ΤΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΑ ΕΞΩ από το κατάστημα. Η μία γύρω στα 18, η άλλη λίγο μικρότερη με ένα κοριτσάκι γύρω στα 2 στην αγκαλιά. Moυ έκαναν εντύπωση γιατί κάτι μου φαινόταν παράξενο, αλλά δεν μπορούσα να προσδιορίσω τι. Η μεγάλη κρατούσε μια κάπως «μεγαλίστικη», αταίριαστη τσάντα, η μικρή κρατούσε λίγο άγαρμπα το παιδάκι, το οποίο όμως ήταν πολύ χαρούμενο που ήταν μαζί τους.
Μπήκα στο κατάστημα, γινόταν χαμός ως συνήθως (από πότε έγινε αγγαρεία το να ψωνίζεις καλλυντικά); Πήρα κάτι βαζάκια με κρέμες και τις ξανασυνάντησα στο ταμείο, τρία-τέσσερα άτομα μπροστά. Ήταν τουλάχιστον δέκα άτομα στην ουρά. Μια πωλήτρια πήγε προς το μέρος τους, τους πρότεινε να τους κρατήσει κάτι για το ταμείο, έμοιαζε κάπως εκνευρισμένη. Είπαν όχι, και έμεινε να τις επιτηρεί από το πλάι.
Είναι κάτι που δεν παύει ποτέ να με εκπλήσσει, δυσάρεστα εννοείται, το πώς μεταμορφώνονται μερικοί άνθρωποι όταν τους δοθεί λίγη εξουσία, πώς γίνονται μικρά τέρατα μέσα σε πολυκατοικίες, εργασιακούς χώρους, μαγαζιά, σχολεία.
Όταν έφτασαν στο ταμείο, τα πράγματα στράβωσαν. Πήγαν να πληρώσουν ένα άρωμα, αλλά η ζελατίνα του κουτιού ήταν σκισμένη. «Δεν το θέλω, είναι ανοιγμένο», είπε το κοριτσάκι. «Εσύ το άνοιξες», πετάχτηκε ξαφνικά η κυρία που τις παρατηρούσε από πριν. «Σε είδα ότι ήσουν εσύ», συνέχισε. «Έχετε κάμερα; Γιατί αν έχετε να το δω, που λέτε ότι το άνοιξα», ξεσπάθωσε το κοριτσάκι. «Πρέπει να το πληρώσεις», της είπε η ταμίας.
Εκεί τα πράγματα αγρίεψαν. «Δεν θα υψώνεις εδώ μέσα τη φωνή σου! Κατάλαβες;» της είπε μια άλλη πωλήτρια που εμφανίστηκε από το πουθενά πίσω από την ταμία. Ένας κύριος με αέρα υπεύθυνου τους πλησίασε, πήρε στα χέρια του το άρωμα και περιεργάστηκε σχολαστικά την ανοιγμένη ζελατίνα. «Αυτό εδώ θα το αγοράσεις ή δεν θα φύγεις από εδώ μέσα», της είπε απειλητικά. «Τέλειωνε, θα το πληρώσεις», είπε η κυρία που καθόταν πίσω από την ταμία.
Τους μέτρησα – είχαν μαζευτεί έξι άτομα για να τιμωρήσουν ένα 18χρονο κοριτσάκι που είχε ανοίξει τη συσκευασία ενός αρώματος. Πήγα να μιλήσω, αλλά εκείνη τη στιγμή το κοριτσάκι είπε «λεφτά έχει η φίλη μου» και προσπάθησε να φύγει. Την ακολούθησαν όλοι τρέχοντας. Κανείς δεν είπε τίποτα, εκτός από μια πνευματώδη κυρία με κοντά ξανθά μαλλιά που ξεστόμισε την ατάκα «καλέ, εδώ είναι πολύ ωραία, να ερχόμαστε για καφέ άλλη φορά» λες και βλέπαμε κάποιο διασκεδαστικό θέαμα. Μέχρι να τελειώσω από το ταμείο και να φύγω το κορίτσι είχε εξαφανιστεί, σαν να είχε ανοίξει η γη να το καταπιεί. Στην έξοδο καθόταν ο κύριος με τον «αέρα υπεύθυνου» που έλεγε στη διπλανή του «ναι, ναι, γι’ αυτό κάθομαι εγώ εδώ. Ναι, παιδί μου, την κατάλαβα αμέσως».
Ταράχτηκα με αυτό που είδα. Δεν ήταν μόνο ότι όλο αυτό δεν έβγαζε νόημα. Γιατί να πάει στο ταμείο με ένα ανοιγμένο άρωμα; Επίσης, αν από το κατάστημα υποψιάζονταν πως είχε κλέψει κάτι, θα καταλάβαινα να ζητήσουν να δουν την τσάντα της ή να φωνάξουν την αστυνομία. Αυτό που αντίκρισα όμως ήταν έξι άτομα να τραμπουκίζουν ένα πιτσιρίκι επειδή άνοιξε τη συσκευασία ενός αρώματος.
Πώς ακριβώς φλιπάρει ο κόσμος με αυτή την ψευδαίσθηση εξουσίας; Είναι κάτι που δεν παύει ποτέ να με εκπλήσσει, δυσάρεστα εννοείται, το πώς μεταμορφώνονται μερικοί άνθρωποι όταν τους δοθεί λίγη εξουσία, πώς γίνονται μικρά τέρατα μέσα σε πολυκατοικίες, εργασιακούς χώρους, μαγαζιά, σχολεία. Θυμήθηκα την περίπτωση του Αντώνη Καρυώτη που σκοτώθηκε στο λιμάνι του Πειραιά. Κάποιος έγραψε πως ο δολοφόνος είχε ταυτίσει τον εαυτό του με την εταιρεία στην οποία εργαζόταν, ότι αυτή η ελάχιστη εξουσία που του έδωσε η στολή τον έκανε να νιώσει ανίκητος. Μου είχε φανεί υπερβολικό, αλλά νομίζω δεν είναι. Εκείνη τη μέρα ένιωσα ότι οι υπάλληλοι του καταστήματος παρέσυραν ο ένας τον άλλον σε ένα κρεσέντο υπερβάλλοντος ζήλου – έξι «στιγμιαίοι» τραμπούκοι της διπλανής πόρτας.
Φυσικά, αυτοί οι άνθρωποι είναι θρασύδειλοι. Κάνουν έτσι μόνο εκεί που θεωρούν ότι τους παίρνει. Αν είχα ανοίξει εγώ τη συσκευασία ενός ακριβού αρώματος, θα μου είχαν κάνει παρατήρηση, πιθανώς να απαιτούσαν και να το πληρώσω. Θα μαζεύονταν ποτέ έξι άτομα να μου επιβάλουν την εξουσία τους και να με απειλήσουν; Μάλλον όχι. Ήταν ξεκάθαρο ότι όλο αυτό γινόταν γιατί ήταν μικρή και φαινόταν «παράταιρη».
Αυτό που με ενόχλησε όμως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο εκείνη την ημέρα ήταν ο εαυτός μου. Δεν είπα τίποτα, έκατσα και παρακολούθησα βουβή το θέαμα. Έπρεπε να είχα μιλήσει.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.