«Εμένα γιατί να με ενδιαφέρει να δω ένα έργο που απαρτίζεται από στρέιτ ανθρώπους και τις προσωπικές τους σχέσεις; Γιατί μπορώ να δω Σαίξπηρ ή Τσέχοφ και δεν με πειράζει, τα ερωτικά και υπαρξιακά βάσανα ενός άντρα και μιας γυναίκας, και σένα σε πειράζει το ότι θα δεις ένα έργο με δυο άντρες ή με δυο γυναίκες να ερωτεύονται;»: αυτή είναι η απάντηση που δίνει ο Βασίλης Βηλαράς σε μια ερώτηση που του κάνουν συχνά: «Γιατί πιστεύεις ότι τα θέματα με τα οποία ασχολείσαι μπορεί να αφορούν τον γενικότερο πληθυσμό;».
Σκηνοθέτης και ηθοποιός που έχει συνεργαστεί επί σειρά ετών με το Θέατρο Κωφών Ελλάδος, στο οποίο σκηνοθέτησε έξι παραστάσεις, κάνοντας μια ερευνητική προσέγγιση της έννοιας της απεύθυνσης επί σκηνής, έχει σπουδάσει κοινωνικός λειτουργός, έχει διδάξει θεατρικό παιχνίδι σε παιδιά με αυτισμό και μαθησιακές δυσκολίες και έχει επιλέξει να ασχοληθεί με μια ακανθώδη περιοχή του θεάτρου, μια θεματολογία σχετική με ζητήματα που «έχουν τραυματίσει πολύ κόσμο, έχουν αποκλείσει πολύ κόσμο».
Στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου παίζεται το τρίτο μέρος μιας τριλογίας που υμνεί τη ζωή πέρα από την ετεροκανονικότητα και την πατριαρχική νόρμα, αναγνωρίζοντας τους κινδύνους που κρύβει ακόμα και σήμερα αυτή η μη συμμόρφωση.
Έχουμε μάθει πολύ δυσκολότερες λέξεις και αν έχεις μάθει να λες το δύσκολο όνομα “Γιοντορόφσκι”, θα μάθεις αν θες να λες και “το Νίκο”. Το πιο σημαντικό είναι να μην προσβάλεις ένα άτομο, να σέβεσαι την αντωνυμία που επέλεξε και να κάνεις λίγο πίσω.
Το πρώτο μέρος, ο Λοιμός, ήταν μια παράσταση φτιαγμένη από τα υλικά που γεμίζουν καθημερινά το newsfeed μας. Από τη σκηνή του ΚΕΤ παρέλασαν πολλοί μικροί λοιμοί που συναντάμε κάθε μέρα, συγκροτώντας μια μουσική περφόρμανς για το τσίρκο που λέγεται Ελλάδα και μένει πιστό στη σταθερή εθνική ανάγκη για εξευρωπαϊσμό. Στον Σεισμό που παρουσίασε στη Στέγη, μια παράσταση που θύμιζε βαριετέ, συναυλία και εξομολογητικό μανιφέστο, έφερε επί σκηνής τρανς θηλυκότητες, non binary άτομα, χοντρά σώματα, μετανάστριες και σεξεργάτες για να τραγουδήσουν τη ρητορική μίσους που έχουν υποστεί απλώς επειδή υπάρχουν.
Σειρά έχει ο Καταποντισμός. Εδώ ο Βασίλης, ακολουθώντας την ίδια θεματική γραμμή, προτείνει να ξεκινήσουμε την κουβέντα για την παράσταση με δυο λόγια γύρω από την παρεξήγηση που υπάρχει όταν χρησιμοποιούμε τη λέξη queer για να χαρακτηρίσουμε μια παράσταση. «Υπάρχει αυτή η παρεξήγηση ότι το queer έχει να κάνει μόνο με τη σεξουαλικότητα. Η queer θεωρία είναι μια πολιτική θεωρία, έχει να κάνει με την αντίσταση στην κανονικότητα, με το να βρίσκεις τρόπους να επιβιώσεις ενάντια στο κατεστημένο. Δεν είναι μόνο ο σεξουαλικός προσανατολισμός αλλά και ένας μηχανισμός επιβίωσης που πρέπει να βρεις μέσα σε ένα σύστημα που δεν είναι φιλικό απέναντί σου».
