέρδος –το ίδιο στερέωμα του κοινωνικού συστήματος που γεννά τις χρυσές πορτοκαλάδες της Μυκόνου ενθαρρύνει το εξώδικο στη Σκόπελο και υποθάλπει τον φασισμό των πολιτοφυλακών του Έβρου– ροκανίζει τον κόσμο μας. Κι αυτός αργοπεθαίνει.
«Καίγεται η κοινωνία», μου λένε, «δεν παίρνεις θέση γι’ αυτά» / Κουνάω το κεφάλι καταφατικά, δεν πα’ το μπουρδέλο να πάρει φωτιά;[4] Δεδομένης αυτής της ασφυκτικής συνθήκης, δεν είναι να απορεί κανείς που σιγοκαίει η επιθυμία να γκρεμιστούν τα πάντα. Τα πιο σκληρά άτομα ανάμεσά μας –ή, ίσως, τα πιο σκληρά κομμάτια μέσα μας– επιθυμούν ένα τέλος του κόσμου, θέλουν να δουν τις φλόγες να ξεφεύγουν και να τρώνε αυτούς που υπερθερμαίνουν τον πλανήτη, να καταπίνουν τους φασίστες στον Έβρο, τις ιδιωτικές κλινικές στη Σκόπελο, τα εστιατόρια της Μυκόνου.
Η γενιά που μεγάλωσε χωρίς κανένα μέλλον, αγρυπνώντας στο πλευρό ενός άρρωστου κόσμου ο οποίος δεν την ήθελε κι ο οποίος διαρκώς την πλήγωνε υποσχόμενος πως όλα θα στενεύουν, αυτή η ύστατη γενιά το βρίσκει εύκολο να πει: «Άσε τον κόσμο να χαθεί».[5] Το όραμά της είναι ενίοτε σαγηνευτικό. Μπορούμε να ονειρευτούμε μαζί της. Μπορούμε να δούμε καμένα προεδρικά μέγαρα, βασανιστές στο πάτωμα κι ανοιγμένα κελιά. Μπορούμε να φανταστούμε αυτόν τον άλλον κόσμο, ο οποίος θα ακολουθήσει, φυτρώνοντας σαν φοίνικας, απ’ τις παρούσες στάχτες.
Μπορούμε, την ίδια στιγμή, να δείξουμε προσοχή. Ο κόσμος του «Blade Runner» –ο κόσμος στον όποιο μοιάζει όλο και περισσότερο ο δικός μας– γεννήθηκε μετά από μια μεγάλη καταστροφή, ένα αποκαλυπτικό γεγονός που δόμησε την έρημο έξω απ’ τις μητροπόλεις. Τα αποτελέσματα ήταν κάθε άλλο παρά απελευθερωτικά: Όλα τα δάση κάηκαν∙ οι εμπρηστές τους όχι. Όταν οι φλόγες ξεθύμαναν, όταν ο άνεμος έκοψε και έπεσε ο καπνός, το κράτος, οι βιομηχανίες κι οι πολυεθνικές ήταν ακόμα εκεί.
[1] Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, Οι Δαιμονισμένοι
[2] Χένρι Μίλερ, Τροπικός του Καρκίνου
[3] Είναι αστείο να βλέπεις τον Μητσοτάκη να επικαλείται την κλιματική αλλαγή για να αποποιηθεί τις ευθύνες της διαχείρισης των πυρκαγιών, ενώ η κυβέρνησή του εξακολουθεί να προωθεί την εν λόγω αλλαγή: με αστική ανάπλαση, με σχέδια για εξορύξεις, χωρίς καμιά ντροπή.
[4] Λεξ, «Point Blank»
[5] Αυτή η ιδεολογική μεταβολή βρίσκει την αντανάκλασή της σε σημαντικά δείγματα της σύγχρονης θεωρητικής παραγωγής – ενδεικτικά: Σκοτεινός Ντελέζ (Α. Culp, 2019)∙ Combined and Uneven Apocalypse (E.C. Williams, 2011)∙ Introduction to the Apocalypse (Ανώνυμο, 2009).
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.