ΤΑΣΗ: Μια σειρά από παραστάσεις δίνουν αναδρομικά «φωνή» και δικαίωση στους κακοποιημένους και στιγματισμένους του παρελθόντος, ενώ ταυτόχρονα φωτίζουν το παρόν, φανερώνοντας ότι ο κανονιστικός λόγος της πατριαρχίας, της ομοφοβίας και του κοινωνικού αποκλεισμού εξακολουθεί να ορίζει την πραγματικότητα γύρω μας.
Το τελευταίο διάστημα μια ομάδα ανήσυχων καλλιτεχνών αφουγκράζεται διαφορετικά το παρόν: επιλέγουν να στοχαστούν και να παλέψουν γι’ αυτό μέσα από το πρίσμα του παρελθόντος, φέρνοντας στο φως όλα τα σημάδια καταπίεσης, υποταγής αλλά και αντίστασης που κρύβονται εκεί, εν αναμονή ενός βλέμματος που θα τα αναγνωρίσει. Οι δημιουργοί στους οποίους αναφέρομαι επανέρχονται σε υπαρκτά πρόσωπα μακρινών ή τωρινών εποχών, τα οποία είτε αιχμαλώτισαν το συλλογικό φαντασιακό είτε θάφτηκαν στην αφάνεια, σε κάθε περίπτωση, όμως, στερήθηκαν βίαια τη δυνατότητα ν’ αρθρώσουν τον δικό τους λόγο.
«Τίποτε απ’ όσα συνέβησαν κάποτε δεν πρέπει να θεωρείται χαμένο για την Ιστορία», έγραφε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν (1892-1940). Για τον κορυφαίο Γερμανοεβραίο διανοητή, το πραγματικό χρέος του (υλιστή) ιστορικού είναι να σκάβει στα ερείπια και να αναζητά όλα όσα παραμερίστηκαν, διαγράφηκαν ή ποδοπατήθηκαν από τους νικητές. Να αναζητά την αλήθεια των «ηττημένων», των φιμωμένων, των εκδιωγμένων, των περιθωριοποιημένων, όλων εκείνων που έδωσαν μάχες σιωπηλές, μάχες των οποίων τη σημασία και την αγωνία δεν αντιλήφθηκε κανείς ούτε μπήκε στον κόπο να τις καταγράψει στα επίσημα «βιβλία» της Ιστορίας.
Αυτή η κρίσιμη εκστρατεία ανάκτησης και επανεξέτασης της Ιστορίας μέσα από το πολιτικοποιημένο βλέμμα του δημιουργού γεννά νέες δραματουργίες, queer, φεμινιστικές και αντι-ρατσιστικές αναγνώσεις που συντονίζονται δυναμικά με τις διεκδικήσεις της εποχής μας.
«Από τη σκοπιά της εξουσίας, η ιστορική αφήγηση θα είναι πάντοτε χαραγμένη σε μαρμάρινες πλάκες...», αιώνια και αμετάβλητη, οχυρωμένη απέναντι σε κάθε αμφισβήτηση. «Τίποτα δεν μπορεί να ταράξει αυτή την εξουσία περισσότερο από την προβολή συντριμμιών και εικόνων ευθραυστότητας, τις οποίες οι σύγχρονοι καλλιτέχνες εξάγουν από τα ιστορικά αρχεία», γράφει ο επιφανής κριτικός τέχνης Νικολά Μπουριό, υποστηρίζοντας ότι η φιλοσοφία του Μπένγιαμιν βρίσκει σήμερα την πιο γόνιμη ενσάρκωσή της στο πεδίο της τέχνης∙ όχι της κυρίαρχης, ευπώλητης ή καθησυχαστικής τέχνης αλλά εκείνης που επιζητά τη διασάλευση της επικρατούσας οπτικής, αποδεικνύοντας ότι το παρελθόν δεν είναι στατικό και «τελειωμένο» αλλά τελεί υπό διαρκή μεταμόρφωση και επαναπροσδιορισμό.
