Τι περιλαμβάνει άραγε η queer τέχνη και πώς ορίζεται η queer αισθητική σήμερα; Δικαιούνται να ασχολούνται με αυτήν, να τη σχολιάζουν, να προσπαθούν να την ερμηνεύσουν μόνο άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως queer ή που ανήκουν, για παράδειγμα, οπωσδήποτε στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα;
Αυτές οι σκέψεις πέρναγαν από το μυαλό μου καθώς παρακολουθούσα την πρόβα της παράστασης Λοιμός του Βασίλη Βηλαρά που θα κάνει πρεμιέρα σε λίγες μέρες στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων. Σκέψεις που εντάσσονται σε μια ευρύτερη συζήτηση περί εκπροσώπησης διαφόρων κοινωνικών ομάδων στην τέχνη, μια συζήτηση φλέγουσα, εν εξελίξει, η οποία φουντώνει κάθε φορά που κάποιος «εξωγενής παράγοντας» επιχειρεί να εμπλακεί σε αυτά τα ζητήματα.
Έχει δικαίωμα ένας cis straight σκηνοθέτης, όπως ο Βασίλης Μπισμπίκης, να ανεβάζει μια queer ανάγνωση ενός έργου όπως τα Κόκκινα Φανάρια, ακόμα κι αν διαθέτει σχετικά βιώματα; Ή, ακόμα περισσότερο, είναι σωστό να υποδύονται τους trans ρόλους του έργου cis ηθοποιοί; Πότε το βίωμα γίνεται αναγκαία συνθήκη και πότε μπορεί να λειτουργεί απλώς ως ικανή; Και, κυρίως, πού απευθύνεται η σύγχρονη queer τέχνη;
Το έργο του Βασίλη, πάντως, είναι σίγουρα και σύγχρονο και queer. Ο σκηνοθέτης-ερμηνευτής-φωτογράφος είχε την έξυπνη ιδέα να φτιάξει μια παράσταση επιθεωρησιακού-stand-up-αυτοσχεδιαστικού-μουσικού χαρακτήρα με αφορμή την παρατήρησή του πως ένα μεγάλο μέρος των πολύ γνωστών λαϊκών-ρεμπέτικων τραγουδιών παλαιότερων εποχών, ακουσμάτων που γνωρίζουμε όλοι οι Έλληνες και έχουν καταγραφεί στο DNA μας, διαθέτουν εντελώς κακοποιητικούς, για τα σημερινά δεδομένα, στίχους – το «για τα σημερινά δεδομένα» είναι ο προβληματικός προσδιορισμός της εξίσωσης, καθώς αυτά τα λόγια θα έπρεπε ανέκαθεν να θεωρούνται κακοποιητικά και όχι λόγω της πολιτικής ορθότητας και των woke politics των τελευταίων ετών.
Η δυσλειτουργία στην επικοινωνία μεταξύ γκέι αντρών και λεσβιών γυναικών είναι τεράστια, απλώς δεν μιλάμε πολύ γι’ αυτό γιατί δεν το σηκώνει το περιβάλλον ή επειδή κανείς δεν είναι έτοιμος να ακούσει, αν δεν μοιράζεται την ίδια σεξουαλικότητα. Τα πράγματα είναι κι εδώ βαθιά προβληματικά, μπορεί και εξίσου προβληματικά με ένα ετεροκανονικό μοντέλο.
«Δεν ήθελα σε αυτήν τη φάση να κάνω θέατρο. Με την καραντίνα το είχα κάπως ξεπεράσει, κατάλαβα ότι δεν μου λείπει, ότι μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό», ξεκινά να μου λέει ο Βασίλης μετά το τέλος του περάσματος, θίγοντας το πολύ ενδιαφέρον ζήτημα της ταύτισης του καλλιτέχνη με το έργο που παρουσιάζει.
