Στην πρόσφατη λίστα που δημοσίευσε το Indiewire με τους σκηνοθέτες με αύξοντα αριθμό την ηλικία τους, όσοι δεν γνώριζαν τη Λι Γκραντ απόρησαν με την παρουσία της στην κορυφή. Ο Ρόμαν Πολάνσκι και ο Γούντι Άλεν γυρίζουν ακόμη ταινίες στα 90 τους, ο Κλιντ πάτησε τα 93 και δεν προτίθεται να αποσυρθεί ακόμη, ο Μελ Μπρουκς στα 97 του επέστρεψε με την αμήχανη συνέχεια της «Τρελής Ιστορίας του Κόσμου», ο Φρέντερικ Γουάιζμαν μαζεύει βραβεία με το φετινό «Menus-Plaisirs», ενώ οι περισσότεροι έχουν σταματήσει προ πολλού. Μετά τον θάνατο του υπεραιωνόβιου πρύτανη των τηλεοπτικών sitcoms Νόρμαν Λιρ, στην κορυφή των μεγαλύτερων εν ζωή σκηνοθετών βρίσκεται η Λι Γκραντ, ηθοποιός με Όσκαρ, που σχεδόν κανείς δεν θυμάται να έχει οποιαδήποτε σταδιοδρομία πίσω από την κάμερα, έστω κι αν ένα ντοκιμαντέρ της είχε κερδίσει Όσκαρ − τότε το βραβείο της Ακαδημίας κατοχυρωνόταν στον παραγωγό. Κι όμως, η επί χρόνια εξοστρακισμένη από το προσκήνιο λόγω μιας εκδικητικής παρανόησης Γκραντ υπέγραψε μια σειρά από ντοκιμαντέρ αιχμής στη δεκαετία του ‘80, ενώ ταυτόχρονα έφερε το ανοιχτό τραύμα μιας καριέρας που της στέρησαν ο Μακάρθι και οι διώκτες του, μόνο και μόνο επειδή αρνήθηκε να καταδώσει τον σύζυγό της.
Οι γονείς της Γκραντ την ενθάρρυναν από μικρή να χορεύει, να τραγουδά και να παίζει, πιστεύοντας πως το παιδί τους είναι ικανό να ψυχαγωγεί και αρκετά ταλαντούχο για να τα καταφέρει. Μετά τον πόλεμο γράφτηκε στο Actors Studio, έγινε μέλος μιας επίλεκτης ομάδας ηθοποιών που συγκεντρωσε ο Σίντνεϊ Λιουμέτ, και ο Χένρι Φόντα την ξεχώρισε παρακολουθώντας την σε κάποια έργα της σχολής και την πρότεινε στους παραγωγούς του «Detective Story», που θα ανέβαινε στο Broadway. Αμέσως της πρότειναν τον ρόλο της ενζενί, αλλά εκείνη δεν σταμάτησε να γελά με το που ξεκίνησε να προβάρει τα λόγια − της φαίνονταν τόσο κολλώδη και γελοία, που δεν μπορούσε να τα αρθρώσει. Παρακάλεσε τον σκηνοθέτη να της δώσει τον πολύ μικρό ρόλο της 40άρας κλέφτρας και απλικάρισε στον διάλογο μια εκκεντρική προφορά που είχε ξεσηκώσει από σκετς και μαθήματα. Της τον έδωσαν και έκανε αίσθηση.
Ομολογώντας πως ξεκίνησε να κάνει πλαστικές εγχειρήσεις στο πρόσωπό της στα 30 της −και είναι εμφανές πως δεν αρκέστηκε σε μία−, λέει όποτε της δοθεί η ευκαιρία και ευθαρσώς πως της έκλεψαν τη νεότητα και δεν το ξεπέρασε ποτέ.
