ΟΤΑΝ ΣΤΟΝ ΕΝΑΡΚΤΗΡΙΟ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ο για τέταρτη φορά παρουσιαστής των βραβείων της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου Τζίμι Κίμελ έκανε λογοπαίγνιο με τους δυο υποψήφιους Γιώργηδες, τον Λάνθιμο και τον μοντέρ Μαυροψαρίδη, υποψιαστήκαμε πως το «Poor Things» δεν είναι απλά μια ταινία με πολλές τιμητικές υποψηφιότητες, από τις οποίες μόνο η Έμα Στόουν απασχολεί σοβαρά τους ψηφοφόρους.
Και παρότι κανείς από τους δύο δεν ανέβηκε στο πόντιουμ, χάνοντας από τον Κρίστοφερ Νόλαν και την πρωτάρα στην πεντάδα της κατηγορίας της, Τζένιφερ Λέιμ αντίστοιχα, το «Poor Things» ξεκίνησε δυναμικά, κερδίζοντας την «Μπάρμπι» και το «Μαέστρο» σε μακιγιάζ-κομμώσεις, καλλιτεχνική διεύθυνση και στα απίθανα κοστούμια της Χόλι Γουόντινγκτον, φτάνοντας στο απόγειο με την αναγγελία του ονόματος της μούσας του Λάνθιμου στο πιο σφιχτό ντέρμπι της βραδιάς, ανάμεσα στην Έμα Στόουν και τη Λίλι Γκλάντστοουν.
Η πρωταγωνίστρια των «Δολοφόνων του Ανθισμένου Φεγγαριού» τελικά δεν έγραψε ιστορία για τους αυτόχθονες Αμερικανούς, και το κορίτσι από το Σκότσντεϊλ της Αριζόνα ευχαρίστησε για μια ακόμη φορά το αγόρι από το Παγκράτι για το δώρο της Μπέλα Μπάξτερ, τον αξέχαστο χαρακτήρα που της προσέφερε και εκείνη ενηλικίωσε συναρπαστικά, με τη μεταμόρφωση σε πέντε (τουλάχιστον) στάδια, κλέβοντας τις καρδιές με το συγκινητικό της speech, το χαλασμένο της φόρεμα (παρακάλεσε το κοινό να μην το κρυφοκοιτάζει κατά την αποχώρησή της από τη σκηνή) και τη μεταδοτική της χαρά – μπαίνοντας ταυτόχρονα στο σπάνιο κλαμπ των διπλών νικητών σε πρώτο ρόλο, μετά την πρώτη της νίκη με το «LaLaLand» του Ντέιμιαν Σαζέλ.
Η ιστορία του Αμερικανού Προμηθέα του 20ού αιώνα βρήκε στήριξη από τους σινεφίλ και τα μέλη της Ακαδημίας, και η ατομική βόμβα που όλοι ανέμεναν στην τελετή έσκασε ήσυχα κι ωραία, επισφραγίζοντας τις φετινές προβλέψεις.
Ομολόγησε, δε, πως σε μια από τις πολλές κρίσεις πανικού, ο Λάνθιμος τη συμβούλεψε να καθαρίσει το μυαλό της για να διαχειριστεί την πίεση, και να σκεφτεί πως μια ταινία είναι υπόθεση πολλών και όχι μόνο δική της.
Σε μια τελετή όπου τονίστηκε η έκκληση για εκεχειρία στη Γάζα, εξού και τα κόκκινα ribbons που φορούσαν πολλοί από τους υποψηφίους και νικητές, ο Τζόναθαν Γκλέιζερ επισήμανε την καπήλευση του Ολοκαυτώματος με την πολεμική διαμάχη και την αποκτήνωση που επισείει, και ο Μίτισλαβ Τσέρνοφ ευχαρίστως θα αντάλλασσε το Όσκαρ Ντοκιμαντέρ που κέρδισε για το «20 Μέρες στη Μαριούπολη», το πρώτο για ουκρανική ταινία, με τον τερματισμό της εισβολής της Ρωσίας στη χώρα του.
Αυτό δεν σημαίνει πως η τελετή θα μείνει στη μνήμη για την πολιτική της χροιά, αλλά τη χρονιά της ευφορίας για το αίσιο τέλος της διπλής νίκης των συνδικαλιστικών σωματείων ηθοποιών και σεναριογράφων μια αύρα δικαίωσης συναγωνίστηκε την καθιερωμένη κινηματογραφική γιορτή του Χόλιγουντ.
Ήταν μια από τις πιο ισορροπημένες τελετές στην πρόσφατη μνήμη, χωρίς λάθη και εντάσεις, πρωτοτυπίες και εξάρσεις, πειραματισμούς ή πισωγυρίσματα, περιττά αφιερώματα και παρουσιαστές από άσχετα πεδία της show business, ασφαλής και καλοντυμένη, κομψή (εκτός από την κωμική, σχεδόν γυμνή εμφάνιση του Τζον Σίνα) και καλοσυντονισμένη στην ποικιλία και την εκπροσώπησή της, που ξεκίνησε νωρίτερα, παραδόξως άργησε πέντε λεπτά από τον προγραμματισμένο χρόνο έναρξης αλλά ολοκληρώθηκε σχετικά σύντομα, τόσο που επέτρεψε στον Κίμελ να διαβάσει στα γρήγορα ένα θάψιμο που του επιφύλαξε στα social ο πολέμιός του, Ντόναλντ Τραμπ, προς τέρψιν της liberal πλειοψηφίας του κοινού του Dolby Theater.
