Μεγαλώνοντας σε μια καλλιτεχνική οικογένεια και με πατέρα τον Φράνσις Φορντ Κόπολα, το στοίχημα να ασχοληθεί με το σινεμά όταν ενηλικιωθεί η μικρή Σοφία δεν πρέπει να έδινε υψηλές αποδόσεις στα στοιχηματικά πρακτορεία.
Είχε κάνει ήδη το ντεμπούτο της στη μεγάλη οθόνη ως βρέφος στον Νονό (1972), υποδυόμενη τον νεογέννητο γιο της Κόνι Κορλεόνε. Ακολούθησαν cameos και σε άλλες ταινίες του μπαμπά, καθώς και στο μικρού μήκους Frankenweenie (1984) του Τιμ Μπάρτον. Η πρώτη της δημιουργική απόπειρα έρχεται με το σενάριο του My Life with Zoe –κατά γενική ομολογία ο αδύναμος κρίκος στο σπονδυλωτό New York Stories (1988)– το οποίο συνυπέγραψε και σκηνοθέτησε ο Φράνσις Φορντ Κόπολα.
Στη συνέχεια, όταν η αρχική πρωταγωνίστρια Γουινόνα Ράιντερ αποχώρησε από το καστ του Νονού 3 (1990) την τελευταία στιγμή, η Σοφία την αντικατέστησε. Ήταν ένας απαιτητικός ρόλος για εκείνη, η Σοφία δεν είχε τον μαγνητισμό και το ερμηνευτικό εκτόπισμα για να αντεπεξέλθει κι έτσι οι κριτικές την κατακεραύνωσαν. Τα βιτριολικά σχόλια στον τύπο περί χολιγουντιανού νεποτισμού έδιναν και έπαιρναν, με αποτέλεσμα η ερμηνευτική της καριέρα να λάβει πρόωρο τέλος.
Οι θετικές κριτικές, το Όσκαρ Πρωτότυπου Σεναρίου για το Χαμένοι στη Μετάφραση κι ένας Χρυσός Λέοντας για το Somewhere στο φεστιβάλ Βενετίας, είχαν ως αποτέλεσμα την καθιέρωση της ως μία από τις δυνατότερες σύγχρονες γυναικείες φωνές πίσω από τον φακό.
Oι καλλιτεχνικές ανησυχίες, πάντως, τέλος δεν έλαβαν. Περνώντας από διαφορετικές φάσεις, το 1998 η Κόπολα θα σκηνοθετήσει το πρώτο ολόδικό της φιλμ μικρού μήκους, το Lick the Star, και θα ανακαλύψει την κλίση της πίσω από τον κινηματογραφικό φακό.
Τη συνέχεια την ξέρουμε όλοι. Οι θετικές κριτικές, το Όσκαρ Πρωτότυπου Σεναρίου για το Χαμένοι στη Μετάφραση κι ένας Χρυσός Λέοντας για το Somewhere στο φεστιβάλ Βενετίας είχαν ως αποτέλεσμα την καθιέρωση της ως μία από τις δυνατότερες σύγχρονες γυναικείες φωνές πίσω από τον φακό.
Οι ταινίες της έχουν ένα απαλό σκηνοθετικό άγγιγμα, αφαιρετικότητα και επιχειρούν περισσότερο να μεταδώσουν μια αίσθηση, παρά να αφηγηθούν μια ιστορία. Αυτό φέρνει το έργο της πιο κοντά σε ένα σινεμά ευρωπαϊκής ευαισθησίας, σε αντίθεση με τον πατέρα της π.χ. που, ακόμα και στις πιο arthouse στιγμές του, σκέφτεται πάντα και ως αφηγητής και σεναριογράφος.
Με αφορμή την κυκλοφορία του On the Rocks (2020), της νέας της ταινίας που ξεκίνησε να προβάλλεται από την περασμένη Παρασκευή μέσω της πλατφόρμας του AppleTV+, επιστρέφουμε στη φιλμογραφία της και γράφουμε για κάθε ταινία ξεχωριστά.
Αυτόχειρες Παρθένοι
(The Virgin Suicides, 1999)
Η ταινία της Κόπολα συνεισφέρει το λιθαράκι της σε μια πολύ δυνατή χρονιά για το αμερικανικό σινεμά. Το μυθιστόρημα του Τζέφρι Ευγενίδη δίνει στο όραμά της σκελετό, ενώ η παραγωγή, το score των Γάλλων Air και η ζηλευτή tracklist συνδράμουν στο χτίσιμο μιας πειστικής τοιχογραφίας εποχής, στον πυρήνα της οποίας βρίσκεται μια κριτική δριμεία σε επίπεδο περιεχομένου και (ευτυχώς) όχι φόρμας. Οι Αυτόχειρες Παρθένοι βάλλουν κατά του αμερικανικού μοντέλου, το οποίο, αφού καταπνίξει τη νεότητα και την πρωτοβουλία, (ότ)αν συμβεί η τραγωδία είναι προγραμματισμένο να στρέφει το βλέμμα αλλού, αποδίδοντας την ευθύνη στην «κακιά στιγμή» και στην ανθρώπινη αδυναμία.
