ΠΟΛΛΟΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΟΥΝ το μίσος των νέων για την αστυνομία. Δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί το 61% των Ελλήνων στην κατηγορία 17-24 δηλώνει αντιπάθεια προς τα Σώματα Ασφαλείας¹, γιατί οι νέοι ακούνε ραπ με αντιμπατσικό στίχο, πολιτικό hip hop, trap που δηλώνει «τρέχω σα λαγός στην πόλη, playboy / μπάτσοι από πίσω, είναι convoy», drill που γελάει «γίνατε τσάτσοι ρε βλάκες για να οδηγάτε καλή μηχανή» και αντι-ποίηση που λέει «είμαι απ’ τις περιοχές που κάνουνε προσευχές / να πέσουνε οι ΔΙΑΣ από τις μηχανές». Πολλοί προτιμούν να δουν αυτή την απέχθεια ως μόδα ή καπρίτσιο, ως αντιδραστικότητα μιας πλανημένης νιότης.
Μα ένας νέος στην Ελλάδα έχει απτούς λόγους να μισεί την αστυνομία, λόγους οι οποίοι βασίζονται στη βιωμένη εμπειρία: Απ’ τον μπάτσο που τον τραμπούκισε όταν την έπινε στο πάρκο, έως αυτόν που τον έψαξε τυχαία στο λιμάνι∙ από τον μπάτσο που της έκανε catcalling όταν περνούσε, μέχρι τη διμοιρία με τα ομοφοβικά σχόλια στη γωνία∙ απ’ τον μπάτσο που αγρίεψε βλέποντας χαρτιά απ’ άλλη χώρα, έως αυτόν που κλότσησε μια φίλη της στην πορεία – κάθε στιγμή και πρόσωπο, ένας ακόμη λόγος.
Τι συμβαίνει με αυτές τις περιπτώσεις; Είναι όλοι οι μπάτσοι σεξιστές, βίαιοι και αυταρχικοί; Μια τέτοια προσέγγιση μοιάζει απλουστευτική. «Δεν είναι όλοι τους ναζί!», φωνάζει ο λάτρης της στολής και μάλλον έχει δίκιο.
Μα οι λόγοι πίσω από την ασχήμια της αστυνομίας δεν αφορούν (μόνο) τον χαρακτήρα του κάθε μέλους της. Απεναντίας, είναι η ίδια η δομή των Σωμάτων Ασφαλείας που τα ευλογεί με κάθε λογής καταπιεστική λειτουργία.
Όταν ως ένστολος αποκτάς απότομα εξουσία, κι όταν καταλαβαίνεις ότι η κατάχρησή της θα συγκαλυφθεί από ένα σύστημα που «προστατεύει τους δικούς του», τότε δεν έχεις και πολλούς λόγους για να περιοριστείς.
Αν ο ρόλος της αστυνομίας είναι να «κρατά την τάξη», να συντηρεί την υφιστάμενη κατάσταση των πραγμάτων, αν ο σκοπός της είναι να εγγυάται την «κοινωνική ειρήνη» –την τακτική βία δηλαδή εναντίον κάποιων σωμάτων–, αν η αστυνομία υπάρχει για να προστατέψει τον κόσμο όπως έχει, και αν ο κόσμος αυτός δεν έχει καλώς, αν είναι ταξικός, σεξιστικός, ρατσιστικός και βίαιος, τότε τα Σώματα Ασφαλείας είναι εκ φύσεως ενάντια στην πρόοδο, εξ ορισμού υπέρ των καταπιεστών².
Παράλληλα, ο αυταρχισμός της αστυνομίας είναι άμεσο αποτέλεσμα του κοινωνικού νόμου που λέει ότι η εξουσία χωρίς λογοδοσία διαβρώνει. Όταν ως ένστολος αποκτάς απότομα εξουσία, κι όταν καταλαβαίνεις ότι η κατάχρησή της θα συγκαλυφθεί από ένα σύστημα που «προστατεύει τους δικούς του», τότε δεν έχεις και πολλούς λόγους για να περιοριστείς. Τότε ίσως επιτρέπεις στον εαυτό σου μια ορισμένη ελευθερία, αντλώντας ευχαρίστηση απ’ την επιβολή στους άλλους. Και τότε μπορούν να βγουν στην επιφάνεια οι σκοτεινότερες πλευρές του ψυχισμού, πλευρές που στην περίπτωση της πλειονότητας των αστυνομικών –λευκοί, γηγενείς, cishet άντρες– περιλαμβάνουν ρατσισμό, σεξισμό και ομοφοβία.
