ΟΔΟΣ ΠΑΙΩΝΙΟΥ, ΠΡΟΕΚΤΑΣΗ της Χέυδεν, πίσω από την Πλατεία Βικτωρίας. Πείτε τον και δρόμο με τα σκοτωμένα περιστέρια. Οι μισοί τα ταΐζουν, οι άλλοι μισοί τα σκοτώνουν, οδηγώντας άτσαλα σε έναν δρόμο που σαπίζει στους καύσωνες και τρομάζει στους χειμώνες.
Όλο το καλοκαίρι που πέρασε, ένας άστεγος βρήκε σπίτι σ’ ένα παλιό πεταμένο στρώμα, δίπλα από μία μισογκρεμισμένη οικοδομή που κρύφτηκε πίσω από ελενίτ. Μετά οι άστεγοι γίναν δύο. Τρεις και φέραν’ και καρέκλες να βγαίνουν οι βραδιές του Αυγούστου με παρέα.
Μετά ήρθε ο Σεπτέμβρης. Το στρώμα κατοικήθηκε από χαμένες ψυχές, δίπλα του πάρκαρε και ένα αυτοκινητοπαράπηγμα, στα τζάμια του «φορέθηκαν» σεντόνια και το παρμπρίζ διακόσμησαν σύριγγες και λεμόνια.
Τα βράδια δεν περνάς από εκεί ή περνάς, περπατώντας με την ψυχή στον ουρανίσκο, στη μέση του δρόμου. Οι άνιωθοι βιαστικοί οδηγοί δεν καταλαβαίνουν. Σου κορνάρουν να ανέβεις στο πεζοδρόμιο. «Μα, δεν υπάρχει πεζοδρόμιο», φωνάζεις. Το μισό καλύπτεται από ελενίτ και το άλλο μισό από παιδιά που ψάχνουν ένα σκοτεινό μέρος να χτυπήσουν μια βελονιά όπου τα παίρνει, χέρια, κοιλιά, γλώσσα, πίσω απ’ τ’ αυτί.
Ούτε στη λεωφόρο σε ζητώ ούτε στη Βικτώρια. Κανένας δήμαρχος δεν σε άντεξε και καμιά δημοτική αρχή δεν πέρασε που να μην ντρέπεται, Αθήνα, γι’ αυτό το κομμάτι σου, αλλά δεν έκανε και τίποτα για να το σώσει, έστω να το σουλουπώσει.
Βγαίνεις στη Μιχαήλ Βόδα, τρέχοντας. Παίρνεις ανάσα μπροστά από το καφενείο όπου τουλάχιστον υπάρχουν άνθρωποι να σε δουν, αν ο τύπος που χτυπάει το κεφάλι του στο ελενίτ αρπάξει εσένα στο τριπάρισμά του. Δεν θυμώνεις μαζί του, ξέρεις και λυπάσαι, όμως φοβάσαι. Το φως λιγοστό και μέχρι να βγεις στη γωνία που είναι ο Σκλαβενίτης και οι κάδοι σκουπιδιών, έχεις μείνει από παλμούς.
Τα καταστήματα κατά μήκος της Μιχαήλ Βόδα, από χρόνια κατεστραμμένα. Κάποτε συγκρατούσαν την κατρακύλα. Τώρα μένουν κλειστά. Δεν αξίζει να νοικιαστούν, σου λένε. Το gentrification εδώ αργεί και κανείς δεν πείθεται να κάνει την αρχή. Και χωρίς κίνητρο, ε; Γεια χαρά σου, μεγάλε, προτιμώ να το έχω κλειστό. Ποιος να 'ρθει να ψωνίσει από εδώ με θέα το πάρτι ψύλλων και τα σκουπίδια; Πες και εσύ.
Καναπέδες, ένας λούτρινος πίθηκος και ένα παιδικό κάθισμα. Βρομόνερα και αρουραίοι. Ναι, αρουραίοι. Θες να φωτογραφίσεις, αλλά δεν τολμάς να βγάλεις κινητό μέσα στο βράδυ. Ναι, ναι στην ευθεία της Μιχαήλ Βόδα βρίσκεται αστυνομικό Τμήμα. Φυσικά και θα περάσουν να τσεκάρουν αν το ζητήσεις. Συνήθως δεν θα βρουν τίποτα. Αυτά τα θέλει λίγο και η τύχη.
Παρασίου, Αλκιβιάδου, Κιζίκου, ένα μικρό εύτακτο χάος, πιο πάνω η Φυλής με τη γνωστή ιστορία της, τα σπίτια με τα κορίτσια και τους άνδρες παλαιάς κοπής με τα ακριβά αυτοκίνητα και τα φθηνά παζάρια. Σα να μην πέρασε πλυστικό ποτέ, σα να ανήκει σε άλλους αυτό το κομμάτι της Αθήνας, σα να μην είναι περιοχή του Δήμου. Αρκεί που περνούν τα απορριμματοφόρα.
