ΕΝΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ ΣΤΑ μέσα της δεκαετίας του 2000, ο John Galliano, ο τότε βασιλιάς της παρισινής μόδας, που με τα υπέροχα φορέματα και τις φοβερές επιδείξεις του στην πασαρέλα είχε μετατρέψει τον οίκο Christian Dior σε πολιτιστικό δυναμίτη, επέστρεψε στο Λονδίνο για ένα Σαββατοκύριακο.
Έκανε check-in στο ξενοδοχείο Ritz και στη συνέχεια μέθυσε τόσο πολύ ώστε πέρασε τέσσερις ώρες γυμνός σε ένα ασανσέρ, λέγοντας στους επισκέπτες που προσπαθούσαν να μπουν ότι ήταν λιοντάρι και διώχνοντάς του με βρυχηθμούς. Το Ritz τηλεφώνησε στο γραφείο του στο Παρίσι, το οποίο ζήτησε συγγνώμη, προσφέροντας να καλύψει τους λογαριασμούς των επισκεπτών που ταλαιπωρήθηκαν. Την επόμενη εβδομάδα ο Galliano επέστρεψε στη δουλειά του.
Αυτή η ιστορία είναι μία από τις πολλές στιγμές που αφήνουν εμβρόντητο τον θεατή στο νέο ντοκιμαντέρ του Kevin Macdonald, “High & Low: John Galliano”. Η κατάληξη είναι γνωστή. Συνέβη στο παρισινό μπαρ La Perle, τον Φεβρουάριο του 2011, όταν ένας μεθυσμένος Galliano βιντεοσκοπήθηκε να κάνει μια σειρά από ρατσιστικά και αντισημιτικά σχόλια που περιλάμβαναν υπαινιγμούς για τους θαλάμους αερίων, ενώ κάποια στιγμή δηλώνει ότι «λατρεύει τον Χίτλερ».
Πέρα απ’ όλα, το High & Low είναι ένα πορτραίτο του εθισμού και μια ιλιγγιώδης περιστροφή σε ένα από τα πιο ζωηρά κεφάλαια της ιστορίας της μόδας.
Το αποτέλεσμα ήταν να απολυθεί από τη δουλειά του, και να καταδικαστεί όχι μόνο από τα μέσα ενημέρωσης αλλά και από γαλλικό δικαστήριο που του επέβαλλε πρόστιμο, και να αποσυρθεί στην αποτοξίνωση και την αφάνεια. Πρωτοπόρος ακόμα και σ’ αυτό, ήταν ένας από τους πρώτους επώνυμους που «ακυρώθηκαν», προτού αυτό γίνει κοινός όρος.
Ο Galliano, νηφάλιος πλέον εδώ και μια δεκαετία, πέρασε πέντε ημέρες μιλώντας στην κάμερα του Macdonald και μεταξύ άλλων δηλώνει ότι δεν έκανε αυτή την ταινία για να συγχωρεθεί, αλλά για να γίνει «λίγο πιο κατανοητός». «Θα σας πω τα πάντα», λέει στην αρχή. Πέρα απ’ όλα, το High & Low είναι ένα πορτραίτο του εθισμού και μια ιλιγγιώδης περιστροφή σε ένα από τα πιο ζωηρά κεφάλαια της ιστορίας της μόδας. Αυτό που έκανε τον Galliano ιδιοφυΐα ήταν ότι τα ρούχα του μπορούσαν να σε κάνουν να νιώσεις συναισθήματα. Ακόμα και σε παλιά φιλμάκια που εμφανίζονται στην ταινία, κάθε μοντέλο φαίνεται ηλεκτρισμένο, σαν να έχει συνδεθεί η προσωπικότητά του με το ρεύμα.
Το αλκοόλ εμφανίζεται απειλητικό από την αρχή της ταινίας. Βλέπουμε τον Galliano την επομένη της κηδείας του πατέρα του, το 2003, να προετοιμάζεται για μια επίδειξη, με τη φωνή του να είναι ακατάληπτη και τις κόρες των ματιών του τεράστιες. Το 2007, ο στενός φίλος και συνάδελφός του Steven Robinson βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του στο Παρίσι με επτά γραμμάρια κοκαΐνης στον οργανισμό του, μια απώλεια που συγκλόνισε τον ήδη εύθραυστο Galliano.
Στον αλκοολισμό προστέθηκαν το Βάλιουμ, οι αμφεταμίνες και τα υπνωτικά χάπια, και όπως λέει ο ίδιος: «Δεν μπορούσα να πάω για ύπνο χωρίς να είναι παρατεταγμένα όλα τα μπουκάλια μου πλάι στο κρεβάτι. Αυτοκτονούσα, σιγά σιγά».
Όταν η είδηση για το μεθυσμένο ξέσπασμα του Galliano έγινε γνωστή το 2011, όλοι σχεδόν οι δημοσιογράφοι της μόδας μοιράστηκαν την ίδια αντίδραση: Ο John Galliano μπορεί να ήταν συχνά εκτός εαυτού και να συμπεριφερόταν αλλοπρόσαλλα, αλλά ρατσιστής και αντισημίτης; Αποκλείεται. Σύντομα όμως έγινε σαφές ότι ο Galliano ήταν πράγματι υπεύθυνος για όσα του καταλόγιζαν. Η εξορία του όμως από τη μόδα δεν κράτησε τόσο πολύ στην πραγματικότητα. Την ίδια εκείνη χρονιά σχεδίασε το νυφικό της Kate Moss, έργο που o ίδιος αποκάλεσε «δημιουργική απεξάρτηση».
Ούτε ο Galliano όμως, ούτε κανείς γύρω του φαίνεται να γνωρίζει από πού προέρχεται ο αντισημιτισμός που εκδήλωσε. Η ταινία δεν προσφέρει εύκολες απαντήσεις ούτε στο ψυχολογικό ερώτημα τι έκανε τον Galliano να κάνει αυτό που έκανε, ούτε στο ηθικό ερώτημα αν πρέπει να συγχωρεθεί. Όπως τα έφερε η μοίρα πάντως, η κυκλοφορία της ταινίας συμπίπτει με την θριαμβευτική επιστροφή του Galliano στην πασαρέλα.
Τον Ιανουάριο οργάνωσε μια εντυπωσιακή επίδειξη κάτω από μια γέφυρα στο Παρίσι για τον Martin Margiela, τον οίκο για τον οποίο σχεδιάζει από το 2014. Η επίδειξη έγινε δεκτή με ένα βροντερό, πεντάλεπτο standing ovation και χαιρετίστηκε από τους κριτικούς ως «ένα σόου που σίγουρα θα μείνει στην ιστορία», όπως έγραψε το Women's Wear Daily. Οι New York Times με τη σειρά τους σημείωσαν ότι «έχει περάσει καιρός από τότε που βιώσαμε ένα κοσμογονικό σόου όπως αυτό».
Με στοιχεία από The Guardian