Δεν ξέρω αν θα ήθελε η Βέφα Αλεξιάδου να τη θυμούνται στο μέλλον ως συγγραφέα, επιχειρηματία ή τη γυναίκα που έγινε (αρκετά πετυχημένα) «η Μάρθα Στιούαρτ της Ελλάδας», σίγουρα όμως κατάφερε να κερδίσει τον τίτλο της «εθνικής μας μαγείρισσας» και, κυρίως, τη συμπάθεια μεγάλου μέρους του κόσμου, γιατί ήταν όντως από πιο συμπαθητικές παρουσίες που πέρασαν ποτέ από την ελληνική τηλεόραση.
Πάνω απ’ όλα, όμως, η «κυρία Βέφα» ήταν καλή μαγείρισσα, πολύ καλή μαγείρισσα, που δεν ήξερε από σύγχρονα γαστρονομικά τερτίπια και fusion, αλλά μαγείρευε την αστική κουζίνα τίμια, με αγάπη και με τον απροσποίητο τρόπο που τη μαγείρευαν και στο σπίτι σου. Γι’ αυτό και την αγάπησε τόσο πολύ ο νεαρόκοσμος (ο Ίωνας, που είναι 22, την ακολουθεί στο Facebook), επειδή έβλεπαν στη χαμογελαστή (έστω και με προσπάθεια), πάντα περιποιημένη κυριούλα με το καλοχτενισμένο μαλλί κομμωτηρίου και τα κοσμήματα ‒που ήταν λες και ετοιμαζόταν να πάει στην Ανάσταση (ή στον Επιτάφιο)‒ τη μαμά, τη θεία, τη γιαγιά, τη γειτόνισσα που δεν μαγείρευε από ανάγκη αλλά από αγάπη, και με την πρόθεση να δώσει χαρά. Η Βέφα μαγείρευε για να δώσει χαρά, σε έπειθε ότι γι’ αυτό το έκανε ακόμα και στην τηλεόραση όπου ήταν υποχρεωμένη να μαγειρεύει με υλικά χορηγών που δεν θα τα χρησιμοποιούσε ποτέ στο σπίτι της. Ακόμα και τότε μαγείρευε αδιαμαρτύρητα και έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να σώσει τη συνταγή.
Η Βέφα μαγείρευε για να δώσει χαρά, σε έπειθε ότι γι’ αυτό το έκανε ακόμα και στην τηλεόραση που ήταν υποχρεωμένη να μαγειρεύει με υλικά χορηγών που δεν θα τα χρησιμοποιούσε ποτέ στο σπίτι της. Ακόμα και τότε μαγείρευε αδιαμαρτύρητα και έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να σώσει τη συνταγή.
Ομολογώ ότι τη Βέφα Αλεξιάδου δεν τη συμπάθησα από την αρχή, γιατί μου προκαλούσαν, και μου προκαλούν ακόμα, μια αποστροφή τα πρόσωπα που εκτίθενται στην τηλεόραση, και η εκείνη ήταν η «κυρία Βέφα» στον «Πρωινό Καφέ» του ΑΝΤ1 για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μαγείρευε δίπλα στην Πόπη Χατζηδημητρίου, στη Ρούλα Κορομηλά και στην Ελένη Μενεγάκη, κάθε μέρα, για χρόνια, δίνοντας μια ανθρώπινη διάσταση στη σαχλαμάρα του πρωινού. Και το έκανε αμισθί, δεν πληρώθηκε ποτέ από την τηλεόραση, γιατί η συμφωνία με τον σταθμό ήταν να προωθεί τα βιβλία μαγειρικής της (και αργότερα τα «Vefa’s House», που σχεδόν την κατέστρεψαν).
