Η διευθύντρια της γκαλερί The Breeder Νάντια Γεραζούνη με υποδέχεται στο δεύτερο σπίτι της, στην έδρα της γκαλερί στην οδό Ιάσονος, για μια αλλιώτικη συζήτηση απ’ όσες κάνουμε συνήθως τα τελευταία χρόνια. Η Νάντια είναι ένα κράμα ανθρώπου ανήσυχου και ήρεμου, με τον οποίο κάθε συζήτηση βγαίνει από το επιβεβλημένο κάδρο και πηγαίνει σε άλλες ποιότητες και περιοχές, που τις συνοδεύει πάντα η χαρά να βλέπεις ή να περιστοιχίζεσαι από τέχνη και καλλιτέχνες.
Εδώ και δεκαπέντε χρόνια μοιράζεται με τους ιδρυτές της Breeder Γιώργο Βαμβακίδη και Στάθη Παναγούλη μια κοινή εμπειρία, την περιπέτεια του ταξιδιού στο χώρο της τέχνης, της ανακάλυψης νέων καλλιτεχνών, των ταξιδιών στις μεγάλες εκθέσεις του εξωτερικού, αφού η γκαλερί είναι από τις λίγες ελληνικές που συστηματικά δείχνουν Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες στις πιο σημαντικές εκθέσεις και art fairs.
Η Νάντια έχοντας κάνει το δικό της ταξίδι έχει καταλήξει ότι η Αθήνα είναι η πόλη της και παθιάζεται με την πρόκληση να συστήνεις Έλληνες καλλιτέχνες στο διεθνές εικαστικό τοπίο, ξεπερνώντας πολλές φορές τις αντιξοότητες των μεγεθών και δοκιμάζοντας τις δυνάμεις της στον διεθνή ανταγωνισμό.
— Θα ξεκινήσω την κουβέντα μας ρωτώντας σε αν ήθελες πάντα να ζεις στην Αθήνα ή αυτό προέκυψε με τα χρόνια.
Έχοντας γεννηθεί και μεγαλώσει στη Χίο, ήθελα να έρθω στην Αθήνα, αυτό ονειρευόμουνα. Ήρθα το 2000, όταν μπήκα στο Πάντειο για σπουδές, αλλά δεν είχα αποφασίσει τι θα κάνω, το μόνο που ήξερα ήταν ότι θέλω να έρθω στην Αθήνα. Η σχολή μάς έδωσε βάσεις, ήταν σαν εισαγωγή στον σύγχρονο πολιτισμό, και ήθελα να δω τι γίνεται στην πόλη. Έτσι έκανα μια πρακτική στο Όζον, που ήταν το free press της εποχής. Αυτό με βοήθησε να γνωρίσω καλύτερα την πόλη.
Νομίζω πολύ σημαντικό για την τέχνη είναι η κοινότητα που δημιουργείται γύρω από αυτό, άνθρωποι που ενθουσιάζονται για την ίδια ιδέα. Οπότε οι συλλέκτες, οι φίλοι της γκαλερί, αυτοί που έρχονται και παρακολουθούν τις εκθέσεις, οι καλλιτέχνες, δημιουργούν ένα οικοσύστημα· αυτό είναι το ωραίο και από εκεί έχει κανείς πολλά να μάθει
— Ήθελες να ασχοληθείς με την τέχνη;
Προς το τέλος των σπουδών μου βρέθηκα να κάνω μια πρακτική, το 2004, στο ΔΕΣΤΕ, στην έκθεση “Monument to Now”, που είχε πολύ καλούς επιμελητές από εδώ και το εξωτερικό, και ήταν μια γιορτή της τέχνης τότε· έτσι ξεκίνησα. Δηλαδή η τέχνη κάπως με βρήκε και σαν να μπήκαν τα κομμάτια του παζλ, οργανικά. Αυτό συνέβη σε μια Αθήνα που υπήρχε μια άλλη αισιοδοξία, στις γενιές μας, ότι μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Βέβαια, πιστεύω, καμιά φορά όταν κάτι σου ταιριάζει, σε βρίσκει από μόνο του.