Αρκεί να ψάξει κανείς μέσα στα «ερείπια» και να ανασύρει, είτε με τη συνδρομή μαρτυριών είτε με τη δύναμη της φαντασίας και της ενσυναίσθησης, τις αφηγήσεις που καταπλακώθηκαν προκειμένου να διαφυλαχθεί το οικοδόμημα της κανονικότητας, της ομαλότητας, της πλειοψηφίας. «Στο κάτω κάτω, αυτή η πράξη “ιστορικής διάσωσης”, την οποία υπερασπίζεται ο Μπένγιαμιν, τακτοποποιεί ένα ηθικό χρέος: το να επανέρχεται κανείς εκ νέου στο αφήγημα της Ιστορίας σημαίνει να αποδίδει δικαιοσύνη στους αφανισμένους που κείτονται σ’ έναν μαζικό τάφο με μισοσβησμένα βιογραφικά, εμβρυονικό μέλλον και πιθανές, ανεκπλήρωτες κοινωνίες», συνεχίζει ο Μπουριώ, για να αναρωτηθεί στη συνέχεια: «Ποιος υπογράφει για το τελικό μοντάζ της ύπαρξής μας – και του ιστορικού αφηγήματος;».
Το ερώτημα αυτό μοιάζει να οδηγεί ολοένα περισσότερους καλλιτέχνες σε ανάλογες απόπειρες «ιστορικής διάσωσης», όπως την οραματιζόταν ο Μπένγιαμιν. Το αποτέλεσμα είναι να συναντάμε τελευταία στο εγχώριο θεατρικό πεδίο παραστάσεις που όχι μόνο δίνουν αναδρομικά «φωνή» και δικαίωση στους κακοποιημένους και στιγματισμένους του παρελθόντος αλλά, ταυτόχρονα, φωτίζουν εκτυφλωτικά το παρόν, φανερώνοντας ότι ο κανονιστικός λόγος της πατριαρχίας, της ομοφοβίας και του κοινωνικού αποκλεισμού εξακολουθεί να ορίζει την πραγματικότητα γύρω μας.
Αν και η τάση δεν είναι καινούργια, αναφέρομαι εδώ κυρίως σε δουλειές που παρακολουθήσαμε πρόσφατα στο Φεστιβάλ Αθηνών (Σπυριδούλες, Το ρόδο είναι ρόδο, Τα τραγούδια του ελληνικού λαού) αλλά και σε άλλες, όπως η περσινή Amalia Melancholia που θα επαναληφθεί στο θέατρο της οδού Κυκλάδων - Λευτέρης Βογιατζής, στο Κωσταλέξι, που μόλις έκανε πρεμιέρα στο ίδιο θέατρο, στο Pietà στο Θέατρο του Νέου Κόσμου και στο Romáland που θα ανέβει στις 2 Νοεμβρίου στη Στέγη. (Η λίστα σε καμία περίπτωση δεν είναι εξαντλητική).
Αυτή η κρίσιμη εκστρατεία ανάκτησης και επανεξέτασης της Ιστορίας μέσα από το πολιτικοποιημένο βλέμμα του δημιουργού γεννά νέες δραματουργίες, queer, φεμινιστικές και αντι-ρατσιστικές αναγνώσεις που συντονίζονται δυναμικά με τις διεκδικήσεις της εποχής μας. Κάποιες από αυτές, ενώ ξεκινούν με τις καλύτερες προθέσεις, επιλέγουν ξεπερασμένες ή σχηματικές μορφές αναπαράστασης που δεν εξυπηρετούν τελικά τον σκοπό τους∙ μένουν εγκλωβισμένες στο πρώτο στάδιο επεξεργασίας του πολιτικού μηνύματός τους, παράγοντας αποτελέσματα αδύναμα από θεατρικής άποψης – ας μην ξεχνάμε ότι το θέατρο, όσο κι αν πυροδοτείται από κοινωνικά ζητήματα, κρίνεται τελικά με καλλιτεχνικούς όρους. Κάποιες άλλες, όμως, καταφέρνουν να μετουσιώσουν την αφετηρία τους –τη διάθεση διαμαρτυρίας και αφύπνισης– σε μορφές περισσότερο αφηρημένες, καθολικές, που ξεπερνούν το προφανές και μετουσιώνουν το πολιτικό σε ποίηση, επιτυγχάνοντας μια αληθινή όσο και σπάνια πράξη απελευθέρωσης για τους θεατές.