Η (Γενο)Βέφα Αλεξιάδου γεννήθηκε στον Βόλο στις 19 Μαρτίου του 1933. Ο πατέρας της, Οδυσσέας Βούλγαρης, ήταν επιπλοποιός και παράλληλα άριστος τεχνίτης μουσικών οργάνων – έφτιαχνε μαντολίνα, κιθάρες και μπουζούκια. Η μητέρα της, Αγγελική Ιωαννίδου, ήρθε από την Κωνσταντινούπολη στην Ελλάδα με τον διωγμό του 1922, σε ηλικία 12 ετών. Το ζευγάρι απέκτησε δυο παιδιά, τη Βέφα και τη Ζηνοβία (Βούλα). Ο πατέρας της πέθανε ξαφνικά από καρδιακό επεισόδιο δύο μέρες προτού ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, σε ηλικία μόλις 40 ετών, και τα κορίτσια μεγάλωσαν με τη μητέρα τους, η οποία φρόντισε για τη μόρφωσή τους. Η Βέφα σπούδασε βιολί στο Ωδείο Κόντη, παίρνοντας δίπλωμα ανώτατων σπουδών, και Χημεία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Μετά την απόκτηση του πτυχίου της εργάστηκε δεκατρία χρόνια στην εταιρεία Ν. Κράλης ως χημικός και αργότερα ως εμπορικός αντιπρόσωπος επιστημονικών οργάνων. Έγινε μέλος του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας, παίρνοντας άδεια εμπορικού αντιπροσώπου.
«Όταν ήμουν μικρή, επειδή μου άρεσε η χειροτεχνία ‒να ράβω, να κεντάω, να πλέκω‒ και αγαπούσα τα παιδιά, ήθελα να κάνω έναν οίκο μόδας για παιδιά», είχε πει σε μια συνέντευξη που κάναμε στο σπίτι της στη Χαλκιδική πριν από αρκετά χρόνια. «Σήμερα, όπου και αν κοιτάξεις, θα δεις σειρές με παιδικά ρούχα. Τότε όμως δεν υπήρχε τίποτα τέτοιο. Τελικά, σπούδασα χημικός και ως χημικός δούλεψα για δεκατρία χρόνια σε μια εταιρεία στη Θεσσαλονίκη που έφτιαχνε τα ζελέ “Άσπα” ‒ Ασπασία έλεγαν την κόρη του ιδιοκτήτη. Από κει και πέρα, όταν είδα ότι δεν έβγαινα οικονομικά, μια και ήμουν παντρεμένη και είχα δυο παιδιά, ανέλαβα επιστημονικός συνεργάτις στην αντιπροσωπεία επιστημονικών οργάνων του ομίλου Κράλη. Πήγαινα στο πανεπιστήμιο, έπαιρνα παραγγελία για πολύ ακριβά όργανα που έρχονταν από το εξωτερικό και έβγαζα προμήθεια».
Στο πανεπιστήμιο γνώρισε τον σύζυγό της, Κωνσταντίνο Αλεξιάδη, με καταγωγή από το Σουφλί της Θράκης, με τον οποίο απέκτησαν δυο κόρες, την Αγγελική και την Αλεξία. Ο Κωνσταντίνος Αλεξιάδης ακολούθησε πανεπιστημιακή καριέρα, έγινε καθηγητής στο τμήμα Χημικών Μηχανικών του Πολυτεχνείου στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Το 1964 η Βέφα Αλεξιάδου –όπως αναφέρεται στο site της‒ μετακόμισε με τον σύζυγό της και την τεσσάρων ετών κόρη τους Αγγελική στην Αμερική, όπου έμειναν έναν χρόνο στο Madison του Wisconsin, με αφορμή την υποτροφία που πήρε ο σύζυγός της από το Ίδρυμα Fulbright. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1984, εκείνος πάει με sabbatical στην Αμερική κι έτσι η Βέφα με την οικογένειά της βρίσκονται για άλλον έναν χρόνο εκεί, συγκεκριμένα έξι μήνες στη Νέα Υόρκη και έξι μήνες στο Σαν Φρανσίσκο. Η Βέφα παρακολούθησε στο Πανεπιστήμιο Berkeley μαθήματα Διαιτολογίας, υγιεινής των τροφών και σύγχρονης μαγειρικής τέχνης και σεμινάρια διακόσμησης, παρουσίασης και φωτογράφισης φαγητού, καθώς και ξένες κουζίνες, όπως ινδική, κινεζική και μεξικάνικη. Η έμφυτη αγάπη της για τη μαγειρική, το ταλέντο και η δεξιοτεχνία της στο να αυτοσχεδιάζει και να δημιουργεί πιάτα ξεχωριστά την έκαναν να μένει πολλές ώρες στην κουζίνα. Τα πιάτα που έβγαιναν από τα χέρια της διέθεταν όχι μόνο υπέροχη γεύση αλλά και εξαιρετική παρουσίαση. Η Βέφα Αλεξιάδου εκσυγχρόνισε την ελληνική κουζίνα, χρησιμοποιώντας μοντέρνες μεθόδους και συσκευές, διατηρώντας παράλληλα την παραδοσιακή γεύση.
