Τα μεγάλα κλασικά έργα έχουν τη δύναμη να προπορεύονται της εποχής τους, αλλά και να λειτουργούν σαν καθρέφτες των αντιλήψεων της εκάστοτε εποχής που τα ερμηνεύει, ανανεώνοντας διαρκώς το ενδιαφέρον μας γι’ αυτά.
120 χρόνια μετά από την πρώτη δημοσίευση της «Φόνισσας» σε συνέχειες στην εφημερίδα Παναθήναια, με τον υπότιτλο «Κοινωνικόν μυθιστόρημα», η ταινία της Εύας Νάθενα, σε σενάριο Κατερίνας Μπέη, που εμπνέεται από την αριστουργηματική νουβέλα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη κι αυτή τη στιγμή που μιλάμε έχει ξεπεράσει τα 260.000 εισιτήρια, φέρνει ξανά στην επικαιρότητα τη γριά Χαδούλα ή Φραγκογιαννού, την αρχετυπική σίριαλ κίλερ της λογοτεχνίας μας· σε μια επικαιρότητα μάλιστα που περιέργως βρίσκει αναλογίες στην κλειστή αγροτική κοινωνία της Σκιάθου του 1900.
Πέρα από την αναμφίβολα θριαμβευτική πορεία της στις αίθουσες, η φιλόδοξη κινηματογραφική «Φόνισσα» της Νάθενα, η πλοκή της οποίας διαφοροποιείται σε αρκετά σημεία από το παπαδιαμαντικό κείμενο, έχει προκαλέσει θόρυβο τόσο για το κατά πόσο συνάδει με το πνεύμα του Παπαδιαμάντη όσο και για την επιλογή να προστεθούν στο σενάριο σκηνές γυναικείας κακοποίησης που δεν περιλαμβάνονται στο βιβλίο, δίνοντας μια φεμινιστική οπτική και συμβαδίζοντας με τη #metoo επικαιρότητα και τις επιταγές του woke κινήματος – ή, τουλάχιστον, αυτό υποστηρίζουν οι επικριτές της.
Παρά τις θρησκευτικές του καταβολές και τον συντηρητισμό της κοινωνίας του που δεν επέτρεπε αποκλίσεις από τα έμφυλα στερεότυπα, το μεγαλείο της λογοτεχνίας του και η απαράμιλλη ικανότητα του να ψυχογραφεί σε βάθος τους ήρωές του μπορούσε να τα υπερβαίνει. Ίσως τελικά ο Παπαδιαμάντης να ήταν περισσότερο… woke και από όσο θέλουμε να πιστεύουμε.
Όσον αφορά το πρώτο, είναι αλήθεια πως η δημιουργία της Νάθενα πόρρω απέχει από την παπαδιαμαντική ατμόσφαιρα, όμως γιατί αυτό να της το χρεώσουμε ως ανεπάρκεια; Η κινηματογραφική αφήγηση διαφέρει από τη λογοτεχνική και υπόκειται σε άλλους κανόνες. Όσο κι αν οι φανατικοί αναγνώστες νιώθουν συχνά προδομένοι από μεταφορές στη μεγάλη ή τη μικρή οθόνη, τα βασισμένα σε λογοτεχνικά βιβλία έργα οφείλουμε να τα κρίνουμε αυτοτελώς. Ειδικά τα κλασικά δεν κινδυνεύουν να κακοπάθουν από το όραμα κανενός σκηνοθέτη.
Γεγονός είναι πως από την ταινία απουσιάζει εντελώς η χριστιανική μεγαθυμία και χαρμολύπη του Παπαδιαμάντη που αμβλύνει τον ζόφο των πράξεων της ηρωίδας. Οι ιλαρές περιγραφές της σκιαθίτικης φύσης, τα πλούσια περιβόλια και οι ελαιώνες, τα αμπέλια και οι αγροί με τα οπωροφόρα, τα πουλιά που αφήναν «φαιδράς μελωδίας» έχουν δώσει τη θέση τους σε μία άγονη και κατάξερη βραχώδη επαρχία, ένα τοπίο που δεν προσφέρει καμία ανακούφιση ούτε «πρόσκαιρον ελπίδα και θάλπος» στη Χαδούλα. Η επιλογή να πραγματοποιηθούν τα γυρίσματα στην Κρήτη και στη Λακωνική Μάνη αντί για την Σκιάθο στάθηκε καταλυτική.
