ΕΧΕΙ ΔΙΑΠΙΣΤΩΘΕΙ ΤΑ τελευταία χρόνια μια τάση οπισθοδρόμησης στην τηλεοπτική μυθοπλασία που συνίσταται στην άντληση θεμάτων από το παρελθόν, ειδικότερα από τις δεκαετίες 1950-1960, αλλά και στην εστίαση σε παραδοσιακές κοινωνικές δομές της ελληνικής επαρχίας (όπως Κρήτη, Μάνη και Θεσσαλικός Κάμπος).
Το έναυσμα γι’ αυτό το πισωγύρισμα υπήρξε η απρόσμενη επιτυχία των «Άγριων Μελισσών» του ΑΝΤ1 εν μέσω πανδημίας το 2019, σε μια περίοδο όπου η μυθοπλασία βρισκόταν σε γενικότερη καθίζηση στους προγραμματισμούς των ελληνικών καναλιών. Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι σειρές εποχής άρχισαν να ξεφυτρώνουν η μία μετά την άλλη, προσπαθώντας να επαναλάβουν το σουξέ τους, με αποκορύφωμα τη φετινή σεζόν 2023-2024. Πάνω από δέκα σειρές εποχής παρήλασαν στους τηλεοπτικούς δέκτες μας, συχνά με τίτλους που θα έλεγε κανείς πως έρχονται κατευθείαν από τη δεκαετία του ’50, όπως «Το Προξενιό της Ιουλίας» (Alpha) και «Ψυχοκόρες» (ΑΝΤ1+). Μερικές ακόμα: «Σασμός» (Alpha), «Η Μάγισσα» (ΑΝΤ1), «Οι Πανθέοι» (ΣΚΑΙ), «Το Ναυάγιο» (MEGA), «Η Παραλία» (ΕΡΤ1), «Ηλέκτρα» (ΕΡΤ1), «Έρωτας φυγάς» (OPEN).
Αλλά αυτή η τάση μοιάζει να είναι έτοιμη να μεταπηδήσει από τη μικρή στη μεγάλη οθόνη. Η κινηματογραφική «Φόνισσα», μεταφορά της ομώνυμης νουβέλας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη σε σκηνοθεσία Εύας Νάθενα, έσπασε τα ταμεία τον προηγούμενο μήνα, ενώ μέσα στις γιορτές ακολούθησε ο «Καπετάν Μιχάλης» του Νίκου Καζαντζάκη, σε σκηνοθεσία Κώστα Χαραλάμπους, και ετοιμάζεται κι ο «Καποδίστριας», μία ακόμα ιστορική βιογραφία του Γιάννη Σμαραγδή.
Ο διχασμός μεταξύ αρχαίας Ελλάδας και Βυζαντίου και η «σχιζοφρενική» στάση μας απέναντι στον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό οδήγησαν σε έναν «στείρο σχολαστικισμό» από τη μια και στη μη «γονιµοποίηση της λαϊκής παράδοσης και τη µεταφορά της στον χώρο της έντεχνης παιδείας, µε εµφατική εξαίρεση την ποίηση» από την άλλη.
Προφανώς, οι σεναριογράφοι πάντα αναζητούσαν έμπνευση στη λογοτεχνία ή τοποθετούσαν την πλοκή τους στην ελληνική επαρχία. Δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Ωστόσο, αυτή η νεόκοπη εμμονή με ιστορίες από το παρελθόν γίνεται σε τέτοιο βαθμό που καταλήγει σε έναν παροξυσμό νοσταλγίας. Ήμασταν πάντα τόσο παρελθοντολάγνοι ή απλώς η μυθοπλασία βρήκε ένα ακόμα πρόσφορο και πιασάρικο πεδίο προς άγραν θεμάτων; Μήπως υποβόσκει εδώ η επιθυμία για κάποια χαμένη αυθεντικότητα;
Περιπτώσεις αιφνίδιας επιστροφής στην παράδοση μπορούμε να διακρίνουμε και σε άλλους χώρους. Αν και υπήρχαν και παλιότερα παραδείγματα συγγραφέων που έγραφαν σε τοπικό ιδίωμα, όπως ο Σωτήρης Δημητρίου, η απρόσμενη επιτυχία του «Γκιακ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου (Αντίποδες 2014 και Πατάκης 2020), τα διηγήματα του οποίου ήταν γραμμένα σε αρβανίτικη ντοπιολαλιά, ήταν η απαρχή για να ενσκήψει στη νεοελληνική λογοτεχνία την τελευταία δεκαετία μια νέου τύπου ηθογραφία, με αρκετά βιβλία, και μάλιστα και νέων ηλικιακά συγγραφέων, να γράφονται σε τοπικές διαλέκτους.
Στον χώρο του τραγουδιού πάλι, αν και ανέκαθεν υπήρχαν δημιουργοί που πατούσαν πάνω στο δημοτικό και παραδοσιακό τραγούδι, καλλιτέχνες από διαφορετικά είδη, όπως ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο Γιάννης Χαρούλης και η Μαρίνα Σάττι, που είτε πατούν πάνω στα χνάρια της παράδοσης είτε την παντρεύουν με σύγχρονους ήχους, γνωρίζουν πιένες στη γενιά των 20άρηδων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η περίπτωση του «Αφούση», διασκευής ενός παραδοσιακού σκοπού από την Κάσο, που τον έκανε γνωστό ο τραγουδοποιός Καίσαρας Κίκης και έγινε μεγάλη επιτυχία το περασμένο καλοκαίρι στα νησιώτικα πανηγύρια και σε συναυλίες και άλλων καλλιτεχνών.