To 1980, με παρότρυνση των φίλων της που γεύονταν και απολάμβαναν τα φαγητά της, ξεκίνησε τη συγγραφική και εκδοτική της καριέρα, βγάζοντας το πρώτο της βιβλίο, το «Πρόσκληση σε γεύμα». Για πρώτη φορά σε ελληνικό βιβλίο μαγειρικής κάθε συνταγή παρουσιαζόταν με έγχρωμη φωτογραφία και τα υλικά της ανταποκρίνονταν στα διεθνή μέτρα και σταθμά. Η μεγάλη επιτυχία του πρώτου της βιβλίου την οδήγησε στη συγγραφή και έκδοση τριών ακόμη βιβλίων που καλύπτουν όλο το φάσμα των κοινωνικών εκδηλώσεων («Πρόσκληση σε παιδικό πάρτι», «Πρόσκληση σε τσάι» και «Πρόσκληση σε κοκτέιλ») και αγαπήθηκαν αμέσως από το ελληνικό κοινό.
«Εκείνα τα χρόνια έρχονταν πολλές φίλες μου στο σπίτι και τους έκανα το τραπέζι», έλεγε. «Κάναμε ωραία παρέα, μεγαλώναμε τα παιδάκια μας μαζί, κάναμε και πάρτι. Στα πάρτι πήγαινα πάντα ωραία πράγματα γιατί ήξερα και να μαγειρεύω καλά, αλλά προπαντός ήξερα να στολίζω καλά, να δείχνω το φαγητό ακόμα πιο όμορφο απ’ ό,τι ήταν. Όλες έμεναν με το στόμα ανοιχτό. “Πότε θα πάμε στη Βέφα;” έλεγαν όλοι στη Θεσσαλονίκη. Κι όταν έρχονταν μού έλεγαν: “Αυτά είναι έργα τέχνης, δεν είναι για να τα φάμε”. Την άλλη μέρα, έσπαγε το τηλέφωνο. “Πώς έκανες εκείνο, τι έβαλες στο άλλο και ήταν τόσο νόστιμο, πώς το στόλισες και πού τα βρήκες αυτά τα πράγματα”. Τελικά, άρχισαν να με παρακαλάνε να βγάλω βιβλίο, ώστε να βρίσκουν από εκεί τις συνταγές. Άρχισα κι εγώ να το σκέφτομαι. Πώς αρχίζεις όμως ένα βιβλίο; Εγώ δεν είχα ιδέα ούτε πώς γίνεται ένα βιβλίο ούτε πώς να βγάζω φωτογραφίες, απολύτως τίποτα. Άρχισα να ψάχνω εκδότη, όμως δεν το ήθελε κανείς! Όλοι μου έλεγαν: “Και ποια είναι η Βέφα Αλεξιάδου; Εμείς ξέρουμε μόνο τη Χρύσα Παραδείση και τον Τσελεμεντέ!”. Απογοητευμένη κι εγώ, τα παράτησα. Το ότι κατάφερα τελικά να εκδώσω εκείνο το βιβλίο και να ξεκινήσει η καριέρα μου το χρωστάω σε κάτι ψεύτικες βλεφαρίδες!
Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών μου στην Αμερική γνώρισα τυχαία μια Ελληνίδα στο Macy’s. Με προσέγγισε για να τη συμβουλέψω τι κρέμα να πάρει. Πιάσαμε κουβέντα, γίναμε φίλες. Εκείνη, λοιπόν, έκανε εμπόριο με ψεύτικες βλεφαρίδες από την Αμερική στην Ελλάδα. Αποχαιρετιστήκαμε και είχα να ακούσω από εκείνη έναν χρόνο. Κάποια στιγμή έλαβα ένα τηλεφώνημα από έναν εκδότη, τον Δημήτρη Τσιριμώκο, ο οποίος ετοιμαζόταν να βγάλει το περιοδικό “Υγεία και Ομορφιά”, το οποίο θα κυκλοφορούσε δωρεάν στα κομμωτήρια και στα ινστιτούτα καλλονής. Καθώς μου εξηγούσε όλα αυτά, μου είπε ότι στην άλλη γραμμή είχε τη φίλη με τις βλεφαρίδες, η οποία του είχε πει τα καλύτερα για μένα.
Στον Τσιριμώκο έγραφα άρθρα για την υγιεινή διατροφή και η συνεργασία πήγαινε καλά, όμως δεν πληρωνόμουν. Εκείνος, για να με βοηθήσει έμπρακτα, μπήκε εγγυητής σε ένα τυπογραφείο για να τυπώσω το βιβλίο μου. Έτσι τα κατάφερα. Την 1η Νοεμβρίου του 1980 κυκλοφόρησε το πρώτο μου βιβλίο και μέχρι τα Χριστούγεννα είχε ξεπουλήσει και τα 5.000 αντίτυπα. Σίγουρα με βοήθησαν οι γνωριμίες μου στη Θεσσαλονίκη, αλλά κυρίως το δαιμόνιο του marketing που είχα μέσα μου. Έκανα όλες μου τις φίλες dealers. Τους έδινα δώρο το βιβλίο μου, με αντάλλαγμα να πουλήσουν βιβλία σε δικές τους φίλες, αν και υπήρχαν και κάποιες που έκρυβαν το βιβλίο, για να μαγειρεύουν τις συνταγές και να κάνουν τις έξυπνες. Εγώ, πάλι, γέμιζα ένα καρότσι με βιβλία κι έβγαινα σεργιάνι στη Θεσσαλονίκη, πήγαινα στις τράπεζες, στους γουναράδες και σε όποιον ήξερα και τους έλεγα να δείξουν το βιβλίο στη γυναίκα τους. Την άλλη μέρα μού ζητούσαν άλλα δέκα ο καθένας για τις φίλες των συζύγων τους.
Κάποια περίοδο ταξίδευα πολύ συχνά στην Αμερική με τον άντρα μου. Εκεί είδα τις εκπομπές της Julia Child και της Martha Stewart και ήθελα να κάνω κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα. Έλεγα στις φίλες μου ότι ήθελα να κάνω εκπομπή στην τηλεόραση κι εκείνες ταράζονταν, “μη χειρότερα, τι να σε κάνουν εσένα;”. Εγώ όμως το ’χα βάλει σκοπό. Πήγα στην ΕΡΤ με τα τέσσερα πρώτα μου βιβλία. Το γράμμα που μου έστειλαν το έχω ακόμα, έλεγε ότι δεν τους ενδιέφερε η εκπομπή μου. Περίμενα υπομονετικά και μόλις άνοιξαν τα ιδιωτικά κανάλια το ’90 πήγα μόνη μου στον ΑΝΤ1. Εκεί συνάντησα τη Μαργαρίτα τη Σακελλαρίου, η οποία είχε την επιστασία του “Πρωινού Καφέ”. Τότε ήταν ένα προγραμματάκι μισής ώρας με έναν ανίδεο σεφ που μιλούσε και μένα μου σηκωνότανε η τρίχα. Η Μαργαρίτα δέχτηκε να με δοκιμάσει. Στα στούντιο ενθουσιάστηκαν και ξεκινήσαμε κατευθείαν εκπομπές, μέχρι που πήρε η Ρούλα το πρόγραμμα. Έγινε τρίωρο κι εγώ είχα σημαντική θέση σε αυτό.