Σύγχρονες δραματουργίες για φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα
Βασισμένο στη διαβόητη περίπτωση παιδικής κακοποίησης που συγκλόνισε ακόμη και το συντηρητικότερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας τη δεκαετία του ’50, οι Σπυριδούλες, ένα νέο έργο της Νεφέλης Μαϊστράλη, σε σκηνοθεσία των Θανάση Ζερίτη και Χάρη Κρεμμύδα (ομάδα 4frontal), αφηγείται την ιστορία της Σπυριδούλας, της ταλαίπωρης ψυχοκόρης που έπεσε θύμα βάναυσης μεταχείρισης στα χέρια των αφεντικών της, ζευγαριού μεγαλοαστών του Πειραιά. Παρόλο τον ηλεκτρισμένο δυναμισμό του, το εγχείρημα καταλήγει δυστυχώς σε ένα πρωτόλειο και απλοϊκό «κάλεσμα στα όπλα», φιλοδοξώντας, κάπως άγαρμπα, να αφυπνίσει τη λανθάνουσα ταξική και έμφυλη συνείδηση των θεατών.
Μόλις η αιμόφυρτη Σπυριδούλα εμφανίζεται «ζωντανά» επί σκηνής και αρχίζει τον μελοδραματικό-καταγγελτικό μονόλογό της, εξατμίζεται όλη η συγκίνηση: «Με σιδέρωσαν και μαζί με μένα σιδέρωσαν όλες τις Σπυριδούλες και τους Σπυριδούλους αυτού του κόσμου... Με σιδέρωσαν γιατί η κόρη τους μεγαλώνει σε ένα όμορφο σπίτι στην Καλλίπολη, ενώ εγώ γεννήθηκα σε μια παράγκα», μας λέει η ηθοποιός, ενώ λίγα λεπτά αργότερα ο θίασος δηλώνει με τη σειρά του το αυτονόητο: «Μας σιδέρωσαν και μαζί με μας σιδέρωσαν τα πάνω από 450 παιδιά που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας».
Στο Κωσταλέξι, η Άλκηστις Νικολαΐδη, η Ζωγραφιά Μεντεσίδου και ο Κωνσταντίνος Μωραΐτης παρουσιάζουν, όπως αναφέρεται στο δελτίο Τύπου, «την πραγματική ιστορία μιας γυναίκας, την οποία οι ίδιοι οι γονείς της κράτησαν έγκλειστη για σχεδόν τρεις δεκαετίες σ’ ένα χωριό της Στερεάς Ελλάδας». Η παράσταση, σύμφωνα με τις δηλώσεις των συντελεστών, εξετάζει «το θέμα των ψυχικά νοσούντων στην ελληνική επαρχία [...] και προσπαθεί να θέσει ερωτήματα τόσο για την κατάσταση της ψυχικής υγείας στη χώρα όσο και για τη συμπεριφορά μας απέναντι στους πάσχοντες».
Η Pietà της Μάρθας Μπουζιούρη «ψηλαφεί το προσωπικό και συλλογικό τραύμα της γυναικοκτονίας – της ύστατης πράξης στην πυραμίδα κλιμάκωσης της έμφυλης βίας», όπως σημειώνεται στο δελτίο Τύπου. Έμπνευση και οδηγός της παράστασης στάθηκαν πέντε γυναίκες-μητέρες που βίωσαν την υπέρτατη απώλεια, τη δολοφονία του παιδιού τους: οι Κούλα Αρμουτίδου (μητέρα της Ελένης Τοπαλούδη), Ελένη Κρεμαστιώτη (μητέρα της Ερατώς Μανωλακέλλη), Κατερίνα Κώτη (μητέρα της Ντόρας Ζαχαριά), Αλεξάνδρα Μάκου (μητέρα της Γαρυφαλλιάς Ψαρράκου) και Ρόζα Φωτιάδου (μητέρα της Σοφίας Σαββίδου).