«Τελικά, κατάλαβα ότι μπορώ πλέον να κάνω κάτι πάνω σε μια σκηνή μόνο αν μιλήσω για πράγματα που με καίνε τώρα. Δηλαδή δεν με ενδιαφέρει ένα έργο του παγκόσμιου ρεπερτορίου, ούτε ένα απλώς σύγχρονο έργο, ούτε να δανειστώ τα λόγια κάποιου άλλου. Ειδικά με τα κλασικά έργα δεν μπορώ να συντονιστώ, γιατί τα περισσότερα είναι γραμμένα από λευκούς προνομιούχους άντρες με κάποιο οικονομικό υπόβαθρο που τους επέτρεπε να σπουδάσουν και να γίνουν συγγραφείς, οπότε μιλάνε είτε για άντρες που δεν με αφορούν, γιατί δεν είμαστε στην ίδια οικονομική τάξη, είτε η εικόνα που έχουν για τις γυναίκες δεν μου προκαλεί το ενδιαφέρον. Είναι πάντα παρούσες για να υποστηρίξουν τη δραματουργία ενός άντρα και όχι αυτόφωτες ή, αν είναι πρωταγωνίστριες ενός δράματος, υποφέρουν κάτω από τον ζυγό ενός άντρα.
Επίσης, όταν αυτοί οι συγγραφείς γράφουν για κοινωνικές τάξεις που δεν γνωρίζουν, όπως η εργατική, το αποτέλεσμα είναι εντελώς ανόητο, δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Κι εγώ δεν ξέρω να σου γράψω για την αριστοκρατία, δεν έχω βρεθεί σε αυτά τα σαλόνια. Φυσικά, δεν λέω να αποσυρθούν τέτοια έργα, αυτοί που τους αφορούν ας τα ανεβάσουν».
Ο Βασίλης ήθελε, λοιπόν, να μιλήσει για όσα βιώνει με τον τρόπο που μιλάμε στις παρέες μας. «Συνηθίζουμε να διαχωρίζουμε τον τρόπο που μιλάμε στην κοινωνική μας ζωή και στη σκηνή, όπου τα πράγματα πρέπει να είναι πιο καθωσπρέπει. Την ελευθερία που έχεις σε μια παρέα να πεις πράγματα που μπορεί κάποιους να τους ξενίσουν θέλω να την έχω και σε μια σκηνή που από κάτω δεν είναι οι φίλοι μας, θέλω να μην είμαι πιο κομψός επειδή πρόκειται για δημόσιο λόγο».
Αντλώντας υλικό από την ατέλειωτη μουσική μας κληρονομιά και ερμηνεύοντας/σχολιάζοντας τις στιχουργικές ιστορίες επί σκηνής με τους δύο συνερμηνευτές του, τον Χάρη Κούσιο και την Κέλλυ Παπαδοπούλου (κάθε παράσταση θα έχει επίσης έναν guest), ο Βασίλης στήνει μια παράσταση «φτιαγμένη από τα υλικά που γεμίζουν καθημερινά τα newsfeeds μας, όχι για όσους ψάχνουν την αυστηρή δραματουργία», όπως ξεκαθαρίζει εξαρχής στην εισαγωγή του.
Πράγματι, όσα εκτυλίσσονται επί σκηνής λειτουργούν εντελώς συνειρμικά, με τα λεκτικά πινγκ-πονγκ των τριών τους να είναι συνεχή, κυρίως όμως το γέλιο και το «σφίξιμο» προκύπτουν από κοινού με το ερώτημα: αυτά τα τραγούδια τα γνωρίζουμε απ’ έξω κι ανακατωτά, πόσοι από εμάς όμως έχουμε συνειδητοποιήσει τι πραγματικά λένε, κι αν το γνωρίζουμε, γιατί συνεχίζουμε να τα αναπαράγουμε; Ομολογώ πως έπιασα τον εαυτό μου να εκπλήσσεται με αυτήν τη διαπίστωση.