Η Βέφα Αλεξιάδου στην εκπομπή της Μartha Stewart
Δούλεψα με όλες τις παρουσιάστριες του “Πρωινού Καφέ”, την Πόπη Χατζηδημητρίου, τη Ρούλα και τη Μενεγάκη. Ήταν καλές κοπέλες. Μόνο που κι οι τρεις ήταν αχάριστες. Ίσως έφταιγε ο φόρτος εργασίας και το γεγονός ότι η γνωριμία μας ήταν κυρίως επαγγελματική, αλλά δεν με πήραν ούτε ένα τηλέφωνο ποτέ, ποτέ, ποτέ. Η Ελένη σ’ αυτό το εξοχικό έφαγε και ήπιε. Ήρθε Πάσχα εδώ με τον Λάτσιο και είχαμε στο τραπέζι κοκορέτσια. Θυμάμαι με ρωτούσε για εκείνον και με συμβουλευόταν γιατί με είχε σαν μάνα της.
Δούλεψα δεκαεφτά χρόνια στην τηλεόραση, δίχως να πάρω μία. Η δικαιολογία των σταθμών ήταν ότι μου έκαναν διαφήμιση στα βιβλία και στα μαγαζιά μου. Αλλά για πόσο; Και γιατί η Λίτσα Πατέρα πληρωνόταν από την πρώτη μέρα και της έβγαλαν και περιοδικό; Είναι πικρή αλήθεια ότι κανένας μάγειρας που εμφανίζεται στην τηλεόραση δεν πληρώνεται.
Με ενοχλούσαν πολλά στην τηλεόραση, αλλά κυρίως η ζήλια του ενός προς τον άλλον, ο ανταγωνισμός. Κυκλοφορούν μ’ ένα μαχαίρι στο χέρι να σου το μπήξουν στην πλάτη. Αυτό είναι χαρακτηριστικό των Ελλήνων γενικότερα: αντί να κοιτάξουμε πώς θα ανεβάσουμε τον εαυτό μας, κοιτάμε πώς θα κατεβάσουμε τον διπλανό μας για να πάρουμε τη θέση του. Έζησα στο εξωτερικό και έμαθα ότι μόνο αν είσαι άξιος, θα πας μπροστά. Εδώ δεν έχει σημασία κάτι τέτοιο.
Οι φίλες μου, γνωστές και άγνωστες από το Facebook, κόσμος στον δρόμο, μου λέει συνέχεια ότι σαν εμένα δεν πέρασε άλλη από την τηλεόραση. Διάβαζα τις προάλλες μια φίλη που μου έγραφε στο προφίλ “γιατί μας το κάνεις αυτό και δεν είσαι στην τηλεόραση”, όμως τι να της απαντήσω; Τα συμφέροντα δεν τα ενδιαφέρει η καλή μαγειρική. Θέλουν το σόου, τα ριάλιτι. Εγώ είχα τσακωθεί και με τους διαφημιστές, οπότε δεν είχα ελπίδες. Στην Ελλάδα έχουμε το συνήθειο να βάζουμε τη διαφήμιση των προϊόντων μέσα στις συνταγές μας, λέμε ότι το βούτυρο είναι της τάδε εταιρείας και ότι οπωσδήποτε χρησιμοποιούμε κύβους τάδε – που είναι και χάλια κ.λπ. Κάποια στιγμή, λοιπόν, που είχα πάει σε έναν εκδοτικό οίκο στην Αμερική τα βιβλία μου και είδαν πόσους σπόνσορες είχα, μου αποκρίθηκαν ότι αυτά δεν ήταν βιβλία μαγειρικής αλλά διαφημιστικά φυλλάδια. Εγώ προσβλήθηκα πολύ και αποφάσισα να μην ξαναβάλω διαφήμιση στις συνταγές μου. Από τότε κρατά αυτή κόντρα με τους διαφημιστές, και δεν λέει να σταματήσει».
