Μια ξύλινη κερκίδα στο βάθος της σκηνής υποδέχεται τους φιλάθλους. Πέντε είναι όλοι κι όλοι, αλλά, καθώς φαίνεται, άκρως αποφασισμένοι να μεταδώσουν τον ενθουσιασμό τους. Τι είναι αυτό για το οποίο εκδηλώνονται με τόση θέρμη; Τι ερεθίζει τόσο την ανυπομονησία τους;
Δυσκολευόμαστε ν’ αποφανθούμε με βεβαιότητα. Από αριστερά προς τα δεξιά βλέπουμε τοποθετημένα, σε ασύμμετρη παράταξη, μια ξύλινη δοκό, έναν ηλεκτρικό διάδρομο γυμναστικής με ενσωματωμένο μικρόφωνο, ένα σετ ντραμς, ένα βιολοντσέλο, ένα δεύτερο σετ ντραμς, ένα ξύλινο πολύζυγο με συνθεσάιζερ στην κορυφή, έναν πάγκο ανάπαυσης, μερικές προθήκες. Η σχολιάστρια με τα τρία πόδια και την πορτοκαλί στολή μιλάει σε γλώσσα ακατανόητη. Τέσσερις άνδρες και μία γυναίκα εκτελούν ασκήσεις προθέρμανσης. Φοράνε σορτσάκια και γκρίζα μακό με αθλητικά νούμερα στην πλάτη.
Είναι αθλητές ή μουσικοί; Ετοιμάζονται για κάποιον αγώνα ή για μια συναυλία; Θα κάνουν ανοιχτή πρόβα ή θα «παίξουν» κανονικά; Το πέπλο της αμφισημίας τυλίγει τη σκηνή. Όλα τα ενδεχόμενα μοιάζουν ανοιχτά, ενώ η τρίχρωμη σημαία μιας ανύπαρκτης χώρας ανεμίζει βουβά.
Το κωμικό φέρει κι αυτό τη διαφορά μέσα στο τραγικό, και αντίστροφα. Τρεις νότες αρκούν.
Οι ερμηνευτές-παίκτες παίρνουν σιγά σιγά τις θέσεις τους. Η κοπέλα σκαρφαλώνει στη δοκό, παίρνει το βιολί της και τοποθετεί τον λαιμό του στον ώμο της. Ο ξανθός άνδρας ανεβαίνει στον ηλεκτρικό διάδρομο. Ένας άλλος, με ποδηλατικό κράνος, ξαπλώνει στο πάτωμα, κάτω από το βιολοντσέλο. Ένας τρίτος στέκεται μπροστά στα ντραμς.
Χωρίς καλά καλά να καταλάβουμε πώς, αρχίζουν να έρχονται καταπάνω μας. Ο ντράμερ αποφασίζει την πρώτη κρούση. «Run for your life / ’till you die / ’till I die / ’till we all die», τραγουδάει ο ξανθός στον κινούμενο διάδρομο. Η κοπέλα με το βιολί στέκεται αγέρωχη, ευθυτενής. Οι φίλαθλοι υψώνουν θριαμβευτικά τα χέρια τους, ενώ ένας μαζορέτος με λευκά πομ-πομ κυκλώνει τη σκηνή. Οι νότες από το πρελούδιο της πρώτης σουίτας για τσέλο του Μπαχ εισβάλλουν δυναμικά και ηλεκτρίζουν την ατμόσφαιρα. Ο ξανθός συνεχίζει να τρέχει και να τραγουδάει «grief is like a rock in your head», τα ντραμς επιμένουν, ο Μπαχ αντεπιτίθεται, το ροκ και το πρελούδιο μπλέκονται, ανταγωνίζονται, τελικά συμπλέουν και συνομιλούν.