Θα βρεις, επίσης, θεματική συνάφεια και με την επόμενη δουλειά της. Κανείς δεν μπορεί να «μεταφράσει» τις αδερφές Λίσμπον, εύλογα όχι η θρησκόληπτη μητέρα τους, όχι ο πατέρας τους, που ξέρει τόσα πράγματα για τα μυστήρια του σύμπαντος και τίποτα για τους ανθρώπους, ούτε και τα αγόρια που τις λαχταρούν, μα τις προσεγγίζουν σαν ένα ελκυστικό αξιοπερίεργο.
Χαμένοι στη Μετάφραση
(Lost in Translation, 2003)
H μεγάλη στιγμή της Κόπολα έρχεται με τη δεύτερη ταινία της, η οποία όχι μόνο δεν χάθηκε στη μετάφραση, αλλά κλείδωσε μια θέση στην εκτίμηση και την καρδιά χιλιάδων σινεφίλ. Η πανανθρώπινη ανάγκη για επικοινωνία, η απουσία της και η αίσθηση της λαχτάρας μεταφράζονται κινηματογραφικά σε ένα ιδιότυπο φιλμ χειρονομιών, βλεμμάτων, χαρμολύπης, κομψότητας και εύστοχου κάστινγκ – κανέναν άλλον δεν μπορείς να φανταστείς στη θέση των Μπιλ Μάρεϊ και Σκάρλετ Γιόχανσον.
Κι αν στο φινάλε η Κόπολα αφήνει τον ψίθυρο του Μάρεϊ στη Γιόχανσον αμετάφραστο, δεν πρόκειται για gimmick, ώστε να έχουμε κάτι να κουβεντιάζουμε μετά την προβολή, συμβαίνει επειδή μερικά πράγματα μόνο συγκεκριμένοι άνθρωποι μπορούν να ξεκλειδώσουν και μόνο σε εκείνους αρμόζει να εξομολογηθούν, μακριά από αδιάκριτα αυτιά τρίτων.
Μαρία Αντουανέτα
(Marie Antoinette, 2006)
Η αναχρονιστική, meta εκδοχή της ιστορίας της Μαρίας Αντουανέτας με τα ζωηρά χρώματα, τα φανταχτερά κουστούμια και το σύγχρονο, ποπ σάουντρακ αντιμετωπίστηκε εχθρικά από μερίδα της κριτικής για «απουσία ταξικής συνείδησης», όχι όμως από τους Γάλλους κριτικούς που ήταν και πιο άμεσα ενδιαφερόμενοι. Θεωρήθηκε αστοχία, δεν πήγε καλά και στα αμερικανικά ταμεία, με αποτέλεσμα σε πολλές χώρες του κόσμου, όπως η δική μας, να κυκλοφορήσει απευθείας σε DVD.
Κι όμως πρόκειται για ένα έκτακτο χρονικό απώλειας της αθωότητας και βίαιης ενηλικίωσης, καθώς και για μια ταινία που συνοψίζει κινηματογραφικά τις δυσκολίες τού να είσαι γυναίκα σε ένα περιβάλλον αφιλόξενο, που έχει προεξοφλήσει τον ρόλο σου εντός του. Στο τραγικό φινάλε η Κόπολα κάνει ευθεία δημιουργική αναφορά στον πατέρα της, δανειζόμενη το παράλληλο μοντάζ του ξεκαθαρίσματος λογαριασμών των «Νονών» του.
Όταν μετά από χρόνια έρθει η ώρα της επανεκτίμησης της φιλμογραφίας της, κάτι μου λέει πως το Marie Antoinette θα είναι το φιλμ στο οποίο θα εστιάσει πρώτα η Κριτική.
Somewhere
(2010)
Ήρωας της ταινίας είναι ένας πρώην διάσημος σταρ του σινεμά που περνά τις μέρες του στο θρυλικό κατάλυμα Chateau Marmont και δέχεται την επίσκεψη της εντεκάχρονης κόρης του. Μέσα από σκηνές επαναλαμβανόμενης δράσης, μεγάλες παύσεις αλλά και την ιδιοφυή σύλληψη οι διάλογοι ανάμεσα σε πατέρα και κόρη να ακούγονται σαν διάλογοι συνομηλίκων, η Κόπολα έρχεται για ακόμα μια φορά να κάνει ταινία γύρω από μια συγκεκριμένη αίσθηση –εδώ εκείνη του τέλματος, της στασιμότητας και της διαρκούς επανάληψης– αλλά και ακόμα μια ταινία ενηλικίωσης, αυτήν τη φορά όχι πρόωρης, μα καθυστερημένης.