Η Βέφα Αλεξιάδου άφησε πίσω της μεγάλο συγγραφικό έργο και μερικά από τα καλύτερα βιβλία μαγειρικής στην Ελλάδα που καταγράφουν σχεδόν πλήρως την ελληνική μαγειρική και ζαχαροπλαστική.
«Μαγειρεύω μόνο ελληνική κουζίνα, γιατί αυτή μ’ αρέσει», μας είχε πει. «Λίγα και καλά μπαχαρικά, όπου ταιριάζουν, γεύσεις σπιτικές, παραδοσιακές, που όλοι ξέρουμε και αγαπάμε. Εμένα έπρεπε να με έχει σημαία του ο τουρισμός, να λένε Βέφα και να κολλάει το στόμα τους. Παντού έπρεπε να μιλάνε για την ελληνική κουζίνα». Παρότι ήταν καλή μαγείρισσα και τα βιβλία της από τα πιο πετυχημένα σε πωλήσεις στην Ελλάδα, όταν προσπάθησε να γίνει και επιχειρηματίας, καταστράφηκε οικονομικά. Μπορεί να μην είναι δική της η ευθύνη (τη διαχείριση των «Vefa’s House» την έδωσε στις κόρες και τους γαμπρούς της), αλλά έχασε σχεδόν όλα τα λεφτά που είχε με κόπο μαζέψει.
«Την εποχή που έκανα αρκετά ταξίδια στην Αμερική λάτρευα να πηγαίνω σε μαγαζιά με κουζινικά», έλεγε στη συνέντευξη. «Από κει κουβαλούσα βαλίτσες ολόκληρες με σκεύη, περίεργες φόρμες, κουπάκια για να κόψεις αστεράκια, καρδούλες, χρώματα ζαχαροπλαστικής, γλάσο χρωματιστό για να στολίσεις και τόσα άλλα. Ο δε άντρας μου είχε βαρεθεί, και όταν βγαίναμε στην αγορά με τραβούσε από το χέρι να με βγάλει από αυτά τα μαγαζιά. Από εκεί πήρα την ιδέα για τα Vefa’s House. Τελικά κατάφερα να ανοίξω το πρώτο το 1996 και πήγε πάρα πολύ καλά, μέχρι σήμερα, που κλείνουν το ένα πίσω απ’ το άλλο. Λογικό είναι όμως. Ο κόσμος δεν έχει να φάει, ποιον ενδιαφέρει να αγοράσει φόρμα αγγελάκι για το κέικ του;».
Θεωρούσε ότι σπουδαιότερο έργο της ήταν ο τόμος ελληνικής μαγειρικής που εξέδωσε σε τέσσερις γλώσσες ο Phaidon, ένα εξαιρετικό βιβλίο που ήταν το magnum opus της, 704 σελίδων.