Οι φίλαθλοι επευφημούν, παθιάζονται, το ενεργειακό κύμα ολοένα φουσκώνει, ο μαζορέτος τραντάζει τα χαρωπά πομ πομ, τικ τοκ ο μετρονόμος, ο νεαρός πηδά προς τα πλήκτρα του συνθεσάιζερ, τα μαλλιά του ντράμερ εκτοξεύουν σταγόνες ιδρώτα, η κοπέλα στη δοκό έχει νικήσει τον νόμο των πιθανοτήτων, ο δρομέας του διαδρόμου έχει γίνει μούσκεμα, συνεχίζει όμως, όλοι συνεχίζουν, οι φίλαθλοι τινάζουν πέρα δώθε τα ριγέ κασκόλ τους, το τραγούδι αρχίζει εκ νέου, ίδιοι στίχοι, «run for your life / run ’till you die», όλοι τρέχουν, βουτάνε στο πάτωμα, ξανασηκώνονται, αφήνουν το ένα όργανο και πιάνουν το άλλο, τα μοτίβα πλέκονται και ξεπλέκονται, ο ρυθμός των σωμάτων, των κινήσεων, των ήχων, των μελωδιών, των εκτινάξεων και των περιδινήσεων μας έχει συνεπάρει, έχουμε εισέλθει πλήρως σε αυτό το σύμπαν, ευχόμαστε να μη βγούμε ποτέ, η κόπωση, όμως, διεκδικεί σταδιακά το μερίδιό της, ο ήχος μιας σειρήνας εισβάλλει απειλητικά, οι περφόρμερ λυγίζουν, χαμηλώνουν ταχύτητα, πέφτουν εξαντλημένοι – το τέλος;
Η οροφή βρέχει μπαλάκια. Ο μαζορέτος αλλάζει περούκα. Τεράστια σφουγγαρόπανα σαρώνουν το πάτωμα. Οι φίλαθλοι αναθαρρεύουν. Η κοπέλα ξανανεβαίνει στη δοκό – αυτήν τη φορά παίρνει μαζί της το βιολοντσέλο. Η εκφωνήτρια βγάζει περίεργες κραυγές. Είναι όλοι και πάλι έτοιμοι. «Run for your life / ’till you die / ’till I die / ’till we all die»: ναι, είναι προφανές, δεν τίθεται θέμα, θα συνεχίσουμε μέχρι νεωτέρας... Θα ανεβαίνουμε στον διάδρομο, θα μουσκεύουμε και θα τραγουδάμε μέχρι να κοπεί η ανάσα μας. Θα στεκόμαστε ετοιμόρροποι στη δοκό, μέχρι να μη βαστάνε τα πόδια μας. Όλοι μαζί θα συντονιστούμε.
Θα δημιουργήσουμε μια ατελεύτητη κίνηση, απογυμνωμένη από κάθε προσχηματισμένη λογική τάξη. Θα τη συνδέσουμε με μια δοκιμασία, με μια επιλογή. Όχι απλώς θ’ αντλήσουμε από αυτή την ενεργητική επανάληψη κάτι το καινούργιο αλλά θα την καταστήσουμε πράξη παραγωγική, πράξη ελευθερίας. Γιατί «μέσα στην επανάληψη υπάρχει ολόκληρο το μυστικό παιχνίδι της απώλειας και της σωτηρίας, ολόκληρο το θεατρικό παιχνίδι του θανάτου και της ζωής, ολόκληρο το θετικό παιχνίδι της ασθένειας και της υγείας», λέει ο Ντελέζ και το One Song μάς δείχνει τον τρόπο, ενσαρκώνοντας αυτό ακριβώς το μυστικό.
Η Βελγίδα εικαστικός και δημιουργός περφόρμανς Miet Warlop συνέθεσε το One Song, όπως διαβάζουμε στο πρόγραμμα, ως προσωπικό ρέκβιεμ για τον εκλιπόντα αδελφό της. Αν ο Φρόιντ συνέδεσε την επανάληψη με το τραύμα και τη νεύρωση, αν την ερμήνευσε ως προάγγελο της ενόρμησης θανάτου, ο Ντελέζ (ακολουθώντας τον Νίτσε) είδε στην επανάληψη την κρυφή δυνατότητα μιας επικείμενης ανατροπής, μιας ψυχικής ανανέωσης, μιας ίασης. «Η επανάληψη που μας αρρωσταίνει μάς κάνει επίσης καλά»: αρκεί να έχει ως προορισμό τη Διαφορά.
Θα επιχειρήσουμε το ίδιο ξανά και ξανά, όχι ως υποτελείς της συνήθειας, ούτε ως νεκροζώντανοι εκτελεστές των καθηκόντων μας αλλά αντιτιθέμενοι στον φυσικό νόμο του μαρασμού, της αποστράγγισης και της απόσυρσης, θα φτιάξουμε πέρλες από τα μάτια των νεκρών («those are pearls that were his eyes», λέει ο Άριελ στη σαιξπηρική Τρικυμία). Θα μετατρέψουμε την εμμονική στατικότητα σε δυναμική πολυμορφία, την αρνητική προδιάθεση σε πυρακτωμένη κατάφαση, τον αυτοσπαραγμό σε τραγούδι. Κάθε φορά το ίδιο, κάθε φορά αλλιώς.