Και μετά από αυτή την καταπληκτική διοργάνωση, που είχα γνωρίσει πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες και επιμελητές και ανθρώπους από τον κόσμο της τέχνης, ήθελα να φύγω από την Αθήνα και να πάω στο Λονδίνο. Το έκανα με το Erasmus και κατάφερα να κάνω πρακτική σε μια γκαλερί του Λονδίνου, στην Modern Art. Εκεί με πήραν γιατί με θυμόντουσαν από το ΔΕΣΤΕ. Είπαν «α! αυτή η κοπέλα με τη φράντζα». Ήταν φανταστικό που βρήκα δουλειά, που άνοιγαν οι πόρτες χωρίς καν να το διεκδικήσω, δεν ήξερα κανέναν όταν έφτασα στο Λονδίνο. Θυμάμαι είχαμε εγκαίνια, εγώ δεν ήξερα κανέναν, αλλά ήρθε ο Jeremy Deller να με δει, που εκείνη τη χρονιά είχε πάρει το Βραβείο Τέρνερ και είχαμε γνωριστεί στο ΔΕΣΤΕ, και μου είπε μια συνάδελφος «καλά, δεν ξέρεις κανέναν και ο ένας που έρχεται να σου μιλήσει έχει πάρει Τέρνερ;».
— Τελικά δεν έμεινες μόνο για την πρακτική, έμεινες τρία χρόνια. Ήταν μια απόφαση μελετημένη, αν μπορώ να το πω έτσι;
Καθόλου· ήμουν 22 χρονών, είχα μια αφέλεια, δεν είχα συγκεκριμένο σχέδιο, αλλά παραιτήθηκε μια κοπέλα και μου έδωσαν τη θέση της. Εγώ το έβλεπα πιο χαλαρά και επέστρεψα για να κάνω και διακοπές, είπα θα ξεκινήσω λίγο αργότερα, κάτι που σήμερα ας πούμε δεν θα το έκανα. Σήμερα δεν μπορεί να διανοηθεί να το κάνει κάποιος, νομίζω. Έτσι έμεινα μαζί τους τρία χρόνια – είχα γίνει art coordinator, έκανα πωλήσεις και φρόντιζα καλλιτέχνες και fairs, και πράγματα που κάνω και τώρα. Η τέχνη όσο ζούσα στο Λονδίνο ήταν στο τοπ της αγοράς.
— Πώς σε αντιμετώπιζαν; Ήσουνα πολύ νέα.
Υπήρχε μεγάλη εμπιστοσύνη στις νέες φωνές, και στο χώρο που ήμουνα υπήρχε η αίσθηση «είσαι νέος· πες μας τι σκέφτεσαι, πώς σου φαίνεται αυτό» και όχι «είσαι νέος και άπειρος, άρα...». Αν ήμουνα στην Ελλάδα, χωρίς εμπειρία αποκλείεται να έπαιρνα αυτή τη θέση. Υπήρχε και χημεία και εμπιστοσύνη. Στα fairs στο Μαϊάμι, τη Νέα Υόρκη, τη Βασιλεία, γνώρισα τον Γιώργο και τον Στάθη, που έβγαιναν από τότε στις εκθέσεις στο εξωτερικό και ταξίδευαν, τότε που πρωτοξεκίνησαν την γκαλερί. Επίσης τότε όλα ήταν ρόδινα στην παγκόσμια οικονομία. Αλλά εγώ κατάλαβα ότι θέλω να επιστρέψω και να ζήσω στην Αθήνα, και το έκανα στις αρχές του 2008.
— Και άρχισες να δουλεύεις αμέσως με τους Breeder;
Όταν ήρθα στην Αθήνα το 2008, άρχισα να δουλεύω μαζί τους, στην πόλη που αγαπώ, με τους ανθρώπους που ήθελα να δουλέψω. Υπήρχε ακόμα αυτή η έκρηξη αισιοδοξίας, μέχρι που έκλεισε η Lehman Brothers, κάτι που φάνηκε στο εξωτερικό κατευθείαν – τη μια μέρα έκλεισαν, την επόμενη άρχισαν να ακυρώνονται πωλήσεις. Αλλά και πάλι, ήμουνα 25 χρονών. Ήταν η πρώτη κρίση που ζούσα και δεν μπορούσα, όπως είναι φυσικό, να την αξιολογήσω.