«Όταν μιλώ για το βιβλίο αυτό δεν μιλώ για έργο ζωής αλλά για κυνήγι ζωής», έλεγε. «Είκοσι πέντε χρόνια πήγαινα σε εκδοτικούς οίκους με βιβλία που έχω γράψει η ίδια στα αγγλικά και έλεγα: “Αυτή είναι η ελληνική κουζίνα, δείτε τα βιβλία μου, να κάνουμε μαζί ένα, που θα είναι μεγάλο, θα είναι ωραίο, καλό για όλο τον κόσμο”. Κανείς όμως δεν ήθελε. Στην έκθεση της Φρανκφούρτης πηγαίνω είκοσι πέντε χρόνια. Μέσα σε αυτά τα χρόνια ανέπτυξα σχέση φιλίας με τον Κουαντρό από τη γνωστή οικογένεια με τα ποτά. Με ήξερε και με εμπιστευόταν. Όταν, λοιπόν, συνάντησε κάποια στιγμή τους υπεύθυνους των εκδόσεων Phaidon τούς είπε τα καλύτερα για μένα και δέχτηκαν να βγάλουμε βιβλίο. Έναν χρόνο κλείστηκα στο σπίτι και δεν πήγαινα πουθενά για να μπορέσω να φτιάξω αυτό το βιβλίο, να συγκεντρώσω χίλιες συνταγές. Έστειλε φωτογράφους στην Ελλάδα για να το εικονογραφήσουν και έβαλε έναν Κινέζο σεφ να φτιάξει τα πιάτα. Επειδή, λοιπόν, αν ακολουθείς τις συνταγές κατά γράμμα, βγαίνει το σωστό αποτέλεσμα, τα πιάτα του ήταν καταπληκτικά και δεν χρειάστηκε να επέμβω. Τελικά εκδόθηκε με τον τίτλο “Vefa’s Kitchen” και μεταφράστηκε στα αγγλικά, στα ισπανικά, στα ιταλικά και στα γαλλικά. Έγινε ανάρπαστο γιατί με ξέρει όλη η Αμερική. Έχει κάνει τέσσερις εκδόσεις και πουλάει πολύ, αλλά με κοροϊδεύουν και λεφτά δεν μου δίνουν. Πώς μπορώ να ελέγξω τώρα εγώ από εδώ πόσα αντίτυπα τυπώνουν και πόσα πουλήθηκαν;».
Η Βέφα έχασε τον σύζυγό της το 2006 και μέσα σε μία δεκαετία έχασε και τις δυο κόρες της, πρώτα την Αλεξία, τη μικρή, το 2014, και το 2015 την Αγγελική. Η ζωή στάθηκε πολύ σκληρή μαζί της, αλλά ποτέ δεν τα παράτησε, εξακολουθούσε να επικοινωνεί με τον κόσμο και να μαγειρεύει μέχρι το τέλος, βρίσκοντας στιγμές γαλήνης στο σπίτι της στη Χαλκιδική.
«Μαγειρεύω κάθε μέρα, δεν μπορώ να μη φάω ωραίο φαΐ», είχε πει. «Η μητέρα μου έλεγε “η κατσαρόλα μπαίνει πρωί-πρωί στη φωτιά, πριν πάρει η μέρα”. Θα κάνω κοτόπουλο λεμονάτο με πατάτες, πρασόρυζο (να σου τρέχουν τα σάλια), σπανακόρυζο, μελιτζάνες με πιπεριές σε στρώση που τις βάζω στο πυρέξ στον φούρνο με πατάτα, κολοκυθάκια γεμιστά. Κάθε μέρα κάτι άλλο. Και καμιά φορά, άμα τύχει, τρώμε junk food, μακαρόνια με λουκάνικα. Delivery δεν έφαγα ποτέ».
Η Βέφα δεν είχε μυστικά από τους αναγνώστες της, δεν κρατούσε τίποτα κρυφό από τις συνταγές, όλες ήταν δοκιμασμένες και αν ακολουθήσεις τις οδηγίες της, πετυχαίνουν 100%, ακόμα και στην εικόνα, αυτό είναι κάτι σπάνιο για βιβλίο μαγειρικής.
«Οι συνταγές μου είναι πετυχημένες γιατί αν τις ακολουθήσεις κατά γράμμα, θα γίνουν ακριβώς όπως τις μαγειρεύω κι εγώ. Οι νοικοκυρές, όμως, τις περισσότερες φορές κάνουν τα δικά τους και δεν μ’ ακούνε. Πώς να τους πετύχει τότε η συνταγή; Να σου πω και ένα αστείο∙ μου λένε πολλές φορές οι νοικοκυρές στο Facebook: “Κυρία Βέφα, θα μου στείλετε τον Τσελεμεντέ σας για την τάδε συνταγή;”. Έχει γίνει κι αυτό, νομίζουν ότι "Τσελεμεντές" σημαίνει βιβλίο μαγειρικής, γιατί είναι τόσο μεγάλη φίρμα. Εγώ δεν έγινα ποτέ φίρμα, αλλά οι συνταγές μου είναι τίμιες και αληθινές.