Ο ίδιος, έχοντας ως συμμάχους στην πορεία του τους φίλους και τις φίλες, την οικογένεια που επέλεξε να έχει, φέρνει στη σκηνή και αφήνει να ακουστούν ιστορίες ανθρώπων που έχουν αμέτρητη αγάπη μέσα τους, αλλά τα πάσης φύσεως στεγανά τούς καθηλώνουν στη μοναξιά. Μαρτυρίες ατόμων που υποφέρουν από την απαξιωτική συμπεριφορά γονέων και συγγενών, από περιστατικά εκφοβισμού και κάθε είδους βίας.
«Ο ένας κορμός της παράστασης», λέει, «αντλεί έμπνευση από τα γράμματα αναγνωστών απ’ όλη την Ελλάδα που δημοσιεύονταν στη στήλη αλληλογραφίας του περιοδικού ΑΜΦΙ. Ήταν μια απόπειρα –αυτό καταλαβαίνω τουλάχιστον εγώ ιστορικά–, η πρώτη για την ακρίβεια, να δημιουργηθεί μια αίσθηση κοινότητας που δεν υπήρχε ως τότε. Τα περισσότερα άτομα που γράφουν μιλάνε για το πόσο μόνα νιώθουν αλλά και πόσο ευτυχισμένα είναι που μέσα από την αλληλογραφία κατάλαβαν ότι δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά, δεν είναι “λάθος”, “χαλασμένα”. Υπήρχε αυτή η λαχτάρα να συνομιλήσουν, να πουν τον καημό τους.
Περίμεναν την απάντηση του ΑΜΦΙ ή να διαβάσουν ιστορίες πόνου άλλων ανθρώπων. Κάποια γράμματα έλεγαν: “Διάβασα την επιστολή του τάδε και θα ήθελα να με φέρετε σε επαφή γιατί νομίζω ότι ταιριάζουμε”. Κι αυτό χωρίς να έχουν εικόνα, χωρίς να ξέρουν πώς είναι ο άλλος εξωτερικά, τίποτα. Το έβλεπαν συναισθηματικά, ότι είχαν βρει κάπου όπου μπορούσαν να ακουμπήσουν τον πόνο και την ανάγκη τους. Πίστευαν ότι αν έβρισκαν έναν άνθρωπο η ζωή θα γινόταν υποφερτή. Σε κάποιες περιπτώσεις αυτό συνέβαινε και σε άλλες όχι».
Τα γράμματα έφταναν στο ΑΜΦΙ απ’ όλη την Ελλάδα, «ήταν άνθρωποι της εργατικής τάξης που έπρεπε να κρύβουν αυτό που είναι, που αν τολμάγανε να είναι ο εαυτός τους τα εγκλήματα που γινόντουσαν σε βάρος τους ήταν αδιανόητα», λέει ο Βασίλης και μου αφηγείται το συγκλονιστικό γράμμα ενός εικοσάχρονου από τον Ασπρόπυργο που κάποια στιγμή αποφάσισε να εκδηλωθεί για να αντέξει τη ζωή του· έβαψε τα μαλλιά του και άρχισε να ντύνεται «έξαλλα».
«Στο γράμμα του προς το ΑΜΦΙ γράφει πως κατάλαβε ότι ήταν λάθος όλο αυτό γιατί τελικά αυτό που του συνέβη ήταν ότι τον βίασαν ομαδικά έφηβοι. Πήγε να το καταγγείλει στην αστυνομία, βρήκε το κουράγιο να το κάνει, αλλά οι αστυνομικοί του είπαν ότι “έπρεπε να το παραβλέψει”, οι ίδιοι οι βιαστές του τον απείλησαν, λέγοντας ότι είναι “παιδιά οικογενειών”.
Είναι συγκλονιστικό να ακούς αυτό το αφήγημα και σήμερα. Πάρα πολλά γράμματα θίγουν το ταξικό ζήτημα. Ένα γράμμα το λέει ξεκάθαρα, πόσο η “μητέρα” μας η αστυνομία πειράζει τον εφοπλιστή ή το βιομήχανο ομοφυλόφιλο και πόσο τον ομοφυλόφιλο που πρέπει να πάει στο γραφείο του την επόμενη μέρα, αλλά τον τρέχουν για εξακρίβωση και για ανάκριση επειδή ανήκει στα λαϊκά κυκλώματα. Και θα λέμε τους δικαστές φίλους μας; “Αυτούς που μας γ@μ@νε στα χασάπικα της κοινωνίας;” Έτσι ακριβώς το γράφει», λέει ο Βασίλης.