Μένει ακόμα ένας λόγος για τον όποιο τόσοι νέοι μισούν την αστυνομία: οι φόνοι. Η αστυνομία δεν έχει σταματήσει να σκοτώνει νέους ανθρώπους. Αυτό το άρθρο παραδίδεται στις 04/12, δυο μέρες πριν από τη 15η επέτειο του φόνου του Αλέξη. Πολλοί έχουν προσπαθήσει να παρουσιάσουν το γεγονός ως εξαίρεση. Δεν είναι. Μόνο αυτό το καλοκαίρι είδαμε τον σκοτωμό του Κώστα Μανιουδάκη και του Καλάφ Ασάντ.
Σφοδρή είναι και η συχνότητα των αστυνομικών δολοφονιών νεαρών Ρομά: Οι φόνοι του 18χρονου Νίκου Σαμπάνη το ’21, του 16χρονου Κώστα Φραγκούλη το ’22 και του 17χρονου Χρήστου Μιχαλόπουλου πριν από έναν μήνα καταδεικνύουν τα ρατσιστικά κίνητρα τόσο της αστυνομίας όσο και της κοινωνίας που με την απάθειά της κανονικοποιεί τέτοιες πρακτικές. Οι νέοι δεν είναι αφελείς. Ακόμα κι αν δεν νιώθουν ότι απειλούνται οι ίδιοι, αντιλαμβάνονται ότι έχουν μπροστά τους μια ομάδα που σκοτώνει. Το μίσος τους είναι δικαιολογημένο.
Παρ’ όλα αυτά, η αστυνομία εξυπηρετεί έναν σαφή σκοπό και, ως εκ τούτου, παραμένει αναγκαία. Δεν επιβιώνει λόγω απλής επιβολής, δεν φοριέται από πάνω. Υπάρχει επειδή την έχουμε ανάγκη, επειδή ο καθένας μας θα χρειαστεί να βασιστεί σ’ εκείνη. Έτσι, η μάχη για την απο-διοργάνωση της αστυνομίας δεν στήνεται μόνο ανάμεσα «σε αυτούς που ήδη τη μισούν και αυτούς που τη χρειάζονται»³, αλλά, ακόμα πιο έντονα, μέσα σε κάθε άτομο, ανάμεσα στο κομμάτι του που τη μισεί και το κομμάτι του που τη χρειάζεται.
Αυτή η εξάρτησή μας από την αστυνομία σημαίνει, φυσικά, ότι δεν έχουμε καμία ελπίδα να την ξεφορτωθούμε αν δεν εφεύρουμε τρόπους να λύνουμε οι ίδιοι τα προβλήματά μας, να διευθετούμε τα ζητήματα που μας απασχολούν. Αυτό είναι ένα απ’ τα μεγαλύτερα στοιχήματα του σήμερα: Πώς θα ανακαλύψουμε διαφορετικές οικονομίες της βίας και νέες μεθόδους προστασίας που δεν βασίζονται στην προσφυγή σε κάποια εξωτερική αρχή. Δεν είναι κάτι απίθανο. Το έχουν κάνει κι άλλοι⁴.
Μπορούμε, ίσως, να μάθουμε απ’ τους δικούς τους τρόπους.
1. διαΝΕΟσις, «Τι πιστεύουν οι Έλληνες – 2022», σ. 35. https://www.dianeosis.org/wp-content/uploads/2022/05/tpe_2022_part-B_11.05.22.pdf
2. Φυσικά, αυτό δεν είναι τόσο απλό. Σε στιγμές όπου το κράτος χρησιμοποιείται «ρεφορμιστικά», ως εργαλείο ενάντια σε κάποιες μορφές καταπίεσης, η αστυνομία φαίνεται να δρα «προοδευτικά», συλλαμβάνοντας έναν κακοποιητή, έναν εργοδότη που κλέβει ή έναν χρυσαυγίτη που δέρνει. Συνήθως, όμως, αυτές οι περιπτώσεις σπανίζουν, με την αστυνομία να κινείται απρόθυμα, χωρίς μεγάλη ζέση και, σχεδόν πάντα, υπερβολικά αργά.
3. Ν. Χαραλαμπόπουλος. «Αστυνομία: επιλεκτικές γενεαλογίες σε αιματηρό πολιτικό νουάρ», στο Θ. Λάγιος, Σ. Παπασταθόπουλος, Ν. Χαραλαμπόπουλος, Γενεαλογίες Ασφάλειας, Ελέγχου, Αστυνόμευσης. Εκδόσεις Affect (υπό έκδοση).
4. K. Williams, 2015. «Afterword: Making Police Obsolete» (συγκεκριμένα «Fight the Power, Serve the People: Deacons and Panthers» και «Feminist Interventions»), στο Our Enemies in Blue: Police and Power in America. https://theanarchistlibrary.org/library/kristian-williams-our-enemies-in-blue#toc127