Μετά από 8 μήνες εγκατέλειψε την παράσταση γιατί ήθελε να προχωρήσει σε κάτι διαφορετικό, αλλά το «Detective Story» έμελλε να γίνει η σημαία της μετεωρικής πρώτης φάσης της καριέρας της, καθώς ο Γουίλιαμ Γουάιλερ ήταν αρκετά διορατικός ώστε να μην την προσπεράσει στην κινηματογραφική μεταφορά του 1951, με πρωταγωνιστές τον Κερκ Ντάγκλας και την Έλινορ Πάουελ. Η Γκραντ κέρδισε το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Καννών και προτάθηκε για Όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου στο ντεμπούτο της στο σινεμά. Ωστόσο, η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών είχε πιάσει δουλειά για τα καλά, η Γκραντ είχε μπει στο στόχαστρο γιατί το όνομά της βρέθηκε στο βιβλιαράκι «Red Channels» (είχαν μπερδέψει τον επαγγελματικό της ατζέντη με έναν υποτιθέμενο ρόλο της ως «κόκκινης» κατασκόπου, λόγω της λέξης agent…) και ακόμη χειρότερα, ο σύζυγός της, Άρνολντ Μάνοφ, είχε κληθεί, ως κομμουνιστής, να αποκηρύξει τους όποιους δεσμούς του με τη Μόσχα. Όταν ήρθε η σειρά της Γκραντ, έκανε το αυτονόητο, και αρνήθηκε να καταδώσει τον άνδρα με τον οποίο μοιραζόταν μια ζωή και μια κόρη. Τιμωρήθηκε παραδειγματικά, με αποκλεισμό από ταινίες και σειρές, βρίσκοντας περιστασιακά δουλειά στο θέατρο και κάποιους μικρούς ρόλους για την επιβίωση που της έδιναν θαρραλέοι ανεξάρτητοι δημιουργοί, όπως ο Ντέλμπερτ Μαν και ο Πάντι Τσαγιέφσκι. Ο Κερκ Ντάγκλας, ένας από τους πρώτους που έσπασαν το επαίσχυντο εμπάργκο, δίνοντας δουλειά στον Ντάλτον Τράμπο στον «Σπάρτακο», είχε πει πως η Γκραντ ήταν πιτσιρίκα τότε, ένα τρομερό ταλέντο που έκανε μπαμ από μακριά, και το Χόλιγουντ την κατέστρεψε χωρίς αιτία.
Το κορίτσι που απέφευγε την εμπροσθοφυλακή στην υποκριτική προτιμώντας, όπως η shoplifter του «Detective Story» που την έφερε στο προσκήνιο, να κλέβει την παράσταση για να τραβήξει με το σπαθί της την προσοχή, άλλαξε διάθεση μετά την άδικη εξορία που υπέστη, και απέκτησε κίνητρο από το σκληρό μάθημα που της δίδαξε το δειλό Χόλιγουντ της δεκαετίας του ‘50. Με το που χτύπησε το τηλέφωνό της για να σημάνει το τέλος του εμπάργκο, άδραξε κάθε ευκαιρία και δεν είπε σχεδόν κανένα «όχι» έκτοτε. Αμέσως μετά από ένα επεισόδιο στον «Φυγά», η επιστροφή της με το αιώνιας διάρκειας «Peyton Place», δίπλα στον Ράιαν Ο’ Νιλ και τη Μία Φάροου στα τηλεοπτικά ξεκινήματά τους, της χάρισε Emmy και ακολούθησαν εμφανίσεις στην «Ιστορία ενός Εγκλήματος», το «Valley of the Dolls», το «Buona Sera, Mrs. Cambell» και το «Marooned» − όχι κάτι αξιομνημόνευτο, αλλά μια υπενθύμιση πως η δουλειά δεν θα σταματήσει να έρχεται. Και πάλι σε ρόλο μεγαλύτερης από την ηλικία της, στο πολύ ευχάριστο «Landlord» του Χαλ Άσμπι, ψεκάστηκε με μπογιά μαυρίσματος και έστριψε τα φώτα πάνω από το κεφάλι της για να πείθει ως γηραιά Τζόις Έντερς, αποσπώντας τη δεύτερη υποφιότητά της για Όσκαρ.
