Έξι άνθρωποι σε μια αίθουσα αναμονής αφηγούνται, γελούν, κλαίνε, περιγελούν, θυμώνουν, βιαιοπραγούν, σκοτώνουν, γεννούν εναλλάξ την πιο θαυμαστή και πιο φρικιαστική πλευρά του ανθρώπου. Προσωπικές ιστορίες ανάμεικτες με ιστορικά γεγονότα και μεγάλες στιγμές επιτευγμάτων ή σκοτεινών σελίδων της ανθρωπότητας, σε μια παράσταση που συνέλαβε και σκηνοθέτησε ο Ένκε Φεζολλάρι στο Μικρό Θέατρο της Μονής Λαζαριστών στη Θεσσαλονίκη, προσπαθώντας να απαντήσει στο μεγάλο ερώτημα αν γεννιόμαστε καλοί ή κακοί και γιατί καταλήγουμε στο σκοτάδι ως ανθρώπινο γένος.
— Χαρακτηρίζεις την παράστασή σου ως ένα είδος που κινείται μεταξύ του mockumentary και του documentary. Πώς τα συνδυάζεις;
Ο ένας άξονας είναι καταγεγραμμένες μαρτυρίες προσώπων που έζησαν σημαντικά γεγονότα στο πλαίσιο ενός ψευδοντοκιμαντέρ/mockumentary και ο άλλος εμπεριέχει προσωπικές μαρτυρίες από γεγονότα της ζωής μας, που αποτελούν πραγματικά ντοκουμέντα στο πλαίσιο ενός θεάτρου-ντοκιμαντέρ. Υπάρχουν ακόμα και ιστορίες από γεγονότα που συνέβησαν στην ανθρωπότητα οι οποίες φτιάχτηκαν με βάση τις πρόβες. Ψάξαμε και ερευνήσαμε όλοι μαζί υλικό το οποίο κατεύθυνα εγώ ως υπεύθυνος δραματουργίας, ενώ παράλληλα κινηθήκαμε και σε προσωπικές ιστορίες των ηθοποιών σχετικά με περιστατικά στα οποία έστρεψαν τα μάτια τους από το καλό που έπρεπε να κάνουν ως άνθρωποι.
— Οδηγήθηκαν να «μετανιώσουν» για τις πράξεις τους ή σε μια συνειδητοποίηση της ωριμότητας;
Θα έλεγα μάλλον στη συνειδητοποίηση της ωριμότητας. Εμείς θέτουμε ένα ερώτημα στην παράσταση, τι είναι άνθρωπος, τι είναι ανθρωπότητα και τι κάνει αυτή η ανθρωπότητα. Οι αίθουσες αναμονής, ενός νοσοκομείου, ενός γραφείου κηδειών, ενός σταθμού είναι αφορμή για να συναντηθούν όλες αυτές οι ιστορίες της ανθρωπότητας.
Είναι η φύση του ανθρώπου. Αδιαφορούμε για ό,τι εξωφρενικό συμβαίνει γύρω μας. Για τη νοσηρότητα που διέπει την ανθρώπινη φύση. Δεν σημαίνει ότι ένα παιδί που μεγαλώνει σε βίαιο περιβάλλον θα γίνει βίαιο. Το θέμα μας είναι ότι αυτή τη στιγμή η ανθρωπότητα είναι ένα τσίρκο.
— Γίνονται πιο εξομολογητικοί οι άνθρωποι σε τέτοια περιβάλλοντα; Αυτοψυχαναλύονται, τρόπον τινά;
Ναι. Νομίζω ότι επειδή είναι χώροι μετεπιβίβασης, τράνζιτ, δυο άνθρωποι μιλάνε πιο άνετα σε έναν σταθμό τρένου ή σε ένα λιμάνι, γιατί δεν θα ξαναϊδωθούν ποτέ. Μπορεί και να μην ξαναϊδωθούμε, οπότε αυτό οδηγεί σε μια εξομολόγηση. Αυτή είναι η αφορμή. Η παράσταση είναι ένα κοινωνικό-υπαρξιακό είδος με αφορμή το μπεκετικό σύμπαν. Σ' αυτό το no man’s land που εμφανίζεται και εξαφανίζεται και προσδιορίζεται και ενίοτε δεν προσδιορίζεται, εκεί υπάρχει χώρος για την ύπαρξή σου. Αυτό είναι που το κάνει ψυχαναλυτικό. Δηλαδή αυτό είναι το ενδιαφέρον, το πώς περνάμε από το εγώ στο εμείς και από το εμείς στο εγώ.
— Τι κοινό έχουν οι εξομολογήσεις των ερμηνευτών; Ποιος είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ τους;
Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν η ενοχή. Στη διάρκεια των προβών, βλέποντας βίντεο και φωτογραφίες από γεγονότα της ανθρωπότητας, πήγαμε στις δικές μας φωτογραφίες και ανασύραμε στιγμές που γελάσαμε, κλάψαμε, υπήρξε ευτυχία. Οπότε βλέποντας μια φωτογραφία της ατομικής βόμβας και μια δική μας φωτογραφία από διακοπές, αυτό συνέδεσε πολύ όμορφα τις ιστορίες. Μια ευτυχισμένη προσωπική στιγμή και μια παγκόσμια φωτογραφία όπου η ανθρωπότητα πάγωσε. Οπότε είχαμε από τη μια ιστορίες φωτός κι ελπίδας και από την άλλη σκοτάδι. Όλες οι ιστορίες εξιλέωσης είχαν κοινό παρονομαστή το απροσδόκητο: «Το έκανα γιατί το έκανα, δεν το είδα σαν κακό εκείνη τη στιγμή που έκλεισα τα μάτια μου μπροστά σε έναν άνθρωπο, θεωρούσα ότι έκανα το σωστό». Δεν είναι θέμα παραδοχής ή μη, όσο ότι δεν είχαν ιδέα. Αυτό που έλεγαν οι Γερμανοί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν σκότωναν Εβραίους, ότι δεν ήξεραν. Αυτή η άγνοια του καθένα μπορεί να συνδέει αυτές τις ιστορίες.