«Η έρευνά μου ξεκίνησε από το κριντζάρισμα που έτρωγα με τα τραγούδια που αναφέρονται στους μαύρους ανθρώπους ως “αράπηδες”, που είναι πολλά», εξηγεί. «Είναι γραμμένα, βέβαια, σε μια εποχή που προφανώς το επέτρεπε. Ακόμα και σήμερα, όμως, ο κόσμος δεν διστάζει καθόλου να τα τραγουδήσει. Κάπως έφυγε, όμως, το μυαλό μου από κει και άρχισα να σκέφτομαι τι άλλο είναι προβληματικό, αφού εγώ δεν δύναμαι να μιλήσω για το μαύρο βίωμα, καθότι λευκός. Ήθελα να μιλήσω για το βίωμα που ξέρω και μπορώ να μεταφέρω.
Ξεκίνησα να ψάχνω αυτά τα τραγούδια. Είναι φοβερό το πώς, λόγω της ενορχήστρωσης που έχουν ή της ωραίας μελωδίας, παρασυρόμαστε από τη μουσικότητα και δεν ακούμε τι λένε στ’ αλήθεια. Αν όμως τα τραγουδήσεις πιο απλά, φωτίζεται ξαφνικά όλο το νόημα που έχουν. Σήμερα, που ο διάλογος έχει προχωρήσει, είναι ωραίο που κάποια πράγματα προσέχουμε πώς τα λέμε, ή δεν τα λέμε καν.
Αυτά τα τραγούδια, όμως, συνεχίζουν να κάνουν ωραιότατη καριέρα στα ραδιόφωνα, στα κέντρα διασκέδασης, ακόμα και από μικρές μπάντες, από παιδιά που παίζουν ρεμπέτικα. Τα λένε με χαρά επειδή είναι ωραία και δεν ακούμε που αναφέρουν ότι “η άλλη θέλει σκότωμα γιατί άφησε τον άντρα της”. Η γυναίκα περιγράφεται ως υποδεέστερη, κακοποιείται και αυτό μεταφράζεται σε τρομερό πάθος.
Αυτά τα πράγματα πρέπει να ξεπεραστούν και ο νους μας να μετατοπιστεί από τέτοιους στίχους, που μας έχουν γαλουχήσει. Να ξέρουμε, τουλάχιστον, τι λένε, ότι η μουσική κουλτούρα της χώρας μας έχει πολύ κακοποιητικό λόγο και από κει και πέρα το μονοπάτι του καθενός είναι προσωπικό, ανάλογα με τα δικά του όρια».
«Εσύ στο χώμα κι εγώ στη φυλακή», «η σκλάβα σου είμαι», «θέλω τα όπα μου και τη σφαλιάρα μου...» είναι ίσως τρεις από τους πιο γνωστούς τοξικούς-υποβιβαστικούς για τη γυναίκα στίχους που ακούγονται στην παράσταση –δεν χρειάζεται να αποκαλύψω άλλους για να μη χαλάσω την έκπληξη–, και είναι σαν ο Βασίλης να μας καλεί να επιλέξουμε πλευρά.
Ο «Λοιμός», όμως, δεν αφορά μόνο τις παθολογίες του ετεροκανονικού, straight πάθους. Στο εξίσου απολαυστικό δεύτερο μισό της παράστασης ο Βασίλης στρέφει τον καθρέφτη στον εαυτό του και παρουσιάζει τις παθογένειες της γκέι σεξουαλικότητας, χρησιμοποιώντας ως εργαλείο το πιο δημοφιλές gay dating app, το Grindr, και ερμηνεύοντας περισσότερο ή λιγότερο ρεαλιστικές συζητήσεις που αλιεύτηκαν από κει, υπό τους ήχους του εμβατηρίου «Δώδεκα» του απόλυτου gay icon Άννας Βίσση.