Στο «Shampoo», και πάλι σε σκηνοθεσία Άσμπι, έπαιξε απολαυστικά τη νυμφομανή πελάτισσα του κομμωτή Γουόρεν Μπίτι, επιβήτορα του Μπέβερλι Χιλς και εκφραστή της πολιτικής παθητικότητας μιας μετα-Νίξον, πνευματικά κατάκοπης και παραδομένης στο ό,τι να ‘ναι σεξ Αμερικής. Για μια συγκεκριμένη σκηνή, διαφώνησε με τον Μπίτι, λέγοντάς του πως ο χαρακτήρας της δεν γίνεται να λέει τις ατάκες που εκείνος θέλει να πει, αφού είναι καψωμένη και θέλει να ανέβει τάχιστα στην κρεβατοκάμαρα για να βγάλει το εσώρουχο, κρατώντας το μαντίλι και τη γούνα της. Απείλησε ότι θα αποχωρήσει και όντως έφυγε, ώσπου ο Μπίτι τη σταμάτησε λέγοντάς της «τι να ξέρω κι εγώ, μόνο 12 ταινίες έχω γυρίσει» (όπως θυμάται η Γκραντ, γιατί άλλες πηγές αναφέρουν πως της απάντησε «πού να ξέρω από αυτά, άνδρας είμαι»).
Η Γκραντ ευτυχώς έμεινε και πήρε Όσκαρ στην τρίτη της υποψηφιότητα. Την ώρα που άκουσε το όνομά της και ανέβαινε στο πόντιουμ για να παραλάβει το βραβείο, κάτι μέσα της τής έλεγε πως όλα είχαν τελειώσει. Στα 50 της, δεν θα ξαναέβρισκε δουλειά ως ηθοποιός στην ίδια πόλη που εκείνη τη στιγμή την τιμούσε για την ερμηνεία της. Ίσως έπαιξε ρόλο η ταυτόχρονη ακύρωση του «Fay», της μοναδικής τηλεοπτικής σειράς στην οποία είχε πρωταγωνιστήσει, μετά από μία μόλις σεζόν. Ίσως θεώρησε πως με τον πιο τιμητικό και απλόχερο τρόπο οι άνθρωποι του σινεμά αποδέχονταν το λάθος τους και διόρθωναν μια τεράστια αδικία.
Ωστόσο, αντικρίζοντας το κοινό, δεν έβλεπε κανέναν από τους παλιούς εχθρούς της, ή έστω κάποιον από εκείνους που είχαν αποφασίσει να της κλείσουν με δύναμη την πόρτα στο πρόσωπο. Και παρά την τέταρτη υποψηφιότητά της την αμέσως επόμενη χρονιά, για το «Ταξίδι των Καταραμένων», στον σπαρακτικό ρόλο μιας γυναίκας που επιβιβάζεται στο πλοίο που θα τη γυρνούσε πίσω στον σίγουρο θάνατό της, γνώριζε πως έπρεπε να προχωρήσει σε διαφορετική πίστα, αν ήθελε να διοχετεύσει κάπου την ακόμη ακμάζουσα δημιουργικότητα που είχε αναβάλει παρά τη θέλησή της.