Η αληθινή –και τραγική– ιστορία της Δήμητρας από τη Λέσβο ενέπνευσε το έργο Το ρόδο είναι ρόδο, ένα νέο έργο της Κατερίνας Λούβαρη-Φασόη που παρουσιάστηκε το καλοκαίρι στο Grape, τη νέα πλατφόρμα του Φεστιβάλ, σε σκηνοθεσία Παντελή Δεντάκη. Παρόλη την τρυφερή ερμηνεία του πρωταγωνιστή (Χρήστος Στέργιογλου), η παράσταση υποκύπτει σε μια διδακτική γλαφυρότητα, υλοποιώντας το προφανές μήνυμα «μη μισείτε τους queer» μέσα από έναν μονοδιάστατο ρεαλισμό (χαρακτηριστική εδώ η παρατεταμένη σκηνή ξυλοδαρμού) που εκβιάζει το συναίσθημά μας.
Οι περιπτώσεις που ξεχωρίζουν
Τι θέση έχει μια βασίλισσα ανάμεσα στους ασθενείς της Ιστορίας; Κι όμως, εστιάζοντας στις ατέρμονες, εξοντωτικές και ενίοτε ταπεινωτικές δοκιμασίες που υπέστη η Αμαλία προκειμένου να τεκνοποιήσει –ενώ ήταν βιολογικά αδύνατον– έτσι ώστε να εξασφαλίσει τον πολυπόθητο διάδοχο στο νεοσύστατο ελληνικό έθνος, η Ζωή Χατζηαντωνίου στην Amalia Melancholia κατάφερε να αναδείξει την οδύνη του διαχρονικού στιγματισμού της «στείρας», της «στέρφας», της «άκληρης». Μια πράξη ύψιστης πολιτικής σημασίας που δικαιώνει στο πρόσωπο της Αμαλίας όλες τις γυναίκες που αγωνίστηκαν με πάθος ενάντια στις κυρίαρχες αναπαραστάσεις.
Στα Τραγούδια του ελληνικού λαού (το είδαμε κι αυτό στο Grape), ο Γιάννης Σκουρλέτης και οι bijoux de kant ανέσυραν τα «ξεχασμένα» τραγούδια του Γιάννη Κωνσταντινίδη και επεδίωξαν μέσα από αυτά να συνθέσουν το πορτρέτο μιας «άλλης» Ελλάδας. Ως γνωστόν, μέσα από τη δική του εκλεπτυσμένη, ευρωπαϊκή ευαισθησία, ο Μικρασιάτης συνθέτης προσέδωσε νέα υφή και διάσταση σε πολλά διαμάντια του παρελθόντος, παραδοσιακά τραγούδια του έρωτα ή της ξενιτιάς, νανουρίσματα και μοιρολόγια, εκφράσεις της κοινοτικής ζωής και του πνεύματος του ελληνικού λαού. Πήρε δημοτικά τραγούδια που είχαν τις ρίζες τους στο βαθύ παρελθόν της πατριαρχίας, όταν η Ελλάδα βρισκόταν κάτω από τον οθωμανικό ζυγό, και τα ξαναβάφτισε στο καλούπι του γερμανικού Lied. Ακολουθώντας τρόπον τινά το παράδειγμά του, ο Σκουρλέτης αναρωτήθηκε πώς θα μπορούσαν τα τραγούδια αυτά να επινοηθούν ξανά, αν θα είχαν κάτι να πουν και με ποιον τρόπο για τον «ελληνικό λαό» σήμερα.