Αφούσης - Καίσαρας Κίκης
Παρ’ όλα αυτά, και ανεξάρτητα από τις επί μέρους προθέσεις και το ταλέντο των δημιουργών, αυτή η αναδρομή στην παράδοση που μας προέκυψε αίφνης και που μπορεί να εντοπιστεί σε ποικίλες πολιτισμικές εκφάνσεις, δεν είναι παρά επιδερμική και δεν καταφέρνει να εξελιχτεί σε γόνιμη συνομιλία. Τι κι αν μοιάζει να αποκτήσαμε ξαφνικά αγάπη για τα τσαρούχια και τις φουστανέλες, τις βεντέτες και τους σασμούς και όλο το φολκλόρ της ελληνικής επαρχίας, στην πραγματικότητα παραμένουμε πάντα δειλοί μπροστά στην πιθανότητα μιας μετωπικής σύγκρουσης με το παρελθόν ή μιας εμβάθυνσης σε αυτό.
Καταναλώνουμε μανιωδώς στις οθόνες μας εικόνες με τσεμπεροφορούσες και μυστακοφόρους σε καφενεία, βρίσκουμε γοητευτικές τις ντοπιολαλιές, χορεύουμε μπάλους στα πανηγύρια στις Κυκλάδες, που κι αυτά γνωρίζουν νέες δόξες, και «γκρεμίζουμε» γήπεδα στο άκουσμα του «Πεχλιβάνη», αλλά την παράδοση δεν τολμάμε να την αγγίξουμε πραγματικά, είτε για να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας μαζί της είτε για να την ερμηνεύσουμε με σύγχρονα φίλτρα.
Το πρόσφατο κινηματογραφικό παράδειγμα της «Φόνισσας», που ξέφευγε από τετριμμένες και στείρες αναπαραστάσεις, αναζωογονώντας το ενδιαφέρον για το folk horror, και ανοίγοντας μια μεγάλη συζήτηση στη δημόσια σφαίρα για τη θέση της γυναίκας εκείνης της εποχής, ήταν χαρακτηριστικό για το πώς μπορούμε να δούμε με νέα οπτική κλασικά έργα και αυτό να είναι κάτι που να απευθύνεται και σε ένα ευρύ κοινό.
Αν κοιτάξουμε την ακόμα πιο μεγάλη εικόνα, όλα αυτά δεν είναι παρά εκδηλώσεις μιας βαθιάς αντίφασης που ταλανίζει τη νεοελληνική κοινωνία και αφορά τη διαχρονική σχέση μας με την Ιστορία και τον πολιτισμό.
Πρόκειται γι’ αυτή την «αντιφατική ταυτότητα» του νεοέλληνα που είχε επισημάνει ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Ο διχασμός μεταξύ αρχαίας Ελλάδας και Βυζαντίου και η «σχιζοφρενική» στάση μας απέναντι στον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό οδήγησαν σε έναν «στείρο σχολαστικισμό» από τη μια και στη μη «γονιµοποίηση της λαϊκής παράδοσης και τη µεταφορά της στον χώρο της έντεχνης παιδείας, µε εµφατική εξαίρεση την ποίηση» από την άλλη. «Περηφανευόµαστε ότι είµαστε απόγονοι των αρχαίων, αλλά για να µάθουµε τι έλεγαν και τι ήταν οι αρχαίοι πρέπει να προσφύγουµε σε ξένες εκδόσεις και σε ξένες µελέτες» (διάλεξη του Κορνήλιου Καστοριάδη στον Τριπόταµο Τήνου, 20 Aυγούστου 1994).
Επίσης, ας μην ξεχνάμε πόσο απότομη ήταν η μετάβαση από τις αγροτικές δομές της κοινωνίας μέχρι τον εκσυγχρονισμό, την αστικοποίηση και την αστυφιλία, από το ’60 και μετά, που σάρωσε την ελληνική επαρχία. Από τα προικώα, τα προξενιά και τις ψυχοκόρες μέχρι τα smartphones, η απόσταση είναι πολύ πιο μικρή από όσο θέλουμε να πιστεύουμε. Σαν κάτι να χάθηκε στον δρόμο κι από τότε να το αναζητούμε, χωρίς όμως να διαθέτουμε και την πνευματική ωριμότητα για να το διακρίνουμε και να το φιλτράρουμε. Ίσως αυτό, επίσης, να εξηγεί πολλά γι’ αυτήν την ανερμάτιστη και σπασμωδική σχέση μας με το παρελθόν, που καταλήγει ενίοτε σε περιστασιακές και επιφανειακές εκδηλώσεις λατρείας.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος έχει περιγράψει με τον μοναδικό ευθύβολο τρόπο του στους στίχους του ακριβώς αυτήν την αντίφαση και την εναγώνια αναζήτηση ταυτότητας που μας διακατέχει:
«Ώσπου η δόλια η φωνή να βρει τη ρίζα εκείνη/που χάσαμε κι εγώ κι εσύ σαν Φραγκολεβαντίνοι/Φιλότεχνοι κι αλλήθωροι προς κάποια Δύση πάντα/που παραμόρφωσε γενιές, παλιά κι απ’ το τριάντα,/την ώρα που το μέσα μας κοβόταν σαν διαμάντι/στου Καζαντζίδη το λυγμό και στου Παπαδιαμάντη».
Αυτήν τη «χαμένη ρίζα» ίσως αναζητούμε διαρκώς και ψάχνουμε τρόπο να επανασυνδεθούμε μαζί της.