Ωραία ταινία δημιουργικής κρίσης, επίσης, όχι τυχαία ερχόμενη μετά την αποτυχία του προηγούμενου project της.
Οι Ύποπτοι Φορούσαν Γόβες
(Τhe Bling Ring, 2013)
Έμπνευση για την ταινία αποτέλεσε μια αληθινή είδηση για συμμορία εφήβων που πραγματοποιούσε διαρρήξεις σε σπίτια διασήμων, όταν έλειπαν, και άδειαζε την γκαρνταρόμπα τους.
Εδώ έχουμε τη μοναδική περίπτωση, όπου οι κατηγορίες των επικριτών της σκηνοθέτιδας για σαρωτικό θρίαμβο του στυλ έναντι της ουσίας βρίσκουν το έρεισμά τους. Αν και διατηρείς την επιφύλαξη να επιχειρεί να αρθρώσει το επιχείρημά της περισσότερο με τη λογική ενός video artist, παρά ενός κινηματογραφικού σκηνοθέτη, η Κόπολα κάνει μια ταινία εξίσου επιφανειακή με τις ηρωίδες της. Τίποτα δεν έχει να καταθέσει πάνω στην κουλτούρα της εικόνας, της (αυτο)προβολής και της διασημότητας, πρόκειται για μια απλή καταγραφή του αντικειμένου της, τόσο στυλιζαρισμένη που μπορεί να διαβαστεί ακόμα και ως απολογία του.
Η Αποπλάνηση
(The Beguiled, 2017)
Η ομώνυμη δημιουργία του Ντον Σίγκελ, της οποίας το φιλμ αποτελεί remake, είναι ένα αποπνικτικό και εντελώς μαυρόψυχο southern gothic, που πηγαίνει σε μέρη που δεν φαντάζεσαι. Η καλαίσθητη εκδοχή της Κόπολα είναι ηπιότερη, λιγότερο τολμηρή, λιγότερο αφοριστική απέναντι στον άνθρωπο και αρκετά διαφορετική. Με την ιστορία ειπωμένη από την υποκειμενική ματιά των γυναικών –στο original ο Σίγκελ κρατά τον ρόλου του παρατηρητή-αφηγητή Θεού– η ταινία κατορθώνει να μεταδώσει επιτυχώς την αίσθηση μιας διαρκούς αναμονής, της προσμονής τους να συμβεί κάτι, καθώς και του φόβου τους για όλα εκείνα που θα (μπορούσαν να) γίνουν για εκείνες, χωρίς εκείνες. Δεν βλέπουμε συχνά τον αμερικανικό εμφύλιο από τη σκοπιά των γυναικών που έμειναν πίσω – γι' αυτό τον λόγο και μόνο, τούτο το remake έχει λόγο ύπαρξης.
On the Rocks
(2020)
Η κινηματογραφική επανένωση της Κόπολα με τον Μπιλ Μάρεϊ σηματοδοτεί μια απόπειρά της στο ελαφρύ θέαμα. Οι οπαδοί της θεωρίας του auteur θα βρουν μια σχέση πατέρα-κόρης για να τοποθετήσουν το έργο μέσα στη φιλμογραφία της, αλλά πιθανότατα θα απογοητευτούν από την ταπεινή στοχοθεσία του. Ένα-δυο σκηνικά που προσιδιάζουν σε κωμωδία καταστάσεων έχουν την πλάκα τους, βασική αιχμή του δόρατος και πηγή γοητείας είναι ο Μπιλ Μάρεϊ, εδώ σε ρόλο πατέρα-γυναικοκατακτητή, λάτρη της καλής ζωής και παρωχημένων πεποιθήσεων για τις σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα.
Χάρη στο αλάνθαστο κωμικό του timing, τη χημεία του με την Ρασίντα Τζόουνς, το νεοϋορκέζικο ντεκόρ και τα τραγούδια του Τσετ Μπέικερ, το φιλμ ενδείκνυται για φθινοπωρινή προβολή με συντροφιά ένα ουίσκι «on the rocks». Έτσι ίσως παραβλέψεις και τη συμβολική χοντροκοπιά της τελικής σκηνής που φλερτάρει αγρίως με την pop pscychology.