Ο ΡΕΪΜΟΝΤ ΚΑΡΒΕΡ το 'καψε γρήγορα το φιτιλάκι του. Πέθανε στα πενήντα του, το 1988, από καρκίνο των πνευμόνων. Τα όσα δημοσίευσε όμως στον σύντομο βίο του έφτασαν και περίσσεψαν για να του εξασφαλίσουν την αθανασία. Κορυφαίος εκπρόσωπος του «βρόμικου ρεαλισμού», αυτής της νεορεαλιστικής τάσης που άνθισε στις ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του '80, έδωσε φωνή σε ήρωες τσακισμένους από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου, αιχμαλωτίζοντας την ένταση της απόγνωσής τους με τις πιο απλές λέξεις του κόσμου.
Σαν πίνακες με τη ζωγραφική σαφήνεια ενός Έντουαρντ Χόπερ, οι ιστορίες του Κάρβερ μιλούν για άντρες και γυναίκες που ερωτεύτηκαν και μισήθηκαν, για τη βία που καιροφυλακτεί σε συνθήκες ρουτίνας και ανέχειας, για τη λαχτάρα γι’ ανθρώπινη επαφή, για το ποτό που μεταμορφώνει σε κτήνη και τους πιο ευαίσθητους, για τις ανεπούλωτες πληγές της απιστίας. Τέτοιες ιστορίες απλώνονται και στους «Αρχάριους» (μτφρ. Γ. Τζώρτζης, Μεταίχμιο, 2010), όπου μπορεί κανείς να διαβάσει την αυθεντική εκδοχή των διηγημάτων του που περιλαμβάνονταν στη συλλογή «Για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για αγάπη» (μτφρ. Γ. Τζώρτζης, Απόπειρα, 1993).
Πίσω από τις μικρές και μεγάλες τραγωδίες που περνούν οι ήρωές του κρύβονται πάντα τα χνάρια της βασανισμένης του διαδρομής, όπως η αγωνία του να βρει μια χαραμάδα ελπίδας ακόμη και μέσα στα ερείπια.
Γεννημένος στο Όρεγκον τα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική κρίση του '29, γιος μιας σερβιτόρας κι ενός εργάτη σε εργοστάσιο ξυλείας, ο Κάρβερ βίωσε στο πετσί του την αθλιότητα, τις δυσκολίες και την αποξένωση που αποτύπωσε στο έργο του. Μικροπαντρεμένος και πατέρας, στα είκοσι κιόλας, δυο παιδιών, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μετακινούμενος από τη μια Πολιτεία στην άλλη, κάνοντας δουλειές του ποδαριού και καταναλώνοντας απίστευτες ποσότητες αλκοόλ, ενώ το μόνο που επιθυμούσε ήταν να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο γράψιμο. Κάποια στιγμή, στα μέσα της δεκαετίας του '70, τα κατάφερε. Αποτοξινωμένος με τη βοήθεια των Ανώνυμων Αλκοολικών κι έχοντας πλάι του μια νέα γυναίκα, την ποιήτρια Τες Γκάλαχερ, κέρδισε τη μάχη της επιβίωσης διδάσκοντας σε πανεπιστήμια δημιουργική γραφή και απολαμβάνοντας παράλληλα την τεράστια λογοτεχνική του επιτυχία.
Ένα σοβαρό μερίδιο για την καταξίωση του Κάρβερ αναλογεί στον εκδότη και επιμελητή του Γκόρντον Λις, που τον ενθάρρυνε αλλά και τον «διόρθωσε» όσο κανείς στα πρώτα του βήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι η συλλογή των «Αρχαρίων» είναι σχεδόν διπλάσια σε όγκο από την αρχική. Ο Λις είχε πετσοκόψει κατά 40% τα χειρόγραφα του συγγραφέα, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην ανάδειξη μιας κοφτής, λακωνικής γραφής που έγινε έκτοτε σήμα κατατεθέν του Κάρβερ και των χιλιάδων μιμητών του. Εξού και τα βέλη που δέχτηκε η χήρα του από τους κριτικούς, όταν βάλθηκε να δρομολογήσει τη συγκεκριμένη έκδοση.
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως ακόμα και «φλύαρος» στις περιγραφές του, ο Κάρβερ εξακολουθεί να συγκινεί. Πίσω από τις μικρές και μεγάλες τραγωδίες που περνούν οι ήρωές του κρύβονται πάντα τα χνάρια της βασανισμένης του διαδρομής, όπως η αγωνία του να βρει μια χαραμάδα ελπίδας ακόμη και μέσα στα ερείπια. Ερείπια σαν κι αυτά που κατακλύζουν τις σελίδες του «Μια μικρή παρηγοριά», για παράδειγμα, ενός από τα διασημότερα διηγήματά του, που πέρασε και στο σινεμά ως ένα από τα «Στιγμιότυπα» της ομώνυμης ταινίας του Ρόμπερτ Άλτμαν.
Στο «Μια μικρή παρηγοριά», ένα αγοράκι τραυματίζεται βαριά σε τροχαίο ατύχημα, λίγες μέρες πριν γιορτάσει τα γενέθλιά του. Κι ενώ οι γονείς του, παραλυμένοι από το σοκ, ξημεροβραδιάζονται πλάι του στο νοσοκομείο, ο φούρναρης της γειτονιάς, ανύποπτος για το τι έχει συμβεί, απότομος, απαυδισμένος, επιθετικός, τους βομβαρδίζει με τηλεφωνήματα για να παραλάβουν επιτέλους την τούρτα που του είχαν παραγγείλει. Όταν πεθαίνει το παιδί, πάνε κι οι δυο γονείς ένα βράδυ στο μαγαζί του, πετώντας πάνω του σαν βρισιά τη συμφορά που τους βρήκε. Κι εκεί, αυτό το «παλιοτόμαρο» με τα «μικροσκοπικά, όλο μοχθηρία, μάτια», όπως τον έβλεπαν στην αρχή, θα τους φιλέψει φρέσκα κουλουράκια και θα τους ζεστάνει την καρδιά, ανοίγοντάς τους την ψυχή του. «Μιλούσαν μέχρι που χάραξε, μέχρι που το πρώτο φως της μέρας ξεχύθηκε απ’ τα ψηλά παράθυρα, κι ούτε που τους πέρασε από το μυαλό να φύγουν»….