Τίποτα δεν γίνεται τυχαία. Και όταν η τύχη σού ανοίγει μια πόρτα, πρέπει να δουλέψεις πολύ σκληρά για να καταφέρεις κάτι. Συνολικά έχω πουλήσει σε Ελλάδα και εξωτερικό πάνω από δέκα εκατομμύρια βιβλία. Θα με βρεις στην Amazon, αν ξέρεις, ως ‘Vefa Alexiadou’ με 5 αστέρια!».
Σε εκείνη την επίσκεψη λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, στο κτήμα της, που μας είχε ταΐσει την καλύτερη γαλοπούλα που έχω φάει ποτέ, μας έδινε περήφανη να ξεφυλλίσουμε τα αφιερώματα που της έχουν κάνει “τα μεγαλύτερα γαστρονομικά περιοδικά του κόσμου” και μας έδειχνε τα βραβεία που έχει κερδίσει και ξεκίναγαν με τη φράση “Best in the world”. Δεν είχε κανείς όρεξη να τα δει, αλλά ήταν όντως πολλά και σημαντικά βραβεία.
Η κ. Βέφα ζούσε σε ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα, με βουκαμβίλιες και τριανταφυλλιές, που Δεκέμβρη μήνα ήταν ακόμα ανθισμένες, και δέχτηκε καρτερικά να κάνει ό,τι της έλεγε ο φωτογράφος, σηκώνοντας με κόπο το βαρύ πορσελάνινο σκεύος κάθε φορά που έπρεπε να ποζάρει. Δεν διαμαρτυρήθηκε ούτε στιγμή, παρόλο που ζύγιζε πέντε κιλά το σκεύος και άλλα τόσα η γαλοπούλα. Μόνο μερικές φορές που το βάρος την έκανε να λυγίζει τα χέρια της τη βοηθάγαμε να τα συγκρατήσει. Ήταν αστείο αλλά και συγκινητικό να βλέπεις πόσο σοβαρά και επαγγελματικά μάς αντιμετώπιζε. Και μετά, που έστρωσε το τραπέζι, αισθανόσουν ότι το έκανε με όλη της την καρδιά, με χαρά, μια ειλικρινής φιλοξενία που μας έκανε να σταματήσουμε και τα μειδιάματα και να μη βγάλουμε ξανά άχνα όση ώρα τρώγαμε το καλύτερο χριστουγεννιάτικο γεύμα της ζωής μας.
«Πάντα την αγαπούσα τη Χαλκιδική», έλεγε όσο έβγαζε τα μαύρα και ντυνόταν στα ροζ (το μαλλί το είχε φτιάξει χαράματα «στην τρίχα»). «Θυμάμαι όταν ήμουν στη Μενεγάκη, κανόνιζα και έφευγα κάθε Παρασκευή μεσημέρι με αεροπλάνο για να έρθω εδώ. Από το στούντιο πήγαινα κατευθείαν στο αεροδρόμιο. Δευτέρα χαράματα έπαιρνα πάλι το αεροπλάνο και πήγαινα στο κανάλι. Είναι όμορφα εδώ. Από το σπίτι φαίνεται το Πήλιο, ο Αϊ-Γιάννης και οι Σποράδες. Είναι μαγεία. Έχω και τον κήπο μου με τα πιο όμορφα λουλούδια. Άσπρο γιασεμί χιώτικο, κινέζικο, μπλε γιασεμί και κίτρινο, βουκαμβίλιες, νάρκισσους, φρέζες και μαργαρίτες. Φροντίζω να έχω λουλούδια κάθε εποχή…»