«Οτιδήποτε κι αν θέλεις, ύψωσέ το στη νιοστή, άντλησε από αυτό την ανώτερη μορφή». Οι περφόρμερ της Warlop παραδίδονται ψυχή τε και σώματι σε τούτη την αέναη επιστροφή της Διαφοράς: δεν κάνουν οικονομία, δεν αποταμιεύουν. Γνωρίζουν ότι θα πέσουν αλλά προχωρούν ακάθεκτοι. Ξοδεύουν αλόγιστα και δυσανάλογα. Όσο αδειάζουν, τόσο ξαναγεμίζουν: «Τhe more I give to thee, the more I have», λέει η Ιουλιέττα στον Ρωμαίο.
Η περίσσεια γεννά περίσσεια. Και η συσπείρωση αυξάνει τις αντοχές: ο αγώνας εξορκισμού του πένθους ανασύρει όλες τις δυνάμεις, πνευματικές και υλικές, η συλλογική καλλιτεχνική έκφραση το ολοκληρώνει, το φέρει εις πέρας, το μετουσιώνει – σε συναυλία, σε χορό, σε τελετουργία, σε εμπειρία καθαρτική, σ’ ένα ρεφρέν αντίστασης, σε μια «κραυγή ενότητας».
Έχει κάτι τραγικό η επανάληψη –να επιμένεις σε θείες μελωδίες, ακόμα κι όταν το δοξάρι γίνεται πριόνι στα χέρια σου από την πολλή προσπάθεια–, ταυτόχρονα, όμως, έχει και κάτι κωμικό, στιγμές ανακούφισης και «αδειάσματος», στιγμές χιούμορ, όταν ο πόνος χαλαρώνει τη γαντζωμένη παλάμη του από την καρδιά και παίζει ρακέτες με τα μπαλάκια εξ ουρανού. Το κωμικό φέρει κι αυτό τη διαφορά μέσα στο τραγικό, και αντίστροφα. Τρεις νότες αρκούν. Τρεις νότες του Μπαχ μεταμφιεσμένες σε ανεξάντλητες παραλλαγές αλλάζουν διά παντός το τραγούδι της άγριας θλίψης μας που επαναλαμβάνεται νυχθημερόν σε έναν διάδρομο.
Μέσα από όλους αυτούς τους κλυδωνισμούς και τους παφλασμούς, τα γέλια και τους λυγμούς, τις μικρές ουλές και τις μεγάλες, μέσα από το αλμυρό ανακάτεμα των ροών, επέρχεται η διάνοιξη. Η δημιουργία του κόσμου δεν συνέβη άπαξ και διά παντός, λέει ο Μπέκετ (πόσο μπεκετική, άλλωστε, είναι η σύλληψη του «One Song»), συμβαίνει κάθε μέρα – από την αρχή.
Η αταξινόμητη παράσταση της Miet Warlop δεν προσφέρει απλώς χαρά, ταραχή, συγκίνηση ή απόλαυση. Μας δείχνει επιπλέον τον δρόμο για ένα άλλο είδος θεάτρου, που τόσο το έχουμε ανάγκη. Ένα θέατρο που αρνείται κάθε μίμηση, κάθε ψευδομορφή, κάθε «νόμιμο» αφηγηματικό κανόνα, κάθε παγιωμένη τεχνική. Ένα θέατρο παρουσίας, που δεξιώνεται αβίαστα το τυχαίο, το απρόβλεπτο, το ανεντόπιστο, αυτό που πλάθεται ανά πάσα στιγμή από τα μείγματα των σωμάτων και των εντάσεων.
Ένα θέατρο που θέλει να δώσει και να σπαταληθεί, ανοιχτό στο επινοείν, στις νέες δυνατότητες που γεννά η απώλεια, στη γονιμοποιό διάσταση της επανάληψης ως πειραματικής διαδικασίας που επιδιώκει κι επιτυγχάνει τη διαφορά. Ένα θέατρο διεγερτικό της βούλησης, ένα εξαιρετικό γεγονός που επαναφέρει το κέντρο βάρους στην εμμένεια, στη σκηνή, στα έργα των ανθρώπων που αντιστέκονται, στο εδώ και στο τώρα που είναι το πριν και το μετά. Μια συναυλία-περφόρμανς-παράσταση που μας εμπνέει εκ νέου και διακαώς την επιθυμία για ζωή.
Η παράσταση «One Song» της Miet Warlop παρουσιάστηκε στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, στο πλαίσιο του φετινού Onassis Dance Days.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.