— Μιλώντας για την κρίση, η αγορά επανήλθε ποτέ εντελώς από εκείνα τα χρόνια;
Επανήλθε με άλλους τρόπους, αλλά όχι εντελώς. Υπήρξε μια φάση που υπήρχαν τεράστιες συλλογές, αγόραζαν τις εκθέσεις πριν ανέβουν. Θυμάμαι να πηγαίνω σε ένα fair και να κανονίζω τέσσερις μουσειακές εκθέσεις για έναν καλλιτέχνη. Κάθε πόλη της Ισπανίας είχε ένα καλό μουσείο, με φανταστικό πρόγραμμα, εξαιρετικούς καταλόγους. Ήταν αποκαλυπτικό. Όταν έφτασα εδώ τα πράγματα ήταν ακόμα ανεβασμένα, είχε γίνει το ReMap και η πρώτη Μπιενάλε, όλες οι γκαλερί από το εξωτερικό ήταν εδώ. Eμένα, σκέψου, με είχαν στείλει από το Λονδίνο να τις δω – υπήρχε ενέργεια και δεν ήταν καθόλου local το περιβάλλον. Όταν μετακόμισε η Breeder στο Μεταξουργείο, το 2008, στα εγκαίνια είχαν έρθει όλοι οι καλλιτέχνες μας και επιμελητές από το εξωτερικό.
— Νομίζω κάτι που έχει αλλάξει είναι ότι σήμερα πολλοί καλλιτέχνες και ξένοι ζουν εδώ.
Ναι, αυτό είναι εντυπωσιακό. Παλιότερα είχαμε πολλούς Έλληνες καλλιτέχνες που ζούσαν στο εξωτερικό – στη Βιέννη, στην Ολλανδία, στο Βερολίνο. Τώρα όχι μόνο μένουν εδώ οι Έλληνες καλλιτέχνες, αλλά και πολλοί ξένοι την έχουν επιλέξει ως τόπο εργασίας ή θέλουν να κάνουν σε εμάς την πρακτική τους.
— Νάντια, αν σου ζητούσα να μου περιγράψεις το προφίλ της γκαλερί, τι θα μου έλεγες;
Είμαι εδώ 15 χρόνια και υπάρχει μια δυναμική που την κάνει πάντα επίκαιρη, μια ενέργεια που έχει διατηρηθεί από την πρώτη μέρα που άνοιξαν τα παιδιά. Tο βλέπεις στα εγκαίνια, μια νεολαία που παρακολουθεί αυτό που συμβαίνει – και νομίζω αυτό κάνει μια γκαλερί σχετική με το τι συμβαίνει τώρα. Ο Γιώργος και ο Στάθης από τότε που άνοιξαν κοίταξαν πρώτα έξω και μετά μέσα, τους ενδιέφερε η εξωστρέφεια, και μας ενδιαφέρει και σήμερα το ίδιο. Όταν γύρισα στην Ελλάδα είπα στους γονείς μου «μπορεί να μην την ξέρετε εσείς τη γκαλερί, αλλά οι συνάδελφοί μου στο εξωτερικό την ξέρουν». Πάντως το να πηγαίνεις έξω είναι ένα πολύ δύσκολο «χόμπι».