Αντίθετα με την τοπιογραφία του Παπαδιαμάντη, η Φόνισσα της Νάθενα, με τη συνδρομή και της προσεγμένης –γκρίζων τόνων– φωτογραφίας, είναι μια ακόμα πιο σκοτεινή, σχεδόν γοτθική φιγούρα που θα μπορούσε να πρωταγωνιστεί σε ιστορία τρόμου του Έντγκαρ Άλλαν Πόε. Πρόκειται για μία πολύ ενδιαφέρουσα οπτική προς την κατεύθυνση του folk horror που ίσως ανοίξει την όρεξη και σε άλλους δημιουργούς για ανάλογες ευρηματικές αναγνώσεις της παράδοσης.
Ωστόσο, κάποιες αδυναμίες του σεναρίου, όπως η ασαφής σχέση της Χαδούλας με το φάντασμα της μητέρας της, η μη επαρκώς τεκμηριωμένη επιστροφή της από το βουνό ενώ την κυνηγούσαν οι χωροφύλακες, το αποδυναμωμένο από τραγικότητα τέλος της, απέβησαν εις βάρος της ταινίας.
Εκτός από τη μη εγγύτητα με το πνεύμα της αρχικής Φόνισσας, ενόχλησε αρκετά και η υποτιθέμενη καταγγελτική διάθεσή της, κάτι στο οποίο συνηγορούν και τα αριθμητικά στοιχεία για τις γυναικοκτονίες που παρατίθενται πριν τους τίτλους τέλους. Εδώ γεννάται το ερώτημα αν θα έπρεπε να μας απασχολούν οι προθέσεις της σκηνοθεσίας ή το αποτέλεσμα.
Θέλουμε τελικά να διαβάζουμε τα κλασικά έργα της λογοτεχνίας με αποστειρωμένο τρόπο ή να επαναπροσδιορίζουμε τη σχέση μας με αυτά, έστω και με τον κίνδυνο αστοχιών; Η Τέχνη ιδανικά ούτε ηθικολογεί ούτε στρατεύεται στο πλευρό κάποιας ιδεολογίας αλλά το ευτύχημα είναι πως συχνά αυτονομείται κιόλας, κόντρα στις προθέσεις των ίδιων των δημιουργών.
Η Νάθενα στην πραγματικότητα δεν έκανε τίποτε άλλο από το να φωτίσει μία στυγνή πραγματικότητα. Μήπως η Ελλάδα της υπαίθρου στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα ήταν κάτι πολύ διαφορετικό ώστε να σοκαριζόμαστε με την κανονικοποιημένη γυναικεία κακοποίηση;
Αν κάτι σοκάρει είναι το γεγονός ότι ο εξευτελιστικός θεσμός της προίκας, στον οποίο εξάλλου ασκεί κριτική ο Παπαδιαμάντης στη Φόνισσα, καταργήθηκε μόλις το 1983 επί Αλλαγής ΠΑΣΟΚ.
Προφανώς και υπήρχαν επιμέρους μητριαρχικές δομές εκείνη την εποχή, ειδικά στις νησιωτικές περιοχές. Αλλά αυτή η ιδιότυπη μητριαρχία συνυπήρχε με την υποβιβασμένη θέση των γυναικών που αποτελούσαν βαρίδια για τις οικογένειές τους, καθώς ήταν υποχρεωμένες να τις προικίσουν. Είναι δύσκολο να αντιληφθούμε με σημερινούς όρους το πώς αγροτικές κοινωνίες όπου οι άντρες μετανάστευαν και μπάρκαραν στα πλοία (και οι δυο γιοι της Χαδούλας έχουν ξενιτευτεί ενώ ο τρίτος βρίσκεται στη φυλακή) δεν μπορούσαν παρά να βασίζονται στην ενεργή συμμετοχή των γυναικών στις τοπικές οικονομίες, χωρίς αυτό να αναιρεί το ότι ταυτόχρονα τις έβλεπαν ως αντικείμενο συναλλαγής.
Επιπλέον, από την ταινία της Νάθενα έχει παραλειφθεί εντελώς η υπόθεση του παραβατικού γιου της, ο οποίος μεθυσμένος ξυλοφόρτωσε τη μητέρα του και μαχαίρωσε την αδερφή του.