Δεύτερος κορμός της παράστασης είναι το AIDS/HIV. Μέσα από τη σκηνική αφήγηση φτάνει σ’ εμάς η φωνή μιας ολόκληρης γενιάς που σβήστηκε από τον χάρτη. «Αναρωτιέμαι», λέει ο Βασίλης, «πώς θα ήταν ο κόσμος αν τόσοι αριστεροί δεν είχαν δολοφονηθεί βάναυσα και αν τόσοι ομοφυλόφιλοι δεν είχαν σβηστεί λόγω της επιδημίας του AIDS. Πόσοι καλλιτέχνες, συγγραφείς, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, ποιητές, λαμπρά μυαλά, φύγανε νωρίς, χάθηκαν. Φαντάσου τι θα είχαν αφήσει παρακαταθήκη σε αυτόν τον κόσμο. Θα μπορούσαμε να έχουμε έναν πλούτο πληροφοριών, τέχνης, ευαισθησίας και αγάπης που, δυστυχώς, δεν θα μάθουμε ποτέ».
Όταν τον ρωτώ αν μπορούμε να μιλήσουμε σήμερα ανοιχτά και χωρίς προκατάληψη, μου θυμίζει τη διαπόμπευση, πριν από λίγα χρόνια, των οροθετικών γυναικών για να μου εξηγήσει ότι το στίγμα είναι τεράστιο και η καχυποψία ανυπόφορη. «Αυτή η παράσταση, μεταξύ άλλων, είναι ένας φόρος τιμής στα άτομα που δεν είναι εδώ για να πουν τη δική τους ιστορία. Αν μπορούμε να βάλουμε ένα τόσο δα λιθαράκι και να κάνουμε κάτι επειδή μας δίνεται βήμα στην δημόσιο λόγο, ας είναι αυτό».
Έχοντας διαβάσει hate comments στα σόσιαλ για τον Καταποντισμό, αναρωτιέμαι γιατί δεν αρκούν στο «θεατρόφιλο κοινό» που θίγεται από το θέμα της παράστασης αυτής οι δεκάδες άλλες ετεροκανονικές παραστάσεις του Εθνικού. Είναι μια παράσταση της οποίας οι συντελεστές σε ένα μεγάλο ποσοστό είναι queer άτομα. «Δεν ξέρω αν έχει συμβεί ξανά, αλλά για μένα δίνει μια απάντηση και στη συζήτηση που γίνεται για το αν πρέπει γκέι ρόλους να τους παίζουν γκέι ή στρέιτ ηθοποιοί», λέει ο Βασίλης.
«Πιστεύω ότι είναι χρήσιμο να παίζουν αυτούς τους ρόλους άτομα που μοιράζονται την ίδια ταυτότητα γιατί έτσι δεν αντιμετωπίζονται οι ρόλοι ως μυθοπλασία, ούτε καν ως βίωμα. Φέρουν το τραύμα. Αυτή η παράσταση θα ήταν διαφορετική αν γινόταν με στρέιτ άντρες. Μπορεί να ήταν μια πολύ ωραία παράσταση, αλλά θα έλειπε ένα κομμάτι της αλήθειας. Αυτό είναι το δώρο, να μπορούμε να δούμε άτομα που έχουν βιώσει το τραύμα να το μοιράζονται με τον θεατή. Δεν είναι ζήτημα ταυτότητας, είναι ζήτημα ύπαρξης. Δεν επιλέγεις να είσαι γκέι, δεν είναι απόφαση, επιλογή, δεν είναι ατζέντα, απλώς είσαι.