Θα ακούσεις να λένε ότι φταίνε οι μετανάστες, όμως οι μετανάστες φεύγουν αχάραγα για τις δουλειές του ποδαριού και το βράδυ κάνουν λάτρα σε υπόγεια και ισόγεια, μοσχοβολάει ο τόπος κύμινο και κάρι, σε κάποιους πέφτει βαρύ.
Άντε να φτάσουν να νοικιάσουν μέχρι τον 1ο, εκεί που έχουν θέα στα σύρματα με τα κρεμασμένα παπούτσια.
Κι όσοι κοιμούνται τυλιγμένοι με τα μωρά τους στην πλατεία τα βράδια, δεν προλαβαίνουν να σου κάνουν κακό, έχουν δικά τους ζόρια να φροντίσουν. Αχαρνών και Πατησίων, οι «ψημένοι» ξέρουν, ξέρουν και τις ώρες, και τα «ραντεβού» και τον ήχο της εξάτμισης του ντίλερ. Ξέρουν και ξέρεις και εσύ πώς γεμίζουν οι γύρω δρόμοι με στόματα ανοιχτά και χέρια τρυπημένα.
Τα μεσημέρια του Σαββάτου κοινωνικές κουζίνες και λίγη χαρά, μουσική και τραγούδια, bazaar και μεταχειρισμένα να αλλάζουν χέρια, να μοιράζεται η φτώχεια, αλλά δεν φτάνουν αυτά. Αυτά είναι από την τσέπη των λίγων, στην τσέπη αυτών που δεν έχουν δεύτερο ρούχο να φορέσουν.
Θα σου πουν ότι προχθές φύτεψαν καινούργια λουλούδια στα παρτέρια της πλατείας, και θα είναι αλήθεια, μόνο που τα μισά έχουν ξεριζωθεί ήδη και τα άλλα μισά μαράθηκαν. Θα σου πουν ότι καθαρίζουν κάθε μέρα την περιοχή, αλλά συμβαίνει αυτό που συμβαίνει γιατί «έτσι είναι αυτή η γειτονιά», «έτσι τη βρήκαν», «έτσι θα μείνει», «έλα, αφού ξέρεις τι γίνεται εκεί πέρα», σ’ αυτή τη γωνιά της Αθήνας, ακούνητη στη βρόμα και στα ερείπια της, ακίνητη και στα πωλητήρια και τα ενοικιαστήρια των παλιών πανέμορφων διαμερισμάτων.
Κάποτε τη φώναζαν «μικρό Παρίσι». Είχε περηφάνια ο άλλος και μια κάποια μύτη να μένει πέριξ της Πλατείας Βικτωρίας. Σηκώνοντας το βλέμμα ψηλά και στην Ηπείρου και στην Ιουλιανού και στη Σελέκου και στην Κεφαλληνίας, στους μικρούς δρόμους και τα μεγάλα στενά, χάσκουν ακόμη παλιά αρχοντικά, κάποια ανακαινισμένα (πουλιούνται ακριβά σε «όχι καλή γειτονιά, ξέρετε τώρα») ή πέφτουν κομμάτι-κομμάτι, τετραγωνικό το τετραγωνικό, μέχρι να μείνει μόνο το κουφάρι και από πίσω χόρτα και γάτες να τεμπελιάζουν σε παλέτες και παλιά χαρτόκουτα.
Πες έναν δρόμο από αυτήν τη γειτονιά που δεν μυρίζει ούρα και εμετό. Που να οδηγεί είτε προς την Ομόνοια, είτε προς τον Άγιο Παντελεήμονα, είτε προς τα πάντα εξωτικά και γεμάτα μυστήριο Εξάρχεια. Πες έναν, που να μην κρύβει σκιές που σε λίγο θα γίνουν σκόνη.
Ούτε στη λεωφόρο σε ζητώ ούτε στη Βικτώρια. Κανένας δήμαρχος δεν σε άντεξε και καμιά δημοτική αρχή δεν πέρασε που να μην ντρέπεται, Αθήνα, γι’ αυτό το κομμάτι σου, αλλά δεν έκανε και τίποτα για να το σώσει, έστω να το σουλουπώσει.
Τώρα που ανοίγει καινούργιο κεφάλαιο, ίσως να σε σκεφτούν. Μέχρι τότε, το σύνορο του πολιτισμού σου, με το που βγαίνεις από τον πανάρχαιο, ρετρό κακοφωτισμένο σταθμό της Βικτώριας, θα είναι η οδός Αριστοτέλους, στο φωτισμένο κομμάτι της. Εκεί που υπάρχουν ακόμη μαγαζιά και οι τουριστικοί οδηγοί γράφουν για το κουλέρ λοκάλ της υπόθεσης, την όμορφη μείξη της Αθήνας που αγκαλιάζει το εξωτικό της στοιχείο με τα κεμπάπ και τους ναργιλέδες. Από εκεί και πίσω, εισέρχεσαι, περπατάς και ζεις υπ’ ευθύνη σου.