Από την άλλη, έχει ενδιαφέρον το πώς ο νεολογισμός woke από εκεί που αρχικά σήμαινε «επαγρύπνηση εναντίον φυλετικών προκαταλήψεων και διακρίσεων» έχει φτάσει να έχει ειρωνική σημασία κι αυτό έχει επεκταθεί και στην Τέχνη που επιχειρεί να προσεγγίσει ανάλογα θέματα. Αν σκεφτούμε πόσο πρόσφατη είναι η συζήτηση περί ισότητας και δικαιωμάτων για όλους, έμφυλων διακρίσεων και πολιτικής ορθότητας, παρατηρούμε με απορία ή και καχυποψία όσους εξανίστανται εναντίων των «δικαιωματιστών» (με ξεκάθαρα υποτιμητική χροιά).
Υπερβολές στο woke κίνημα ομολογουμένως υπάρχουν, αλλά πώς θα μπορούσε αλλιώς όταν η παγιωμένη κατάσταση αιώνων ήταν άλλη και μόλις τις τελευταίες δεκαετίες άρχισε να γίνεται κοινό κτήμα πως, για παράδειγμα, οι μειωτικές εκφράσεις εναντίων ευάλωτων ομάδων θα πρέπει να εκλείψουν; Απέχουμε πολύ ακόμα από το να φτάσουμε στο άλλο άκρο ώστε να τα βάζουμε με έργα τέχνης που επιδιώκουν τάχα να μας επιβάλλουν το αφήγημά τους.
Εξάλλου, στην περίπτωσή μας, ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης είναι που ασκεί δριμεία κοινωνική κριτική –όπως δηλώνει και ο υπότιτλος της Φόνισσας– ενώ δεν είναι λίγες οι πτυχές της θέσης της γυναίκας που έχει παρουσιάσει στα διηγήματά του· τηρουμένων των αναλογιών, λέει περισσότερα κι από όσα καυτηριάζει η ταινία.
Τι οδήγησε τη Φραγκογιαννού στις δολοφονίες μικρών κοριτσιών, αν όχι οι κακουχίες και οι ταπεινώσεις που είχε ζήσει από παιδί; Με τα πιο μελανά χρώματα περιγράφει την επαχθή της μοίρα: «Εις τους λογισμούς της, συγκεφαλαιούσα όλην την ζωήν της, έβλεπεν ότι ποτέ δεν είχε κάμει άλλο τίποτε ειμή να υπηρετή τους άλλους. Όταν ήτο παιδίσκη, υπηρέτει τους γονείς της. Όταν υπανδρεύθη, έγινε σκλάβα του συζύγου της – και όμως, ως εκ του χαρακτήρος της και της αδυναμίας εκείνου, ήτο συγχρόνως και κηδεμών αυτού· όταν απέκτησε τέκνα, έγινε δούλα των τέκνων της· όταν τα τέκνα της απέκτησαν τέκνα, έγινε πάλιν δουλεύτρια των εγγόνων της».
Και πόσοι αλήθεια γνωρίζουν πως ο Παπαδιαμάντης εν έτει 1896 στο έξοχο διήγημα του «Χωρίς στεφάνι» τάσσεται υπέρ του θεσμού του πολιτικού γάμου υπό προϋποθέσεις και βλέπει με συμπάθεια και συμπόνια μία αποσυνάγωγη για την εποχή του γυναίκα, μία «αστεφάνωτη» που συζεί εκτός γάμου; Ο οποίος πολιτικός γάμος κι αυτός –τι ειρωνεία– θα θεσπιστεί μόλις το 1982, έναν χρόνο πριν την κατάργηση του θεσμού της προίκας.
Παρά τις θρησκευτικές του καταβολές και τον συντηρητισμό της κοινωνίας του που δεν επέτρεπε αποκλίσεις από τα έμφυλα στερεότυπα, το μεγαλείο της λογοτεχνίας του και η απαράμιλλη ικανότητα του να ψυχογραφεί σε βάθος τους ήρωές του μπορούσε να τα υπερβαίνει.
Ίσως τελικά ο Παπαδιαμάντης να ήταν περισσότερο… woke και από όσο θέλουμε να πιστεύουμε.
Η «Φόνισσα» συνεχίζει να προβάλλεται στους κινηματογράφους.