— Έχετε περάσει την περιπέτεια της πανδημίας· τι συμβαίνει σήμερα;
Μέσα στην πανδημία αλλά και μετά, εκτινάχθηκε η αγορά της τέχνης· αυτοί που θα ταξίδευαν δεν έκαναν ακριβά ταξίδια και όλα τα υπόλοιπα, οπότε αγόρασαν τέχνη. Σήμερα φυσικά επηρεάζονται, όλοι επηρεαζόμαστε όταν βλέπουμε πολέμους γύρω μας. Για μένα είναι σημαντικό να χτίζει η γκαλερί για έναν καλλιτέχνη μια αγορά υγιή, που να μη βασίζεται μόνο σε έναν τομέα ή μία αγορά, όπως στην Ασία ή στους Άραβες. Αν είχες μόνο Ρώσους συλλέκτες, σήμερα δεν θα μπορούσες να επιβιώσεις. Η δική μας ιδέα είναι να βοηθάς τον καλλιτέχνη να κάνει επαφές, να έχει δίκτυο, να έχει συνεργασίες στο εξωτερικό, να γνωρίζει επιμελητές, να γνωρίζει ξένους δημοσιογράφους και να αναπτύσσεται παράλληλα. Και είναι πολύ συχνό και ωραίο να μεγαλώνει μια γκαλερί όπως μεγαλώνουν οι καλλιτέχνες της.
— Πόσο ρισκάρετε συστήνοντας Έλληνες καλλιτέχνες στο εξωτερικό;
Είναι τεράστιο ρίσκο, αλλά έχουμε καταφέρει να δείχνουμε περισσότερους Έλληνες από ξένους, κάτι που κάναμε τα πρώτα χρόνια. Με τα χρόνια απέκτησε η γκαλερί όνομα και στάμπα, οπότε οι ξένοι κοιτάζουν τι δείχνουμε. Έχει σημασία αυτό, το ότι χτίστηκε μια πλατφόρμα που αποτελεί βήμα για τους καλλιτέχνες.
— Πόσο δύσκολο είναι ένας νέος καλλιτέχνης να βρει γκαλερί;
Είναι πολύ και καθόλου, όσο δύσκολο ή εύκολο είναι να βρεις σύντροφο. Αυτό που λέω πάντα στους νέους καλλιτέχνες είναι να κάνουν focus στη δουλειά τους, να παρακολουθούν τη σκηνή γύρω τους, να χτίσουν δίκτυο με τους ανθρώπους της γενιάς τους –καλλιτέχνες, επιμελητές, δημοσιογράφους–, και μετά οι γκαλερί θα τους κυνηγήσουν εκείνες. Εμείς διαρκώς ψάχνουμε νέους καλλιτέχνες, οπότε, αντί να χάνει χρόνο ένας καλλιτέχνης να ψάχνει γκαλερί, ας ψάξει για το στίγμα του. Εμείς τους νέους καλλιτέχνες τούς βρίσκουμε, δεν σταματάμε να ψάχνουμε, παρακολουθούμε όλοι, συζητάμε –και η ματιά του Γιώργου και του Στάθη είναι πολύ δυνατή– αν ο καλλιτέχνης έχει κάτι που μας τραβάει το ενδιαφέρον. Οι γκαλερί σαν ιδιωτικές επιχειρήσεις μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν, είναι δική τους επένδυση και ρίσκο. Είναι μεγάλη ελευθερία, αλλά και κάτι πολύ ριψοκίνδυνο. Να βάλεις το χέρι στην τσέπη γι’ αυτό που πιστεύεις και προτείνεις, και να βγάζεις μπροστά αυτό που θεωρείς σημαντικό.