Τα Όσκαρ Σεναρίου πήγαν στα φαβορί, τη Ζιστίν Τριέ και τον Αρτίρ Αραρί για την «Ανατομία μιας Πτώσης», και στο «American Fiction» για τον Κορντ Τζέφερσον, ο οποίος δεν παρέλειψε να παρακινήσει τους νέους κινηματογραφιστές να διαιρέσουν τους προϋπολογισμούς για να γυρίσουν περισσότερες ταινίες, αντί να επιδιώκουν τις λίγες των δυσθεώρητων budgets, με όλο τον σεβασμό προς τον Νόλαν και τον Σκορσέζε και τις πανάκριβες παραγωγές τους. Ο γίγας, και γηραιότερος ever υποψήφιος στη σκηνοθεσία, Σκορσέζε έδειχνε να συμφωνεί, και στο τέλος της βραδιάς αποχώρησε χωρίς κανένα βραβείο, όπως ακριβώς συνέβη και πριν από μερικά χρόνια, όταν ο «Ιρλανδός» του ήταν υποψήφιος για διψήφιο αριθμό Όσκαρ, χωρίς ανταπόκριση από τους ψηφοφόρους.
Η δακρυσμένη Νταβάιν Τζόι Ράντολφ κράτησε ψηλά τη σημαία για τα «Παιδιά του Χειμώνα», την ταινία του Αλεξάντερ Πέιν που βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε, καθώς, σύμφωνα με αποκλειστικό δημοσίευμα του «Variety», κατηγορήθηκε πως μοιάζει επικίνδυνα με ένα σενάριο του 2013 που τιτλοφορείται «Frisco», δεν έχει γυριστεί ακόμη και είχε τεθεί εδώ και χρόνια υπόψιν του σκηνοθέτη του «Holdovers» – δεν έχει υπάρξει ακόμη αντίδραση ή δήλωση από την άλλη πλευρά.
Ο θρυλικός Χαγιάο Μιγιαζάκι, μετά το αριστούργημά του «Spirited Away», κέρδισε το δεύτερό του Όσκαρ για το «Το Αγόρι και ο Ερωδιός», κάνοντας τη σχετική έκπληξη έναντι του δεύτερου μέρους του «Spider Man across the Spider Verse», αν και δεν ήταν στο Λος Άντζελες για να το παραλάβει – απών επίσης ήταν ο Γουές Άντερσον, νικητής στην κατηγορία της μικρού μήκους μυθοπλασίας για τον «Henry Sugar», το πρώτο του Όσκαρ στην όγδοη υποψηφιότητά του.
Μετά την ιστορική της νίκη για το θέμα από το «No Time to Die» (είχε γίνει η πρώτη νικήτρια που γεννήθηκε τον 21ο αιώνα), η Μπίλι Άιλις έσπασε κι άλλο ένα ρεκόρ: έγινε η νεότερη νικήτρια δυο Όσκαρ με τη νίκη της για το «What was I made for», κι έτσι στα 23 της χρόνια έχει καταφέρει όσα άλλες, μην πάμε μακριά, η συνυποψήφιά της, Νταϊάν Γουόρεν, για παράδειγμα, ονειρεύονται μια ζωή. Αυτό ήταν και το μοναδικό βραβείο για τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του 2023, αν και το έτερο τραγούδι από την ταινία της Γκέργουιγκ, το «I Am Just Ken», ήταν το highlight της βραδιάς, με τον Ράιαν Γκόσλινγκ να οργώνει τη σκηνή, τον Slash να σολάρει αλύπητα και το θέατρο να τραγουδά τους στίχους όρθιο, με το ροζ φόντο να διαχέεται στις οθόνες της live μετάδοσης.
Ο Κρίστοφερ Νόλαν, σταθερός αρνητής της digital τεχνολογίας και μετρ των επικά αλγεβρικών ψυχοδραμάτων, επιβεβαίωσε το μετρημένο του προφίλ παραλαμβάνοντας με βρετανική εγκράτεια τα δύο του Όσκαρ – μάλιστα στο δεύτερο, για την καλύτερη ταινία, δεν μίλησε καν, παραχωρώντας ιπποτικά το βήμα στη σύζυγο και συμπαραγωγό όλης της φιλμογραφίας του, Έμα Τόμας.
Ήταν όντως η μεγάλη οσκαρική του βραδιά, και παρότι ξεκίνησε χάνοντας τα πρώτα βραβεία, το Όσκαρ μοντάζ στη Λέιμ έδειξε το μονοπάτι προς την επικράτηση, φτάνοντας συνολικά τα 7, όσα απέσπασε πέρυσι και το «Τα Πάντα Όλα» των Ντάνιελς, ταινίας, σκηνοθεσίας, πρώτου ρόλου για τον Κίλιαν Μέρφι, τον πρώτο Ιρλανδό που το πετυχαίνει στην κατηγορία του, δεύτερου ρόλου για τη σπουδαία ερμηνεία του Ρόμπερτ Ντάουνι, μοντάζ, μουσικής (το δεύτερο για τον Λούντβιχ Γκόρανσον) και φωτογραφίας για τις συνθέσεις του Ολλανδοσουηδού σταθερού του συνεργάτη, Χόιτε βον Χόιτεμα. Η ιστορία του Αμερικανού Προμηθέα του 20ού αιώνα βρήκε στήριξη από τους σινεφίλ και τα μέλη της Ακαδημίας, και η ατομική βόμβα που όλοι ανέμεναν στην τελετή έσκασε ήσυχα κι ωραία, επισφραγίζοντας τις φετινές προβλέψεις.