— Πόσο ειλικρινείς είναι οι ηθοποιοί της παράστασης σχετικά με αυτά που αποκαλύπτουν; Τολμούν και εκτίθενται γιατί έχουν γίνει «καλύτεροι» άνθρωποι;
Δεν τίθεται θέμα αν έγιναν καλύτεροι άνθρωποι ή όχι. Είμαι κι εγώ ανάμεσά τους και είμαι ο πρώτος που βάζει το μαχαίρι στο κόκκαλο. Αφορμή στάθηκαν κάποια βιβλία για την παράσταση, όπως η «Ανθρωπότητα» του Μπρέγκμαν και το «Λεβιάθαν» του Χομπς. Δηλαδή έγινε μια πάρα πολύ μεγάλη έρευνα σε βιβλιογραφία, ταινίες, ντοκιμαντέρ, η οποία φτάνει μέχρι τους Νάνους του Άουσβιτς, που ο Μένγκελε τους πήρε «υπό την προστασία του». Επιλέγοντας τη λέξη «ανθρωπότητα» φτάνουμε μέχρι το Άουσβιτς, όπου ουσιαστικά η έννοια του ανθρώπου σβήνεται.
Φτάνοντας στο εδώ και τώρα, λέγοντας προσωπικές ιστορίες, δεν είναι ότι γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι, αλλά «ο καθρέπτης σου, κοινωνία, είμαι εγώ και σου μοιάζω». Όπως η περίφημη ταμπέλα στον ζωολογικό κήπο που έλεγε «το πιο επικίνδυνο ζώο στον πλανήτη» και όταν πλησίαζες έβλεπες τον εαυτό σου σε έναν καθρέπτη. Οπότε εμείς τι κάναμε; Βάλαμε έναν καθρέπτη ο ένας απέναντι στον άλλον. Και εμείς προς το κοινό και το κοινό προς εμάς. Δεν υπάρχει όμως ο καλός Σαμαρείτης και το κακό. Φτιάξαμε αυτό το παζλ που βρομάει ανθρώπινο κρέας, ο άνθρωπος που μεγαλουργεί αλλά και ραδιουργεί. Αν ο Μπρέγκμαν ισχυρίζεται ότι ο άνθρωπος είναι καλός και προσπαθεί να αποδομήσει το κακό του, από την άλλη έχεις το «Λεβιάθαν», τον Άνταμ Σμιθ. Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ο Σαίξπηρ αλλά και ο Μένγκελε και ο Χίμλερ.
— Διαπιστώνετε ότι η ιστορία δεν έχει δώσει μαθήματα, ότι επαναλαμβάνεται;
Είναι η φύση του ανθρώπου. Αδιαφορούμε για ό,τι εξωφρενικό συμβαίνει γύρω μας. Για τη νοσηρότητα που διέπει την ανθρώπινη φύση. Δεν σημαίνει ότι ένα παιδί που μεγαλώνει σε βίαιο περιβάλλον θα γίνει βίαιο. Το θέμα μας είναι ότι αυτήν τη στιγμή η ανθρωπότητα είναι ένα τσίρκο.
— Η παράσταση πώς αναπτύσσεται;
Υπάρχουν 13 σκηνές και ντουέτα. Η μισή παράσταση είμαστε εμείς και η άλλη μισή είναι το τσίρκο ενός κόσμου που καταρρέει. Συναντιούνται ιστορίες μέσα από την αντίθεσή τους. Έχει και αποσπάσματα από τη Βιρτζίνια Γουλφ, είναι πολύ ανθρώπινη παράσταση. Απαιτεί μια γενναιότητα το να πεις «ποιος είμαι εγώ, ποιος είσαι εσύ;». Θέτουμε ερωτήματα και ο θεατής βρίσκει τον χώρο και τον χρόνο να βρει κάτι που μπορεί να τον αφορά ή να μην τον αφορά.
— Σοκάρει κάτι;
Νομίζω η ιστορία των Νάνων του Άουσβιτς, τα πειράματα του Μένγκελε. Όταν ακούει για αυτά το κοινό, δεν αντέχει. Αυτό το τερατούργημα που ήταν τα στρατόπεδα. Και φυσικά συγκινούνται από τις προσωπικές μας ιστορίες. Υπάρχει μια φόρτιση συγκινησιακή, χάρη στην ισότητα, στην ορατότητα και στο diversity. Καθώς κυλάνε οι ιστορίες, με τον κάθε έναν από εμάς να έχει διαφορετική καταγωγή, στο τέλος διαπιστώνουμε ότι είμαστε όλοι άνθρωποι και δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε. Λέμε την ιστορία ενός που έχασε το τρένο για τη δουλειά του και σώθηκε την 11η Σεπτεμβρίου και μετά μια κοπέλα λέει τη δικιά της ιστορία. Όταν πέθανε ο Σόιμπλε, διάβασα από διανοούμενο και καλλιτέχνη να γράφει: «Είχα να νιώσω τέτοια χαρά από τους δίδυμους πύργους». Αυτό δεν είναι άνθρωπος για εμένα. Έχει πιάσει πάτο και πιο κάτω.