— Ποιοι αγοράζουν τέχνη σήμερα;
Υπάρχει ένα νέο κύμα αγοράς σήμερα. Στην Αθήνα υπήρχαν και πριν και μετά την κρίση οι τοπ συλλέκτες που όλοι ξέρουμε και θαυμάζουμε και υπάρχουν ακόμα, αν και κάποιοι αγοράζουν λιγότερο απ’ όσο αγόραζαν τότε. Χάθηκε το μεσαίο κομμάτι συλλεκτών, ο δικηγόρος, ο γιατρός, που δεν ήταν απαραίτητα συλλέκτες – ήθελαν ένα έργο που τους άρεσε να το αγοράσουν. Αυτό το κομμάτι εξαφανίστηκε στην κρίση. Έχει αρχίσει και δημιουργείται πάλι μια γενιά που αγοράζει έργα, που ασχολείται με τη ναυτιλία, την τεχνολογία, έχει επαφές με το εξωτερικό. Το σημαντικό είναι ότι αλλάζει η Αθήνα και έχει γίνει σταθμός τέχνης. Εμείς το βλέπουμε κάθε μέρα, επειδή η γκαλερί συμπεριλαμβάνεται στις προτάσεις γνωστών ταξιδιωτικών οδηγών όπως το Lonely Planet, το City Guide του Louis Vuitton και το Wallpaper. Kαι αυτό γιατί είναι επίκαιρη, δεν κάνει κανένας χάρη σε κανέναν σε αυτόν το χώρο – κάνουμε καλή δουλειά και το εκτιμούν. Επίσης ο διάλογος στην Αθήνα έχει ανοίξει· όσο μεγαλύτερος, τόσο μεγαλύτερη είναι και η ζήτηση. Το θεωρώ εξαιρετικά καλό και υγιές για τη σκηνή της τέχνης – είναι σημαντικό που άνοιξε το ΕΜΣΤ και που βλέπουμε και έργα μεγάλων συλλογών.
— Υπάρχει τάση στο πώς αγοράζουν τέχνη σήμερα;
Η ζωγραφική πάντα πήγαινε καλά, είναι ίσως πιο προσιτή σαν ιδέα και σαν αντικείμενο, αλλά στην αγορά της τέχνης υπάρχουν τόσο διαφορετικοί καλλιτέχνες και διαφορετικές δουλειές που δεν μπορώ να τη βάλω σε ένα κουτί, επειδή δουλεύουμε με ένα εύρος καλλιτεχνών. Το Μουσείο Whitney, για παράδειγμα, αγόρασε ψηφιακά έργα live simulations του Τεό Τριανταφυλλίδη, το Μουσείο του Λίχτενσταϊν ένα βίντεο και ένα γλυπτό της Γεωργίας Σαγρή, το φιλανδικό μουσείο Kiasma μια εγκατάσταση του Γιάννη Βαρελά, το Walker Art Center μία περφόρμανς της Μαρίας Χασάπη.
Οι Έλληνες συλλέκτες δεν μπαίνουν όλοι σε μια κατηγορία. Είναι πιο πειραματικοί από τους Ασιάτες, που χτίζουν blue chip συλλογές και όπως παίρνουν επώνυμα ρούχα παίρνουν και επωνύμους καλλιτέχνες, και ίσως λιγότερο από άλλους Ευρωπαίους.
— Το κράτος θα μπορούσε να βοηθήσει;
Θα μπορούσε να βοηθήσει, για παράδειγμα στην Ολλανδία υπήρχε ένας κρατικός φορέας που χρηματοδοτούσε όσες γκαλερί (ολλανδικές και μη) εξέθεταν Ολλανδούς ζωγράφους στα art fairs, δίνοντας έτσι κίνητρο να προωθεί κανείς Ολλανδούς καλλιτέχνες!
— Για τους Έλληνες συλλέκτες τι θα έλεγες;
Οι Έλληνες συλλέκτες δεν μπαίνουν όλοι σε μια κατηγορία. Είναι πιο πειραματικοί από τους Ασιάτες, που χτίζουν blue chip συλλογές και όπως παίρνουν επώνυμα ρούχα παίρνουν και επωνύμους καλλιτέχνες, και ίσως λιγότερο από άλλους Ευρωπαίους. Εγώ παρομοιάζω τις σχέσεις αυτές σαν ερωτικές. Είναι θέμα χημείας – του καλλιτέχνη με την γκαλερί του, του συλλέκτη με το έργο. Αλλιώς θα μιλήσει ένα έργο σε σένα, αλλιώς σε έναν άλλο.