«Ακούς πολύ συχνά από κοπέλες τη φράση “αχ, τα καλύτερα παιδιά είναι οι γκέι”. Υπάρχει αυτό το αφήγημα γύρω από τα γκέι αγόρια, επειδή συνήθως είναι συμπαθή ή αναγκάζονται να είναι πιο συμπαθή, γιατί αλλιώς το κοινωνικό περιβάλλον θα τα πετάξει πιο εύκολα έξω. Θεωρούν ότι οι ομόφυλες σχέσεις είναι μια χαρά, κρατάνε πολύ ή ότι ακόμα κι αν δεν κρατάνε, δεν πειράζει, γιατί οι γκέι κάνουν ελεύθερα σεξ κ.λπ.
Φυσικά και ισχύουν όλα αυτά, αλλά είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος. Η δυσλειτουργία στην επικοινωνία μεταξύ γκέι αντρών και λεσβιών γυναικών είναι τεράστια, απλώς δεν μιλάμε πολύ γι’ αυτό γιατί δεν το σηκώνει το περιβάλλον ή επειδή κανείς δεν είναι έτοιμος να ακούσει, αν δεν μοιράζεται την ίδια σεξουαλικότητα. Τα πράγματα είναι κι εδώ βαθιά προβληματικά, μπορεί και εξίσου προβληματικά με ένα ετεροκανονικό μοντέλο. Κανείς δεν έχει την απάντηση για τίποτα, ούτε κι εμείς φυσικά από τη θέση της σκηνής».
Κλείνοντας τη συζήτηση με την αρχική μου αναρώτηση, ρωτώ τον Βασίλη τι σημαίνει queer για τον ίδιο. «Η queer τέχνη για μένα είναι απαλλαγμένη από το τρομερό βάρος της κομψότητας, του καθωσπρεπισμού, των υψηλών μπάτζετ, δίνει ελευθερία.
Σίγουρα είναι πολιτικοποιημένη, αλλά φαντάζομαι πως για να προσδιορίζεσαι ως queer άτομο έχεις ούτως ή άλλως μια πολιτική τοποθέτηση απέναντι στα πράγματα, έχεις διανύσει μια διαδρομή σε σχέση με την πολιτική σου θέση, αλλιώς δεν δικαιούσαι να καπηλευτείς αυτόν τον όρο.
Η queer τέχνη μπορεί να συνομιλήσει άμεσα με το τώρα, δεν έχει ανάγκη να μας μεταφέρει τις εμπειρίες του τώρα μέσα από παλαιότερα κείμενα. Σίγουρα μπορείς να πάρεις τον Γλάρο του Τσέχοφ και να βάλεις τον Τρέπλιεφ και τη Νίνα να είναι δύο άντρες, αλλά γιατί να αφηγηθείς τον γκέι έρωτα μέσα από ένα κείμενο του 1895; Μπορούμε να μιλήσουμε για τα δικά μας βιώματα με τα δικά μας λόγια.
Σίγουρα είναι πιο εμπορικό, το ξέρω, να κάνεις έναν κουνημένο Τσέχοφ και να τον βαφτίσεις queer, αλλά πραγματικά δεν είναι ανάγκη τα πάντα να είναι έτσι όπως μας τα δίδαξαν όλοι αυτοί οι σοφοί γέροντες άντρες κάποτε. Μπορούμε να μεταφράσουμε το χάος του κεφαλιού μας σε σκηνικό χάος και κάπως αυτό να βγάζει νόημα».
«Λοιμός»
Σκηνοθεσία: Βασίλης Βηλαράς
Σκηνικά-Κοστούμια: Δήμος Κλιμενώφ
Φωτισμοί: Βάσια Ατταριάν
Επιμέλεια ήχου: Άλεξ Βηλαράς
Εκτέλεση παραγωγής: Θάλεια Γρίβα
Ερμηνεύουν: Βασίλης Βηλαράς, Χάρης Κούσιος, Κέλλυ Παπαδοπούλου
Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων
Κύπρου 91Α & Σικίνου 35Α, Κυψέλη, 213 0040496
2/3-25/5
Κάθε Τετάρτη στις 21:00
*Ευχαριστούμε το θέατρο ΝτόΜ που παραχώρησε τον χώρο της πρόβας για τη φωτογράφιση.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.