Ενώ μελετούσε το υλικό, αντιλήφθηκε, όπως ο ίδιος ομολογεί, ότι ετούτες οι αστικοποιημένες εκδοχές του παραδοσιακού ήταν ήδη «τρανς», δηλαδή ήδη εμποτισμένες με μια αίσθηση παρέκκλισης και μεταμόρφωσης. Επίμονος ερευνητής των εννοιών της «ελληνικότητας» και του «queerness», ο σκηνοθέτης επεξεργάστηκε αυτήν τη μετασχηματιστική τάση και την οδήγησε στην πιο εντυπωσιακή εκπλήρωσή της.
Η παρουσία του Γιώργου Ιατρού-Νίνας Νάη άλλαξε μεμιάς όλα τα δεδομένα: αυτή η απρόσμενη επιλογή –που εμφανίστηκε ως μια φλογερή drag περσόνα, ντυμένη με ένα κόκκινο φόρεμα γλυπτικής αισθητικής– ξόρκισε κάθε ίχνος νοσταλγίας που συνδέεται στο μυαλό μας με τα εν λόγω τραγούδια.
Αυτό που επετεύχθη δεν ήταν μόνο ένα άλμα στον χρόνο, τον τόπο και το φύλο αλλά και ένα άλμα πίστης: ο Γιώργος Ιατρού-Νίνα Νάη επέδειξε σχεδόν θρησκευτική αφοσίωση στην ερμηνεία του. Ποτέ δεν εξέπεσε στην ειρωνεία, το camp, το μελόδραμα ή οποιοδήποτε είδος προβλέψιμης θεατρικότητας, αλλά κινήθηκε μέσα σε έναν ελεγχόμενο κυματισμό πάθους. Μόλις εκστόμισε τον στίχο «είμαι γιος ψαρά» (από το ομώνυμο τραγούδι), ήταν σαν να ξαναγράφτηκε ξαφνικά η ιστορία με μια χειρονομία. Σαν όλα τα μέλη του «ελληνικού λαού» οι νεκροί αλλά και οι ζωντανοί να είχαν πλέον το δικαίωμα να είναι όποιοι ήθελαν να είναι, να πάρουν όποια μορφή, χρώμα, φωνή ή φύλο επιθυμούσαν. Αυτή η πολύτιμη απελευθερωτική στιγμή προσέδωσε στο παρελθόν μια εντελώς νέα διάσταση. Έφερε στο προσκήνιο όλο το queerness που καταπιέστηκε από την επίσημη εκδοχή των γεγονότων, όλη την «ετερότητα» που θυσιάστηκε και αποσιωπήθηκε από τις δυνάμεις της πατριαρχίας ανά τους αιώνες.
Μια προσπάθεια να καταλυθεί η αμαυρωμένη εικόνα της μειονότητας των Ελλήνων Τσιγγάνων συνιστά η νέα δουλειά των Αζά - Τσινοκόρη με τίτλο Romáland που ανεβαίνει με ηθοποιούς Ρομά, οι προσωπικές αφηγήσεις των οποίων συνθέτουν τον λόγο της παράστασης. «Το εγχείρημα αυτό», εξηγεί ο Πρόδρομος Τσινικόρης, «γεννήθηκε από μια ανάγκη πολιτική, αλλά ακόμη περισσότερο από την επιθυμία διόρθωσης μιας αδικίας. Τα ρατσιστικά στερεότυπα που συνοδεύουν τους Ρομά τούς συνδέουν είτε με την ψυχαγωγία –«τραγουδάνε καλά»– είτε με την παραβατικότητα. Πρόκειται για ένα στίγμα με το οποίο έρχονται στη ζωή, το κουβαλάνε από τη στιγμή της γέννησής τους. Εμείς θελήσαμε να δούμε πώς ξεκίνησε και γιατί συμβαίνει αυτό μέσα από τα δικά τους λόγια και τις δικές του εμπειρίες. Κι ενώ μιλάνε για τον εαυτό τους, είναι σαν να μιλάνε τελικά για εμάς».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.