— Αν ήθελε να ξεκινήσει κάποιος μια συλλογή, τι θα του έλεγες;
Δεν θα έλεγα το ίδιο σε σένα και σε κάποιον άλλο. Δεν υπάρχει συνταγή. Δανείζομαι την κουβέντα του Στάθη «να αγοράζει κάποιος με τα μάτια και όχι με τα αυτιά». Αγοράζεις με τα μάτια, με αυτό που σκέφτεσαι, αλλά αγοράζεις και με την καρδιά. Να σου αρέσει και να σε γεμίζει αυτό που βλέπεις, να θέλεις να ζεις μαζί του, όχι μόνο να ανέβει η αξία του αύριο. Αν ερχόταν ένας νέος θα του έλεγα κοίτα τη γενιά σου, κοίτα και τη χώρα σου, να μεγαλώσετε μαζί. Παρακολούθησε, διάβασε, αγόρασε κάτι που να μπορείς να συσχετιστείς. Μετά, όταν θέλεις να αγοράσεις, υπάρχουν δείκτες, παράμετροι, έχει π.χ. ο καλλιτέχνης μια γκαλερί από πίσω να πάμε δυο βήματα παραπέρα; Έχει μπει σε μουσεία; Έχει μπει σε καλές συλλογές; Ωστόσο, νομίζω κανένας δεν μπορεί να κριθεί εύκολα. Κάποιος που μπορεί να μη σε ενδιαφέρει σήμερα, σε δέκα χρόνια μπορεί να είναι τόσο μπροστά από τον καιρό του που να μην το έχουμε καταλάβει. Επίσης έχει τύχει με έργο να το πάρω σπίτι –γιατί κι εγώ συλλέγω όντας σε αυτή τη δουλειά– και εκείνη την ώρα να μην το εκτιμήσω τόσο και μετά από δυο χρόνια να το λατρεύω, και κάτι που να ήθελα εκείνη την περίοδο να το ξεπεράσω. Το κάθε έργο θέλει τον δικό του χρόνο.
— Έτσι νιώθεις και για τα έργα γύρω σου στην γκαλερί;
Έχω άπειρο σεβασμό για τα έργα με τα οποία ζω και βλέπω γύρω μου, και επίσης είναι πολύ ωραίο να συναντάς και να ξανασυναντάς έργα – έργα που έχεις δουλέψει, έχεις κάνει place. Να τα βλέπεις σε ένα μουσείο ή σε ένα σπίτι, να μιλάς με το συλλέκτη ξανά και ξανά. Νομίζω πολύ σημαντικό για την τέχνη είναι η κοινότητα που δημιουργείται γύρω από αυτό, άνθρωποι που ενθουσιάζονται για την ίδια ιδέα. Οπότε οι συλλέκτες, οι φίλοι της γκαλερί, αυτοί που έρχονται και παρακολουθούν τις εκθέσεις, οι καλλιτέχνες, δημιουργούν ένα οικοσύστημα· αυτό είναι το ωραίο και από εκεί έχει κανείς πολλά να μάθει. Και φυσικά αυτή είναι η ουσία και η χαρά η δική μας, να ανακαλύπτεις έναν καλλιτέχνη, να σε κεντρίσει.
— Αν σου έλεγα να χαρακτηρίσεις τη δουλειά σου, τι θα μου απαντούσες;
Είναι δουλειά ιδιοσυγκρασιακή· πρέπει να το «έχεις» και να το χαίρεσαι. Εδώ θα μιλήσω για τον Γιώργο και τον Στάθη και την υπόλοιπη ομάδα, που είναι πολύ ωραία γιατί φέρνουμε άλλες ενέργειες στο τραπέζι, έχουμε μεγάλη εμπειρία. Εμένα μου έχουν αφήσει χώρο και εμπιστοσύνη. Η γκαλερί έχει τη σφραγίδα των δημιουργών της, και χαίρομαι που παίρνουν όλα αυτά τα ρίσκα και επιμένουν και εξελίσσονται και αλλάζουν, και χαίρομαι να είμαι κι εγώ εκεί και να τα κάνω όλα πραγματικότητα.
— Θυμάσαι μια συμβουλή που σου έχουν δώσει;
Αυτό που μου είπαν στο Λονδίνο όταν άρχισα να δουλεύω, είναι να μην κοιτάζω μόνο τη λαμπερή πλευρά των πραγμάτων, αυτά που μοιάζουν εξαρχής όμορφα. Είναι κάτι που σκέφτομαι συχνά.