Οπότε το τώρα και το τότε συνδιαλέγονται στην παράσταση μέσα από το ότι εμείς έχουμε αυτές τις ταυτότητες, ζούμε στο σήμερα – ταυτόχρονα καταλαβαίνεις ότι ο πόνος είναι πόνος. Λέμε ότι τα πράγματα βελτιώθηκαν και είναι λίγο καλύτερα, αλλά σίγουρα δεν έχει λυθεί κάτι. Ό,τι είναι πιο προκλητικό στο δημόσιο μάτι, τα τρανς άτομα για παράδειγμα, πρέπει να το κρύψουμε κάτω από το χαλί. Ωστόσο ζουν, υπάρχουν, είναι φίλοι, φίλες μας, έχουν ζωές σαν τις δικές μας, δεν είναι στο σκοτάδι».
Ο Βασίλης Βηλαράς δεν διστάζει να ομολογήσει ότι «το θέατρο είναι ένα ομοφοβικό και χοντροφοβικό επάγγελμα, το ανάπηρο άτομο θα το προσλάβουμε δειγματοληπτικά. Όμως η συμπερίληψη δεν είναι μόδα, ντεκόρ στη ζωή των ετεροκανονικών ανθρώπων. Υπάρχει λαχτάρα πόνος, χαρά, αγωνία, θλίψη. Η ομοφοβία είναι πολύ διαδεδομένη και πολύ εσωτερικευμένη». Μου εξηγεί ότι το μεγαλύτερο άγχος των γκέι ηθοποιών στην Ελλάδα είναι να μη φανούν ότι είναι γκέι, αλλιώς θα αποκλειστούν από δουλειές.
Μου φέρνει ως παράδειγμα δυο κριτικές: η πρώτη αφορά εκείνον και η δεύτερη έναν συνάδελφό του. «Για μένα έγραφε ότι έπρεπε να αφηγηθώ τα κείμενα “πιο αντρικά”, για έναν συνάδελφό μου ότι δεν “έπειθε ως το αντικείμενο του πόθου δύο γυναικών”. Και οι δυο κριτικές αφορούσαν την ταυτότητα – αναρωτιέμαι αν αυτό είναι όλο κι όλο που έχει να πει κάποιος μετά από μια παράσταση. Βλέπεις και ακούς ιστορίες για δύο ώρες, το δέντρο κοιτάς; Δες τη μεγαλύτερη εικόνα».
Έχοντας δουλέψει σε μικρότερα και μεγαλύτερα συστήματα και γνωρίζοντας τι σημαίνει αυταρχική συμπεριφορά, τον ρωτώ πώς αντιμετωπίζουν τα ίδια αυτά συστήματα την ενσωμάτωση μιας queer παράστασης σε ένα πρόγραμμα.
«Πρέπει να πω ότι και στη Στέγη όταν παίζαμε και στο Εθνικό υπήρχε, και υπάρχει, από συνεργάτες, τεχνικούς και διοικητικούς μια ειλικρινής διάθεση να μας γνωρίσουν. Όχι μόνο να μας σεβαστούν αλλά και να φροντίσουν αυτό που κάνουμε. Δεν θέλουν να μας κάνουν να νιώσουμε άσχημα, βλέπεις ότι προσπαθούν και με τις αντωνυμίες, να μάθουν να τις χρησιμοποιούν σωστά. Εμείς έχουμε δυο non binary άτομα στην παράσταση που χρησιμοποιούν το “το”. Καταλαβαίνω ότι υπάρχει δυσκολία, καταλαβαίνω ότι μπορεί να μην είναι εύηχο, αλλά ξέρεις τι γίνεται; Έχουμε μάθει πολύ δυσκολότερες λέξεις και αν έχεις μάθει να λες το δύσκολο όνομα “Γιοντορόφσκι”, θα μάθεις αν θες να λες και “το Νίκο”.
Το πιο σημαντικό είναι να μην προσβάλεις ένα άτομο, να σέβεσαι την αντωνυμία που επέλεξε και να κάνεις λίγο πίσω, αναγνωρίζοντας ότι αυτή η ανάγκη του είναι μεγαλύτερη από τη δική σου δυσκολία να το προφέρεις ή από το γούστο σου, αν το βρίσκεις άσχημο. Θέλω να σεβαστώ ένα άτομο που έχει πάρει αυτές τις αποφάσεις για τη ζωή του; Ας κάνω τον κόπο, δεν στοιχίζει τόσο πολύ. Αντιμετωπίζουμε πολύ πιο μεγάλα προβλήματα καθημερινά, το να πούμε κάποιον «το» δεν είναι από τα πιο δύσκολα».
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Καταποντισμός» εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.