Έχοντας ήδη σκηνοθετήσει τηλεοπτικές ταινίες και κάποιες μικρού μήκους, υπέγραψε την πρώτη της μυθοπλασία μεγάλου μήκους για αίθουσες, «Tell me a Riddle», με τη Λίλα Κεντρόβα και τον Μέλβιν Ντάγκλας, με συγκρατημένα καλές κριτικές, το 1980, για να προσχωρήσει τρία χρόνια αργότερα σε μια συντονισμένη προσπάθεια του HBO να περάσει στον χώρο των κινηματογραφικών ντοκιμαντέρ. Μετά από το «When Women Kill» για φυλακισμένες γυναίκες και το «What Sex am I» με πρωταγωνιστές μια ομάδα τρανς ατόμων, στηλίτευσε τη χρεοκοπημένη οικονομία στη θητεία του Ρίγκαν στο «Down and Out in America», μια σχεδόν ρεβανσιστική ματιά στην Αμερική που αποφασίζει πως κάποιοι πολίτες περνούν σε δεύτερη μοίρα. Κέρδισε Όσκαρ, το πρώτο ever για την καλωδιακή τηλεόραση, πολύ πριν οι πλατφόρμες κατακλύσουν την Ακαδημία με υποψηφιότητες και οι γυναίκες «πάρουν το οκ» να λένε τη γνώμη τους σε θέματα αιχμής. Υπογράφοντας συνολικά 12 ταινίες κοινωνικής τεκμηρίωσης (με ύφος πιο απλό σχετικά με τη συναφούς προβληματικής εργογραφία της πιο αναγνωρισμένης Μπάρμπαρα Κοπλ), η Γκραντ συνέχισε να σκηνοθετεί μέχρι το 2001, και μέχρι σήμερα περιοδεύει τον κόσμο στηρίζοντας τη δουλειά της και παραλαμβάνοντας τιμητικές διακρίσεις. Είναι μια χαρά, και επιτέλους συμφιλιωμένη με την ηλικία της.
What Sex Am I? Official Trailer
Όσο κι αν ακούγεται παράξενο για μια σοβαρή ηθοποιό που δεν βασίστηκε ποτέ σε χαριεντισμούς, δεν προωθήθηκε για την ομορφιά της, αν και υπήρξε αυτό που κάποτε έλεγαν «νόστιμη», και δεν πλασαρίστηκε από το σύστημα ή από προσωπικούς προωθητικούς μηχανισμούς ως σταρ της εποχής, τα 12 χρόνια του επαγγελματικού αποκλεισμού τής στοίχισαν πολύ, σε βαθμό που μπέρδεψε τις μηχανές αναζήτησης με την αληθινή ημερομηνία γέννησής της, από το 1925 ως το 1930, επί δεκαετίες έλεγε ψέματα όποτε συνδύαζε την ηλικία με το έτος παραγωγής κάποιας ταινίας της, και απέφευγε ως και πέρυσι να δηλώσει σε συνεντεύξεις ακριβώς πόσων ετών είναι.
Ομολογώντας πως ξεκίνησε να κάνει πλαστικές εγχειρήσεις στο πρόσωπό της στα 30 της −και είναι εμφανές πως δεν αρκέστηκε σε μία−, λέει όποτε της δοθεί η ευκαιρία και ευθαρσώς πως της έκλεψαν τη νεότητα και δεν το ξεπέρασε ποτέ. Ο φόβος της πως δεν θα ξαναβρεί δουλειά, ειδικά όταν χώρισε και βρέθηκε με ένα παιδί, άνεργη και κλεισμένη σπίτι της, να περιμένει μια προσφορά για έναν ρολάκο που θα τη συντηρούσε, παρέμεινε στην ψυχή της ένα μελανό συναίσθημα, επώδυνο και αξεπέραστο, που επανήλθε στα 50 της, στην πλέον λαμπερή της στιγμή, όταν το Χόλιγουντ της έδωσε το Όσκαρ για το «Shampoo». Από τότε που νόμιζε πως όλα είχαν τελειώσει για δεύτερη φορά έχει περάσει περίπου μισός αιώνας, και με την πρωτιά της στην πρόσφατη λίστα των «επιζώντων», η Γκραντ παίρνει άλλη μια προσωπική εκδίκηση, υπενθυμίζοντας έμμεσα σε όσους το αγνοούσαν πως, εκτός από «ακυρωμένη» ηθοποιός, είναι μια αξιόλογη σκηνοθέτιδα.